Κυριακή, Οκτωβρίου 30, 2011

Όμορφη κι ορφανή μου φωτογραφία (X2!)

Από όλες τις φωτογραφίες που τράβηξα στον Ελύτη (ήταν οι τελευταίες) το διπλό προτρέτο με την Ιουλίτα έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Έξω όλοι τηρούν το νόμο και βάζουν σε ορατό σημείο την υπογραφή του φωτογράφου. Εδώ υπάρχει επίσης νόμος αλλά δεν τηρείται σχεδόν ποτέ. Έτσι δεκάδες φωτογραφίες μου έχουν δημοσιευθεί παντού χωρίς υπογραφή. Δικαιολογία: "δεν ήξερα" δεν υπάρχει - έξω απλώς αρνούνται να δημοσιεύσουν φωτογραφία αν δεν έχει credits.

Κι όταν σοβαρές εφημερίδες μας όπως το σημερινό "Βήμα της Κυριακής" διαπράττουν το αδίκημα διπλό και ολοσέλιδο - τι να πει κανείς; Στη μία μάλιστα δημοσίευση (αναγγελία στην πρώτη σελίδα) γυρίζουν την φωτογραφία ανάποδα! Απόλυτος σεβασμός στην πνευματική ιδιοκτησία...
























Υ. Γ. Και για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις - θέμα αμοιβής δεν τίθεται. Την σειρά την έχω χαρίσει στον Ελύτη (και τα αρνητικά στο Μουσείο Μπενάκη, μαζί με όλο μου το αρχείο). Αλλά τα πνευματικά δικαιώματα δεν παραγράφονται ποτέ.

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΑ ΝΕΑ!

Μία μερα μετά, τα ΝΕΑ σε ρεπορτάζ για τον Ελύτη, έβαλαν επίσης δική μου φωτογραφία ΧΩΡΙΣ  μνεία του φωτογράφου. Τζάμπα με έπαιρναν σήμερα το πρωί τηλέφωνο διάφορα μεγαλοστελέχη του  ΔΟΛ ζητώντας συγγνώμη και λέγοντας ότι προσέχουν πολύ το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων.  Ιδού πως το προσέχουν!

ΔΟΛ εναντίον ΔΗΜΟΥ;


Παρασκευή, Οκτωβρίου 28, 2011

Μελαγχολώ στις αργίες










Αυτή η ευγενής κατάθλιψη που με επισκέπτεται τις γιορτές και τις σκόλες άργησα να καταλάβω που οφείλεται. Ωστόσο κάποια στιγμή το συνειδητοποίησα. Με ενοχλεί το κλείσιμο των μαγαζιών.

Δεν είναι που ψωνίζω πολύ ή συχνά. Σε μερικές μάλιστα κατηγορίες (π.χ. ρούχα) αγοράζω μόνο στην ύστατη ανάγκη. Ούτε είμαι τύπος καταναλωτικός. Ίσως μόνο στην τεχνολογία έχω αδυναμία γιατί εκεί υπάρχει πάντα το καινούργιο.

Όχι, τα μαγαζιά μου αρέσουν επειδή εκεί συναλλάσσεται και συναντιέται ο κόσμος. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο ζωντανά μέρη της πόλης είναι οι αγορές. Ούτε το γεγονός ότι από την αγορά ξεκίνησε η πολιτική. Ούτε ακόμα ότι τους αγίους τους τιμούν με πανηγύρια.

Όταν επισκέπτομαι μία πόλη ψάχνω μουσεία και αγορές. Τα μουσεία είναι το παρελθόν, οι αγορές το παρόν. Εκεί ζει και κινείται η κοινωνία. Μπορεί να είναι τα μεγάλα μοντέρνα εμπορικά κέντρα ή τα παραδοσιακά σουκς των αραβικών πόλεων, αυτοί οι λαβύρινθοι και μαίανδροι γεμάτοι χρώματα και μυρωδιές, όπου εκτός από την πώληση βλέπεις συχνά και την παραγωγή. Στη Σκεπαστή Αγορά και την Αγορά των Μπαχαρικών της Κωνσταντινούπολης έζησα υπέροχες ώρες.

