Κυριακή, Σεπτεμβρίου 26, 2021

Γαλήνη- ησυχία – σιγή

Χθες το βράδυ οδήγησα ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο. 100% τα 100% ηλεκτρικό, όχι σαν τα «μπάσταρδα» τα υβριδικά, που συνδυάζουν τον ηλεκτρικό κινητήρα με έναν δεύτερο, κλασικό, εσωτερικής καύσεως. Αυτά είναι μία μεταβατική κατάσταση, μέχρι να εξαπλωθεί παντού το δίκτυο ηλεκτρικής τροφοδοσίας. Σε μερικά χρόνια θα εξαφανιστούν.

Ηλεκτρικό αυτοκίνητο θα πει καταρχήν αντιρρυπαντικό. Από την εξάτμισή του δεν εκπέμπονται ρύποι. Αλλά επιπλέον και αθόρυβο. Τόσο που δεν το ακούνε ούτε οι πεζοί και χρειάστηκε να προστεθεί κάτω από το καπό μία πηγή θορύβου διακριτική αλλά σαφής για να προειδοποιεί τον πεζό. Μέσα πάντως δεν ακούγεται τίποτα.

Σημαντικό αυτό γιατί – εκτός από την ατμοσφαιρική ρύπανση – κάθε αυτοκίνητο ρυπαίνει και ηχητικά: με το θόρυβο του κινητήρα του, την τριβή των ελαστικών στην άσφαλτο, ας αφήσουμε και το, προσφιλές στους συμπατριώτες μας, κλάξον.

Ιδιαίτερα τα λεωφορεία και φορτηγά (είμαστε το νεκροταφείο παλιών φορτηγών όλης της Ευρώπης) κάνουν τους δρόμους μας, μία ηχητική κόλαση με τα μουγκρητά τους.

Αλλά πάμε πίσω στο αυτοκίνητο που οδήγησα. Τόσο αθόρυβο που δεν ήξερες αν λειτουργεί ο κινητήρας ή έχει σβήσει. Ούτε οι τροχοί ακούγονταν στην άσφαλτο, ούτε κανένας άλλος θόρυβος τάραζε την γαλήνη της νύχτας. (Ναι η δοκιμή έγινε νύχτα για να υπάρχει λιγότερη κίνηση).

Έτσι θα είναι σε πέντε – άντε δέκα – χρόνια όλα τα αυτοκίνητα. Αθόρυβα, άοσμα και πλήρως αυτόματα. Από τις λιμουζίνες μέχρι τα γιγάντια φορτηγά.

Δίνω μεγάλη σημασία στον θόρυβο. Είναι κάτι που με καταδιώκει και με καθιστά ανίκανο για εργασία ή ακόμα και απλή ανάγνωση.

Μια διαδρομή που διασχίζει την Αθήνα σε ώρα μεγάλης κίνησης, σε φθείρει και σε τσακίζει – και μόνον από τον θόρυβο.

Όσο για την υπόλοιπη Ελλάδα… Από χρόνια έχω πάψει να πηγαίνω διακοπές σε τόπους που διαθέτουν  ευθείες όπου τα ένδοξα, ελληνικής παραλλαγής μηχανάκια, με τις τρύπιες ή κομμένες εξατμίσεις, μπορούν να αμολήσουν τον δαιμονικό τους θόρυβο. Προτιμούσα να πηγαίνω σε μέρη όπου κυριαρχούν οι σκάλες.

Μέχρι που η ηλικία (δυστυχώς αρχίζει να φαίνεται από τα γόνατα) μου απαγόρεψε και τις σκάλες.

Λυπάμαι που μάλλον δεν θα ζήσω αρκετά για να απολαύσω τον πλήρη θρίαμβο των αθόρυβων οχημάτων – αλλά τουλάχιστον εχθές πήρα μία πρώτη γεύση.

