Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

Η Αποκάλυψη

Ο μοναχός Ιωάννης ζούσε δεκαεπτά χρόνια στη σκήτη. Ήταν ένας μεγαλόσωμος σιωπηλός άντρας με βαριά μαύρα γένια. Ακολουθούσε σχολαστικά το τυπικό: νηστείες, αγρύπνιες, αποχή από κάθε τι πονηρό η εγκόσμιο, στην πράξη και την σκέψη. Δεν έδειχνε ενδιαφέρον για τίποτα, ούτε καν το Όρος δεν είχε περιηγηθεί. Λίγο καιρό στο Βατοπέδι και μετά στη σκήτη. Κανείς δεν γνώριζε για την προηγούμενη ζωή του. Δεν είχε ποτέ ανοίξει την καρδιά του, βαρύς, αμίλητος. Γράμματα ήξερε αρκετά, κάτεχε και τις αγροτικές δουλειές. Είχε αναλάβει τον λαχανόκηπο και τροφοδοτούσε την νηστεία των μοναχών με άφθονα χορταρικά.

Πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε. Ενώ όλη του η μορφή έδινε εντύπωση δύναμης, τα μάτια του ήταν εντελώς νεκρά. Σαν να μην υπήρχε πίσω τους αίσθηση ή σκέψη. Έψελνε σωστά, με βαθιά φωνή, αλλά πάντα απών.

Ένα πρωί, μετά τον όρθρο, τον φώναξε ο Γέροντας. Καιρό τον έψαχνε ένα μήνυμα από την πόλη, έκανε μήνες να τον βρει. Είχε πεθάνει η μάνα του, τον ζητούσαν τα αδέρφια του, ανάγκη να πάει για τα κληρονομικά. "Δεν με ενδιαφέρει η κληρονομιά!" Ο Γέροντας του εξήγησε: έπρεπε να υπογράψει. Την μερίδα του, έτσι κι αλλιώς, την έπαιρνε η μονή.

Ο μοναχός Ιωάννης βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη. Δεν τα'χασε, δεν θαμπώθηκε καθόλου από την μεγάλη πόλη. Αδιάφορος κυκλοφορούσε στον δρόμο, με άδεια μάτια. Δεν δέχθηκε να μείνει σε σπίτι συγγενικό, ζήτησε κελί σε αγιορείτικο ξενώνα. Εκεί κόνεψε. Ήθελε να τελειώνει, αλλά η γραφειοκρατία τον κράτησε τρεις μέρες.

Το τρίτο βράδυ βγήκε στο δρόμο και άρχισε να περπατάει προς το Eπταπύργιο. Έξω από ένα παλιό γκρεμισμένο σπίτι, κάθισε ακίνητος και κοίταγε στο κενό. Έκανε παγωνιά, ελάχιστοι διαβάτες. Μια πόρνη που έμενε απέναντι πέρασε με ένα πελάτη, ξαναβγήκε, έφερε άλλον, και τρίτο. Ο μοναχός Ιωάννης ήταν εκεί.

Στις τέσσερις το πρωί, η πουτάνα, που ήταν πονόψυχη, τον είδε από το παράθυρο μαρμαρωμένο μες το σκοτάδι και φοβήθηκε πως είχε πεθάνει. 'Έβαλε τη ρόμπα της και κατέβηκε. "Πάτερ είσαι καλά;" Με το ζόρι τον τράβηξε στο δωμάτιό της και τον κάθισε δίπλα στην σόμπα. Του έφτιαξε κι ένα ζεστό.

Ο μοναχός Ιωάννης δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τίποτα - ούτε σε τι σπίτι βρισκότανε. Παθητικά άφηνε να τον σκεπάζουν, να τον περιποιούνται. Κι όταν ζεστάθηκε, δεν είπε να φύγει. Τον πήρε ο ύπνος καθιστό δίπλα στην σόμπα. Έπεσε και η άλλη στο κρεβάτι της το ανακατωμένο και κοιμήθηκε.

Το πρωί, όταν γλυκοχάραξε, μπήκε χλωμό φως από το παράθυρο και ξύπνησε τον μοναχό Ιωάννη. Κοίταξε γύρω. Η γυναίκα, κοιμισμένη ανάσκελα, είχε ξεσκεπαστεί. Το νυχτικό σηκωμένο, τυλιγμένο πάνω από τη μέση της, άφηνε στο μικρό φως να φέγγουν οι μηροί και η άσπρη κοιλιά της. Μαύριζε η ήβη, πολύ δυνατή.

Ο καλόγερος σηκώθηκε αθόρυβα και πλησίασε την γυναίκα. Πολύ κοντά. Έσκυψε, όπως προσκυνάνε. Σαν σκύλος οσφράνθηκε την οσμή της.

Ένιωσε να τον πλημμυρίζει ένας πόθος αβάσταχτος σαν πόνος. Η πρώτη - από το βάθος της μνήμης - στύση, τον έκανε να υψωθεί, να αναληφθεί, να υπερίπταται.

Και ο μοναχός Ιωάννης που είχε από καιρό χάσει τον Θεό, που χρόνια τώρα προσευχόταν, αγρυπνούσε και νήστευε μηχανικά χωρίς να πιστεύει, ξαναβρήκε το ιερό δέος.


Πίνακας του Νίκου Χουλιαρά

Τρίτη, Νοεμβρίου 28, 2006

Ξενοδοχείον «Το Σύστημα»




Στην δεκαετία του 70 μαινόταν η μάχη των πολιτικών συστημάτων. Συμπαγείς ιδεολογίες συγκρούονταν: Δεξιά εναντίον Αριστεράς (σε άνθιση στην χώρα μας μετά την πτώση της Χούντας). Αλλά και μεταξύ τους, Σοσιαλισμός και Κομμουνισμός είχαν αρκετά να χωρίσουν.

Τώρα βέβαια δεν υπάρχουν πια ούτε στην θεωρία ούτε στην πράξη ξεκάθαρες ιδεολογίες και συστήματα. Πως θα χαρακτηρίζατε την Κίνα; Κομμουνιστικό Καπιταλισμό; Και την Αγγλία; Φιλελεύθερο Σοσιαλισμό;

Αλλά το 1975 υπήρχαν δόγματα και σκληρές αντιπαραθέσεις. Έτσι, το να παρακάμψει κανείς όλα τα πομπώδη ιδεολογικά κριτήρια και να προτείνει ένα πεζό, «μπακάλικο» και πρακτικό, μόνο σαν ευφυολόγημα θα μπορούσε να περάσει. Γι αυτό, το κείμενο που ακολουθεί το χαρακτήρισα τότε χιουμοριστικό – ενώ δεν ήταν. Είναι σοβαρό και σήμερα μοιάζει λίγο προφητικό.




Την πολιτική και ιδεολογική μου θέση την είχα εκφράσει κάποτε σε μια μικρή υποσημείωση.

Ε! υποσημείωση ήταν, δεν προσέχτηκε. Έτσι εξακολουθούν να με ρωτούν πού ανήκω ή τι πιστεύω. (Παρ' όλο που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να ανήκω κάπου, οπωσδήποτε).

Ωστόσο, έχω μια ξεκάθαρη τοποθέτηση και μου είναι πολύ εύκολο να την περιγράψω. Έστω κι αν δεν "ανήκω" πουθενά.

Έγραφε λοιπόν η υποσημείωση:

«Είμαι οπαδός εκείνου του συστήματος, που παρέχει στο άτομο το μάξιμουμ των υπηρεσιών με το μίνιμουμ των ενοχλήσεων».

Όπως βλέπετε, το κριτήριό μου για την υποστήριξη ενός πολιτικο-κοινωνικού-οικονομικού συστήματος είναι εντελώς πρακτικό. Δεν με ενδιαφέρουν οι αρχές του (που συνήθως απέχουν πολύ από την πράξη: όλες οι δικτατορίες, δημοκρατίες λέγονται!). Δεν με ενδιαφέρει η ιδεολογία, ούτε το δόγμα, ούτε το σύστημα διοίκησης ή η διάρθρωση της οικονομίας. Με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Τι προσφέρει στον πολίτη - σε σχέση με το τι του ζητάει.

Σ' άλλο μου βιβλίο είχα γράψει, πως «η καλύτερη εξουσία είναι αυτή που επεμβαίνει λιγότερο στη ζωή μου». Αυτή δηλαδή, που με αφήνει να διαλέγω, να εκδηλώνομαι, να ολοκληρώνομαι όπως θέλω. Αυτό είναι το ένα βασικό κριτήριο ενός καλού συστήματος - και είναι, ας πούμε, αρνητικό (το μίνιμουμ της ενόχλησης). Το άλλο είναι θετικό: Τι υπηρεσίες μου προσφέρει το σύστημα (γιατί δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε: το σύστημα υπάρχει για να υπηρετεί εμάς - και μόνο γι' αυτό). Αν λοιπόν οι υπηρεσίες είναι καλές, και υπάρχει και ελευθερία, τότε αυτό είναι το καλύτερο σύστημα και δεν με νοιάζει ούτε πώς το λένε, ούτε τι πιστεύει. Έχει ελεύθερους, χαρούμενους και ευτυχισμένους πολίτες.

Παρά λίγο θα έλεγα: ευτυχισμένους πελάτες. Και σωστά - είμαστε οι πελάτες του συστήματος. Κι ο πελάτης είναι ο σκοπός της ύπαρξής του. Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Μόνο που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ούτε τη θέση μας, ούτε τη δύναμή μας - και αφήνουμε το σύστημα να μας δυναστεύει χωρίς λόγο.

Κι έτσι, πολύ απλά, διαλέγω κοινωνικό σύστημα όπως διαλέγω ξενοδοχείο. Πόσο κοστίζει; Τι προσφέρει γι' αυτά τα χρήματα; Το φαγητό είναι καλό; Η θέρμανση αρκετή; Η εξυπηρέτηση γρήγορη;

Ας υποθέσουμε πως κάποιος έρχεται από άλλον πλανήτη (άνθρωπος, όμως, σαν και μας) και θέλει να διαλέξει τον τόπο που θα μείνει. Φαντάζομαι πως, σαν λογικός και πρακτικός άνθρωπος, θα έκανε ένα ερωτηματολόγιο - και με βάση αυτό θα βαθμολογούσε τα διάφορα συστήματα.

Έτσι π. χ. θα ρωτούσε: μπορεί κανείς, χωρίς συνέπειες, να κριτικάρει ανοιχτά την κυβέρνηση; Μπορεί κανείς να φιλήσει το κορίτσι του στο δρόμο; Μπορεί να είναι μαύρος, Εβραίος, βουδιστής ή αναρχικός, χωρίς συνέπειες; Μπορεί να φύγει όποτε θέλει στο εξωτερικό; Πόσες ώρες χρειάζεται για να περάσει ένα αυτοκίνητο από τον (εκάστοτε) Χολαργό; Πόσα ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη χρειάζονται για να αγοραστεί ένα κοστούμι ή ένα ψυγείο;

Το ερωτηματολόγιο θα κάλυπτε θέματα κοινωνικής ασφάλισης (παροχές και τρόπους παροχής), εθνικό εισόδημα, κατά κεφαλήν εισόδημα και ψαλίδα ανισότητας, φόρους, ευκαιρίες μόρφωσης και επαγγέλματος, ευκολίες που παρέχονται (δρόμοι, μέσα συγκοινωνίας, αποχέτευση, τηλέφωνα, πάρκινγκ, τηλεόραση) ακόμη και την "ποιότητα" ζωής - που βέβαια δύσκολα αναλύεται σε ερωτήσεις.

Ίσως, με ένα τέτοιο ερωτηματολόγιο, να μην έβγαινε η καλύτερη χώρα. Οπωσδήποτε όμως θα φαινόντουσαν αμέσως οι χειρότερες, αυτές που αποκλείονται. Από κει και πέρα, ο διαστημάνθρωπός μας μπορεί να κάνει ελεύθερα την επιλογή του ανάμεσα στις επικρατέστερες - κατά το κέφι και το μεράκι του. Μια επίσκεψη επί τόπου, θα του έδινε και κάτι που δε βγαίνει στα ερωτηματολόγια: την "ατμόσφαιρα" μιας χώρας.

Και για να ξανάρθουμε στο αρχικό μας ερώτημα: Θα θεωρούσα λοιπόν καλύτερο σύστημα, αυτό που ισχύει στις χώρες που θα έπαιρναν τους περισσότερους βαθμούς στο ερωτηματολόγιό μου.

Θα μου πείτε πώς μπορεί να φτιάξει κανείς το ερωτηματολόγιο έτσι, που να πρωτεύσει το σύστημα της αρεσκείας του. Φυσικά μπορεί. Αλλά τότε δεν του χρειάζεται το ερωτηματολόγιο, αφού ήδη έχει προ-επιλέξει το σύστημά του. Εγώ προτείνω σαν κριτήριο (και άρα σαν αφετηρία για τα ερωτήματα) τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες: Ελευθερία, μόρφωση, εργασία, ασφάλιση, άνεση, υγεία.