Η εμπορική συναλλαγή είναι ζωή. Κι αυτή η ζωή μου λείπει στις αργίες. Ακόμα κι όταν δεν επισκέπτομαι τα μαγαζιά μου αρέσει να τα φαντάζομαι ανοιχτά. Και γι αυτό τα κλειστά και νεκρά καταστήματα, στις γειτονιές της Αθήνας μου σφίγγουν την καρδιά.









____________________________________________________

Φωτογραφίες που τράβηξα στην Πόλη το 2007

Τρίτη, Οκτωβρίου 25, 2011

Φυγή στο ωραίο...

Χρωστάω χάρη σε αυτόν τον ιδιοφυή δημιουργό, τον Woody Allen για μία εβδομάδα φυγής και απόλαυσης. Σαν τον ήρωα της τελευταίας του ταινίας, («Μεσάνυχτα στο Παρίσι») κάθε απόγευμα και βράδυ (όχι δεν περίμενα τα μεσάνυχτα) γλιστρούσα στο παρελθόν. Το ίδιο παρελθόν που τόσο άψογα ζωντάνεψε η ταινία: την δεκαετία του ’20 στο Παρίσι με την «χαμένη γενιά» που μόνο χαμένη δεν πήγε, αφού έβγαλε τόσα μεγάλα ταλέντα και τόσο υπέροχα έργα.

Εμένα δεν με έπαιρνε η αντίκα λιμουζίνα όπως τον πρωταγωνιστή – αλλά τα βιβλία των χρόνων αυτών, που ήταν και τροφή της δικής μου νιότης. Και πρώτα-πρώτα το αριστούργημα του Hemingway: “A Moveable Feast” που ζωντανεύει όλη εκείνη την εποχή. Το είχα πρωτοδιαβάσει πριν 45 χρόνια, αλλά τώρα το βρήκα πιο φρέσκο και ζωντανό. Έλυσα και μία απορία μου: και τις δύο φορές που το διάβασα, απορούσα με την πιστότητα στην λεπτομέρεια και τα γεγονότα. Τώρα έμαθα πως το βιβλίο βασιζόταν σε σημειώσεις και ημερολόγια που κρατούσε τότε ο συγγραφέας, τα οποία φεύγοντας είχε αφήσει σε κάτι βαλίτσες στο Ritz, τις οποίες ξαναβρήκε όταν επέστρεψε μετά τον πόλεμο.

Αυτό το Παρίσι το είχα ζήσει κι εγώ στη δεκαετία του ’50. Δεν είχε διαφορές από το προπολεμικό (οι μεγάλες αλλαγές έγιναν αργότερα). Και τότε έψαχνα εκεί τα ίχνη του Pound, του Joyce, του Scott-Fitzgerald, του Picasso, της Gertrude Stein και όλων των ηρώων του Hemingway και του Allen. Τα στέκια υπήρχαν όλα και με την ίδια επίπλωση του μεσοπολέμου.

Και συνεχίζοντας το ψάξιμό μου ξαναδιάβασα Zelda Fitzgerald, τα ημερολόγια του Cocteau (που σύχναζε στο σαλόνι της Stein) και του Gide, καθώς και την παράξενη αυτοβιογραφία της Stein. Παράξενη, γιατί την αποδίδει στην σύντροφό της την Alice B. ToklasStein ήταν gay – είναι και ο δημιουργός του όρου) και γράφει η ίδια για τον εαυτό της, ως άλλη. Μάλιστα ισχυρίζεται (ως Toklas) ότι η Stein ήταν μεγαλοφυΐα…

Όλα αυτά και τους πίνακες που ξαναείδα και την τζαζ που ξανάκουσα τα οφείλω στον Woody Allen – και τον ευγνωμονώ. Κι όποιος δεν είδε την ταινία ας σπεύσει…


Δευτέρα, Οκτωβρίου 17, 2011

Αντίο Φρέντυ!


Ήταν ο τέλειος συνδυασμός μεσογειακής ευαισθησίας και Βρετανικού χιούμορ. Ένας σημαντικός καλλιτέχνης κι ένας υπέροχος άνθρωπος. Φρέντυ Κάραμποτ - το ένα Κ της διαφημιστικής Κ&Κ που άφησε εποχή την δεκαετία του '60. Το άλλο Κ, ο Μιχάλης Κατζουράκης, θα νιώθει μισός.