Βέβαια, αυτό το τεχνολογικό θαύμα, κάνει ήδη και άλλα πράγματα που ανήκουν στην επιστημονική φαντασία. Κάθεσαι στο πίσω κάθισμα, διαβάζεις άνετα την εφημερίδα σου και το όχημα ξεκινάει. Έχεις δώσει στον αυτόματο πιλότο μία καρτέλα που βγήκε από το κινητό σου τηλέφωνο και λέει που πρέπει να σε πάει. Η τεχνολογία αυτή έχει ήδη ξεπεράσει το πειραματικό στάδιο και εφαρμόζεται σε πολιτείες των ΗΠΑ. Εδώ δεν υπάρχουν ακόμα οι υποδομές – κι έτσι δεν μπόρεσα να ζήσω την παραμυθένια αυτή εφαρμογή.

Ναι αγαπητοί αναγνώστες, εχθές δοκίμασα μία γεύση μέλλοντος. Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν πραγματικά ξεπεράσει τον εαυτό τους, ενώ εμείς διαπληκτιζόμαστε για ασήμαντα πράγματα.

Άραγε θα υπάρξει η φρόνηση που θα κάνει τους ανθρώπους να συνεργαστούν και να επιλύσουν τα μεγάλα (αλλά και τα μικρά) προβλήματα της ύπαρξής τους;

Η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν υπερδιπλασιάσει τον χρόνο της ζωής μας. Το 1890 ο μέσος όρος ζωής ήταν 35 χρόνια – τώρα πάμε για τριπλάσια.

Και τι τον κάνουμε αυτόν τον χρόνο; Διενέξεις, τσακωμοί και συγκρούσεις. Να τώρα όλη αυτή η ηλιθιότητα με τα εμβόλια…

Αντί οι άνθρωποι να συνεχίσουν την ζωή τους σε ένα κόσμο, χωρίς ρύπους, χωρίς θορύβους, με ήπιο κλίμα, ομόνοια και αλλήλο-υποστήριξη. Χωρίς τις διαιρέσεις σε έθνη, φυλές, χρώματα, φύλα, γλώσσες, θρησκείες… Όπως το είχε τραγουδήσει ο Τζών Λέννον σε εκείνο το υπέροχο «Φαντάσου» (Imagine) πριν από πενήντα χρόνια.

Το αυτοκίνητο που οδήγησα, μου έδειξε τον δρόμο… 

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 19, 2021

Θυμάμαι το «Ποτάμι»

Καθώς έστελνα ευχές στον Σταύρο για την γιορτή του, θυμήθηκα με νοσταλγία το «Ποτάμι».

Τι ωραίοι καιροί! Γύρω σε ένα τραπέζι δέκα άνθρωποι, ξύπνιοι, ζωντανοί, νέοι οι περισσότεροι, σχεδίαζαν ένα μέλλον για τον τόπο.

Κανείς από πολιτικό «τζάκι». Κανείς με κολλήματα και προκαταλήψεις.

Μετά τις πρώτες εκλογές θυμήθηκα κάτι «ανοιχτές επιστολές» που είχα απευθύνει στον ανερχόμενο τότε Τσίπρα. Τον καλούσα να αξιοποιήσει τα νιάτα του και γοητεία που εξέπεμπε στους νέους και να μην πάρει τον δρόμο του λαϊκισμού (φαίνονταν οι πειρασμοί του) αλλά του ορθού λόγου.

Έγιναν οι εκλογές και ο Τσίπρας ανάμεσα στο Ποτάμι και τον Καμμένο διάλεξε τον Καμμένο. Ό,τι χειρότερο: Λαϊκίστικο, εθνικιστικό, παλαιοκομματικό.

Από εκεί και πέρα άρχισε η παρακμή του Ποταμιού. Σίγουρα έγιναν και λάθη – ένα από αυτά με ανάγκασε να παραιτηθώ. (Γι όσους δεν θυμούνται: είχα γράψει, ανάμεσα σε άλλα, τρεις αράδες στο Πρόταγκον, για την γνωστή απάτη του «Αγίου Φωτός». Και ο Σταύρος, στην τηλεόραση του Μέγκα, με πούλησε. Να σκεφθεί κανείς ότι πρώτο θέμα στο πρόγραμμα του «Ποταμιού» ήταν ο χωρισμός κράτους και εκκλησίας… Ο άπειρος Σταύρος απάντησε ότι «πρέπει να σεβόμαστε τα πιστεύω του λαού»).

