Κυριακή, Δεκεμβρίου 29, 2019

1. 1. Μικρούτσικος (έκτακτο) + 2 Το μέλλον αόρατον…(ΒΗΜΑ)

+ ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ (Έκτακτη Μαύρη Επικαιρότης).

Με τον Θάνο είχαμε συναντηθεί αρκετές φορές. Κάποτε ήταν να γραψει μουσική για ένα λιμπρέτο μου - μελοποίησε μόνο ένα τραγούδι, αλλά είχε αρκετές επείγουσες παραγγελίες και δεν προχώρησε. Μου το έδωσε σε μία κασέτα - πρέπει να την βρω, να το ξανακούσω.

Θυμάμαι μία συνομιλία μας. Ο Θάνος είχε γραψει μουσική για μία όπερα σε λιμπρέτο του Χρήστου Λαμπράκη, που ανεβηκε στο Μέγαρο.  Δεν με ενθουσίασε. Συζητώντας στα παρασκήνια του είπα:

"Τι τα θέλεις. Είτε σ' αρέσει είτε όχι, θα μείνεις στην αιωνιότητα με τον "Σταυρό του Νότου". "Κι εσύ," μου απάντησε, "με την "Δυστυχία του να είσαι Έλληνας". Γελάσαμε και οι δύο.

Ο Νίκος Καββαδίας, ο "Κόλιας"  όπως τον φωνάζαμε (ή "Μαραμπού") ήταν ένας καλός ελάσσων ποιητής. Με τον εξωτισμό του, τον ερωτισμό του, έξοχος στις ανθολογίες. Τον συνάντησε ο Θάνος κσι ανέβηκαν και οι δύο αγκαλιασμένοι στην αθανασία. Ποιος θα του τόλεγε...


Το blog στο BHMA:


Το μέλλον αόρατον…

Δύο είναι τα θέματα που κυριαρχούν σήμερα στη ζωή μας: ένα τοπικό και ένα παγκόσμιο. Το τοπικό είναι οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Το παγκόσμιο: το κλίμα του πλανήτη. Φυσικά, υπάρχουν και πολλά άλλα, τα οποία όμως συχνά συμπλέκονται και εξαρτώνται από τα δύο μεγάλα, όπως, π. χ., το προσφυγικό.

Για το κλίμα τι να πω; Δεν έχω να προτείνω κάτι. Όλα έχουν μελετηθεί και μετρηθεί. Έχουμε την τεχνολογία να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της τεχνολογίας. (Πάσσαλος – Πασσάλω…) Χρειάζεται το πιο δύσκολο: η εφαρμογή. Και, φυσικά, πριν από αυτή, η αναγνώριση. Πρέπει να πεισθούν οι κάτοικοι της γης να συντρέξουν. Αλλά όταν οι ηγέτες των μεγαλύτερων δυνάμεων (όπως ο αλλοπρόσαλλος Τραμπ) δεν αναγνωρίζουν καν το πρόβλημα – όλες οι Γκρέτες του κόσμου είναι αδύναμες…

Σε λίγες περιπτώσεις ταιριάζει τόσο πολύ το ρητό του Ισοκράτη: «Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον», όσο στην δική μας σχέση με την Τουρκία. Ότι οι τύχες μας είναι μπλεγμένες από την γεωγραφική  μας θέση δεν χρειάζεται ανάλυση. Κάποιος κακός δαίμονας μας έχει δέσει κόμπο με τους κάποτε δυνάστες μας.

Ποια είναι η λύση για το Ελληνοτουρκικό; Μπορώ να πω μόνο ποια ΔΕΝ είναι: ο πόλεμος. Μία σύρραξη μεταξύ μας θα ήταν καταστροφική και για τους δύο. Ίσως περισσότερο για τον ένα από τον άλλο – αλλά και ο κερδισμένος θα έχανε πολλά. Είναι σκέτη τρέλα, στον 21ο πρώτο αιώνα, ακόμα και να σκεπτόμαστε τέτοιες πρωτόγονες λύσεις.

Φυσικά, λύση δεν αποτελεί μία συνεχής και αιώνια ισορροπία του τρόμου. Να στεκόμαστε διαρκώς άγρυπνοι, με τα όπλα γεμάτα και να ξοδεύουμε πολύτιμα χρήματα σε εξοπλισμούς και ανόητες αερομαχίες.

Η λύση είναι προφανής – αλλά εδώ μπαίνουν στη μέση, εθνικισμοί, προαιώνια πάθη και υστερίες. Όμως υπάρχουν νόμοι, διεθνή δικαστήρια και οργανισμοί που μπορούν να βοηθήσουν. Η λύση που είχε συζητηθεί στο Ελσίνκι (και μετά …ξεχάστηκε) η λύση που είχε προτείνει παλιά ο πιο λογικός Έλληνας πολιτικός, ο Στέφανος Μάνος: Η διαπραγμάτευση.

