Σάββατο, Φεβρουαρίου 29, 2020

Δύο κείμενα για την Κική Δημουλά

Δύο κείμενα για την Κική Δημουλά. Το πρώτο δημοσιεύεται στην σημερινή Καθημερινή (οι Κυριακάτικες, λόγω Καθαρής Δευτέρας, κυκλοφορούν το Σάββατο) και το δεύτερο στην τακτική θέση του blog στο Βήμα. Έχω κόψει επαναλήψεις.

Πέρασε στο μη-ον

«Το μοναδικό θέμα της Δημουλά είναι το σταδιακό ή αιφνίδιο  πέρασμα  από  το  ον στο  μη-ον.   Το  πέρασμα  που ονομάζεται χρόνος, φθορά η θάνατος.

Μερικές φορές η Δ. αντιστρέφει το θέμα της: πρόκειται τότε για το πέρασμα  από  το  μη-ον στο ον,  δηλαδή την μνήμη».

Το απόσπασμα αυτό είναι από το πρώτο δοκίμιο για την ποίηση της Κικής Δημουλά που έγραψα το 1989.

Τώρα η Κική πέρασε στο μη ον – που το πολιορκούσε μία ζωή – και ταυτόχρονα στην δική μας μνήμη.

Ερωτεύθηκα αυτή την ποίηση διαβάζοντας «Το Λίγο του Κόσμου» και αμέσως έγραψα γι’ αυτή. Σε μία ραδιοφωνική συνέντευξη είπα την φράση «Η καλύτερη Ελληνίδα ποιήτρια μετά την Σαπφώ». Την φράση αυτή χρησιμοποίησε ο David Connoly στην ανθολογία του. Και οι εκδόσεις Gallimard παρουσίασαν μία ανθολογία από την παγκόσμια γυναικεία ποίηση, με τον υπότιτλο «Από την Σαπφώ στην Δημουλά».

Το δοκίμιο μου «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας» (1991), αποτελεί τον πρόλογο στην έκδοση του Michel Volkovitch (Το «Λίγο του Κόσμου» και το «Χαίρε Ποτέ», 2010) στην σειρά Poesie του Gallimard.

Αναφέρω όλα αυτά τα γεγονότα γιατί πλαισιώνουν την εκτόξευση της Κικής Δημουλά στο ποιητικό στερέωμα. Αλλά και από αμηχανία, γιατί μου είναι ακόμα αδύνατο να την κλάψω. Αναρωτιέμαι μάλιστα αν θα μπορέσω να την κλάψω ποτέ, έτσι που από νωρίς είχε τοποθετήσει τον εαυτό της βαθιά μέσα στον θάνατο.


Οι αφιερώσεις της Κικής Δημουλά


Δεν ξέρω πού θα με κατατάξει η ιστορία – αν βεβαίως δεήσει να ασχοληθεί με μένα – αλλά για ένα είμαι σχεδόν βέβαιος. Σε μία μικρή υποσημείωση (τόσο μικρή που μπορεί να μην διαβαστεί ποτέ) ίσως να γράψει: «φίλος και υποστηρικτής μεγάλων Ελλήνων ποιητών».

Για ποιητής ξεκίνησα κι εγώ, πολύ νωρίς, κι έβγαλα την πρώτη μου ποιητική συλλογή στα δεκαοκτώ μου χρόνια. Και επιμένω να θεωρώ τον εαυτό μου ποιητή, ελπίζοντας να δικαιωθώ στο μέλλον – έστω κι αν δεν πρόκειται να το μάθω ποτέ. Το μόνο που κατάφερα είναι να δώσω την ευκαιρία σε ένα νέο συνάδελφο να γράψει ένα βιβλίο με τίτλο: «Ο άγνωστος ποιητής Νίκος Δήμου»… Αλλά ούτε αυτό με έκανε γνωστό.

Όμως το κείμενο αυτό αφορά μία πραγματικά μεγάλη ποιήτρια. Την σκοτεινή απούσα αυτής της εβδομάδας, την Κική Δημουλά.