Αλλά αυτό ήταν πλημμέλημα. Κανένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Ποταμιού» δεν είχε πολιτική πείρα. Και από την στιγμή που έμεινε το κόμμα μόνο και ανυπεράσπιστο, έγινε  λεία των μεγάλων που εποφθαλμιούσαν τα στελέχη του.

Στις 8 Σεπτεμβρίου γράφει ο σοφός Απόστολος Δοξιάδης  πάλι στο Πρόταγκον: «Γιατί δεν μιλάνε οι διανοούμενοι». Από την αρχή του άρθρου:

…οι «διανοούμενοι», οι ενίοτε και «πνευματικοί άνθρωποι» χαρακτηριζόμενοι, άρχισαν κάποια στιγμή να μιλάνε δημόσια, αν όχι όλοι, πάντως πολλοί. Κάπου εκεί, κατά την αρχή της οικονομικής κρίσης, αρχές της δεκαετίας του 2010, πολλοί συγγραφείς, δημιουργοί άλλων τεχνών, στοχαστές, επιστήμονες, πανεπιστημιακοί κάθε είδους, που ως τότε ασχολούνταν αποκλειστικά με το έργο τους, άρχισαν να παρεμβαίνουν στον δημόσιο λόγο, μιλώντας για προβλήματα του τόπου που επί κάποιες δεκαετίες τα είχαμε όλοι θάψει— όχι μόνο οι διανοούμενοι— βαθιά στη συνείδησή μας. Τα έβγαλε στη φόρα, πιεστικά και δυσάρεστα, η κρίση.

Ναι, μερικοί διανοούμενοι άρχισαν να μιλάνε και να γράφουν. Αλλά τους σάρωσε η ίδια η αντιμετώπιση της κρίσης: θυμηθείτε: Βαρουφάκης (ο σουρεαλισμός στην οικονομία), δημοψήφισμα,  κωλοτούμπα, επιμνημόνιον. Τι να γράψεις και τι να πεις;

Τουλάχιστον τώρα έχουμε μία κυβέρνηση φαινομενικά ορθολογική. Της ήρθαν πολύ ανάποδα τα πράγματα (σκέπτεστε τον Τσίπρα να αντιμετωπίζει πανδημία και πυρκαγιές;). Πολλά με ενοχλούν σε αυτή (π.χ. η Αγία Τριάς των ακροδεξιών: Γεωργιάδης,  Βορίδης, Πλεύρης). Και, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, δεν κατάλαβα κι εγώ την έξωση του Μιχάλη Χρυσοχοΐδη.

Αχ! για ένα υγιές, κεντρώο κόμμα, με νέους ανθρώπους και ζωντανές ιδέες. Φρέσκα, νέα μυαλά, όχι απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ. Έτοιμους να αντιμετωπίσουν την οικολογική θύελλα με την νέα τεχνολογική επανάσταση.

Έστω. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι δύο-τρεις Πιερρακάκηδες να μας στρώσουν την γραφειοκρατία, και μερικούς σοβαρούς οικονομολόγους για τα οικονομικά. Ευτυχώς ο πρωθυπουργός φαίνεται να γνωρίζει οικονομικά. Όσο για τον διάλογο που ζητάει ο Δοξιάδης, με την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε δεν υπάρχει αντικείμενο. Η Αντιπολίτευση δεν διαλέγεται – απλώς βρίζει. Έναν σπουδαγμένο οικονομολόγο έχει ο Σύριζα – αλλά έχετε ακούσει τους τελευταίους μήνες κάποια ουσιαστική πρόταση από τον κύριο Τσακαλώτο;

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2021

Σπίτια στα όνειρά μου

Σήμερα τη νύχτα ήρθαν στον ύπνο μου και με επισκέφτηκαν τα παλιά μου σπίτια.

Ναι, ονειρεύτηκα σπίτια που νόμιζα πως είχα ξεχάσει την μορφή τους. Κάπου κρυμμένα στο νου μου εμφανίστηκαν να μου θυμίσουν την παρουσία τους.