Σίγουρα, αν πάμε στα δικαστήρια μπορεί και να χάσουμε κάτι. Αλλά αυτό είναι μάλλον καλύτερο από το να χάσουμε πολλά. Π. χ. δεν είναι δυνατόν να επιμένουμε επί δεκαετίες σε μία αυθαίρετη ρύθμιση (που αποτελεί δική μας ευρεσιτεχνία) ότι είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που έχει δέκα μίλια εναέριο χώρο, ενώ παραμένει στα έξη μίλια θαλάσσιο. Κανείς δεν έχει αποδεχθεί αυτόν τον παραλογισμό, ούτε το ΝΑΤΟ, ούτε η ΙΑΤΑ (Διεθνής Ένωση Αερομεταφορών).

Πόσο καιρό θα αντέξουμε σε μία στείρα άρνηση και απομόνωση; Ας ξεκινήσουμε λοιπόν μία διαπραγμάτευση με ορθολογισμό και καλή θέληση. Ξέρω, όταν προτείνεις κάτι τέτοιο είναι εύκολο να σε πούνε προδότη και εθνικό μειοδότη. Αλλά με έχουν ήδη αποκαλέσει με τέτοιους και χειρότερους χαρακτηρισμούς – κι ο βρεμένος δεν φοβάται την βροχή.

Ο σοφός μελετητής Γιάννης Βούλγαρης έγραψε και κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που συζητήθηκε και συζητιέται πολύ, με τίτλο: «Η Ελλάδα, χώρα παραδόξως νεωτερική». Κάνει μία ηρωική προσπάθεια να μας πείσει ότι το ποτήρι, που οι περισσότεροι βλέπουμε μισοάδειο, είναι στην πραγματικότητα μισογεμάτο.

Διαβάζοντας στις περασμένες «Νέες εποχές» το άρθρο του Κώστα Σημίτη «Υστέρηση, ο βασικός αντίπαλος της χώρας» βρέθηκα σε δύσκολη θέση. Πέρα του ότι υπήρξε ο καλύτερος πρωθυπουργός μας μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή (γνώμη μου), ο Σημίτης συνήθως δεν σφάλει στις εκτιμήσεις του. Μάταια προειδοποίησε έγκαιρα για την Κρίση. Από το άρθρο του έμαθα ότι πολύτιμοι θεσμοί (π.χ.: ΑΣΕΠ) έχουν καταρρεύσει και ότι σε πολλούς τομείς, η χώρα κινείται σταθερά προς τα πίσω.

Αλλά ο Βούλγαρης επιμένει. Έχει μελετήσει ό,τι σημαντικό γράφτηκε για τη χώρα μας και με μαεστρία αναποδογυρίζει επιχειρήματα. Ωστόσο εγώ θυμήθηκα μία Αγγλική ρήση: «The proof of the pudding is in the eating». (Η απόδειξη της πουτίγκας είναι στο φάγωμα). Όποιος έχει ζήσει και εργαστεί (όχι ως τουρίστας) μερικούς μήνες σε μία χώρα πραγματικά νεωτερική – π.χ. της κεντρικής η βόρειας Ευρώπης –  θα ήξερε την απάντηση. 

Μόνο συμμετέχοντας ένα ικανό διάστημα σε ένα πραγματικά νεωτερικό περιβάλλον, θα καταλάβει κάποιος, τι άβυσσος μας χωρίζει από αυτό. Όλα τα σοφά επιχειρήματα θα εξατμιστούν μπροστά σε μία αυθεντική νεωτερική πραγματικότητα και καθημερινότητα. Που μας λείπει τραγικά.

Ας είναι: εγώ πάντως είμαι έτοιμος να δώσω εύσημα στον Γιάννη Βούλγαρη, αν η Ελλάδα χειριστεί ορθολογικά τη σχέση της με την Τουρκία…





Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2019

Έξη Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες


Πρώτη φορά το κείμενο αυτό μεταδόθηκε ραδιοφωνικά τα Χριστούγεννα του 1987 από τον 9.84. Μετά, το 2006, δημοσιεύτηκε σε αυτό το blog.  Τώρα, με μία ιστορία λιγότερη (λόγω χώρου) δημοσιεύεται για πρώτη φορά σε έντυπο: στο σημερινό Χριστουγεννιάτικο Βήμα.
                                      

Υπάρχουν  πολλών  ειδών  Χριστούγεννα.  Των  πιστών  και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.

Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα.  Τα  βόρεια  -  με πάγο και χιόνι - και τα νότια - με φοινικιές και αστέρια.

Υπάρχει  ξεχωριστό  ύφος  Χριστουγέννων.  Του  Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.

Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο,  έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!