Γειά σου Φρέντυ, συνάδελφε και άρχοντα!

Σάββατο, Οκτωβρίου 15, 2011

Ένα ξεχασμένο κείμενο













Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε τον Μάιο του 1985 στο "Βήμα". Έπεσε ανάμεσα στις δύο περιόδους συνεργασίας μου με την εφημερίδα και δεν ανθολογήθηκε στις δύο συλλογές κειμένων της("Μικρά Βήματα" και "Κουτσοκώσταινα"). Εφόσον είχε προηγηθεί της "ψηφιακής" μου εποχής (αγόρασα τον πρώτο μου υπολογιστή ένα μήνα αργότερα) δεν υπήρχε ούτε στο ηλεκτρονικό μου αρχείο. Το ανακάλυψε κάποιος φίλος μου στην Κύπρο, σε μία ανθολογία κειμένων "Για τον Χριστιανόπουλο"(εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2003).Δεν θυμάμαι να μου είχαν ζητήσει την άδεια για την αναδημοσίευση.

Νίκος Δήμου

Το τζάκισμα


Λοιπόν ξέρετε γιατί ο στρατηγός Μακρυ­γιάννης τσάκισε (ή, στο δικό του ιδίωμα, «τζάκισε») το χέρι του; Γιατί πολέμησε και πή­ρε «πέντε πληγές εις το σώμα» του και έμεινε «μισός άνθρωπος»; Την απάντηση την έχει δώ­σει σ' ένα πολύ γνωστό ποίημα του ο Ντίνος Χριστιανόπουλος:


καημένε Μακρυγιάννη να 'ξερες
γιατί το τζάκισες το χέρι σου
το τζάκισες για να χορεύουν σέικ
τα κωλόπαιδα



Όταν πρωτοδιάβασα αυτούς τους στίχους, θαύμασα μα κι ενοχλήθηκα. Θαύμασα την καί­ρια αιχμή - αλλά με ενόχλησε η υποβολιμαία μομφή. Όχι που χόρευα σέικ. Αλλά σκέφθηκα πώς (και αν) θα έγραφε ο ποιητής αν ο Μακρυ­γιάννης δεν είχε τζακίσει το χέρι του. Ίσως θα 'χε τζακίσει ο ποιητής το δικό του.


Πιστεύω πως τελικά πιο πολύ για το Χρι­στιανόπουλο, παρά για τα κωλόπαιδα πολέμη­σε ο Μακρυγιάννης. Βέβαια η άποψη τού ποι­ητή είναι πως τα παιδιά κάνουν κακή χρήση της ελευθερίας που τους χάρισε ο Στρατηγός. Αλλά ίσως το ίδιο κάνει και ο ποιητής. (Κάπου, πιστεύω πως ο Μακρυγιάννης πιο εύκολα θα ανεχόταν το σέικ παρά τα ποιήματα του Χρι­στιανόπουλου).


Παλιές και νέες σκέψεις για τη χρήση και την κατάχρηση της ελευθερίας. Πού είναι το όριο; Γιατί το να χορεύεις σέικ (σε λίγο αυτός ο στίχος θα θέλει αστερίσκο και υποσημείωση) είναι κατάχρηση - και δεν είναι το να γράφεις ποιήματα; Έτσι θρήσκος που ήταν ο Μακρυ­γιάννης (θυμηθείτε το «Οράματα και Θάματα») μπορεί να θεωρούσε μόνο τη θρησκευτική και τη δημοτική ποίηση θεμιτή.


Και φυσικά δεν έχει σημασία τι θα θεωρού­σε ο Μακρυγιάννης. Το ότι κάποιος θυσιάστη­κε για την ελευθερία μας δεν του δίνει το δι­καίωμα να την περιορίσει. Αλλιώς μπλέκουμε στη φαύλη σκέψη των Σωτήρων.