Παρόλο που τα τελευταία 42 χρόνια ζω στο ίδιο σπίτι, πριν από αυτό είχα αλλάξει πολλά. Όταν ξύπνησα, προσπάθησα να τα μετρήσω. Θυμήθηκα δέκα – χωρίς να προσθέσω τα φοιτητικά δωμάτια της Γερμανίας.

Γεννήθηκα κάτω από την Ακρόπολη – στην οδό Μητσαίων. Πέρασα τα παιδικά μου χρόνια στην Οδό Μιχαήλ Βόδα. Τα εφηβικά μοιραστήκαν ανάμεσα στην οδό Σύρου, στην Κυψέλη και ένα σπίτι στο Νέο Ψυχικό στην οδό Παρίτση.

Αργότερα έμεινα στην οδούς Επτανήσου, Υψηλάντου, Σπύρου Μερκούρη, Στρατιωτικού Συνδέσμου – και μετά Γαλήνης, στην Εκάλη.

Μία παρένθεση-παράκληση προς τον Δήμαρχο μας (και όλους τους δημάρχους). Όταν βαφτίζετε ένα δρόμο (προφανώς για να τιμήσετε κάποιον) γιατί δεν βάζετε (όπως κάνουν σε άλλες χώρες) μία επεξήγηση στην πινακίδα. Ακόμα δεν ξέρω ποιος ήταν ο «Μιχαήλ Βόδας» που σαν παιδί τον θεωρούσα ένα είδος …βόδι. Στο εξωτερικό διαβάζεις: Ντεμπυσί και από κάτω, με μικρότερα γράμματα «μουσικοσυνθέτης», ή Βερμέερ: «ζωγράφος».

Συγγνώμη: τώρα, μετά από 80+ χρόνια, κοίταξα την εγκυκλοπαίδεια και είδα πως ο Μιχαήλ Βόδας δεν ονομαζόταν Βόδας (ήταν τίτλος) αλλά Σούτσος (της γνωστής οικογένειας) μέγας δραγουμάνος στην Μολδοβλαχία, προσπάθησε να στηρίξει τον Υψηλάντη αλλά τελικά κατέφυγε στην Ελβετία όπου συνεργάστηκε με τον – έτσι κι αλλιώς – φιλέλληνα Εϋνάρδο. Πολύς του πάει αυτός ο μεγάλος δρόμος με τις ωραίες πυκνές δενδροστοιχίες του…

(Όπως έλεγε ο Σεφέρης, όταν πεθάνεις ως επιφανής, ή θα γίνεις άγαλμα, ή δρόμος… Του συνέβησαν και τα δύο).

Έγραφα για τα σπίτια μου που εμφανίστηκαν στα όνειρά μου. Ιδιαίτερα εκείνο στην Εκάλη. Το είχε χτίσει ο διευθυντής του Ευαγγελισμού Πράτσικας και του είχε δώσει την διαρρύθμιση νοσοκομείου: ένας μακρύς διάδρομος με πόρτες δεξιά και αριστερά. Πέθανε ξαφνικά, εγκαταλείποντας και την γάτα του, (Πίπσι) που τελικά περιμάζεψα εγώ, μετά από μεγάλη προσπάθεια και υπομονή. Ύστερα από τον ξαφνικό θάνατο του ανθρώπου της, δεν εμπιστευόταν κανένα.

Το σπίτι, μου το νοίκιασαν οι δύο κόρες του γιατρού και κληρονόμοι του. Η μία ήταν σύζυγος του Παύλου Ζάννα. Θυμάμαι με τι υπερηφάνεια μου απάντησε (όταν τη ρώτησα για τον Παύλο): «Στην φυλακή!».  Ήταν νομίζω ο δεύτερος χρόνος της δικτατορίας.

Η Εκάλη τότε ήταν ερημιά. Το κοντινότερο σπίτι στο δικό μας απείχε πάνω από ένα χιλιόμετρο. Ήταν ψηλά στο βουνό, κάτω από το κτήμα Γουλανδρή και το σπίτι-μουσείο του ζωγράφου Γιάννη Σπυρόπουλου. Αλεπούδες κατέβαιναν από το δάσος και έτρωγαν το φαγητό των γάτων μας.