Ίσως πάλι πει κανείς πως μερικά συστήματα δεν προσφέρουν τώρα ελευθερία και άνεση - για να τις προσφέρουν στις επόμενες γενεές. Λυπάμαι - αυτό το δίσκο τον έχω ακούσει πολλές φορές, με πολλούς τίτλους: "Τραγούδι του Γύψου", "Τραγούδι της Βασιλείας των Ουρανών" κλπ. Δεν βλέπω κανένα λόγο να προτιμώ το ξενοδοχείο που ισχυρίζεται πως ΘΑ προσφέρει σύντομα θέρμανση και νερό - όταν το διπλανό τα έχει ήδη.

Ζητάω συγνώμη αν η σκέψη μου, φτωχή, χωρίς ιδεολογική έξαρση και ιδεαλιστικές πτήσεις, απογοητεύει. Αλλά στον κυκεώνα των φιλοσοφιών, ιδεολογιών, συστημάτων και μεθόδων - εγώ συνεισφέρω την «ιδεολογία του κοινού νου».

Σε όσους βρουν την ιδεολογία μου ισχνή - της χαρίζω έναν άλλο τίτλο: «Ιδεολογία του ανθρώπου». Τίποτε άλλο δεν υποστηρίζω, παρά πως το σύστημα πρέπει να κόβεται στα μέτρα του ανθρώπου. Πως πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες του. Κι όχι -όπως καταντήσαμε σήμερα- να μελετάμε θεωρητικά ένα σύστημα και μετά να προσπαθούμε να προσαρμόσουμε (με το ζόρι) τους ανθρώπους σ' αυτό.

Ποιες είναι οι ανάγκες του ανθρώπου; Μας τις μαθαίνει και η επιστήμη και η πείρα. Η σωστή θεωρία του μάρκετινγκ, που πρεσβεύει πως τα προϊόντα πρέπει να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των καταναλωτών, θα μπορούσε να μας χρησιμεύσει σαν θεωρητικό υπόδειγμα. (Είναι δημοκρατικότερο το μάρκετινγκ από όσο νομίζουμε. Ξεκινάει από τις ανάγκες και τις επιθυμίες του ατόμου. Μετά, κάθε αγορά είναι και μια ψήφος). Στο μάρκετινγκ π. χ. ενός ξενοδοχείου, θα μελετούσαμε πρώτα τις ανάγκες του πελάτη και θα φροντίζαμε να τις ικανοποιήσουμε στο μέτρο του δυνατού, έτσι που να πετύχουμε σαν ξενοδοχείο.

Εύχομαι κάποτε, τα συστήματα να γίνουν πραγματικά στα μέτρα του ανθρώπου. Για να μπορέσουν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι να περάσουν τις σύντομες διακοπές τους στη γη, σε ένα καλό, άνετο και ζεστό ξενοδοχείο...

Κυριακή, Νοεμβρίου 26, 2006

Βαρέθηκα!




Κουράστηκα... Βαρέθηκα!

Να παρεξηγούνται συνεχώς οι προθέσεις μου.

Να αντιμετωπίζω ξανά και πάλι τις ίδιες επιθέσεις και αντιρρήσεις.

Να απαντώ για πολλοστή φορά στα ίδια επιχειρήματα…

Αλλά φαίνεται πως δεν βαριέμαι μόνο εγώ – με βαριέστε κι εσείς…

Σταχυολογώ από το blog varetos.blogspot.com:


Απορία.

Εάν έχετε την ευγενή καλοσύνη, ας με ενημερώσει κάποιος για το αν βρίσκεται ακόμη εν ζωή ο κύριος Δήμου, διότι βαριέμαι να μπω στο blog του.
Σας ευχαριστώ.

Υπνηλία.

Είχα ακούσει πάμπολλες φορές το όνομα «πιτσιρίκος» εις τα blogs. Σήμερα ετόλμησα να διαβάσω εκτενώς τη σελίδα του. Δεν πρόλαβα, όμως. Με πήρε ο ύπνος. Τώρα γνωρίζω κι εγώ γιατί όλος αυτός ο ντόρος. Ευτυχώς, διότι είχα αρχίσει να βαριέμαι τον κύριο Δήμου πέραν κάθε ορίου ή αυτού που αποκαλούμε «του θανατά».

Ονείρωξη.

Μια μέρα θα γίνω Νίκος Δήμου στη θέση του Νίκου Δήμου. Θα κλάνω και θα προσκυνάτε κατά χιλιάδες σε comments. Επίσης, θα σας εθίσω στη βαρεμάρα. Έστω κι αν ο κύριος Δήμου είναι σκληρός αντίπαλος σ’ αυτόν τον τομέα. Θα το παλέψω!


Λοιπόν με βαρεθήκατε, σας βαρέθηκα, πάω για ψάρεμα.

Σάββατο, Νοεμβρίου 25, 2006

Ποιος είναι εναλλακτικός;

O όρος, μετάφραση από το ξένο alternative, χρησιμεύει για να καταδείξει αυτό που διαφέρει, που ξεχωρίζει, που διαφοροποιείται από τους κυρίαρχους τρόπους. Έτσι π. χ. μιλάμε για εναλλακτική ιατρική, εννοώντας όλες τις μεθόδους θεραπείας που δεν ανήκουν στην κλασική ιατρική, για εναλλακτικές πηγές ενέργειας, που περιλαμβάνουν την αιολική και την ηλιακή.

Και ποιος θα ήταν ο «εναλλακτικός άνθρωπος»; Αυτός που διαφέρει, ξεχωρίζει, διαφοροποιείται. Αυτός που κολυμπάει κόντρα στο ρεύμα. Anti mainstream.

Εδώ όμως καραδοκεί ένα παράδοξο. Το ρεύμα δεν είναι πάντα το ίδιο, δεν κουβαλάει όμοιο περιεχόμενο. Π. χ. ο Τσόμσκυ στην πατρίδα του είναι εναλλακτικός. Στην Ελλάδα, με τον αντι-αμερικανισμό στο 85%, είναι mainstream.

Όπου λοιπόν πρέπει να σημειώσουμε ότι για τον ορισμό ενός εναλλακτικού χρειάζονται δύο στοιχεία α) οι δικές του θέσεις και β) η κυρίαρχη ιδεολογία στον χώρο του.

Άλλο στοιχείο: μπορεί κάποιος να αμφισβητεί μία κυρίαρχη ιδεολογία στο όνομα μιας άλλης. Π. χ. ένας φανατικός Χριστιανός πάστορας στις ΗΠΑ ο οποίος αντιτίθεται στον πόλεμο του Ιράκ. Είναι mainstream όσον αφορά τον Χριστιανισμό και αντιρρησίας ως προς τον πόλεμο.

Είναι λοιπόν πολύ δύσκολο να ορίσεις τον εναλλακτικό. Ιδιαίτερα που, σαν ελεύθερος άνθρωπος, θα έχει διαφορετικές απόψεις σε πολλά θέματα. Στην Ελλάδα ο Στέφανος Μάνος (κι ας είναι ένας ευκατάστατος αστός) είναι πιο εναλλακτικός από έναν τυπικό Αριστερό που διαδηλώνει κόντρα στους Αμερικάνους και την παγκοσμιοποίηση. Ο τελευταίος εκφράζει (έστω και έντονα) πλειοψηφικές θέσεις.

Γράφω όλα αυτά με αφορμή ένα αφιέρωμα του περιοδικού «Ζενίθ» (τεύχος 12, Δεκέμβριος 2006) στο θέμα: «Η Άλλη Ελλάδα – ποιοι είναι οι Εναλλακτικοί Έλληνες που αντιστέκονται δημιουργικά;». Στο κείμενο του αφιερώματος ο εκδότης του περιοδικού Γιώργος Στάμκος γράφει, ανάμεσα σε πολλά άλλα και τα εξής:

«Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια απαραίτητη διευκρίνιση: Εναλλακτικός δεν σημαίνει, απλά να φοράς μπλουζάκια με τον Τσε Γκεβάρα,

να καπνίζεις «χόρτο», να ακούς ψαγμένη ροκ ή alternative μουσική, να διαβάζεις Adbusters, να αγοράζεις βιολογικά φρούτα και να πετάς τις εφημερίδες σου στους κάδους ανακύκλωσης χαρτιού, να έχεις μια «χαλαρή» και ελευθεριάζουσα συμπεριφορά, οικολογικές ευαισθησίες, να δηλώνεις αντί Μπουσικός, να διαδηλώνεις κατά της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου στο Ιράκ, να είσαι υπέρ του γάμου μεταξύ των gay, υπέρ των δικαιωμάτων των μεταναστών και των μειονοτήτων, και να έχεις «άποψη» για τα διεθνή ζητήματα. Όλα τα προηγούμενα θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηρίζουν έναν δήθεν Αριστερό, όχι όμως κι έναν εναλλακτικό. Εναλλακτικός σημαίνει πάνω απ' όλα να είσαι ο Εαυτός σου, να αφουγκράζεσαι τις εσωτερικές φωνές της συνείδησής σου, να σκέφτεσαι ελεύθερα και να πράττεις υπεύθυνα έξω από το «κυρίαρχο ρεύμα» (mainstream). Σημαίνει να αμφιβάλλεις και να προτείνεις ταυτόχρονα. Να επαναστατείς και να συναινείς εκεί όπου υπάρχει θετικό αποτέλεσμα. Να καταστρέφεις το παλιό αλλά και να δημιουργείς το νέο. Να κόβεις ένα δένδρο αλλά και να φυτεύεις ένα άλλο. Να μην χτίζεις την ταυτότητά σου πάνω οε μια άρνηση, αλλά να είσαι θετικός εκεί που χρειάζεται».

Δεν χρειάζεται να πω ότι συμφωνώ με αυτή την άποψη – ιδιαίτερα με την τελευταία της φράση. Γιατί είναι πολύ εύκολο (και πάει πολύ με τον μεσογειακό μας χαρακτήρα) να εκφράζουμε αντιρρήσεις και αμφιβολίες για όλους και όλα. Όμως εναλλακτικός δεν είναι ο αντιρρησίας. Η ίδια η λέξη λέει πως είναι αυτός που θέτει κάτι διαφορετικό στην θέση του κυρίαρχου – εναλλάσσει κάτι με κάτι άλλο.

Έπεται …δημοψήφισμα. Γράφει το περιοδικό:

«Αυτοί είναι, σύμφωνα με τη συντακτική ομάδα του ΖΕΝΙΘ και με βάση τα αποτελέσματα της σχετικής ψηφοφορίας των χρηστών του διαδικτυακού τόπου www.antidogma.gr οι πιο εναλλακτικοί Έλληνες (η κατάταξη τους είναι με βάση τις ψήφους που απέσπασαν):

1. Νίκος Δήμου

2.Τζίμης Πανούσης
3. Κλεάνθης Γρίβας
4. Γιάννης Αγγελάκας
5. Μάνος Δανέζης και Στράτος Θεοδοσίου
6. Παναγιώτης Χατζηστεφάνου
7. Στέλιος Κούλογλου
8. Αντώνης Κανάκης
9. Αλέξης Τσίπρας
10. Γρηγόρης Βαλλιανάτος
11. Μίμης Ανδρουλάκης
12. Μανώλης Ρασούλης
13. Αντώνης Καφετζόπουλος
14. Σώτη Τριαντάφυλλου
15. Λιάνα Κανέλλη

16. Χρήστος Χωμενίδης
17. Διονύσης Σαββόπουλος
18. Γιώργος Γραμματικάκης
19. Γιάννης Μπουτάρης
20. Λένα Πλάτωνος

21. Κώστας Ζουράρις
22. Θέμος Αναστασιάδης».

Δεν θα σχολιάσω για ευνόητους λόγους τον κατάλογο, ούτε τα καλά λόγια που γράφει για μένα ο συγγραφέας του άρθρου. Αν δεν γνωρίζετε τους Μάνο Δανέζη και Στράτο Θεοδοσίου (η εκπομπή τους είναι στην ΕΤ3) να πω ότι είναι αστροφυσικοί και κάνουν μία εξαίρετη δουλειά στην προώθηση όχι μόνο γνώσεων αλλά και της επιστημονικής μεθόδου.

Ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρει και πολλά άλλα ονόματα που δεν καταγράφηκαν (να διευκρινίσω εδώ ότι δεν είχα ιδέα για την ψηφοφορία ούτε τον δικτυακό τόπο γνώριζα – τον είδα κατόπιν εορτής). Μερικά από τα ονόματα αυτά είναι κατά τη γνώμη μου πιο αξιόλογα από εκείνα του καταλόγου. Σταχυολογώ: Δημοσθένης Κούρτοβικ, Πάνος Κουτρουμπούσης, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Μιχάλης Τρεμόπουλος, Δημήτρης Πουλικάκος, Τεο Ρόμβος, Θανάσης Τριαρίδης, Σωτηρία Λεονάρδου, Δημήτρης Παπαδημητρίου, Αντουανέτα Αγγελίδου, Κωνσταντίνος Τζούμας, Στάθης Τσαγκαρουσιάνος, Ιεροκλής Μιχαηλίδης, Ριχάρδος Σωμερίτης, Τάκης Μίχας, Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, Διονύσης Γουσέτης, Χάρυ Κλυν, Νίκος Νικολαΐδης, Γιάννης Υφαντής, Σωκράτης Μάλαμας… Εγώ θα πρόσθετα και τους Πάσχο Μανδραβέλη, Παναγιώτη Δημητρά, Γιώργο Νακρατζά, Μάνο Στεφανίδη και Γιώργο Τσιάκαλο. Και σίγουρα ξεχνάω πολλούς.