Με την Κική ήμασταν φίλοι. Όχι γνωστοί (στην Ελλάδα όλους τους γνωστούς τους αποκαλούμε φίλους). Και για μερικά χρόνια ήμασταν πολύ κοντά. Παράλληλα ήμουν και φανατικός θαυμαστής της. Διάβασα «Το λίγο του κόσμου» και ερωτεύθηκα την ποίησή της (εξακολουθώ να πιστεύω πως μαζί με το «Χαίρε Ποτέ» είναι η καλύτερη συλλογή της).

Έγραψα το πρώτο εκτενές δοκίμιο γι αυτήν που εκδόθηκε το 1991 με τίτλο «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας». (Το μόνο μου κείμενο που απέσπασε τον έπαινο του Δημήτρη Μαρωνίτη). Μεταφράστηκε στα γαλλικά και αποτέλεσε τον πρόλογο στην έκδοση των μεταφράσεων του Michel Volkovitch (Το «Λίγο του Κόσμου» και το «Χαίρε Ποτέ», 2010) στην σειρά Poésie του Gallimard.


Το αντίδωρο της Κικής ήταν οι επιστολές της και ιδίως οι εκτενείς ποιητικές αφιερώσεις της. Θα μπορούσαν να γίνουν η πρώτη ύλη ενός βιβλίου και ίσως κάποτε, μαζί με άλλες, να γίνουν. Τα γράμματά της βρίσκονται στο αρχείο μου που φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. Οι αφιερώσεις πάλι, μαζί με τα βιβλία, θα καταλήξουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη σε ειδικό χώρο που θα στεγάσει τις δωρεές μου. Σκέπτομαι όμως να τις φωτοτυπήσω νωρίτερα.

Ακόμα και στην τελευταία της συλλογή «’Ανω Τελεία» (2016) η αφιέρωση αναφέρεται: «στο Νίκο Δήμου, σε όσα πολλά του οφείλω και ως εκ του πολλά, θα μείνουν ανεξόφλητα».

Και στον Δημόσιο Καιρό (2014) μου γράφει: «…αλλά εσύ Νίκο μου είσαι αυτός που συνετέλεσε να συνεχίσω – αν βέβαια συνέχισα…»

Ιδού, τώρα που έφυγε, τι μου όφειλε η Κική Δημουλά:

Το 1985 χάνει τον σύζυγό της, Άθω. Τον αγαπούσε παθολογικά (ακόμα και τα τελευταία της βιβλία είναι αφιερωμένα σε αυτόν). Το χτύπημα ήταν τόσο ασήκωτο ώστε κλείνεται στο σπίτι για πολλούς μήνες μην απαντώντας ούτε στο τηλέφωνο.

Αποφασίζω να κάνω μία …απαγωγή. Φτάνω στο σπίτι της, απρόσκλητος, μπαίνω με το ζόρι και την διατάζω να βάλει σε μία τσάντα δύο αλλαξιές και ένα νυχτικό, διότι φεύγουμε ταξίδι. Με κοιτάζει με βαθιά κατάθλιψη αλλά υπακούει. Ξεκινάμε και για δύο μέρες γυρίζουμε όλη την Πελοπόννησο.

Στην αρχή ήταν βουβή. Ζήτησα την άδεια να βάλω μουσική, ήξερα τι της άρεσε. Σιγά σιγά ζωντάνεψε, μου ζήτησε να ανεβάσω την στάθμη και μετά με πίεζε να τρέχω  όλο και πιο γρήγορα.

Όταν επιστρέψαμε της είπα «Τώρα, κάθε πρωί θα μου γράφεις ένα ποίημα – πάρε το σαν άσκηση».

Έτσι ξεκίνησε το «Χαίρε Ποτέ». Μου αφιέρωσε το αντίτυπο με αριθμό 3. (Το 1. ήταν – πάντα – του  Άθω, το 2. δικό της.) Δεν θα πω τι έγραψε στην αφιέρωση – το αφήνω στον ιστορικό του μέλλοντος.

Λοιπόν: δεν μου οφείλεις τίποτα Κική – αλλά εμείς, όλοι οι Έλληνες, θα σου χρωστάμε πολλά και αιώνια!