Αργότερα έπιασε η φωτιά που άνοιξε τον δρόμο των οικοπεδοφάγων – κι έτσι τώρα το βουνό της Εκάλης στεφανώνεται από πυκνό δάσος πολυκατοικιών. Η φωτιά σταμάτησε έξω από τον κήπο μου.

(Φέτος δεν ήμουν τόσο τυχερός. Μπήκε στο εξοχικό μου και έκαψε όλο τον κήπο, το περίπτερο του μπάρμπεκιου και το γκαράζ).

Όμως το σπίτι της Εκάλης (τώρα έχει εντελώς αλλάξει μορφή) που ήρθε στον ύπνο μου ήταν εκείνο το παλιό. Ακόμα και οι γάτες ήταν οι ίδιες. Μία χρονομηχανή με πήγε 45 χρόνια πίσω, τον καιρό που στην βεράντα της Εκάλης έγραφα την «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας» και περίμενα να πέσει η Χούντα για να την εκδώσω.

Όλα τα σπίτια που ονειρεύτηκα υπάρχουν ακόμα. Το δίπατο της Μιχαήλ Βόδα για χρόνια ήταν «Σχολή τυφλών». Ευτυχώς που οι τυφλοί δεν το έβλεπαν, γιατί ήταν το πιο άσκημο σπίτι που έχω δει. Καλυπτόταν από ένα καφέ-μαύρο αρτιφισιέλ (ήταν της μόδας παλιά) και ήταν απαίσιο. Την τελευταία φορά όμως που το είδα είχε φύγει η επιγραφή «Σχολή Τυφλών» και είχε αλλάξει χρώμα. Πάλι αρτιφισιέλ, αλλά ανοιχτό γκρίζο.

Όμως στον πόλεμο το υπόγειό του διέπρεψε ως το αντιαεροπορικό καταφύγιο της γειτονιάς, επειδή, ανάμεσα στα νεοκλασικά, ήταν το μόνο χτισμένο με μπετόν αρμέ.

Ξύπνησα ζαλισμένος…

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 05, 2021

Μερικές μικρές μου στιγμές από την τεράστια ζωή του τεράστιου Μίκη

1960. Επιστρέφω από τις σπουδές μου στη Γερμανία. Μετά έξη χρόνια έχω αποξενωθεί. Όμως τυχαίνει την δεύτερη (;) μέρα να βάλω το ραδιόφωνο και να ακούσω τον «Επιτάφιο» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Δεν γνωρίζω κανένα: ούτε τον Ρίτσο, ούτε τον Θεοδωράκη, ούτε τον Μπιθικώτση. Αλλά το έργο με συγκλονίζει. Είναι η πρώτη μου επαφή με αυτούς τους τρεις – και θα είναι καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή μου.

Αργότερα θα θυμηθώ ότι πριν φύγω για την Γερμανία είχα ακούσει ένα συμφωνικό ποίημα με τίτλο «Το Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» στην Κυριακάτικη Συναυλία της Κρατικής με μαέστρο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Δεν θυμάμαι τον συνθέτη. Μπορεί να ήταν ο Θεοδωράκης. Δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα – μου θύμισε την «Εθνική Σχολή» (Καλομοίρης, κλπ. που δεν με συγκινούσε). Αν ναι, ήταν πρωτόλειο.

1961. Γνωρίζομαι με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και μέσω αυτού μαθαίνω νέα για τον Μίκη. Ο Χριστοδούλου (θεόρατος κι αυτός) έχει γράψει στίχους για πολύ δημοφιλή τραγούδια του Μίκη.

Την ίδια χρονιά αγοράζω και διαβάζω το «’Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Ελυτομανής από την εφηβεία μου, ερωτεύομαι το ποίημα και το μαθαίνω απέξω.