Μία καταληκτική παρατήρηση: όπως όλα τα «σουξέ» (που λέει κι ο Διονύσης Σαββόπουλος) η θέση μου στην κορυφή του καταλόγου μάλλον οφείλεται σε συγκυρία ή παρεξήγηση. Προσωπικά δεν νιώθω εναλλακτικός…

Πέμπτη, Νοεμβρίου 23, 2006

Ελεύθερο Θέμα

Κάποτε – μακάριες εποχές – έμπαινε ο καθηγητής στην τάξη με ένα υποδόριο χαμόγελο.

Το μάθημα; «Έκθεσις Ιδεών».

Ο καθηγητής μας κοιτούσε καλά-καλά. Εμείς μπροστά του, με ανοιχτά τετράδια και ορθάνοιχτα μάτια, περιμέναμε το θέμα.

Συνήθως έλεγε κάποια ηθικοπλαστική γενικότητα σε μορφή ρητού: «Αγάπα τον πλησίον σου». Ή «Αργία μήτηρ πάσης κακίας». «Τα αγαθά κόποις κτώνται». (Αθάνατε Μποστ, που έγραψες στο καθοίκι: «Τα κακά κόποις κτώνται»).

Ήταν η εποχή ακόμα που γράφαμε στην καθαρεύουσα – άρα και το θέμα έπρεπε να εκφωνηθεί σε ανάλογη διάλεκτο.

Όμως, τις ημέρες που ο καθηγητής έμπαινε στην τάξη με υποδόριο χαμόγελο, συνήθως εκφωνούσε κάτι άλλο: «Θέμα ελεύθερον».

Η καλύτερή μου!

Μπορούσα να αφήσω την φαντασία μου να οργιάσει.

Και το έκανα. Τόσο που συχνά ο καθηγητής μου έγραφε με κόκκινο μολύβι: «Άριστα. Εξαίρετη έκθεση. Όπως καταλαβαίνεις δεν μπορούμε να την διαβάσουμε στην τάξη».

Έτσι ενώ αρίστευα στο μάθημα της έκθεσης (και των Νέων Ελληνικών γενικότερα) πολύ λίγες εκθέσεις μου είχαν διαβαστεί μεγαλόφωνα.

Τι να διαβαστεί; Στην έκθεση με θέμα: «Πως σκέπτομαι τον ιδανικό καθηγητή» είχα γράψει «Να μπορώ να τον φανταστώ να κάνει έρωτα, χωρίς να γελάω ή να αηδιάζω…».

Θέμα ελεύθερον – κι έγραφα ότι πιο αναρχικό ή ποιητικό ή παραδοξολογικό περνούσε από τα κεφάλι ενός δεκαπεντάχρονου.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι το σημερινό post δεν έχει θέμα.

Εκτός αν θέλετε να γράψετε για τις σχολικές σας εμπειρίες και τις αντιδράσεις σας στα θέματα της έκθεσης.

Ωστόσο το θέμα είναι ελεύθερο.

Και θα είναι για μερικές μέρες.

Μπορείτε να γράψετε ό,τι θέλετε – ή ακόμα και τίποτα…

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

ΟΛΑ ΤΑ ΦΩΤΑ ΗΤΑΝ ΠΡΑΣΙΝΑ

Εκείνη τη μέρα ξύπνησε ευδιάθετος πριν από το ξυπνητήρι. Βρήκε το κουράγιο να κάνει τις (ελάχιστες) πρωινές ασκήσεις του κι αυτό τον γέμισε αυτοπεποίθηση.

Ωραία μέρα - μονολόγησε.

Πραγματικά ήταν ωραία μέρα – βοριάς είχε φυσήξει χθες κι είχε καθαρίσει την ατμόσφαιρα. Ο ουρανός του θύμισε την Αθήνα των παιδικών του χρόνων – γαλανός, διάφανος, ελαφρός. Έτσι ελαφρός κατέβηκε κι αυτός το δρόμο. Το λεωφορείο –τι θαύμα! – τον περίμενε στη στάση. Βρήκε και θέση να καθίσει.

Ωραία μέρα - ξαναψιθύρισε.

Ο δρόμος ήταν σχεδόν άδειος από κίνηση, το λεωφορείο κυλούσε άνετα. Παρατήρησε πως το φανάρι στην πρώτη διασταύρωση ήταν πράσινο. Το ίδιο και το επόμενο.

Πιάσαμε το “πράσινο κύμα” – χαμογέλασε.

Στο γραφείο, τον κάλεσε ο προϊστάμενος και συζήτησαν για τη δουλειά του. Η συζήτηση κράτησε μια ώρα και για πρώτη φορά ένιωσε πως ο προϊστάμενος ήταν ενήμερος σε όλα.

- Κι εγώ που νόμιζα πως δεν είχε ιδέα! σκέφθηκε.

Ανοίχτηκε λοιπόν κι αυτός και είπε τα προβλήματα του, είπε και μερικές προτάσεις δικές του. Ο προϊστάμενος τις άκουσε με προσοχή και τις επαίνεσε. Μία, μάλιστα, τη δέχθηκε – για άμεση εφαρμογή.

Όταν βγήκε ένιωθε άλλος άνθρωπος. Κάθισε στο γραφείο του κι έβγαλε τριπλή δουλειά. Για πρώτη φορά χαιρόταν την εργασία του. Έτσι θα 'νιωθαν κι οι παλιοί μαστόροι, αναλογίστηκε. Αυτοί αγαπούσαν τη δουλειά τους!

Τα φωτά ήταν πράσινα και στην επιστροφή. Το φαΐ ήταν πετυχημένο και ιδιαίτερα πρόσεξε πόσο νόστιμες ήταν οι σαλάτες και τα φρούτα.
-Τον τελευταίο καιρό – μουρμούρισε – χάνανε τη γεύση τους.

Ξάπλωσε το μεσημέρι και κοιμήθηκε βαθιά μια ώρα. Όταν ξύπνησε σκέφθηκε: καφεδάκι. Μετά θυμήθηκε τη βανίλια. Η γλύκα του “υποβρύχιου” με την πίκρα του καφέ και την ύστερη στυφάδα του ύπνου ταίριαξαν απόλυτα.

Ωραία η ζωή ! ψιθύρισε, θα πάω βόλτα.

Έκανε τον περίπατο του στην πλατεία. Συνάντησε γνωστούς, είπαν διάφορα. Κάθισε μετά στο καφενείο κι έπαιξε τρία παιχνίδια τάβλι – είχε ζάρι.

Μετά, αφού τσίμπησαν κάτι πρόχειρο στην ταβέρνα, πήγαν η παλιά παρέα – Αργύρης, Πέτρος κι αυτός- και κάθισαν στο λοφάκι πάνω από τα σπίτια. Η πόλη σπίθιζε κάτω, κι αυτοί, όπως σχεδόν κάθε βράδυ, το 'ριξαν στο τραγούδι. Πρίμο ο Αργύρης, τέρτσο, όπου χρειαζόταν, ο Πέτρος – σιγόντο αυτός. Ο Αργύρης έπαιζε και την κιθάρα.

Το βράδυ, πριν πέσει στο κρεβάτι, είδε πως είχε ξεχάσει να κόψει το φύλλο του ημερολόγιου.

Άντε να δω την παροιμία, είπε.

Πίσω το φυλλαράκι έγραφε: "στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα".
-Δε βαριέσαι - χασμουρήθηκε νυσταγμένος.

Μπροστά το φυλλαράκι έγραφε: 25 Αυγούστου 1954.


(Πίνακες του ζωγράφου Κώστα Μαλάμου).

Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

Παίζετε;

ΤΙ παίζετε;

Είστε στον υπολογιστή. Computer games; Από τα απλά – πασιέντζα, κυψέλες, ναρκαλιευτή, φλίπερ – μέχρι τα πιο σύνθετα και απαιτητικά: Fear, Quake, Command and Conquer, Half-Life, Tomb Raider (Lara Croft), Unreal Tournament…

Ή προτιμάτε παιχνίδια στρατηγικής με Αυτοκρατορίες και Κράτη;
Ή εκτονώνεστε με οδηγητικά παιχνίδια (Grand Theft Auto) ή ποδοσφαιρικά (FIFA 07).



(Θυμάμαι την έκπληξή μου όταν πριν 12 χρόνια έπαιξα το πρώτο Doom και μετά την γοητεία του Myst και του 7th Guest).

Παίζετε;


Παίζετε χαρτιά: μπριτζ, πόκερ, (οι βασιλιάδες: ο ένας της τέχνης, ο άλλος της τύχης) παραδοσιακά (πρέφα, κούπες, πινάκλ) ή ταπεινότερα (π. χ. μπιρίμπα;)

Ή είστε αθλητικός τύπος; Παίζετε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, τένις, πινγκ-πονγκ;

Παίζετε σκάκι; (Εν ου παικτοίς…). Ντάμα; Ντόμινο; Τάβλι;



Μπιλιάρδο; Bowling; Squash; Ποδοσφαιράκι; Φλιπεράκια; Ούφο;

Ή μήπως επιτραπέζια παιχνίδια: Μονόπολυ, Γκρινιάρη, Trivial Pursuit, Scrabble;

Παίζετε Προπό; Λόττο; Στοίχημα;

Ρουλέτα; Blackjack; Φρουτάκια; Πηγαίνετε στο καζίνο;


Παίζετε τα παιχνίδια του κινητού σας;

Η μήπως σας αρέσουν οι κονσόλες; Χ-Box, Nintendo Game boy, Sony Playstation, PSP, κλπ.

Σίγουρα δεν παίζετε πια Κουτσό, Κυνηγητό, Μέλισσα-Μέλισσα, Σπασμένο Τηλέφωνο, Αγάλματα… Αλλά τα παίζατε κάποτε – παιδιά;

Ρωτάω όχι από ακαδημαϊκή περιέργεια – από συναδελφική ανάγκη.


Γιατί όλα αυτά τα παιχνίδια τα έχω παίξει στη ζωή μου (εκτός από μπιρίμπα, μπάσκετ, squash και τένις). Άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο – όμως παίζω συνέχεια. Δεν μπορώ να διανοηθώ την ζωή μου χωρίς παιχνίδι…

Εσείς;

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

Υποσημείωση μοναξιάς

Τι δεν ξέρετε εσείς οι νεότεροι για το Πολυτεχνείο:

Δεν ήταν επανάσταση ούτε καν εξέγερση. Ήταν μία μικρή, απειροελάχιστη νησίδα ελευθερίας μέσα σε μία Αθήνα αδιάφορη, φοβισμένη ή και εχθρική. Μία χούφτα νέα παιδιά που μέθυσαν από νιότη και έσωσαν την τιμή όλων μας.

Στους «Δρόμους» έγραψα: «Ιδιαίτερα με πόνεσε η μοναξιά των εξεγερμένων. Η σιωπηλή πλειοψηφία παρέμεινε σιωπηλή. Δεν κατέβηκε στους δρόμους. Κάναμε αντίσταση ακούγοντας ραδιόφωνο. Μέσα στην ποιητική έξαρση των τελευταίων στιγμών, θυμάμαι – σαν παράσιτα – τους γνωστούς μου που τα έβαζαν με τους “αναρχικούς” επειδή θα σταματούσαν την “πορεία προς τον εκδημοκρατισμό” και το ΚΚΕ που καταδίκαζε την εξέγερση».

Αυτή τη μοναξιά σκέπτομαι κάθε φορά που βλέπω τις τεράστιες πορείες.

Γράφω αυτά, όχι για να υποτιμήσω την αξία της κίνησης των ολίγων – ίσα-ίσα για να την εξάρω. Ήταν δέκα φορές πιο πολύτιμη επειδή ήταν μοναχική.

Στα πλαίσια της μυθοποίησης που πάντα κάνουμε στην Ιστορία μας, χάνουμε συχνά την επαφή με την πραγματικότητα. Ήθελα μόνο να κάνω μία υπενθύμιση.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 16, 2006

Συνουσίας προλεγόμενα

Δυο έμμετρες επιστολές προς κυρία
Με τελικό σκοπό τη συνουσία

1.

ΖΗΤΩ Η ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΦΟΡΑ!

Κάθε άνδρας, άσκημος, διάσημος, ή και ωραίος,
αποτελείται, βασικά, από μυαλό, καρδίαν και πέος.

Το τελευταίο οδηγεί στους γνωστούς και περίεργους πήδους,
που εξασφαλίζουν, ανέκαθεν, την διαιώνισιν του είδους.

Έκτος βεβαίως από εκείνα τα οδυνηρά πηδήματα,
πού αντί να σιγουρέψουν το είδος – προκαλούνε οιδήματα.

Εν πάση περιπτώσει, τα τρία αυτά – νους, καρδιά και το τρίτον,
αποτελούν τριάδα αδιαίρετον – και εντελώς αδύνατον θα ήτον

να πεις στον φίλο σου τον Νίκο (όσο κι αν τον σέρνεις από τη μύτη):
«απόψε φέρε το νου και την καρδιά σου – αλλά το... άλλο άφησέ το στο σπίτι».