Για  μένα,  πάντως,  από  τότε που έπαψα να είμαι παιδί,  τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω.



Ιστορία πρώτη

Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.

Είμαι  εννέα χρόνων,  δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα,  δεν έχω δει ποτέ έλατο,  μήτε στολίδια.  Έχουμε πολύ  πεινάσει  στην Κατοχή,  έχουμε  πουλήσει  παλιά  προγονικά κειμήλια γενεών,
έχουμε  ανταλλάξει  το  πιάνο  της  μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι.  Μα  αυτές  εδώ  οι  γιορτές  του  '44  είναι  οι  πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις
βομβών,  κροτάλισμα  μυδραλιοβόλων,  το  γλουγλούκισμα  των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
      
Εμείς τα  παιδιά  έχουμε  χάσει  και  την  αλήτικη  κατοχική ελευθερία μας. Μας έχουν μαντρώσει στο σπίτι «μη  σας  πάρει καμία  αδέσποτη».  Κι  αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα.  Λίγες ημέρες πριν, η ξαδερφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.

Κλεισμένοι  μέσα,  χωρίς  φως  -  είχαμε  συνεχείς  διακοπές ρεύματος  -  καίγαμε μαγκάλι για ζέστη.  Ο πατέρας βρισκόταν στην «Σκομπία» - έτσι λέγαμε τότε το  κέντρο  της  Αθήνας  που
ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας  την  πολιτοφυλακή  του  ΕΛΑΣ.  Η  μητέρα  φοβόταν  τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες
και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.

Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών  -  πήγε για  μία  έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει.  Μας έλειπε. Παραμονή Χριστουγέννων,   δεν  υπήρχε  ούτε  φως,  ούτε  ζέστη,  ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.

Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του  πετρελαίου  (ακόμα νιώθω  την  μυρωδιά  της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι
- και τι να δω!  Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού  Σταυρού  στην πόρτα  μας  -  κι  ένας  εξάδελφος μου,  μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.

Κατρακυλάω τα σκαλιά.  Τα νοσοκομειακά  ήταν  τότε  τα  μόνα οχήματα  που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες.  Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα.  Ήταν καλά και  μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.

Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα.  Όχι πολύ - είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε,  έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του  κροκού  μέσα  στο ασπράδι.

Έτσι λοιπόν έγινε που,  αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.


Ιστορία δεύτερη

Δεκέμβριος 1951. Ο αρχάγγελος

Στο σχολείο,  γιορτή για τα  Χριστούγεννα.  Μικρή  τελετή.  Θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες...» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα  παίξει  ένα  μουσικό κομμάτι.  Πρώτη  φορά  ακούω  αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που σχεδόν ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο.

Ρωτάω τον καθηγητή  που  οργανώνει  την  γιορτή,  τον  μεγάλο μουσικολόγο  (εμείς  τον  παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω  Δούνια.   Είναι,   μου  απαντάει,   το  Κοντσέρτο  των
Χριστουγέννων  του  Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα fatto per la notte di Natale) Από τότε, κάθε φορά μου ακούω αυτή την μελωδία,  θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με  έμαθε να  αγαπώ και να καταλαβαίνω την μουσική.  Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo.  Αρχάγγελος  που ήρθε στη γη.


Ιστορία Τρίτη                                   

1963 - Οι Πατέρες.

Μία  παρέα  φίλοι,  σκεπτόμαστε  να  κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι.  Κάποιος  μας μιλάει για την Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό,  πάνω από την Δαύλεια.  Ωραία ιδέα  λέμε  και
ξεκινάμε  προπαραμονή.  Ο ένας διαθέτει Ι. Χ. στριμωχνόμαστε και δρόμο.
         
Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά.  Ο ήλιος κόντευε να δύσει  όταν  φτάσαμε  στην  Δαύλεια  -  και  όταν σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως την μονή  είχε  πέσει
το  σούρουπο.   Μεγάλη  ταλαιπωρία  η  λάσπη,   πέντε  φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να  σπρώξουμε  το  αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.

Όταν   όμως   είδαμε   την  μονή  με  τα  καντήλια  της  να τρεμοσβύνουν στο σύθαμπο,  αναγαλλιάσαμε.  Ζέστη,  φαγητό και κατάνυξη - να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας.

Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν   θεόκλειστη.   Κορνάρουμε.   Μόνον   η  ηχώ  απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα.  Καμία απόκριση.
Φωνάζουμε.  Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στην μεταλλική πόρτα.  Αντιβουίζει το βουνό,  αλλά αντίδραση καμία.

Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. 'Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό
παγωμένο  χιόνι,   πώς  θα  βγάλουμε  την  νύχτα; Άγρυπνοι φυσικά μέσα στο αυτοκίνητο, κι  ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι.  .