Αλλά ούτε και ο ποιητής θα 'πρεπε να απο­τολμά τέτοιες απόπειρες. Σύμφωνοι - κατα­νοητή η απέχθεια μπροστά στα «κωλόπαιδα» και νόμιμη η σατιρική αιχμή. Πίσω της όμως ενεδρεύει μια επικίνδυνη ηθικολογική τάση. Τι παραπάνω σκέφθηκε ο δικτάτορας που είχε απαγορεύσει το ταγκό;


Το 'χει αυτό το κουσούρι η σάτιρα. Είναι, στην αγανάκτηση και την πίκρα της, απόλυτη. Και κάθε τι το απόλυτο γίνεται εύκολα απολυταρχικό – φτάνει να συνδυασθεί με «αρχή».


Αυτοί πάντως που πολεμάνε για ελευθερία -συνήθως πολεμάνε για να μην μπορεί να απα­γορευθεί τίποτα: ούτε χορός, ούτε ποίημα.


Αλλά, αν ήταν να διαλέξει κανείς, σίγουρα το ποίημα είναι πιο καίριο (και πιο δυσανεκτό για την Εξουσία). Η οποία δεν θα νοιαζόταν και πολύ για το σέικ. (Οι δικτατορίες χαίρονται όταν οι νέοι χορεύουν. Άλλα φοβούνται...).


Πάντως η «γενιά του σέικ» έδωσε κι αυτή τις εξετάσεις της. «1-1-4», Αντίσταση, Πολυτε­χνείο. Δεν υστέρησε καθόλου από τις γενιές του ταγκό ή του βαλς. (Ούτε από τις χρονικά παράλληλες γενιές του τσάμικου, ή του ζεϊ­μπέκικου).


Για τον ποιητή λοιπόν (κι όχι για το σέικ) πολέμησε ο Μακρυγιάννης. Σ' αυτή την περί­πτωση, η δεύτερη στροφή του ποιήματος θα ταίριαζε κάπως έτσι:


το τζάκισες για να μπορεί ο Χριστιανόπουλος 
να δημοσιεύει τα αιχμηρά
τα σεμνά και τα άλλα



Παραδέχομαι πως ποιητικά δεν λέει τίποτα. Όμως είναι σίγουρα πιο δίκαιη. Για τα «κωλό­παιδα».

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2011

Τα δίδυμα χρόνια

5 ετών
77
Πριν λίγες μέρες μπήκα στα 77. Αυτά τα δίδυμα εφτάρια με προβλημάτισαν. Ξαφνικά αναρωτήθηκα τι έκανα σε άλλες εποχές με δίδυμους αριθμούς.

11 χρόνων. Μετακατοχικό, κοκκαλιάρικο παιδί υφίσταμαι υπερτροφία από την μητέρα για να ξεπεράσω την (πραγματική ή υποχονδριακή της) αδενοπάθεια. Τα κιλά που πήρα τότε τα κουβαλώ ακόμα.

Ανακαλύπτω την ποίηση, την εξοχή (όλη την Κατοχή κλεισμένος στην Αθήνα), το Κολλέγιο, τον ερωτισμό (πρώτα σαν αυτοερωτισμό), τις απαγορευμένες ιδέες.

22 ετών
22 ετών. Φοιτητής στην Γερμανία. Η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Έχω ενδιαφέρουσες σπουδές (φιλοσοφία), έναν υπέροχο δάσκαλο (Stuermann), μία τρυφερή φιλενάδα, και μία παρέα από απίθανα ταλαντούχους ανθρώπους. (Όλοι τους έγιναν διάσημοι). Κάνω σινεμά, θέατρο, γράφω, διαβάζω, μαθαίνω. Ρουφάω σαν σφουγγάρι.

33. Νεόκοπος επιχειρηματίας με δανεικά κεφάλαια στην διαφήμιση. Μετά από μία περίοδο μαύρης φτώχειας, προσπαθώ να δημιουργήσω κάτι δικό μου για να ξεφύγω από τις ευκαιριακές δουλειές και το υπαλληλίκι. Χαμαλίκι.