Τριάδα επαναλαμβάνω αδιαίρετον, αλλά – προσέξτε – ουχί ομοούσιον,
γιατί αυτά πού θέλει το τρίτον, συχνά τα άλλα τα βγάζουνε μούσιον.

*

Ωστόσο, αν αυτά έχουν τη γνώση και το αίσθημα, το έτερον έχει τους μυώνες,
γι' αυτό λένε για τους δυναμικούς: «αυτός παιδί μου, έχει κοχόνες».

Τελικά ή ενεργητικότητα του άνδρα - είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι –
φαίνεται πώς εδρεύει κάπου στη μικρή αύτη κόχη.

Ας αφήσουμε άλλωστε πού τα όργανα αυτά, τα γεννητικά,
προσφέρουν αναψυχή περισσότερη κι από τα καλύτερα αναψυκτικά.

Όθεν είναι αρκούντως περίεργον, μια κυρία πού γνωρίζει τις ψυχές των ανθρώπων,
να προσπαθεί να σε πείσει δια πολλών και περίτεχνων τρόπων,

ότι ναι μεν, βεβαίως, υπάρχουν και αυτά τα εργαλεία,
όμως δεν είναι παρά μπελάς, παγίδα και τεράστια ανωμαλία.

Και πώς το τέλειο θα ήτανε - πράγμα πού το συλλογίζεται από χρόνια,
να ήμασταν όλοι ουδέτεροι και ακίνδυνοι, σαν τα καπόνια.

Και σκέπτομαι αλήθεια, αν αποφάσιζα να γίνω – έστω και τώρα – καστράτος,
Θα με ήθελε πράγματι – ή θα τρεπόταν σε φυγή κατά κράτος;

Θα της άρεσε η φωνή μου που θα την θώπευε με τρυφερότητα σοπράνο
Και πως θα της φαίνονταν τα σπανά μου μάγουλα και τα πενήντα πλαδαρά κιλά παραπάνω;

Κι αναρωτιέμαι: τι εντύπωση θα της έκανα με μακρύ χρυσοποίκιλτο ρούχο,
Που θα με έδειχνε σε όλους ως Κισλάραγα και σαν πρώτο ευνούχο;

Έχω την γνώμη πως όσο κι αν τώρα μιλάει για ουδετερότητα,
Έτσι και βρεθεί μπροστά σε έναν ουδέτερο, θα έσπευδε να αλλάξει υπηκοότητα.

Αλλά και εμένα δεν θα με ενέπνεε καθόλου, μια κυρία βαρύτονος με μύστακα αρειμάνιο,
Φαινόμενο, ομολογώ, ευτυχώς σπάνιο.

Δι ό και προτείνω να αναφωνήσουμε, όπως κάνουν εν Γαλλία: «Ουρά!
Υπάρχει μικρή διαφορά μεταξύ των φύλων – αλλά ΖΗΤΩ η μικρή διαφορά!»

2.

ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ

Θαύμαζα πάντοτε τους ανθρώπους που λένε πώς έχουν «πειθαρχία».
Έννοια για την οποία μέσα μου ουδέποτε ανακάλυψα αντιστοιχία.

Το να θέλω το Ένα και να κάνω το Άλλο, επειδή «έτσι πρέπει»,
είναι, κάτι που δεν κατόρθωσα ποτέ – κι όποιος έχει μάτια βλέπει-.

Όταν θέλω το Ένα, κάνω το Ένα – και το κυριότερο
για να κάνω το Άλλο πρέπει να το θέλω πολύ περισσότερο.

Έχω πάντα την υπόνοια πώς της πειθαρχίας οι οπαδοί,
σίγουρα μας δουλεύουν – και τούτο το λέω επειδή

ξέρω πώς θέλουν περισσότερο το Άλλο και απλώς προσποιούνται -
πως ήθελαν, τάχα, το Ένα – μόνο για να ήρωοποιούνται.

Στην πράξη, ό καθένας κάνει αυτό που θέλει κι όλα τα αλλά είναι, παραμύθια:
«θα’ θελα να σε δω, αλλά, ξέρεις, ή δουλειά...» - θεέ μου, τι φράση ηλίθια!

Και αυτές οι στομφώδεις απαγγελίες – με ύφος ροντήρειων κηρύκων:
«βέβαια άνθρωπος είμαι κι εγώ - αλλά πρώτον παντός, το καθήκον».

Αχ, αυτοί που αναβάλλουν τον πόθο και προγραμματίζουν τα αισθήματα,
άραγε ένιωσαν πάθος ποτέ τους - η έχουνε μόνο παθήματα;

Το παρόν συνετάγη (εις διπλούν) εναντίον μιας δεσποσύνης,
πού μου είπε εχθές τρυφερά (αλλά άνευ ιδιαιτέρας αισχύνης),

πως αύριο δεν θα μπορέσει (αν και θα θελε) ούτε πέντε λεπτά,
πλην όμως μεθαύριο, σίγουρα – κλπ. κλπ.

Βεβαίως θαυμάζω την πειθαρχία της – και αλλά ηχηρά παρόμοια,
ωστόσο ανάμεσα στους δικαίους επαίνους και τα εγκώμια,

θα έπρεπε να της πω κάτι που γνωρίζω εκ πείρας,
πως όταν κλείνει την μία πόρτα - ανοίγει περισσότερας θύρας.

Φοβάμαι δηλαδή ότι, χωρίς να το νιώθει, κρυφά και αφανέρωτα,
μπάζει στο σπίτι της την πειθαρχία, αλλά ταυτόχρονα βγάζει τον έρωτα.

Ο έρωτας είναι μία τρέλα και (αλίμονο) δεν έχει ωράριο.
(Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στο Γιάννη Πάριο).

Εφ’ ώ και συνιστώ να προσέχει – γιατί, χωρίς δυσκολία,
την άλλη φορά που θα με «προγραμματίσει» μπορεί να βρίσκομαι στην Βραζιλία…

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

Εμένα κοίτα!

Τον ξέρετε. Σίγουρα τον ξέρετε αυτόν τον τύπο στο φεριμπότ, που ενώ προσπαθείτε να παρκάρετε με την όπισθεν, στέκεται, μπροστά και σας φωνάζει:

- Εδώ! Εμένα κοίτα!

Αγνοεί επιδεικτικά όλους τους νόμους της ψυχολογίας: πως δεν είναι δυνατόν, όταν χρόνια τώρα κοιτάς όπου πας – να πηγαίνεις πίσω και να βλέπεις μπροστά. Εξαρτημένο αντανακλαστικό έχει γίνει στον οδηγό η στροφή του σώματος με την όπισθεν. Όχι όμως. Επιτακτικά σας διατάζει – καμιά φορά χτυπώντας και το καπό του αυτοκινήτου:

- Εδώ, εμένα κοίτα!

Και έτσι δημιουργεί τη σύγχυση, η οποία δικαιολογεί και την επιμονή του. Ζαλισμένος ο οδηγός ανάμεσα στο εδώ – και στο εκεί, στο μπρος και το πίσω, τα χάνει, στραβώνει και δίνει στον τύπο την ευκαιρία να θριαμβεύσει:

- Είδες, για να μην με κοιτάς!

Εμένα κοίτα: θα μπορούσε να είναι το νεοελληνικό σλόγκαν γενικά. Το σλόγκαν που βασίζεται στην υπερεκτίμηση του εαυτού μας και στην υποτίμηση του άλλου. (Εσύ μην σκέπτεσαι, μην αποφασίζεις: Εμένα κοίτα!). Που σημαίνει: μόνος σου δεν μπορείς, μόνος σου θα τρακάρεις – μη παίρνεις πρωτοβουλίες, αφήσου σε μένα.

Εμένα κοίτα: μου θυμίζει όλους αυτούς που προσπαθούν να οριοθετήσουν τη ζωή μας. Που ζητούν απόλυτη προσήλωση στις εντολές τους. Και που, τελικά, φέρνουν μονάχα σύγχυση και καμιά φορά πανικό.

- Δεξιά, κόψε, δεξιά!

Αλλά όμως το δεξιά σημαίνει αριστερά, διότι όταν μου λέει κόψε δεξιά, εννοεί πως θέλει να πάω αριστερότερα. Με πλήρη σιγουριά για την ανικανότητα μου, δεν μου επιτρέπει καμία απόφαση, καμία κίνηση, καμία ελευθερία!

- Εδώ ! Εμένα θα κοιτάς! Στα μάτια!

Γιατί άνθρωπε μου να σε κοιτάω; Πες μου που θέλεις να πάω και άσε να το βάλω μόνος μου. Υποβοήθησε με μόνο στις μικρές τελικές κινήσεις. Όχι, από την πρώτη στιγμή που μπαίνω στο (άδειο ακόμα) φέρι, να με ζαλίζεις. Άσε με να το βάλω – κι αν δυσκολευτώ... να επέμβεις. Μπορεί και να ...ξέρω.

Έχω ταξιδέψει σε πολλές θάλασσες του κόσμου, έχω παρκάρει σε πολλά ξένα φέρι. Τα περισσότερα έχουν γραμμές που σε οδηγούν, δρόμους που σε πηγαίνουν - δεν χρησιμοποιούν τον «εμένα κοίτα»). Κι όπου υπάρχει και η ανθρώπινη καθοδήγηση γίνεται, πάλι με γενικές κατευθύνσεις ευγενικά (στον πληθυντικό!) και αφήνοντας σου απόλυτη πρωτοβουλία. Πουθενά δεν φέρονται στον οδηγό σαν να ήταν ηλίθιος.

Γιατί σε μας; Είμαστε πιο ατζαμήδες; Πιο κουτοί; Μάλλον είμαστε πιο ανεκτικοί. Κάπου, η βασική μας ανασφάλεια, επιτρέπει την επιβίωση δικτατορίσκων – τύπου «εμένα κοίτα». Οι οποίοι (από την ίδια τροφοδοτούμενοι ανασφάλεια) φουσκώνουν υπέρμετρα το εγώ τους.

Δεν θέλω να κοιτάω κανένα! Θέλω να καθορίζω εγώ που πηγαίνω. Γίνεται;

Δευτέρα, Νοεμβρίου 13, 2006

Η Χρυσή Λεμονόκουπα ξαναχτυπά!

Πριν από είκοσι επτά χρόνια, στις 13.12.1979 είχα αναγγείλει την δημιουργία ενός επάθλου. Το όνομά του: Χρυσή Λεμονόκουπα.

Έγραφα τότε κάθε εβδομάδα στα «Επίκαιρα». Είχα – καληώρα σαν και τώρα – πολλά γράμματα αναγνωστών (και δεν υπήρχε τότε email, παρά πένα και χαρτί και ταχυδρομείο). Τόσα που γέμιζαν οκτώ σελίδες του περιοδικού με ψιλά στοιχεία των 6 στιγμών.

Η θέσπιση του επάθλου ξεκίνησε με την πρόταση ενός νέου νόμου που θα ποινικοποιούσε την ταλαιπωρία των πολιτών. Θα θέσπιζε ένα νέο ποινικό αδίκημα: της ταλαιπωρίας του πολίτη. Ταυτόχρονα πρότεινα την δημιουργία ενός νέου Υπουργείου με τίτλο: Υπουργείο Ποιότητας Ζωής, που θα είχε (μεταξύ άλλων) και την ευθύνη να εφαρμόζει τον νόμο.

Όποιος άδικα και άσκοπα ταλαιπωρούσε τους πολίτες θα πήγαινε φυλακή – και χωρίς αναστολή.

Κι επειδή, στο ίδιο άρθρο, έβλεπα πολύ χλωμή την πιθανότητα να ψηφίσει η Βουλή ένα τέτοιο νόμο, στράφηκα στην Βουλή των Αναγνωστών και τους πρότεινα να ψηφίσουν εκείνοι. Θέσπισα το έπαθλο της Χρυσής Λεμονόκουπας που κατόπιν ψηφοφορίας θα απονέμονταν κάθε χρόνο σε εκείνο το θεσμό, την υπηρεσία, τον άνθρωπο, που είχε περισσότερο βασανίσει τον κόσμο μέσα στην χρονιά που πέρασε.

Ζήτησα κι από τον φίλο μου τον γλύπτη Θόδωρο (τότε δεν ήταν ακόμα Καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών) να μου φτιάξει μία Χρυσή (φυσικά επίχρυση) Λεμονόκουπα. Την βλέπετε στην φωτογραφία.

Αντιγράφω το σκεπτικό του επάθλου:

«Η στήλη θεσπίζει ετήσιο (αρνητικό) έπαθλο για την υπηρεσία, τον οργανισμό ή το υπουργείο που περισσότερο από κάθε άλλο ταλαιπώρησε τους πολίτες τον χρόνο που πέρασε. (Ευχαρίστως θα οργάνωνε και πανηγυρική τελετή απονομής, αν και φοβάται πως οι βραβευόμενοι δεν θα μας τιμούσαν με την παρουσία τους). Το βραβείο θα είναι μία μικρή χρυσή λεμονόκουπα, φιλοτεχνημένη από καλό μας γλύπτη».