Χαράματα,  στις έξη ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα.  Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε – τόση  φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μην μας ακούσατε;

"Κάτι ακούσαμε", λεει ατάραχος ο καλόγερος, "αλλά δεν ξέραμε τι  ήτανε.  Κι  εσείς ευλογημένοι,  δεν φωνάζατε:  'Πατέρες! Πατέρες!' να καταλάβουμε πως ήσασταν  καλοί  Χριστιανοί,  να
σας ανοίξουμε;"

Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας  τον  άλλον  η  προσφώνηση  είναι  δεδομένη:  "Πατέρες! Πατέρες!"


Ιστορία Τέταρτη
1972 - Το δώρο της Πίπση.

Πρέπει τώρα να σας πω  την  ιστορία  μιας  γάτας.  Δεν  ήταν όμορφη,  ούτε χαδιάρα.  Ήταν ίσως η πιο άσκημη  και  άκομψη γάτα   που   έχω   γνωρίσει.   Μονοκόμματη  και  τραχιά  σαν
μπουλντόγκ.  Δεν ήταν καν δική  μου.  Όμως  μου  έκανε  ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.

Ζούσα  τότε σε προάστιο της Αθήνας.  Το σπίτι,  μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα.  Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!)

Το  παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο.  Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο.

Για αρκετούς μήνες,  αφού μετακόμισα,  έβλεπα μία  γριά  και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές.  Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν.  Βρισκόταν  πάντα  σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί.  Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα,  κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο.

Φερόταν  σαν  άγρια  γάτα  -  αλλά δεν έμοιαζε άγρια.  Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν  εκεί  στην  ίδια  πάντα  απόσταση.   Αν  πλησίαζα,
οπισθοχωρούσε,   χωρίς  να  τρομάζει  και  να  εξαφανίζεται. Έτρωγε  το  φαγητό  που της έδινα,  με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση.  Αν  στεκόμουν  κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική.

Το αίνιγμα  λύθηκε  όταν  μίλησα  με  την  κόρη  του  παλιού ιδιοκτήτη. Ήταν η γάτα του!  Η μοναδική του συντροφιά!  Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε.  Μόνο  που  την
είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα.  Όταν πέθανε ο γιατρός,  δεν την βρήκαν στο σπίτι.  Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν.  Κι εκείνη,  πήρε  τα  βουνά  και έγινε άγρια.

Δηλαδή,  το  σπίτι  που  έμενα ήταν το δικό της!  Έκανα ότι μπορούσα  να  την  πείσω  να  επιστρέψει   -   μάταια.   Δεν εμπιστευόταν κανένα.  Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα.

Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα,  παραμονές και  ξαφνικά  ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι.  Ανοίγω  το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα μάτια μου -
μπαίνει στο σπίτι.  Πρώτη φορά μπαίνει  στο  σπίτι,  μυρίζει δεξιά-αριστερά  με  μεγάλη  προσοχή,  ψάχνει  -  και  τελικά έρχεται  εκεί  που  καθόμουνα,  νιαουρίζει  παρακλητικά  και πηδάει  στην  αγκαλιά  μου.  Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα!

Είχε έρθει για να γεννήσει.  Μέσα στην  αγκαλιά  μου  πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι,  τα μεγάλωσε,  τα ανάθρεψε - και μία μέρα τα πήρε
και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά.

Δεν τα  πήρε  όλα  όμως.  Έμεινε  ένα,  το  γλυκύτερο,  που αργότερα   έγινε   η   γάτα  της  ζωής  μου.   Το  καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.


Ιστορία πέμπτη

1973 - Λιγότερα!

Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο.  Ο πιο  μουντός  και  άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει.  Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης  (έτσι  φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά  της  παγκόσμιας οικονομικής κρίσης,  πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.

Ετοιμάζω την χριστουγεννιάτικη  κάρτα  της  εταιρίας  -  και ξαφνικά έχω μία διαφορετική ιδέα.  Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο  -  και  το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο - χωρίς χρώματα και έλατα.  Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα,  ταχυδρομείται και   εκεί   γίνεται  το  απροσδόκητο.   Όλες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο. Κατακλυζόμαστε  από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις.  Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές.
           
Το  κείμενο μιλούσε - φαινομενικά - για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.


Είθε
ο νέος χρόνος
να μας φέρει
λιγότερα

              λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.

Κι αν τύχει και φέρει μαζί
λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση
Ίσως τότε μας χαρίσει
λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα
και λιγότερη αυθάδεια.

Ίσως τα λιγότερα
είναι περισσότερα…


Ιστορία έκτη

1984 - Η έκπληξη

Παραμονή Χριστουγέννων. Με τρώει η μόνιμη  εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα.) Πήγε μεσημέρι και δεν είχε  ακόμα  χτυπήσει  το  κουδούνι για τα κάλαντα.  Το είχα
γράψει και στο Βήμα, πως  οι  σημερινοί  πιτσιρικάδες, χορτάτοι  πια,  δεν  κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουνε στα μακρινά σπίτια.

Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην  πόρτα. Ανοίγω  και τι να δω!  Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του  και  η  'Ασπα
και κόσμος πολύς.  Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια.  Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην  ξέρω  τι  να κάνω,  πως να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό.  Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Πού το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν;

Να,  είπε ο Νιόνιος μετά,  παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα - γι αυτό ήρθαμε!

Μία φορά και μένα η γκρίνια μου βγήκε σε καλό!

Κυριακή, Δεκεμβρίου 15, 2019

Ο άλλος Λαμπράκης



-                      Νίκο, εσύ που ξέρεις τόσο κόσμο, δεν μπορείς να βρεις έναν εφοπλιστή να αγοράσει τον Δ.Ο.Λ.;
-         Μη μου πείτε κύριε Λαμπράκη πως θέλετε να πουλήσετε τον Δ.Ο.Λ.;
-         Έχω κουραστεί. Εμένα με ενδιαφέρει μόνο η μουσική και το καΐκι μου. Να αρμενίζω και να ακούω. Βρες μου έναν εφοπλιστή, από αυτούς της Νέας Υόρκης (τους προτιμώ από του Λονδίνου). Θα του κάνω και καλή τιμή!

Ο διάλογος αυτός, απόλυτα αυθεντικός, έγινε κάποια μέρα του 1984, στο γραφείο του Χρήστου Λαμπράκη. Τον ξαναθυμήθηκα όταν τριάντα τρία χρόνια μετά, ένας …εφοπλιστής αγόρασε τον Δ.Ο.Λ. Όχι βέβαια εκείνον που ήθελε να πουλήσει τότε ο Χρήστος Λαμπράκης. Ήταν πια ένα φάντασμα του εαυτού του, ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος. Αλλά με το ίδιο πνεύμα και πείσμα να συνεχίσει! Και συνέχισε.

Ξεκίνησα το άρθρο μου για τον Χ. Λ. με αυτό το στιγμιότυπο, όχι μόνο διότι ήταν απίθανα προφητικό, αλλά και γιατί έδειχνε πολύ καθαρά το τι άνθρωπος ήταν αυτός ο «παντοδύναμος μεγαλοεκδότης» που «ανέβαζε και κατέβαζε κυβερνήσεις». Ένας βαθύτατα ευαίσθητος και απλός άνθρωπος, που κληρονόμησε μία αυτοκρατορία, την διοίκησε σωστά, την μεγάλωσε, την εμπλούτισε – όχι όμως γιατί ήταν αυτό που ήθελε, αλλά αυτό που έπρεπε.

Ο πραγματικός, ο εσώτερος Λαμπράκης ήταν ο άνθρωπος που με ξεναγούσε ώρες στο γιαπί του Μεγάρου Μουσικής περιγράφοντας μου όλες τις λεπτομέρειες της δομής, της κατασκευής και του εξοπλισμού του. Ο άνθρωπος που έκανε (πάντα με ψευδώνυμο) μουσικές εκπομπές στο ραδιόφωνο που έδειχναν την βαθύτατη γνώση και ευαισθησία του. Ο άνθρωπος που ερχόταν στο σπίτι μου να παίξει με τις γάτες μου και τις κυνηγούσε κάτω από το τραπέζι περπατώντας με τα τέσσερα. Ο άνθρωπος που, ενώ οι πολύ μικρότεροι συνάδελφοί του, κυκλοφορούσαν με αστραφτερές λιμουζίνες και δικυκλιστές σωματοφύλακες, οδηγούσε μόνος ένα παλαιό Φολκσβάγκεν Σκαραβαίο και τον παρκάριζε έξω από το σπίτι του.

Θυμάμαι αυτό που μου είχε πει ο φίλος Γιάννης Μαρίνος και το οποίο έγραψε αργότερα κι ο Γιάννης Πρετεντέρης. Ποτέ ο Λαμπράκης δεν είχε εκφράσει άποψη, ποτέ δεν είχε ζητήσει από τους αρθρογράφους του Δ.Ο.Λ. να γράψουν κάτι συγκεκριμένο, να διατυπώσουν μια γνώμη. Ακόμα κι όταν τον ρωτούσες, χαμογελούσε και έλεγε: «ξέρετε πολύ καλύτερα από μένα τι πρέπει να γράψετε». Άρθρα-βόμβες, όπως «Ο Μπούφος», πέρασαν σιωπηλά, πριν να εκραγούν.

