Μέχρι που έφυγα από την Ελλάδα για σπουδές στην Γερμανία,
δεν είχα αντιμετωπίσει χιόνι σε μεγάλες ποσότητες. Εκείνη την εποχή (1954) δεν
υπήρχαν στην Ελλάδα χιονοδρομικά κέντρα ούτε χειμερινά σπορ.
Ο προορισμός μου ήταν το Μόναχο.
Το Μόναχο βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο (700 μ.) και οι
Άλπεις του κλείνουν τον αέρα της Μεσογείου.
Στο Μόναχο κάνει πολύ κρύο.
Ένα Φλεβάρη - νομίζω ήταν του 58 - για ένα ολόκληρο μήνα
είχαμε θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν. Που σε ορισμένα προάστια έφθαναν
και τους -20°.
Και βέβαια κάθε χειμώνα είχαμε μόνιμο χιόνι.
Κι όταν λέμε χειμώνα εννοούμε την εποχή ανάμεσα στον
Οκτώβριο και τον Απρίλιο.
Από την Ελλάδα είχα φέρει μία ρομαντική εικόνα για το χιόνι.
Το ήξερα κυρίως από τις καρτ-ποστάλ και τις Χριστουγεννιάτικες ζωγραφιές. Κάτι
ψιλές νιφάδες στην Αθήνα δεν ήταν παρά υποσχέσεις βορινής ατμόσφαιρας. Στο
Μόναχο όμως γνώρισα το χιόνι στην καθημερινή του παρουσία. Και αυτή δεν ήταν
καθόλου ρομαντική.
Βέβαια ψηλά στις Βαυαρικές Άλπεις το χιόνι ήταν όμορφο. Έλαβα
μέρος σε ένα διεθνές σεμινάριο στο Sudelfeld στα 1660 μέτρα υψόμετρο (καλές επιδόσεις
στην συζήτηση, άθλιες στο σκι), ανέβηκα
στην Zugspitze, (3000μ.) επισκέφθηκα με χιόνι τα κάστρα του Λουδοβίκου Β΄(του
Βαγνερόπληκτου παράφρονος) και το Berchtesgaden
με την μαγευτική λίμνη Königsee. Υπέροχα.
Αλλά στην πόλη είναι αλλιώς τα πράγματα. Εκεί το χιόνι
σπάνια μένει λευκό και εκτυφλωτικό. Σύντομα βρομίζει - γίνεται αυτό το μίγμα
χιονιού και λάσπης που οι Γερμανοί ονομάζουν matsch. Η αν κάνει πολύ κρύο,
κρουσταλλιάζει και γίνεται πάγος. Δεν είναι πια όμορφο αλλά μόνο επικίνδυνο.
Επιπλέον γλιστράει, μπαίνει μέσα στα παπούτσια και βρέχει
τις κάλτσες (ακόμα και τα μποτάκια δεν σε σώζανε), κλείνει τις πόρτες και τους
δρόμους, μουσκεύει τα ρούχα και τα μαλλιά. Εξη μήνες χιόνι το χρόνο είναι
αρκετοί για να σε κάνουν να το μισήσεις.
Από τότε μου έχει μείνει μία αντίδραση στο χιόνι που δεν την
καταλαβαίνουν οι Έλληνες φίλοι. Οι οποίοι εξακολουθούν να ζουν στην εποχή των
καρτ-ποστάλ.
Φυσικά αυτά που συνέβησαν εδώ, πριν μερικές ημέρες, δεν τα αντιμετώπισα ποτέ τα έξη χρόνια που
έζησα στη Γερμανία. Και να σκεφθεί κανείς ότι αυτή ήταν η φτωχή και
μισοερειπωμένη μεταπολεμική Γερμανία, πριν από το «οικονομικό θαύμα» (Wirtschaftswunder) του Adenauer και
του Erhardt. Υπήρχαν παντού εκχιονιστικά
– για να μην κλείνουν ποτέ οι δρόμοι και «αλατιέρες» για τον πάγο.
Τα αυτοκίνητα εκεί αλλάζουν λάστιχα κάθε Οκτώβρη και
χρησιμοποιούν «ελαστικά χειμώνα» (άλλο μείγμα ελαστικού) και για τους
«παγοδρόμους» επιπλέον μικρά καρφάκια στην επιφάνεια. Τον Απρίλη επιστρέφουν τα
χειμερινά (τα οποία παραδίδουν προς φύλαξη στο βουλκανιζατέρ τους) και φοράνε
τα καλοκαιρινά – ή «παντός καιρού». Αλυσίδες σπάνια χρησιμοποιούν και έχουν
δίκιο. Είναι απλό να διατάζει το κράτος εδώ να φοράνε όλοι αλυσίδες – αλλά σε
μια χώρα όπου χιονίζει ελάχιστες φορές, αποτελούν σημαντική δαπάνη και μεγάλο
μπελά. (Έχετε δοκιμάσει ποτέ να τις περάσετε σε ένα αυτοκίνητο;)
Ευτυχώς μερικοί Έλληνες έχουν χιούμορ. Είδα στο κινητό μου
τηλέφωνο μεγάλες επιγραφές στα κάγκελα της Αττικής Οδού να διαφημίζουν «Εδώ
Ημιδιατροφή: 4€» «Ημιδιαμονή 5», παρακάτω: «Εδώ κουβέρτες 2, Νερό 1€». Δεν
είναι για γέλια – μάλλον για κλάματα. Ένα δρόμο υψηλών προδιαγραφών κατασκευάσαμε
στην Αττική και με το πρώτο γερό χιόνι τα κάναμε θάλασσα. Αλλά εδώ θα μου πείτε πως έκλεισε η …Κηφισίας!