Για τον πρώτο χρόνο το βραβείο απονεμήθηκε στις 8. 5. 1980 (σχεδόν παμψηφεί) στο Υπουργείο Συγκοινωνιών. Κυκλοφοριακό, τροχαία, ΟΤΕ, ΟΣΕ, Ολυμπιακή, κλπ. ήταν killer contenders. (Ήταν η εποχή που ο χρόνος αναμονής για τηλεφωνική σύνδεση στο Ψυχικό έφτανε τα 9 χρόνια!).

Λοιπόν μετά είκοσι επτά χρόνια επανέρχομαι. Η Λεμονόκουπα είναι πάντα εδώ και γυαλίζει προκλητικά. Ψηφίστε bloggers – πού θα την χαρίσουμε για το 2006;


Υ. Γ. Ευχαριστώ τον georgios που μου τη θύμισε.

Σάββατο, Νοεμβρίου 11, 2006

Τρία ωραία βιβλία



Αυτές τις μέρες είμαι χαρούμενος γιατί έλαβα τρία βιβλία. Τρία βιβλία που διαβάζονται.


Τι το σπουδαίο θα μου πείτε. Όλα τα βιβλία διαβάζονται.

Θεωρητικά, ναι. Όμως πολλά τα διαβάζεις από ανάγκη, από υποχρέωση, από ενδιαφέρον. Εγώ μιλάω για αυτά που διαβάζεις για την απόλαυση. Που αφηγούνται ιστορίες και σε ταξιδεύουν. Που δεν βλέπεις την ώρα να τα ξαναπιάσεις. Που τα ρουφάς σιγά-σιγά, γουλιά-γουλιά για να τα χαρείς καλύτερα.

Και που λυπάσαι όταν τελειώσουν.

Ελάχιστα είναι τα ελληνικά βιβλία που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Τα περισσότερα είναι διανοουμενίστικά, στριμμένα και δυσκοίλια.

Από τα τρία βιβλία τα δύο είναι …αμερικάνικα. Εννοώ πως διαδραματίζονται στις ΗΠΑ. Γραμμένα από δύο Έλληνες που όταν γράφουν για την Αμερική, ξέρουν για τι μιλάνε.

Το πρώτο που ήρθε ήταν η «Αμερικάνικη Φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη (ο Αλέξης, εκτός από καλός συγγραφέας, είναι και συνάδελφος blogger: ΕΔΩ) . Είναι ένα πολιτικό θρίλερ με συγγραφικές και συμβολικές προεκτάσεις (όπως πάντα στον Αλέξη). Διαβαστερό όσο τίποτα – αλλά και καλογραμμένο.

Μετά έφτασαν τα «Κινέζικα Κουτιά» της Σώτης Τριανταφύλλου. Είμαι fan της Σώτης – είναι ίσως η μοναδική κοσμοπολίτισσα συγγραφέας μας (και από τους άνδρες) εξίσου άνετη στην Αγγλία των αρχών του 20 αιώνα, στην Κεντρική Ευρώπη της ίδιας εποχής, στο Παρίσι όλων των εποχών, σε Ελληνικά χωριά στον ανταρτοπόλεμο και στην Αθήνα.

Αλλά είναι μοναδική όταν γράφει για την Αμερική. Οι νέο-υορκέζικες μπαλάντες της έχουν μία ποίηση και μία μελαγχολία που την νιώθεις – σαν την υγρασία στους τοίχους. Και κυρίως είναι αυθεντικές. Η Σώτη είναι συχνά πιο αληθινή από πολλούς Αμερικάνους συναδέλφους της.

Το τελευταίο της βιβλίο είναι ένα μελαγχολικό και ειρωνικό θρίλερ με ήρωα ένα αποτυχημένο ντετέκτιβ – απόγονο του Μάρλοου – και σκηνικό την Chinatown.

Τέλος το τρίτο βιβλίο είναι από τον Αντώνη Σουρούνη. Τι να πω για τον Αντώνη; Είναι φίλος και είναι από τους συγγραφείς που απολαμβάνω ιδιαίτερα (όσο αυτός απολαμβάνει το τσίπουρο). Το «Μονοπάτι στη Θάλασσα» μιλάει για ένα δρόμο και ένα κόσμο. Σε 650 σελίδες ανασταίνει όλη την Θεσσαλονίκη των παιδικών χρόνων του συγγραφέα. Ένα πληθωρικό μωσαϊκό από μυριάδες ψηφίδες, γραμμένο με ποίηση, νοσταλγία και χιούμορ. Εκείνο το χιούμορ που πρώτο-ανακάλυψα στο «Πάσχα στο Χωριό» και ακόμα νιώθω την ευφροσύνη του.


Αντί για άλλα λόγια ένα απόσπασμα: το πρώτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους:

Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Τα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Μουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Και τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα Γιώργης που μας τα’ δινε, δεν μας μετρούσε με τη μεζούρα. Ο κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. Η ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου και μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Τ’ αυτοκίνητα και τ’ αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες ώσπου να χαθεί, γιατί θ’ αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Τηλέφωνο ούτε ακούγαμε, ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Αν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου, αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Το φαί ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους, κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Κλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Το μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγκουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά. Τα σπίτια δεν είχαν κλειδαριές, αλλά κανείς δεν έμπαινε από μόνος του, έπρεπε να πας εσύ ν’ ανοίξεις την πόρτα, για να καλωσορίσεις τον μουσαφίρη. Οι άνθρωποι ήταν κι αυτοί λίγοι κι αυτά που θέλανε ήταν τόσο μικρά, που στέλναν’ εμένα να τους τα φέρω. Τα μυαλά τους ήταν και μικρά και στενά και λίγα. Το άκουγα που το λέγανε συνέχεια ο ένας στον άλλο, ‘’στενόμυαλος είσαι’’, ‘’μικρό μυαλό έχεις’’, ‘’τα μυαλά σου είναι λίγα’’. Μου το λέγανε κι εμένα που ήμουν και μικρός και λίγος, πως το κεφάλι μου είναι άδειο και δεν έχει κουκούτσι μυαλό μέσα.

Όμως οι πιο πολλοί ήταν πρώτοι σε κάτι. Στο σπίτι μας όλοι ήταν πρώτοι σε κάτι. Ο μπαμπάς μου στο τάβλι, η μάνα μου στο ράψιμο και στην καλοσύνη, η θεία μου, η αδερφή της, στην καπατσοσύνη, ο θείος μου στις μπουνιές, ο νονός μου στην ομορφιά, η νονά μου στην τσαχπινιά, η καημένη η Κίτσα στην ασχήμια και στην κουτσαμάρα, ο αδερφός της ο Κολώνας στο κρασί και στη μουτζούρα, ο παππούς μου στη σειρά για να πεθάνει και η γιαγιά μου πρώτη σ’ όλα. Στα γράμματα ήταν τελευταία, ούτ’ ένα ήξερε, όμως δεν την ένοιαζε, επειδή αυτή, έλεγε, διαβάζει τα μάτια και τις ψυχές, ενώ με τα γράμματα διαβάζεις μόνο τις παλιοπατσαβούρες.

Και οι φίλοι μου ήταν όλοι πρώτοι σε κάτι. Άλλος στη μπάλα, άλλος στην εξυπνάδα, άλλος στις μπίλιες, άλλος στο πάλεμα, άλλος στο μάλωμα, άλλος στη δύναμη, άλλος στο τρέξιμο, άλλος στο πήδημα από ψηλά, άλλος στο πήδημα από χαμηλά, άλλος στις βρισιές, άλλος στις κλεψιές, άλλος στο σπάσιμο παραθυριών, άλλος στο σπάσιμο κεφαλιών, άλλος στο παίδεμα σκυλιών, άλλος γατιών κι άλλος στο παίδεμα των άλλων. Ακόμα και πρώτο στην κουταμάρα είχαμε. Μερικοί ήταν πρώτοι σε δυο, σε τρία και παραπάνω πράματα, όπως ο Σερπετός, που ήταν πρώτος στα ψέματα, στην πάρλα και στην πονηράδα. Γι’ αυτό εξάλλου τον λέγαμε κι έτσι, επειδή ήταν ύπουλος και πονηρός σαν φίδι. Στο σχολείο ήταν τελευταίος, αλλά στο δρόμο κι αυτό για πρωτιά πιανόταν. Προτού έρθει ο Αλιάμπρας στον μαχαλά μας ήταν και πρώτος στην εξυπνάδα, αλλά ήρθε εκείνος και του έφαγε τη θέση. Το Χέλι ήταν πρώτος όπου ήθελε κι αυτό, όχι μόνο γιατί ήταν ο πιο δυνατός, όχι μόνο γιατί είχε παρατήσει το σχολειό και δούλευε, όχι μόνο γιατί είχε γεννηθεί πρώτος απ’ όλους, αλλά και γιατί ήταν ο μόνος που είχε φιλήσει κορίτσι. Όσοι δεν ήταν πρώτοι κάπου, ήταν πρώτοι φίλοι κάποιου πρώτου.

Όλοι εκτός από μένα. Εγώ δεν ήμουν πρώτος πουθενά και σε τίποτα. Θα μπορούσα να γίνω ο πρώτος μαθητής στη γειτονιά, αυτό το πόστο ήταν άδειο, όμως θα έπρεπε να ξεπατωθώ στο διάβασμα, άσε, που θα γινόμουν και πρώτος στην ξεφτίλα. Θα μπορούσα ακόμα να γίνω ο πρώτος στην πάστρα, μου άρεζε να πλένομαι και να φοράω καθαρά ρούχα, όμως ούτε αυτό γινόταν. Όποιος τριγύριζε έτσι, ήταν σα να παρακαλούσε και να φώναζε, ‘’εδώ είμαι, λερώστε με, σας παρακαλώ, κυλήστε με στις λάσπες, χώστε με στα σκατά, να γίνω σαν κι εσάς’’. Ένα πράγμα υπήρχε χειρότερο από το να είσαι καθαρός, το να είσαι καθαρός και καλός μαθητής μαζί. Καλλίτερα να πέθαινες. Δεν σε άφηναν σε ησυχία, σε ψάχναν όλη μέρα για να σε βρουν και να σε βρίσουν, να σε βρωμίσουν, να σε πετάξουν στα βρομόνερα και στο τέλος να σε πλακώσουν στο ξύλο.




Τα ορφανά των Κιούρκων








































Ήταν πρώτα τα παιδιά της Τρυφερούλας τα βλέπετε επάνω-επάνω (οι τρεις πρώτες φωτό). Τα ονομάσαμε Menta και Oregano γιατί βρέθηκαν μέσα στα μυριστικά και γιατί η γυναίκα μου ήταν σε Ιταλικό mood. Η μάνα τους δεν πολυνοιαζόταν γι αυτά και κάποια στιγμή τα εγκατέλειψε τελείως και εξαφανίστηκε. Τώρα τα λέμε "Τα δύο ορφανά".

Μετά ήρθε μία γκρίζα γατούλα και μας έφερε τρία μικρά σαν ποντικάκια. Την βλέπετε αριστερά με τα δύο και με το ένα - που ονομάστηκε Fluffy γιατί είναι ένα μπαλάκι από γούνα. Από τα τρία το ένα βρέθηκε διαμελισμένο. Το άλλο είναι αυτό που κάθεται μέσα στο πράσινο.

Όλα είναι ήμερα και τρυφερά. Αν δεν βρούνε σπίτι θα τα κρατήσω - στον κήπο υπάρχει χώρος για όλους και οι μεγάλες ταΐστρες είναι πάντα γεμάτες. Θα τα στειρώσω βέβαια γιατί κινδυνεύουμε από Μαλθουσιανές θεωρίες. (Εκτός από αυτά υπάρχουν και 6 γάτες άγριες που δεν πιάνονται, άρα δεν στειρώνονται και γεννοβολάν...).

Αλλά θα τους άξιζε μία εντελώς δική τους αγκαλιά...

Πέμπτη, Νοεμβρίου 09, 2006

Κρίμα στο Χρήμα!

Είχα την τύχη να γνωρίσω πόλεις πριν και μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες. Η πρώτη ήταν η πόλη όπου έζησα έξη χρόνια, κάνοντας τις σπουδές μου: το Μόναχο, πρωτεύουσα της Βαυαρίας.

Οι Ολυμπιακοί έγιναν το 1972 αλλά ήδη από το 1967 η πόλη ήταν γιαπί. Μετρό, τρεις ομόκεντροι δακτύλιοι ταχείας κυκλοφορίας, λεωφόροι, πεζόδρομοι στο κέντρο με τεράστια υπόγεια γκαράζ. Η πόλη άλλαξε τόσο που όταν την είδα τελειωμένη, δεν την αναγνώριζα. Ό,τι έργο έγινε για τους Ολυμπιακούς αξιοποιήθηκε στο 100%.

Η δεύτερη πόλη ήταν η Βαρκελώνη. Από επαρχιακό λιμάνι, με μόνο αξιοθέατο τα γλυπτά αρχιτεκτονήματα του Γκαουντί, έγινε μία κοσμοπολίτικη μεγαλούπολη. Η πιο ριζική μεταμόρφωση πόλης που έχω δει.