Μία φορά μόνο παρενέβη σε κείμενό μου, δείχνοντας την καλλιέργειά του. Είχα γράψει μία ολοσέλιδη περιγραφή της Φλωρεντίας, την οποία είχα επισκεφθεί με τον Ελύτη συμμετέχοντας στο παγκόσμιο συμπόσιο ποίησης. Έγραφα για τις όχθες του ποταμού Άρνο – και τις άλλαξε γράφοντας σωστά “lungarni” – έτσι ονομάζουν οι Φλωρεντινοί τις όχθες του ποταμού τους.


Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αρχή του άρθρου και την συζήτηση για την πώληση του Δ.Ο.Λ. Ήταν ένα διάλλειμα κόπωσης και απογοήτευσης – από το οποίο τον έβγαλε η εμφάνιση του Κοσκωτά. Εκεί είδαμε έναν άλλο Λαμπράκη: μαχητικό, δυναμικό, επιθετικό. Η παρουσία αυτού του τυχάρπαστου υποκειμένου τον είχε ενοχλήσει βαθύτατα. Με τον Κόκκα, με την Βλάχου ανταγωνιζόταν επάξια – αλλά με τον …Κοσκωτά;

Έζησα μόνο την αρχή αυτής της νέας εποχής γιατί το 1987 εξαναγκάστηκα σε παραίτηση από τον Σταύρο Ψυχάρη – παρά τις επιμονές παραινέσεις του Χρήστου Λαμπράκη να παραμείνω. 

Μισή νύχτα συζητούσαμε, μου είπε πολλά. Τελικά, πήρα τη λάθος απόφαση και παραιτήθηκα – για να επιστρέψω μετά από τριάντα χρόνια...

Τον θυμάμαι συχνά, με πολλή αγάπη.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 08, 2019

Άλλη μία διαθήκη



Η γενιά μου φεύγει, οι ομήλικοι φίλοι και γνωστοί αραιώνουν, ενώ είναι προφανές ότι έρχεται και η σειρά μας, των λίγων που έχουν απομείνει. Κι από αυτούς οι περισσότεροι σιωπούν. Είτε διότι αδυνατούν πλέον να μιλήσουν, είτε διότι κουράστηκαν να επαναλαμβάνονται.

Έτσι, κάθε φορά που γράφω για την χώρα μου, έχω την αίσθηση πως συμπληρώνω ή ολοκληρώνω μία διαθήκη.

Λοιπόν: τι αφήνουμε πίσω μας;

Θα έλεγα: μόνο προβλήματα.

Όσο περνάνε τα χρόνια πείθομαι περισσότερο ότι το σοβαρότερο πρόβλημα της χώρας μας είναι ένα: Η παιδεία. Μας το επιβεβαιώνουν κάθε τόσο όλα τα διεθνή τεστ. Οι νέοι Έλληνες υστερούν στο πιο βασικό: την κατανόηση κειμένου. Δεν ξέρουν ούτε να διαβάσουν, ούτε να καταλάβουν, ούτε να κρίνουν. Αυτό το τρίτο είναι το σπουδαιότερο. Η κριτική σκέψη απουσιάζει τελείως από το ελληνικό σχολείο. Όχι μόνο απουσιάζει, αλλά και όπου (σπανίως) εμφανίζεται, καταπιέζεται και διώκεται. Ήμουν άριστος μαθητής αλλά στην «έκθεση ιδεών» συχνά μηδενιζόμουνα, διότι οι «ιδέες» που παρουσίαζα ήταν «ανατρεπτικές και ανορθόδοξες». (Δηλαδή με τιμωρούσαν επειδή τολμούσα να έχω δική μου άποψη!). Το ίδιο συμβαίνει και τώρα.

Η έλλειψη κριτικού στοχασμού δεν έχει μόνο θεωρητική διάσταση. Ευθύνεται και για την ισχνή παρουσία της επιστημονικής σκέψης στην βασική μας παιδεία. Γιατί η επιστήμη βασίζεται στην ορθολογική μέθοδο και προχωράει με κρίσεις και διαψεύσεις. Αλλιώς θα πιστεύαμε ακόμα ότι η γη είναι επίπεδη και ο ήλιος γυρίζει γύρω από αυτήν. Θα χρειαζόμασταν καθημερινή άσκηση για να απαλλαγούμε από τους μύθους και τις υπερβολές με τις οποίες έχουμε μεγαλώσει. Και κυρίως: θα χρειαζόμασταν μία νέα γενεά δασκάλων με σωστές γνώσεις και κρίσεις.