Όμως αυτό μου δημιούργησε ένα ως τώρα άλυτο πρόβλημα. Όταν άκουσα την μελοποίηση του Μίκη πέρασα μερικές άσκημες μέρες. Γιατί ξαφνικά η μουσική του άλλαξε την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όπως το είχα απομνημονεύσει. Άλλαξε όλο το ποίημα. Και ξαφνικά υπήρχαν στη μνήμη μου δύο «Άξιον Εστί»: το μελοποιημένο και το ποιητικό. Αγαπούσα και τα δύο – διαφορετικά.

Περιττό να πω ότι τελικά η μουσική νίκησε. Τώρα πια δεν μπορώ να διαβάσω το «Άξιον Εστί». Ενώ διαβάζω, υποτονθορίζω τη μελωδία.

Αυτό με οδήγησε να γράψω ένα δοκίμιο με τίτλο: «Η μουσική σκοτώνει την ποίηση;» Που ξεκινάει από την αρχαία λυρική ποίηση (πάντα τραγουδισμένη, μην το ξεχνάμε) και καταλήγει στον Θεοδωράκη. Γιατί εκτός από το Άξιον Εστί, ο μέγας αυτός μελοποιός έχει αλλάξει για μένα πολλά ποιήματα που αγαπώ π.χ. του Σεφέρη (από τα «Επιφάνεια 1937» ως την «Άρνηση») και του Αναγνωστάκη. Τραγουδώντας Θεοδωράκη (την Άρνηση) κηδέψαμε τον Σεφέρη.

1979: Συντονίζω μία εκπομπή της ΕΡΤ. Ονομάζεται «Μία ταινία μία συζήτηση» και είναι βασισμένη σε αντίστοιχη γαλλική παραγωγή. Προηγείται η προβολή μιας κινηματογραφικής ταινίας και έπεται μία ζωντανή συζήτηση επάνω στο βασικό θέμα της ταινίας. Παραγωγός η κα. Παναγιωταρέα.

Προτείνω μία μουσική ταινία και μέσα στους συζητητές βάζω και τον Μίκη Θεοδωράκη. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, διότι ενώ ο Μίκης βρίσκεται στην Αθήνα από καιρό, δεν έχει ποτέ εμφανιστεί στην Ελληνική τηλεόραση.

Για μεγάλη μου έκπληξη η πρότασή μου γίνεται δεκτή. Έρχεται η βραδιά, εμφανίζονται οι καλεσμένοι (θυμάμαι μόνο τον Τάσο Φαληρέα) και ο Μίκης. Η ταινία τελειώνει, ανάβουν οι προβολείς του στούντιο, παίρνουμε τις θέσεις μας, περιμένουμε μερικά λεπτά… και οι προβολείς σβήνουν. Μαθαίνω ότι στη θέση της δικής μας συζήτησης μεταδίδεται μία μαγνητοφωνημένη εκπομπή διαλόγου, ανάμεσα σε καθηγητές πανεπιστημίου για κάποιο ακαδημαϊκό θέμα.

Έξαλλος αναζητώ την παραγωγό, η οποία μου λέει ότι «έπεσε τηλεφώνημα» από το υπουργείο προεδρίας να γίνει η αλλαγή. Υπουργός προεδρίας τότε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (ο επιλεγόμενος και «Νανάς») ο οποίος έμεινε στην ιστορία από την προσφώνηση που του είχε κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις: «Νανά, είσαι βλαξ!».

«Για μένα έγινε αυτό» μου είπε στο αυτί ο Μίκης. «Μα ας μου το λέγανε από την αρχή πως είσαι «κομμένος» απάντησα. «Εδώ είχε γίνει τόσος θόρυβος, το είχαν γράψει με μεγάλους τίτλους όλες οι εφημερίδες, και βάζουν τέτοια τρικλοποδιά στον εαυτό τους;»

Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του Μίκη. Με χτύπησε στον ώμο και μου ψιθύρισε: «Μην νιώθεις ενοχές. Εγώ το περίμενα».

Την άλλη μέρα έστειλα ένα γράμμα σε όλες τις εφημερίδες, ζητώντας συγγνώμη («εκ μέρους της …ΕΡΤ») και αναγγέλλοντας την παραίτησή μου από την εκπομπή.

Καλό κατευόδιο, μεγάλε Μίκη!