Και η Αθήνα; Ο φίλος μας ο Doctor είχε ήδη αναφερθεί στο θέμα στα σχόλια του blog με τρόπο πολύ εμπεριστατωμένο. Κατάλαβα πως το είχε μελετήσει και τον παρακάλεσα να μας γράψει κάτι σχετικό. Ιδού το κείμενό του:


«Να μην πάθουμε ό,τι οι καημένοι οι Έλληνες»

Το Λονδίνο θα φιλοξενήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2012. Το κεντρικό του στάδιο θα είναι 80.000 θέσεων, αλλά είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε μεταολυμπιακά να μετατραπεί σε ένα γήπεδο 20.000 θέσεων.

Το κολυμβητήριό τους πάλι αποτελείται από πολλές πτυσσόμενες πισίνες! Την επομένη των Αγώνων θα ξεστηθούν και θα πάνε σε άλλες βρετανικές πόλεις ή σε αφρικανικές χώρες. Το αγγλικό σκεπτικό είναι «Να μην πάθουμε ό,τι οι καημένοι οι Έλληνες που έχτισαν μεγαθήρια και δεν ξέρουν τι να τα κάνουν».

Δύο χρόνια μετά τις περήφανες ημέρες των Ολυμπιακών της Αθήνας, γίναμε πάλι παράδειγμα προς αποφυγήν.

Η σύγκριση με τη Βαρκελώνη και το Σίδνεϊ είναι χαστούκι για την Αθήνα:

* Η πρωτεύουσα της Καταλονίας έφτιαξε μόνο 8 στάδια, εκ των οποίων τα δύο ήταν προκάτ. Δεν επένδυσε σε μεγαθήρια και έριξε όλα τα λεφτά για να αλλάξει η πόλη. Γκρέμισε τους παλιούς τοίχους που «έκοβαν» τη Βαρκελώνη από τη θάλασσα, ξήλωσε τις σιδηροδρομικές γραμμές κι έφτιαξε μια παραλία 15 χλμ. με ξενοδοχεία, γκαλερί και συνεδριακά κέντρα.

Όσο για τα 5.000.000 δολ., που ήταν το κέρδος των Αγώνων; Το «Ίδρυμα Ολυμπιακή Βαρκελώνη» τα επανεπένδυσε για έργα εξωραϊσμού, με αποτέλεσμα σήμερα η ανεργία στη Καταλονία να κυμαίνεται στο μισό απ' ό,τι σ' όλη την υπόλοιπη Ισπανία.

* Το Σίδνεϊ άργησε δύο χρόνια για να ανοίξει το homebush bay (17 χλμ. μακριά), αλλά σήμερα είναι το μεγαλύτερο πάρκο ψυχαγωγίας στον κόσμο.

Εμείς ξοδέψαμε περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ.

Το ολυμπιακό στοίχημα το κερδίσαμε.
Χάσαμε όμως το μεταολυμπιακό.
Κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό.
Τα στάδια είναι ακόμη ερμητικά κλειστά. Ο κινητός εξοπλισμός (121 εκατ. ευρώ το κόστος του) μοιράστηκε μεν σε ιδρύματα και δημόσιες υπηρεσίες, αλλά κανείς δεν πήρε αυτά που πραγματικά είχε ανάγκη.
Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης ουδέποτε ασχολήθηκε με το Κέντρο Μελετών Ασφάλειας και χάθηκαν οι προθεσμίες για να πουληθεί στην Κίνα και τη Γερμανία η τεχνογνωσία ασφαλείας που αποκτήθηκε.

Όσον αφορά τα οφέλη; Μας έταξαν «πνίξιμο» της Αθήνας στο πράσινο, λύση του κυκλοφοριακού προβλήματος, τεράστια αύξηση του τουρισμού και τόσα άλλα.
Η πραγματικότητα ήρθε δύο μόλις μήνες μετά τους αγώνες: NEA

Η μεταολυμπιακή Αθήνα απέδειξε ότι όλες οι εγκαταστάσεις έγιναν χωρίς κανέναν απολύτως σχεδιασμό για την μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες χρήση τους.

Υπήρχαν πολίτες που ήταν ενάντιοι στην τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, μεταξύ των οποίων και ο γράφων. Τα Μ.Μ.Ε. τους χαρακτήριζαν γραφικούς, ανθέλληνες, μεμψίμοιρους και μηδενιστές.

Σήμερα τα ίδια Μ.Μ.Ε. τους δικαιώνουν δείχνοντας τις εγκαταλελειμμένες Ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Κανένας δεν ζήτησε συγγνώμη, κανένας δεν ζήτησε να αποδοθούν ευθύνες γι’αυτό το όργιο διαπλοκής και διαφθοράς σε βάρος του έλληνα φορολογούμενου …

Άλλαξε η Αθήνα προς το καλύτερο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες;

«Στην τελευταία θέση της κατάταξης 30 ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων - επιχειρηματικών κέντρων βρίσκεται η Αθήνα, όπως προκύπτει από τη μελέτη με τίτλο «European Cities Monitor 2005» της Cushman & Wakefield Healy & Baker. H διαπίστωση είναι απογοητευτική για μια πόλη που πριν από μόλις δύο χρόνια φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, διοργάνωση καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη όλων των υποδομών της. Ακόμη πιο απογοητευτικό, με αυτά τα δεδομένα, είναι το γεγονός ότι η Αθήνα παραμένει μια πόλη που μάλλον προκαλεί δυσαρέσκεια στους κατοίκους της και όσους κινούνται καθημερινά σε αυτήν.

H Βαρκελώνη, μια πόλη που προτού διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1992 θα μπορούσε να θεωρηθεί «μικρή» σε σχέση με την Αθήνα, είναι σήμερα πέμπτη στην ευρωπαϊκή κατάταξη με τις πόλεις-έδρες επιχειρήσεων, πίσω από το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλλες.

H Αθήνα, δύο χρόνια μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, βρίσκεται στην 30 θέση (μεταξύ 30 πόλεων) της σχετικής κατάταξης, έχοντας υποχωρήσει κατά μια θέση σε σχέση με το έτος διεξαγωγής των Αγώνων και οκτώ θέσεις σε σχέση με το 1990. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι το ότι τη στιγμή που η Ακρόπολη προσελκύει περί το ένα εκατ. τουρίστες σε ετήσια βάση, η Sagrada Famila προσελκύει σχεδόν τους διπλάσιους.» (Το ΒΗΜΑ, 13/08/2006).

Από τη μια έχουμε μια Αθήνα στην οποία «επενδύθηκαν» 11 δισεκατομμύρια ευρώ εντελώς λανθασμένα και επιπόλαια και από την άλλη την υπόλοιπη Ελλάδα που ακόμη και σήμερα «πληρώνει» τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού πολλά έργα υποδομής ακυρώθηκαν, «πάγωσαν» ή αναβλήθηκαν με το πρόσχημα των Ολυμπιακών Αγώνων.

Το κυκλοφοριακό όχι απλώς παρέμεινε, αλλά επιδεινώθηκε, το τραμ και ο προαστιακός είναι για λύπηση, η δε Αττική Οδός σε 10 χρόνια θα γίνει όπως είναι σήμερα το «ποτάμι».

Για το τέλος άφησα την πιο «μαύρη» σελίδα των Ολυμπιακών Αγώνων, το μεγαλύτερο σκάνδαλο αυτής της φαρσοκωμωδίας: την κατασκευή του εμπορικού κέντρου «The Mall» του μεγαλύτερου αυθαιρέτου της Ευρώπης το οποίο κατασκευάστηκε με το πρόσχημα των Ολυμπιακών Αγώνων ως Ολυμπιακό Έργο (!!!), ένα Ολυµπιακό έργο που εγκαινιάστηκε ένα χρόνο μετά τους Ολυµπιακούς! Παραθέτω όλη την ιστορία, με όλες τις ντροπιαστικές για το πολιτικό μας σύστημα λεπτομέρειες, όπως δημοσιεύτηκε από το περιοδικό «Γαλέρα»: Galera

Doctor

Τρίτη, Νοεμβρίου 07, 2006

TO ABECEDAR

Ως γνωστόν, σύμφωνα με την επίσημη κρατική τοποθέτηση, μειονότητες στην Ελλάδα δεν υπάρχουν, εκτός από μία: την μουσουλμανική.

Η οποία, αντίθετα με τα ψηφίσματα της ΔΑΣΕ, τα οποία έχουμε υπογράψει και εμείς, δεν έχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Δεν μπορεί αν το θελήσει να ονομάζεται Τουρκική, έστω κι αν όλες οι διεθνείς συνθήκες και το Ευρωπαϊκό δικαστήριο της αναγνωρίζουν αυτό το δικαίωμα. (Ενώ οι απανταχού Ελληνικές μειονότητες δεν ονομάζονται …ορθόδοξες).

Πάντως άλλες μειονότητες – εθνοτικές, γλωσσικές, θρησκευτικές – δεν υπάρχουν: ούτε Εβραίοι, ούτε Ρομά, ούτε Βλάχοι, ούτε Αρβανίτες, ούτε Καθολικοί, Προτεστάντες ή Χιλιαστές.

Αλλά εκείνη η μειονότητα που ΔΕΝ υπάρχει ακόμα περισσότερο, είναι η ακατονόμαστη. (Ψιθυριστά): Μακεδονική, Σλαβο-μακεδονική, ή Σλαβόφωνη.

Κι όμως. Κι όμως.

Το Ελληνικό κράτος που επί δεκαετίες αρνείται την ύπαρξη αυτής της μειονότητας, είχε τυπώσει το 1925 ένα αναγνωστικό στην (ανύπαρκτη) γλώσσα της, για να την διδάσκει στα σλαβόφωνα παιδιά της Βόρειας Ελλάδας.

Ήταν μία φωτεινή στιγμή, η συμμόρφωση προς τα άρθρα 7, 8 και 9 της «Συνθήκης των Σεβρών» που υπογράφτηκε το 1920 με την εποπτεία της «Κοινωνίας των Εθνών» (προδρόμου του ΟΗΕ). Ειδικά το άρθρο 9 γράφει: «Σχετικά με την εκπαίδευση, η ελληνική κυβέρνηση στις πόλεις και περιοχές που κατοικεί μεγάλος αριθμός πολιτών οι οποίοι δεν ομιλούν την ελληνική, θα τους παραχωρήσει τις κατάλληλες διευκολύνσεις, ώστε να μπορούν τα παιδιά αυτών των Ελλήνων πολιτών στα δημοτικά σχολεία να μαθαίνουν την μητρική τους γλώσσα».

Το ΑBECEDAR το κυκλοφόρησε η ελληνική κυβέρνηση το 1925, όπως προβλέπονταν από την Συνθήκη των Σεβρών (1920) και το Πρωτόκολλο της Γενεύης (1924). Το συνέταξαν ο Έλληνας εθνολόγος-γλωσσολόγος Γεώργιος Σαγιαξής (που σπούδασε γλωσσολογία στην Γερμανία με υποτροφία του Υπουργείου Εξωτερικών) και οι Έλληνες φιλόλογοι Ιωσήφ Λαζάρου και Ι. Παπαζαχαρίου. Το παρουσίασε περήφανα στην Κοινωνία των Εθνών ο Έλληνας Επιτετραμμένος Βασίλειος Δερδάμης, στις 10-11-1925, λέγοντας πως «η Μακεδονική γλώσσα είναι διαφορετική από την Βουλγαρική και γι αυτό φτιάχτηκε αυτό το αλφαβητάρι της». Αυτή ήταν η επίσημη θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης – και ο λόγος που το βιβλίο δεν τυπώθηκε με κυριλλικούς αλλά με λατινικούς χαρακτήρες (για να ξεχωρίζει από τα βουλγάρικα).

Μία στιγμή κρατάει μόνο μία στιγμή. Το αλφαβητάριο με το όνομα ABECEDAR αποσύρθηκε πριν καν διανεμηθεί στα σχολεία. Κι από κει και πέρα το Ελληνικό κράτος κάθισε επάνω στο φοβικό του ΟΧΙ και ΔΕΝ. Η επίσημη εκδοχή είναι τώρα ότι η «Μακεδονική» γλώσσα είναι δημιούργημα του Τίτο. (Μόνο που το 1925 δεν υπήρχε Τίτο). Για δεκαετίες η γλώσσα ήταν υπό διωγμόν – όποιος την χρησιμοποιούσε ανοιχτά, είχε να κάνει με τον χωροφύλακα. Επίσης – τι ειρωνεία! – όποιος δήλωνε πως ήταν «Μακεδόνας».

(Αργότερα, όταν ξέσπασε το «Μακεδονικό» στην δεκαετία του 90 – όλοι δήλωναν Μακεδόνες....)

Και για να είναι 100% σίγουρο, το κράτος μας έγινε το μόνο που σε όλες τις μεταπολεμικές απογραφές πληθυσμού εξαφάνισε τις ερωτήσεις για θρησκεία και γλώσσα…

Δεν κινδυνεύαμε ποτέ από τις μειονότητές μας. Ήμασταν μία χώρα με 96% ενιαίο πληθυσμό (πριν να έρθουν οι μετανάστες) από τις πιο συμπαγείς στην Ευρώπη. Γιατί άραγε μας κατείχε τέτοια ανασφάλεια;

(Μετά ψέγουμε την Τουρκία που δεν αναγνωρίζει τους Κούρδους ως μειονότητα. Ωστόσο ακόμα και αυτή δέχθηκε πρόσφατα να υπάρχουν εκπομπές στην Κουρδική γλώσσα – ας όψεται η Ε. Ε.).