Οι περισσότεροι μύθοι έχουν να κάνουν με την ιστορία της χώρας μας και την θέση της στον κόσμο. Φυσικά, οι «αρχαίοι ημών πρόγονοι» δεν ήταν πραγματικοί πρόγονοί μας. Αλλά και να ήταν – τι θα άλλαζε για μας; Κληρονομιέται η αξία;

Εδώ και δυόμισι χιλιάδες χρόνια, μετά από τις εισβολές και κατοχές Ρωμαίων, Γότθων, Σλάβων, Φράγκων, Οθωμανών, Αλβανών, κλπ., το κεφάλαιο αυτό θα έπρεπε να είχε κλείσει οριστικά. Ζούμε στην ίδια ευλογημένη και πανέμορφη χώρα με αυτούς και μιλάμε μία εξελικτική παραλλαγή της γλώσσας τους. Αλλά η σχέση μας μαζί τους έχει γίνει περισσότερο βάρος και λιγότερο κέρδος. Κάποτε θα πρέπει να τους γνωρίσουμε σε βάθος, όπως τους ξέρουν οι ξένοι.

Η κατάργηση αυτού του μύθου θα μας έκανε να δούμε τον εαυτό μας στα πραγματικά του μέτρα. Ούτε περιούσιος λαός (το πιστεύει το 90%!) άρα ούτε αντικείμενο διεθνούς συνωμοσίας (που προκύπτει από τον φθόνο για την υπεροχή μας).

Η πορεία μας στην ιστορία είναι γεμάτη φωτεινές και σκοτεινές πλευρές. Τις σκοτεινές τις αποσιωπούμε. Οι εχθροί μας ήταν πάντα βάρβαροι, αιμοβόροι και ανηλεείς. Εμείς όμως ποτέ. Πραγματικοί τζέντλεμαν, ουδέποτε τυφλώσαμε 10.000 στρατιώτες (έχουμε και οδό Βουλγαροκτόνου!) ουδέποτε σφαγιάσαμε χιλιάδες αμάχους όπως στην Τροπολιτσά, ή στη Μικρασία (ιδιαίτερα κατά την υποχώρηση του στρατού μας, όπου αφανίσαμε δεκάδες χωριά). Οι προαιώνιοι εχθροί μας οι Τούρκοι μας απειλούν, αλλά τα τελευταία διακόσια χρόνια εμείς είμαστε εκείνοι που τους έχουμε επιτεθεί τρεις φορές. (Το 1897, το 1912 και το 22). Λέμε ότι η Δύση μας κατατρέχει, αλλά με την βοήθειά της, στα ίδια χρόνια, πενταπλασιάσαμε την έκταση της χώρας μας.

Ξέρω ότι με αυτά που γράφω επιβεβαιώνω την φήμη μου ως «ανθέλληνα». Όμως σε μία χώρα όπου αφθονούν οι ενθουσιώδεις εθνικιστές, οι υπερέλληνες ή Ελληνάρες, οι ανθέλληνες χρειάζονται επειγόντως. Με τα «ζήτω» δεν προκόβει ούτε ευημερεί ένας τόπος. Με την σωστή κριτική όμως, μπορεί κάποτε να έρθει στα ίσια του.

Είμαστε μία μικρή όμορφη χώρα, με ξύπνιους ανθρώπους, ένα αρτηριοσκληρωτικό, απαρχαιωμένο κράτος, ένα άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα και στο βάθος – βράχος και σύνορο – μία υπερσυντηρητική, δογματική και φοβική εκκλησία, που επηρεάζει αρνητικά την καθημερινότητα, ξορκίζοντας κάθε τι το «δυτικό», καθυστερώντας και αυτή τον εκσυγχρονισμό.

Τι μέλλον έχουμε;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2019

Η Ομορφιά της Καλοσύνης

Από τότε που κατάλαβα την δύναμή της, κυνηγάω την ομορφιά. Στους ανθρώπους, τα βιβλία, τα τοπία, τους πίνακες ζωγραφικής, τα γλυπτά, τις μουσικές συνθέσεις. Είναι η καθημερινή τροφή μου, αυτό που με κρατάει στη ζωή.

Έχω κάνει πολλά ταξίδια για να δω ένα ημίφως του Ρέμπραντ, την γαλήνη του Βερμέερ, την οργή του Γκόγια, τα σκοτάδια του Καραβάτζιο, τους ήλιους του Βαν Γκογκ. Έχω τοίχους γεμάτους βιβλία με ωραίες ή και φρικτές στην ομορφιά τους λέξεις.  Και δίσκους βινυλίου, CD, DVD, Blue Ray με μουσικές για εικόνες και εικόνες για μουσικές.

Όλα αυτά και άλλα πολλά με κράτησαν στην ζωή ογδόντα τόσα χρόνια. Όμως δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ομορφιά της ανθρώπινης καλοσύνης, όποτε (αλίμονο σπάνια) έτυχε να την συναντήσω.

Δεν αναφέρομαι στις ελάχιστες δικές μου καλές πράξεις – τις θεωρώ αυτονόητες και πολύ λίγες. 

