Πέρασα όλη τη ζωή μου κυνηγώντας βιβλία – και τώρα που γέρασα με κυνηγάνε αυτά.
Μανιακά μάζευα βιβλία από τα 14 μου χρόνια. Όλοι οι
συγγενείς και οι φίλοι της οικογένειας ήξεραν τι να μου χαρίσουν σε γιορτές και
γενέθλια. Όταν έφυγα για σπουδές στην Γερμανία, άφησα ήδη έναν μεγάλο τοίχο
(κάπου 6 μέτρα) γεμάτο ως το ταβάνι.
Αλίμονο! Κάθε φορά που γύριζα έβρισκα κενά και τρύπες.
Ωστόσο φρόντιζα να φέρνω μαζί μου καινούργια ύλη για να καλύψω τα κενά. (Τα
οποία ήταν έργο δύο μικρών δαιμόνιων ανεψιών που κυριολεκτικά ήταν βιβλιοφάγοι.
Όταν κατέβαζαν ένα βιβλίο για να το διαβάσουν η τύχη του ήταν ήδη αποφασισμένη.
Ή δεν θα επέστρεφε καθόλου, ή θα γύριζε σε τέτοια κατάσταση που θα χρειαζόταν
βιβλιοδέτη).
Η άλλη πληγή – που έφερε μεγάλες ζημιές – ήταν οι φίλοι.
Ούτε ένας στους 3 δεν επέστρεφε το βιβλίο που του είχα δανείσει.
Μέχρι που αναγκάστηκα να αναρτήσω μία επιγραφή που έγραφε:
«ΛΥΠΑΜΑΙ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΔΑΝΕΙΖΩ ΒΙΒΛΙΑ!». Κάθε φορά που μου ζητούσε κάποιος, του
έδειχνα σιωπηλά την επιγραφή με σεβασμό – σαν να την είχε γράψει κάποιος
νομοθέτης.
Κι από κει και πέρα η βιβλιοθήκη αποφάσιζε σε ποιο σπίτι θα
μένουμε, τι έπιπλα θα αγοράζαμε, τι πίνακες θα κρεμούσαμε. Ώσπου κάποτε βρήκε
τον δικό της οριστικό χώρο. Ένα χαοτικά μεγάλο υπόγειο που δεν είχε παράθυρα
(μόνον ένα φεγγίτη για λίγο φως και αερισμό. (Ξέρετε – οι βιβλιοθήκες μισούν τα
παράθυρα). Φυσικά και τα άλλα δωμάτια του σπιτιού είχαν το καθένα την
βιβλιοθήκη του. Και κάποτε χρειάστηκε να επιτάξω χώρους του πατρικού μου, γιατί
απλά η μεγάλη βιβλιοθήκη ξεχείλισε.
Από πού κρατούσαν όλα αυτά τα βιβλία; Στην αρχή ήταν δώρα –
μερικά συγκινητικά. Ένας οικογενειακός φίλος, έμπορος στο επάγγελμα, στις 6
Δεκεμβρίου του 1950 μου χάρισε 25 τόμους: όλους τους γάλλους κλασικούς, και τα άπαντα
του Βύρωνα και του Σαίξπηρ. Δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα, πρέπει να
συμβουλεύτηκε κάποιον, που όμως έκανε εξαίρετη επιλογή.
Μετά άρχισαν οι ανταλλαγές βιβλίων. Έστελνα τα πρωτόλειά μου
σε γνωστούς συγγραφείς και λόγιους. Στην αρχή δεν έπαιρνα καμία απάντηση (ούτε
ένα απλό ευχαριστώ σε μία κάρτα). Τόσο που οργιζόμουνα: «καλά χρόνο δεν έχουν,
αλλά ούτε ένα ευχαριστώ;» Που να φανταστώ πως κάποτε θα βρισκόμουν στη θέση
τους… Ιδιαίτερα τώρα τις γιορτάρες μέρες έρχονται πέντε-πέντε και δέκα- δέκα –
ταχυδρόμοι τα φέρνουν και κούριερ, συνήθως για λογαριασμό του εκδότη. Υπάρχουν
εκδοτικοί οίκοι που αναλαμβάνουν όχι
μόνο την έκδοση αλλά και την κατάρτιση καταλόγων με παραλήπτες – και την
αποστολή.
Νόμιζα πως αφού έκλεισα συμφωνία με την Εθνική Βιβλιοθήκη να
της κληροδοτήσω όλα τα βιβλία μου και αφού άρχισα τις πρώτες αποστολές θα
ησύχαζα. Αδιανόητο. Εκατό βιβλία έστελνα, διακόσια ελάμβανα. Απορούσαν οι
συνεργάτες της Βιβλιοθήκης: «Μα πριν 15 μέρες αδειάσαμε 6 ράφια – πού είναι το
κενό;»
Ας μιλήσουμε όμως λίγο
και για συγκεκριμένα βιβλία: Με μεγάλη συγκίνηση πήρα προχθές στα χέρια
μου, μετά από αναμονή δώδεκα χρόνων, την ολοκλήρωση της δεύτερης τριλογίας, της
μάγισσας των γραμμάτων μας, αυτού του περίεργου ξωτικού, που ονομάζεται Ζυράννα
Ζατέλη. Δεν θα πω τίποτα, κολυμπάω μέσα στο όνειρό της.
Από δίπλα ο άλλος μάγος των λέξεων, Αχιλλέας Κυριακίδης, μας
δίνει στο μικρό αλλά τόσο βαθύ και σοφό βιβλίο: «Ελγκαρ», λύσεις για ένα
μουσικό αίνιγμα που βαστάει χρόνια. Ο Φαίδων Ταμβακάκης στο στοιχείο του – τη
θάλασσα – μας ταξιδεύει με το «Τελευταίο Ποστάλι».
Ποίηση: Γιώργου Βέη «Βράχια», Παυλίνα Παμπούδη: «Νυχτολόγιο». Δυνατές μεταφράσεις από την Aldina (Gutenberg): Don de Lillo: «Americana», Kevin Barry: «Νυχτερινό Πλοίο για
Ταγγέρη», John Williams:
«Το πέρασμα του μακελλάρη». Και δύο παράξενα βιβλία για την «αυλή» του Χίτλερ
και την μοίρα των ζώων στο εθνικοσοσιαλισμό. (Καημένες γάτες!).
Σημαντικό: Samuel Beckett:
Happy Days (Μετάφραση
Διονύση Καψάλη).
Το ωραιότερο: ένα τετράφυλλο από γαλάζιο χαρτόνι, με
τυπωμένη μία Χριστουγεννιάτικη ιστορία γραμμένη από τον Joseph Conrad, τον Πολωνό καπετάνιο
που έγινε Άγγλος στυλίστας. Μετάφραση: Χαρά Παπαθεοδώρου, αποστολέας το
βιβλιοπωλείο: «Σηματολόγιον» από την Σίκινο.