Τελικά όμως μερικά αντίτυπα του ABECEDAR επέζησαν – ένα από αυτά στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Και με την φροντίδα του Ευρωπαϊκού Γραφείου για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες (EBLUL) ανατυπώθηκε και κυκλοφορεί. Σήμερα, στις 19:00, παρουσιάζεται στην Αθήνα, στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ, Ακαδημίας 20.


Εύχομαι αυτό το βιβλίο να λειτουργήσει ως αφύπνιση. Δεν είναι δυνατόν να κρυβόμαστε αιώνια πίσω από το δάχτυλό μας. Ούτε να φοβόμαστε τον ίσκιο μας. Πρέπει να αποδεχθούμε τις πραγματικότητες που μας περιστοιχίζουν. Ναι, υπήρχε και υπάρχει μία (κατ’ αρχήν γλωσσική και μετά όπως αυτοπροσδιορίζεται) μειονότητα στην Βόρεια Ελλάδα. Όπως εξίσου φυσιολογικά υπάρχει μια Ελληνική μειονότητα στην Νότια Αλβανία.

Δεν μπορούμε να αξιώνουμε τον σεβασμό των δικών μας μειονοτήτων όταν δεν σεβόμαστε εκείνες των άλλων. Ούτε να θεωρούμαστε ένα πολιτισμένο, δημοκρατικό κράτος όταν δεν αναγνωρίζουμε σε όλους τους πολίτες μας, όλα τα δικαιώματα.


Επάνω το εξώφυλλο στης νέας έκδοσης, στη μέση εσωτερική σελίδα και κάτω το εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση.

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

Κλέβοντας χρόνο

Συνάντησα προχθές ένα παλιό συμμαθητή μου.

Σχεδόν δεν τον αναγνώρισα.

Όχι επειδή είχε γεράσει. Αντίθετα. Φαινόταν δέκα χρόνια νεότερος από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε.

- Ρε συ, πως ξανάνιωσες έτσι;

Μου έκλεισε το μάτι. Και μετά ψιθυριστά με ενημέρωσε.

Μερικές πλαστικές μικρό-επεμβάσεις του είχαν αφαιρέσει τις σακούλες κάτω από τα μάτια, τα κρεμάμενα διπλοσάγονα, τις ρυτίδες στα πλάγια των ματιών. Μία επιτυχημένη εμφύτευση μαλλιών του είχε σχεδόν εξαφανίσει την φαλάκρα – και φυσικά η νέα κόμη ήταν γκρίζο-ασημιά και όχι άσπρη. Είχε ένα υγιές χρώμα δέρματος που οφειλόταν σε μετρημένη έκθεση στον ήλιο. Πήγαινε κάθε μέρα στο γυμναστήριο για τα υπόλοιπα – παράστημα, βάδισμα, στήσιμο.

Και δεν φαινόταν μέρα πάνω από τα 60!

Θυμήθηκα μία εκπομπή που είχα δει στο Παρίσι – πρέπει να ήταν το 1987. Εκεί ένας γνωστός συγγραφέας και ακαδημαϊκός, εξηγούσε πως, μετά από ένα έμφραγμα όπου είχε δει τον Χάρο με τα μάτια του, αποφάσισε ότι αφού επέζησε έπρεπε και να ξανανιώσει. Έβαψε κατάμαυρα τα μαλλιά και το μουστάκι του, έκανε διάφορες πλαστικές, νυμφεύτηκε μία θαυμάστριά του 40 χρόνια νεότερη (εκείνος ήταν στα 70 φεύγα) και – το πιο εντυπωσιακό – έγινε και πατέρας.

- Αφού γλίτωσα τον θάνατο, όφειλα να ζήσω στο 100%, είπε στην δημοσιογράφο που έπαιρνε την συνέντευξη. – Ό,τι τρικ μπορούσα να κάνω για να ξεγελάσω τον χρόνο, το έκανα.

Τότε, είκοσι χρόνια νεότερος, αντέδρασα με απέχθεια και περιφρόνηση σε αυτό το show. Σήμερα τον ξανασκέπτομαι με συμπάθεια. Τον καταλαβαίνω, αν και δεν θα τον ακολουθούσα.

Γιατί όμως; Αν έχουμε την δυνατότητα είτε να διορθώνουμε τα άσκημα της εμφάνισής μας, είτε να ανακόπτουμε την φθορά, γιατί να μην το κάνουμε. Ένας νεαρός, γιός γνωστού, είχε κάτι μεγάλα αυτιά που φύτρωναν κάθετα προς το κρανίο του. Ήταν σαν τον Jumbo το ελεφαντάκι, σε πτήση. Ενώ είχε ωραίο πρόσωπο, δεν πρόσεχες παρά μόνο αυτά τα τεράστια πτερύγια. Η πλαστική τα διόρθωσε και έγινε μια χαρά παιδί.

Από την άλλη βλέπω κάτι κυρίες που από το τσίτωμα φαίνονται να γελάνε συνέχεια. Η επιδερμίδα τους, από το τράβηγμα, κοντεύει να μουμιοποιηθεί. Πού είναι το όριο;

Βέβαια ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που δικαιούται να μιλάει για εμφανισιακά θέματα, είμαι εγώ. Μετά το σοκ της εφηβείας (όπου κατέληξα πως ήμουν χοντρός και άσκημος) έπαψα να ενδιαφέρομαι για την εξωτερική μου εμφάνιση. Απώθησα ολοκληρωτικά το θέμα. Μου άρεσε πολύ να επαναλαμβάνω τους αγγλικούς στίχους:

And as for my face, I don’t mind it
Because I’m behind it.

Άλλοι κοιτάνε βιτρίνες για ρούχα και παπούτσια. Εμένα με πάνε με το ζόρι να ψωνίσω – κι αυτό μόνο αφού έχουν λιώσει τα παλιά. Αγοράζω ότι μου καθίσει σωστά εκείνη την ώρα και εξαφανίζομαι πάλι για μία τριετία. Μου φαίνονται πεταμένα λεφτά τα της εμφάνισης – ενώ αν ήταν γκάτζετ… Κουρεύομαι μόνο όταν το μαλλί φτάνει σε μήκος αντιαισθητικό. Και ποτέ δεν θα έκανα πλαστική – θεωρώ ότι το πρόσωπό μου είναι κάτι που έφτιαξα με κόπο επί τόσα χρόνια. Καθρεφτίζει όλη μου τη ζωή. Το γήρας μου είμαι εγώ.

Ωστόσο η παρουσία του συμμαθητή μου με προβλημάτισε – για τους άλλους. Κι αν είχε δίκιο; Αφού έχουμε τα μέσα να πολεμάμε τον χρόνο (πολύ πιο αποτελεσματικά από τις κρέμες και τα μαντζούνια που δεν κάνουν τίποτα) γιατί όχι;

Φοβόμαστε την γελοιοποίηση. Αλλά αυτή, αν έρθει, θα είναι απότοκος της κακίας (και του φθόνου) των άλλων. Σύντομα θα ξεχαστεί. Η νεότερη εμφάνιση όμως θα παραμείνει. Όσο αντέξει.

Και, αλήθεια, γιατί γελοιοποίηση; Και γιατί ιδιαίτερα στους άνδρες; (Στις γυναίκες είναι σχεδόν αποδεκτό). Χαμός έγινε όταν ο Μπερλουσκόνι έβγαλε τις σακούλες κάτω από τα μάτια. Μου είναι άκρως αντιπαθής – αλλά δεν δικαιούται και αυτός να πολεμήσει;

Γράφει ο Καβάφης:

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.

Άραγε μπορεί ένα άλλο μαχαίρι να δώσει την λύση;

Τελικά, βέβαια, θα νικήσει ο χρόνος Αλλά ό,τι του κλέψει κανείς, είναι καλό. Ή μήπως όχι;


Raffaello, Leonardo, Duerer.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

"Αυτά να γράψεις στο blog"

Έχω μία φίλη που ζει σε πόλη της βόρειας Ελλάδας. Είναι μουσικός – συνθέτις, στιχουργός και ερμηνεύτρια. Ετών 36, ανύπαντρη και όμορφη. Άνθρωπος ταλαντούχος και καλλιεργημένος. Έχει καλή παιδεία. Πτυχίο αρμονίας από το Μακεδονικό Ωδείο Θεσσαλονίκης, άλλο πτυχίο μουσικοπαιδαγωγικών από το Μουσικό Κολέγιο του Άλκη Μπαλτά, και επιπλέον Proficiency of Cambridge (και την επάρκεια και την άδεια διδασκαλίας).

Εδώ και καιρό είναι άνεργη. Η οικονομική κρίση φαίνεται πως έχει επηρεάσει ιδιαίτερα τον κόσμο της μουσικής ψυχαγωγίας. Επέστρεψε αναγκαστικά στην γενέθλια επαρχιακή πόλη, στους γονείς της, που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση λόγω αρρώστιας του πατέρα. Για χρόνια ζούσε μόνη σε δικό της σπίτι και κέρδιζε αρκετά χρήματα τραγουδώντας σε μουσικές σκηνές. Τώρα πια το είδος της (μπαλάντες και άλλα έντεχνα - στην ανάγκη λέει και τσιφτετέλια) δεν είναι δημοφιλές. Παρόλο που έχει στείλει επανειλημμένα CD με δουλειά της σε διάφορους παραγωγούς, δεν πήρε ποτέ απάντηση.

Έκανα το λάθος να της στείλω ένα email ρωτώντας για νέα της. Ιδού η απάντηση:

Δύο φορές την εβδομάδα πηγαίνω στον οαεδ (επίτηδες δεν
το γράφω με μεγάλα γράμματα, τέτοια είναι η μικρότητα
η αθλιότητά του) να δω αγγελίες εργασίας. Όλες κι όλες
πέντε δέκα για γαζώτριες, κομμώτριες, οι περισσότερες
για μάγειρες στην Γερμανία. Κόσμος και κοσμάκης κοιτά
μαζί μου τις αγγελίες, οι νέοι με βλέμμα πιο χαλαρό οι
μεγαλύτεροι με την αγωνία χαραγμένη στο πρόσωπό τους.
Σήμερα στεκόταν δίπλα μου μια κυρία που πρέπει να
κόντευε τα πενήντα, την παρατηρούσα με την άκρη του
ματιού μου, κοιτούσε και δεν έβλεπε, τόση ήταν η
αγωνία της που σχεδόν την τύφλωνε. Για μια στιγμή
σκέφτηκα "τι τύχη μπορείς να' χεις εσύ να βρεις
δουλειά;" κι ευθύς αμέσως είδα τον εαυτό μου "μήπως τα
πενήντα είναι μακριά; να, μια ανάσα" με φαντάστηκα
στην θέση της, που ούτως ή άλλως στην θέση της είμαι,
με την διαφορά της γελοίας μου ψευδαίσθησης ότι λόγω
ηλικίας κάτι θα βρω. Οι αγγελίες για υπάλληλο γραφείου
(σήμερα δεν υπήρχε ούτε μία) το γράφουν ξεκάθαρα "έως
30 ετών". Άρα για ποιο "νεαρό" της ηλικίας συζητάω;

Εδώ και δύο εβδομάδες πηγαίνω τα απογεύματα σε ένα
φροντιστήριο αγγλικών που -παρεμπιπτόντως- δεν
χρειάζεται καθηγήτρια, έχει ήδη πέντε, και παρακολουθώ
τα μαθήματα της ιδιοκτήτριας. Κι αυτό γίνεται γιατί η
μαμά μου πήρε τηλέφωνο μια φίλη της που γνωρίζει
κόσμο, που πήρε την ιδιοκτήτρια του φροντιστηρίου που
χαριστικά για αυτήν την φίλη (μου το είπε πολλάκις
ξεκάθαρα) με φώναξε να παρακολουθώ τα μαθήματα σε
περίπτωση που βρεθεί καμιά ώρα. Κι έτσι
πηγαινοέρχομαι καθημερινώς σε τάξεις που δεν θα
διδάξω, κι εγώ δεν ξέρω γιατί. Εγώ όμως καίγομαι,
πρέπει να βρω δουλειά εδώ και τώρα, μα δεν υπάρχει
ένας άνθρωπος να μου πει θα κάνεις αυτό, θα παίρνεις
αυτά, ξεκινάς από σήμερα!

Στην Θεσσαλονίκη κατέβηκα ήδη δύο φορές και κάθε φορά
που κατεβαίνω, σκέφτομαι μέχρι και το λεπτό που θα
ξοδέψω ιδρώνω από αγωνία, δεν βρήκα τίποτα παραπάνω
από 500 ευρώ και με 500 δεν μπορώ να συντηρήσω το
σπίτι μόνη μου, κοινόχρηστα, λογαριασμοί, φαγητό κτλ.