Αλλά όταν μαθαίνω για πολύτεκνες οικογένειες που υιοθέτησαν ένα πεντάρφανο νεγράκι, για τον άστεγο που μοιράζεται το προσφάι του με τον αδέσποτο σκύλο, για την γιαγιά που μαγειρεύει ζεστή σούπα για τους διπλανούς πρόσφυγες, εκεί ξεχνάω τον Σαίξπηρ και τον Μπετόβεν και λιώνω.

Πιστεύω πως η ανταμοιβή μιας καλής πράξης είναι η ευτυχία που σου χαρίζει. Θα έλεγα μάλιστα πως η ευτυχία αυτή είναι τόσο δυνατή που εξαφανίζει την ίδια την πράξη. Μπορώ να φανταστώ ανθρώπους, να παθαίνουν εθισμό στην καλοσύνη. Μπορεί να γίνει σαν ισχυρό ναρκωτικό. 

Κι αν κάποτε ονειρεύομαι να κέρδιζα ένα μεγάλο λαχείο (όχι το κακομοίρικο το Τζόκερ – αλλά εκείνα τα αμερικάνικα που σωρεύουν δισεκατομμύρια) θα ήταν για να αποκτήσω την άφατη ηδονή να τα μοιράσω.

Και προσοχή: δεν μιλάω για φιλανθρωπίες. Τις μισώ. Ντρέπομαι να θεωρηθώ φιλάνθρωπος – δηλαδή κάποιος ανώτερος από άνθρωπος που σκύβει να ελεήσει τον φτωχό. Εγώ δεν θα ελεήσω αυτόν – αλλά εμένα.

Πρόλαβα ζωντανή την ενσάρκωση μιας τέτοιας παραμυθένιας καλοσύνης. Η θεία  Ιουλία – θεία της μητέρας μου – ήταν πάμπλουτη. (Αχ – όλοι οι πρόγονοί μου ήταν πάμπλουτοι κι εμένα μου κληροδότησαν μόνον ένα …μαυσωλείο). Είχε κληρονομήσει και από τον πατέρα της, και από τον άντρα της, και στα γεράματα κληρονόμησε την περιουσία ενός Ωνάση εκείνης της εποχής – του τραπεζίτη (και για λίγο πρωθυπουργού) Στέφανου Σκουλούδη. (Πολύ αργότερα μάθαμε πως ήταν νόθος κόρη του).

Απογοητευμένη από τα παιδιά της, αποφάσισε να μοιράσει το βιός της αλλιώς. Σε βαθύ γήρας περνούσε όλη την ημέρα στο κρεβάτι. Κάτω από το κρεβάτι ήταν ένα μεγάλο σεντούκι γεμάτο χρυσές λίρες. Κάθε μέρα άδειαζε και το πρωί το έπαιρναν δύο έμπιστα μέλη του προσωπικού, το πήγαιναν στην τράπεζα και το γέμιζαν ξέχειλο.

Όλη μέρα η θεία Ιουλία μοίραζε λίρες. Όποιος την επισκεπτόταν, έφευγε με ένα σακουλάκι. «Καλημέρα» έλεγε η θεία, «πως νιώθεις σήμερα;» Αν ήσουνα κακόκεφος, είχες πονοκέφαλο ή δυσπεψία, ένα ήταν το φάρμακο που τα γιάτρευε όλα. Συχνά έρχονταν φίλοι φίλων, άγνωστοι εντελώς και έφευγαν πλουσιότεροι.

Το μόνο που ήθελε η θεία, ήταν να ξέρει τι θα κάνεις τα λεφτά. Κι αυτό όχι για να σε ελέγξει – αλλά για να χαρεί μαζί σου. «Θα αγοράσω ένα ωραίο αυτοκίνητο» της έλεγε κάποιος. «Αχ, πες μου πώς θα είναι; Ανοιχτό ή κλειστό; Τι χρώμα;» Και μετά έλεγε στους υπόλοιπους: «Είδατε πώς χάρηκε! Πώς έλαμπαν τα μάτια του!»

Η θεία Ιουλία τελείωσε μαζί με τις λίρες της. Λίγες μέρες μετά μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Επιτάξανε το ωραίο μέγαρο, εξαφάνισαν τους Ρέμπραντ του Σκουλούδη (χρόνια τους ψάχναμε, μάταια). Όλοι όσοι την είχαν υπηρετήσει βρέθηκαν με μέγαρα και πολυκατοικίες.

Αυτή είναι μία αληθινή ιστορία που κάποτε ήθελα να την κάνω σενάριο. Αλλά πού θα έβρισκα ηθοποιό, με την γλύκα και την τρυφερότητα της θείας Ιουλίας, που έλαμπε πραγματικά όταν χάριζε.

Το γερασμένο πρόσωπό της μεταμορφωνόταν κυριολεκτικά σε αγγελικό από την ομορφιά της καλοσύνης.