44 χρόνων. Γνωρίζω την γυναίκα της ζωής μου. (Έχω πίσω μου δύο διαζύγια). Ζούμε μαζί, αλλά θα την παντρευτώ είκοσι χρόνια αργότερα. (Ο καμένος στο χυλό…) Προσπαθώ να πουλήσω την εταιρία μου – η επιτυχία της με έχει παγιδέψει. (Θα το πετύχω μετά 4 χρόνια).
50+

55. Ώριμος πια, παράγω όσο περισσότερο μπορώ: Βιβλία, άρθρα, εκπομπές. Βιάζομαι γιατί ίσως προαισθάνομαι ότι τέσσερα χρόνια μετά θα έρθει ο καρκίνος.

66. Την γλύτωσα, αλλά μου έμεινε η πίεση του χρόνου. Συνεχίζω να παράγω και να μαζεύω γάτες. Χτίζω ένα μικρό καταφύγιο στο βουνό.


Τι θα κάνω τον εβδομηκοστό έβδομο χρόνο δεν γνωρίζω – μόλις άρχισε. Ελπίζω να σας γράψω κι από τον ογδοηκοστό όγδοο…

Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2011

Steve Jobs 1955-2011














R I P



"Steve was among the greatest of American innovators:
brave enough to think differently,
bold enough to believe he could change the world,
and talented enough to do it," 


Barack Obama

Κυριακή, Οκτωβρίου 02, 2011

Όνειρο νέας ζωής














Σήμερα είδα ένα ωραίο όνειρο. Ελπίζω να μου βγει σε καλό.

Τον τελευταίο καιρό ή δεν βλέπω (δεν θυμάμαι) τίποτα, ή βλέπω εφιάλτες. Προχθές ακόμα έκανα αγωνιώδη αναρρίχηση σε μία σχεδόν κάθετη πλαγιά με σαθρό έδαφος, ενώ δεξιά και αριστερά παραμόνευαν τέρατα που έμοιαζαν με υπερμεγέθεις κροκόδειλους.

Όμως αυτή τη νύχτα βρέθηκα σε μίαν άγνωστη πόλη (ή άγνωστη περιοχή γνωστής πόλης) και έψαχνα για σπίτι και στέκι. Βρήκα και τα δύο. Το στέκι ήταν ένα πολύ λιτό καφενείο. «Εδώ», μου είπε κάποιος, «μαζεύονται οι φίλοι του ποιητή Νίκου Παναγιωτόπουλου». Επειδή πολύ μου αρέσει το «Σύσσημον», το μεγάλο του ποίημα, χάρηκα. Εδώ θα βρω φίλους, σκέφθηκα.

Το σπίτι πάλι που βρήκα ήταν ένα μικρό διαμέρισμα ενός δωματίου που είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Βρίσκονταν στην γωνία του ισογείου μίας πολυκατοικίας και έβλεπε στον γύρω χώρο που ήταν αχανής, ακάλυπτος οικοδομικά και δασωμένος. Έμοιαζε αυτή η πολυκατοικία να ήταν το τελευταίο κτήριο στην περιοχή και η γωνιά μου η τελευταία άκρη του. Έτσι από τα μεγάλα παράθυρα (οι τοίχοι ήταν τζάμια, σαν κρύσταλλα βιτρίνας) έβλεπα καθαρή φύση. Θάμνους, δέντρα, πυκνή βλάστηση.

Το σπίτι μέσα ήταν γεμάτο πράγματα του περασμένου νοικάρη. Θα ερχόταν λέει να τα πάρει και έτσι θα άδειαζε ο χώρος. Η ευτυχία μου ολοκληρώθηκε όταν πήγα στο μπάνιο. Εκεί, έξω από το μεγάλο παράθυρο (πάλι κρύσταλλο βιτρίνας αλλά κλεισμένο από δέντρα) εμφανίστηκε μία γατούλα, τρίχρωμη. Άνοιξα και μπήκε μέσα. Κούτσαινε από το πίσω αριστερό της πόδι, το κρατούσε ψηλά. Παρόλα αυτά ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου.
Αυτό συμπλήρωσε την ευτυχία μου – σπίτι χωρίς γάτα για μένα είναι νεκρό. Ένοιωσα πως τώρα αρχίζει νέα ζωή. Νέα πόλη, σπίτι, γάτα, στέκι. Και ξύπνησα με την χαρά του καινούργιου, όπως έκανα όταν ήμουν νέος…