Τραγουδιστικά, στη Θεσσαλονίκη βρήκα το απόλυτο τίποτα. Μέσα σ' όλα τα τηλεφωνήματα που έκανα σε γνωστούς μουσικούς και τραγουδιστές, ο ένας τραγουδάει διήμερα σε ταβέρνα στον παλιό σταθμό, 50 ευρώ την βραδιά! 400 μηνιαίως δηλαδή. Χωρισμένος να πληρώνει διατροφή και να μην μπορεί να θρέψει τον εαυτό του. Ευτυχώς γι αυτόν η τωρινή γυναίκα του είναι στρατιωτικός κι έτσι έχουν έναν μισθό κάθε μήνα. Μιλάμε για φωνάρα ο συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι αστεία, τραγουδιστής με τεράστια πείρα και ικανότητα. Ένα φεγγάρι, όταν δουλεύαμε μαζί στην Δράμα, πουλούσε σακούλες στους πάγκους της λαϊκής. Α! Έχει κάνει και δίσκο!

Κι έτσι γύρισα πίσω, μη έχοντας να θρέψω τον
εαυτό μου, μ' έναν πατέρα ανάπηρο και μια μάνα που
κλαίει και ξεφυσά (δεν την κατηγορώ, την καταλαβαίνω)
νυχθημερόν.

Να κάνω άνοιγμα πού; Εδώ δεν έχω να πάρω τσιγάρα! Να
πάρω ρίσκα; Πού είναι για να τα πάρω; Ο Αφρικανός που
ζει σε χωματόδρομους και δεν έχει τρεχούμενο νερό,
μπορεί να σκεφτεί τις ευκαιρίες και τις τεχνολογικές
εξελίξεις που υπάρχουν στον δυτικό κόσμο; Όταν δεν
έχεις μία στην τσέπη και καίγεσαι να βρεις εχτές
δουλειά, μπορείς να κάνεις ανοίγματα; Νομίζεις πως
στην ψυχολογία διαφέρω από τον Αφρικανό;
Κι έτσι από την ψυχολογία του τύπου "ορμάω, έχω μυαλό,
παιδεία και ικανότητες, ό,τι βρεθεί θα το σαρώσω, θα
είμαι πολύ καλή και αποδοτική" μετά από καιρό που τρώω
σκατά στην μάπα φτάνω στην ψυχολογία του τύπου "Θεέ
μου βοήθησέ με, πού θα πάει η ζωή μου από εδώ και
εμπρός, ούτε από το σπίτι δεν μπορώ να ξεμυτίσω γιατί
δεν έχω λεφτά ούτε για έναν καφέ, Θεέ μου τι με
περιμένει, τι χειρότερο;". Τις νύχτες κάθομαι στο
μπαλκόνι κοιτάζοντας απελπισμένη την ημιφωτισμένη,
κοιμισμένη πόλη, με πιάνουν τα χαράματα
κλαίγοντας. Πολλές φορές σκέφτηκα να πηδήξω... Τι έχω
άλλωστε να προσδοκώ;

Ξυπνώ πολύ πρωί, κοιμάμαι το πολύ τέσσερεις ώρες,
κοιτώ και πάλι την πόλη με το φως της μέρας, ακούω την
φασαρία της και βγαίνω και πάλι στους δρόμους, με πιο
αισιόδοξη διάθεση, στις νομαρχίες για κάποια ίσως
ανακοίνωση, στα περίπτερα με τις τοπικές εφημερίδες
(δεν τις αγοράζω, τις ξεφυλλίζω, εκεί έφτασα...)
"ζητείται κυρία να φυλάει ηλικιωμένη, ζητείται
αχθοφόρος" στον οαεδ, στα τηλέφωνα σε γνωστούς και
αγνώστους "ψάχνω για δουλειά, αν ξέρεις κάτι πες μου".
Κατά τις τρεις με τέσσερεις το απόγευμα επιστρέψω
άπραγη, ντρέπομαι καλησπέρα να πω στους γονείς μου, με
το κεφάλι κατεβασμένο, ετοιμάζομαι για το
φροντιστήριο-επισκέπτρια που παρακολουθεί χαριστικά
λόγω γνωστής-μέσου τα μαθήματα! Και δεν μπορώ να
φωνάξω "δώστε μου εδώ και τώρα δουλειά, μη με
παιδεύετε άλλο" όχι δεν μπορώ από φόβο μην κλείσω μία
πόρτα που στην ουσία δεν έχει καν ανοίξει. Υπομονή,
υπομονή...

Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί, η αυτοεκτίμησή μου
πλέον ανύπαρκτη, κι αυτά που ήξερα και σ' αυτά που
πίστευα ότι μπορώ και είμαι ικανή, έχουν πάει
περίπατο. Ένα άδειο σακί, χωρίς ψυχή, χωρίς μυαλό,
χωρίς επιλογή από το να ψάχνει, να ψάχνει τι; Το
τίποτα.

Δύσκολο, αδύνατο να έρθεις στην θέση μου. Κι εσύ και
όποιος άλλος άνθρωπος έχει να σκέφτεται οτιδήποτε άλλο
από τα οικονομικά προβλήματά του. Πολλοί όμως άνθρωποι
είναι σαν και μένα άνεργοι και χειρότερα όταν έχουν
παιδιά και οικογένεια να συντηρήσουν. Αυτών των
ανθρώπων η αξιοπρέπεια έχει πιάσει πάτο -κι όχι γιατί
το διάλεξαν αλλά ακριβώς για το αντίθετο, γιατί δεν
έχουν επιλογή.

Τώρα λοιπόν πού χρόνος για υπαρξιακές αναζητήσεις και
φιλοσοφικούς προβληματισμούς, πού χρόνος για ποίηση
και μουσική όταν 24 ώρες το 24ωρο ψάχνω δουλειά,
χτυπάω πόρτες και παρακαλάω; Όλα αυτά, βιβλία,
σκέψεις, τέχνη, μού φαντάζουν το λιγότερο γελοία.
Αυτή είναι η δική μου πραγματικότητα και αυτή είναι η
πραγματικότητα στην Ελλάδα.

Για αυτά να γράψεις στο blog σου. Μπαίνω να σε διαβάσω και μου φαίνεσαι έτη φωτός μακριά από μένα.
Και είσαι. Και για μένα και για χιλιάδες σαν και μένα.

Αν ήσουν νέος τώρα (τι νέος; 36 χρονών σαν κι εμένα, να χτυπάς πόρτες και η δυσπιστία στα βλέμματα, στην θέα της ηλικίας σου να σε τυλίγει σαν ιστός αράχνης) όπως όταν επέστρεψες και ξεκίνησες να εργάζεσαι στη Ελλάδα, καμία γνώση και παιδεία σου δεν θα σου άνοιγαν πόρτες. Στα ίδια σκατά με μένα θα πάλευες, θα αγωνιζόσουν και στο φινάλε ηττημένος, χωρίς ίχνος αυτοεκτίμησης θα δεχόσουν το έσχατο ψίχουλο που θα σου πέταγαν.



Έτσι έχουν τα πράγματα. Αυτά είναι τα νέα μου, που πολύ τρυφερά μου έγραψες σε e-mail σου πως θέλεις να μαθαίνεις.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 01, 2006

Στερεότυπα

Αυτές τις μέρες που γιορτάσαμε πάλι την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου ξαναγύρισα στα παιδικά μου χρόνια. Ήμουν πέντε χρόνων (και είκοσι ημερών) όταν ο Μεταξάς είπε το «όχι». Τα πρώτα πράγματα που θυμάμαι στην ζωή μου ήταν οι αεροπορικοί συναγερμοί, οι σειρήνες και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο.

Τα ξανακούω κάθε Οκτώβριο και επιστρέφω. Το πρώτο που είχα καταγράψει στη μνήμη είναι το «Κορόιδο Μουσολίνι».

Φέτος ξαναπρόσεξα τους στίχους:

…εσύ και η Ιταλία
η πατρίδα σου η γελοία
τρέμετε όλοι το χακί.

(Αναρωτιέμαι πόσο «πολιτικά ορθό» είναι να μεταδίδεται σήμερα αυτό τα τραγούδι – που βρίζει όχι έναν ηγέτη ή ένα κόμμα – αλλά μία πατρίδα).

Πάντως εμένα μου πήρε δεκαετίες να ξεπεράσω αυτό το «γελοία». Η εικόνα που κυριαρχούσε τότε για τους Ιταλούς συμπυκνώνονταν σε αυτή τη λέξη. Ήταν δειλοί, θηλυπρεπείς, ωραιοπαθείς, κρατούσαν κιθάρα αντί για όπλο, φορούσαν κοκκορόφτερα – και μόλις έβλεπαν τσολιά έπεφταν στα γόνατα και παραδίνονταν.

Είναι μέσα στην λογική της πολεμικής προπαγάνδας το να μειώνεις και να γελοιοποιείς τον αντίπαλο. Βοήθησαν και οι Ελληνικές νίκες στην Αλβανία. Αλλά ένα παιδάκι πέντε ετών δεν καταλαβαίνει τι είναι προπαγάνδα και τι όχι. Μεγάλωσα με την εικόνα ότι οι Ιταλοί είναι γελοίοι.

Αντίθετα οι Γερμανοί ήταν τρομεροί. Μηχανές. Τέλειες αλλά άψυχες. Ήδη πριν από τον πόλεμο η γκουβερνάντα μου, η Μαμζέλ Ανιές, μου μίλαγε για τους φοβερούς Boches και μου πέρασε όλο το γαλλικό μίσος (αλλά και τον τρόμο) γι αυτούς.

Όταν οι Γερμανοί μας κήρυξαν τον πόλεμο είδα όλους τους γύρω μου να παίρνουν ένα σοβαρό και σχεδόν πένθιμο ύφος. Καλά οι Ιταλοί – αλλά τούτοι εδώ είναι άλλο πράγμα. Δεν είχαμε ελπίδες.

Το στερεότυπο εκεί ήταν «η Γερμανική μπότα» που θα μας καθόταν στο σβέρκο.

Την άκουσα όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην Αθήνα, παρελαύνοντας με το «βήμα της χήνας». Το σπίτι που μέναμε τότε στην οδό Υψηλάντου, ήταν δίπλα στην Βασιλίσσης Σοφίας όπου πέρασαν και ο βηματισμός αντηχούσε ως μέσα στα δωμάτια.

Αντίθετα λοιπόν με τους «γελοίους» Ιταλούς, οι Γερμανοί αντιμετωπίζονταν με διφορούμενα αισθήματα: μίσους, τρόμου αλλά και κρυφού θαυμασμού για την φοβερή πολεμική μηχανή τους.

Και οι Άγγλοι; Στην αρχή ήταν οι φίλοι, οι σύμμαχοι: «τα Εγγλεζάκια». Ελάχιστοι υπήρχαν τότε στην Αθήνα και γίνονταν δεκτοί με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Σε μας τα παιδιά μοίραζαν σοκολάτες. Η μητέρα μου μιλούσε για την αγγλίδα δασκάλα της και το five o’ clock tea που υποχρεωτικά έπρεπε να πάρουν κάθε μέρα και για τις Αγγλίδες εξαδέλφες της που έμεναν στο Λονδίνο και στο Μάντσεστερ.

Οι Άγγλοι λοιπόν ήταν «ψύχραιμοι, ψυχροί και φλεγματικοί, κάπνιζαν πίπα και έπιναν τσάι». Να το πλήρες στερεότυπο. Πολύ αργότερα όμως, αφού πρώτα τους επευφημήσαμε ως ελευθερωτές, η εικόνα άλλαξε. Άκουγα «η δολία Αλβιών, ο αγγλικός δάκτυλος»...

Λίγο μετά πήγα στο σχολείο. Εκεί έμαθα πως οι εχθροί του έθνους δεν ήταν οι Γερμανοί (κι ας στενάζαμε κάτω από την «μπότα») αλλά οι Τούρκοι. Που ήταν πρωτόγονοι, αιμοσταγείς και αντίχριστοι. Κατώτερα όντα.

Σε κάποιες φάσεις αργότερα τον ρόλο τον Τούρκων πήραν οι Βούλγαροι και μετά μία άλλη ράτσα που λεγόταν «Εαμοβούλγαροι». Κι ανάλογα με το που ανήκες, οι βάρβαροι ήταν οι μοναρχοφασίστες ή οι κομμουνιστοσυμμορίτες.

Μέχρι να φτάσω στα δέκα μου χρόνια, είχα αποκτήσει μία ολόκληρη πινακοθήκη από στερεότυπα και ρατσιστικές προκαταλήψεις.

Περιέργως, από όλες αυτές, οι
«γελοίοι» Ιταλοί άντεξαν περισσότερο. (Αλήθεια, οι Αλβανοί πού βρίσκονταν, τι έκαναν στον πόλεμο της Αλβανίας; Κανείς δεν τους αναφέρει, ποτέ).

Τώρα, τόσες δεκαετίες μετά, καταλαβαίνω πόσο με είχαν διαποτίσει όλα αυτά τα κλισέ. Και συναισθάνομαι τι αγώνα έκανα και πόσα χρόνια μου πήρε για να απαλλαγώ (και ίσως όχι ολότελα) από αυτά.

Αφιερωμένο στην Βουλγάρα μαθήτρια που - όπως λένε - υποχρέωσε τους συμμαθητές της να την βιάσουν.