Πόσους φίλους είχα στη ζωή μου; Ούτε δέκα. Σας φαίνονται
λίγοι;
Την πραγματική σημασία της λέξης «φίλος» μου την έμαθε ένας Γερμανός καθηγητής μου στο Μόναχο. Εγώ, με τον συνήθη ελληνικό πληθωριστικό ενθουσιασμό,
του έλεγα ότι «χθες βγήκα με πέντε φίλους», «προχθές ήμουν παρέα με επτά» και
ούτω καθεξής...
Πόσους φίλους έχεις; με ρώτησε ο καθηγητής.
Ου! Είπα εγώ, δεκάδες – για να μην πω παραπάνω.
Εννοείς γνωστούς, είπε ο Γερμανός. Φίλους, αν είσαι τυχερός
στη ζωή σου, μπορεί να αποκτήσεις πέντε – αλλά συνήθως είναι λιγότεροι.
Κατάλαβα πως είχε δίκιο. Και η ζωή μου το επιβεβαίωσε.
Ναι υπήρξαν ο Άγγελος (ο πρώτος, που έφυγε νωρίς), ο Μιχάλης
(επίσης) ο Γιώργος (που έφυγε προχθές), ο Νάσος, ο Αλέξανδρος… Ήδη ψάχνω να βρω
τον έκτο.
Ο Γιώργος, που έφυγε προχθές, λεγόταν Κατηφόρης. Πολλοί από
τους αναγνώστες μου ξέρουν για ποιόν μιλάω. Είμαστε συμμαθητές στο Κολλέγιο. Στενοί
φίλοι από την αρχή, αλλά από τη μέση του γυμνασίου γίναμε μαζί φίλοι και αντίπαλοι.
Αιτία: η πολιτική. Ο Γιώργος ήταν γιός του κομμουνιστή
συγγραφέα Νίκου Κατηφόρη (κρίμα που έχει λησμονηθεί – ήταν πολύ αξιόλογος).
Είχε διαποτίσει τον γιό του με την κομμουνιστική ιδεολογία – τόσο που τον
πείραζα: «Βρε Γιώργο, δεν είσαι άνθρωπος. Είσαι κομμουνιστικό ρομπότ». Για κάθε
θέμα, για κάθε περίπτωση είχε έτοιμο ένα τσιτάτο του Λένιν, του Στάλιν ή του
Πλεχάνωφ.
Μιλάμε για το 1950, την εποχή που ακόμα ζούσαμε την
ατμόσφαιρα και τις συνέπειες του εμφύλιου. Το Κολλέγιο, σχολείο
Ελληνοαμερικανικό, ήταν περιέργως εντελώς ελεύθερο. Πολλοί καθηγητές ήταν
αριστεροί, που είχαν όλα τα προσόντα για να διδάξουν σε Πανεπιστήμιο, αλλά λόγω
«φρονημάτων» δεν μπορούσαν να προσληφθούν ούτε σε Δημόσιο σχολείο. Μαζί με τους
εξαίρετους Αμερικανούς επισκέπτες (τα περισσότερα μαθήματα γίνονταν στα Αγγλικά
με βάση κολεγιακά συγγράμματα) είχαμε ένα σπουδαίο επιτελείο διδασκόντων
πανεπιστημιακού επιπέδου.
Στην συμπαγή κομμουνιστική διδαχή του Κατηφόρη, εγώ είχα
αντιπαραθέσει τον άκρατο φιλελευθερισμό μου. (Όχι βέβαια την ιδεολογία του
δικού μου πατέρα, που ήταν κατά τον Γιώργο «μοναρχοφασίστας»). Για να τον
αντικρούσω μάλιστα είχα προμηθευτεί τα περισσότερα συγγράμματα των γκουρού του
«Διαλεκτικού Υλισμού» που κυκλοφορούσαν στις Γαλλικές Editions Sociales). Στα Ελληνικά ελάχιστα
υπήρχαν και γεμάτα λάθη.
Οι αντιπαραθέσεις μας κρατούσαν ώρες ολόκληρες, είτε σε
κενούς χρόνους του σχολείου, είτε στο σπίτι του ενός ή του άλλου. (Υποτίθεται
ότι κάναμε πάρτι. Θυμάμαι ότι έμενε στην οδό Σιβρισαρίου). Είχαμε και αρκετούς
ακροατές από μικρότερες συνήθως τάξεις, που αργότερα έγιναν διαπρεπή κομματικά
στελέχη.
Αυτό που έχει τεράστια σημασία είναι ότι παρ’ όλες τις
αντιθέσεις μας, υπήρχε απόλυτος σεβασμός μεταξύ μας. Για να μην πω ότι μέσα
στον καυγά η φιλία μας δυνάμωνε και χαλυβδωνόταν.
Ήρθε ο καιρός που έληξαν οριστικά τα μαθήματα και φτάσαμε
στην αποφοίτηση. Εγώ κέρδισα τον κορυφαίο τίτλο, του Valedictorian, αλλά όπως είχαμε
συμφωνήσει αργότερα μπορεί να τον έχασε ο Γιώργος λόγω ιδεολογίας. Τουλάχιστον
θα μπορούσαν να του έχουν δώσει τον δεύτερο τίτλο: Salutatorian. Κατά τη γνώμη μου ήμασταν
ισοδύναμοι ως μαθητές.
Εγώ έφυγα για Γερμανία (Φιλοσοφία στο Μόναχο) ο Γιώργος
έμεινε εδώ και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά. Πότε-πότε, κοινοί φίλοι μου έστελναν
το κύριο άρθρο της «Αυγής» με την υπογραφή του.
Ξανασυναντηθήκαμε στην Αγγλία, όταν ο Γιώργος σπούδαζε στο London School of Economics, του οποίου έγινε
αργότερα καθηγητής. Μετά στην Ελλάδα (σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου και
ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ). Και αργότερα στο εξοχικό σπίτι του στη Χαμολιά, κοντά
την Βραυρώνα. Φυσικά είχε αλλάξει απόψεις. Για καιρό ανταλλάσσαμε και βιβλία.
Στις 10-11-85, αρθρογράφος και τότε στο «Βήμα», του έγραψα ένα «Γράμμα σε έναν
αριστερό φίλο» που συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου «Μετά τον Μαρξ».
Όλα αυτά τα χρόνια – το γράφω με συγκίνηση – κυριαρχούσε
μεταξύ μας αγάπη και σεβασμός. Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος. Λυπάμαι που ο Κορωνοϊός
δε με άφησε να τον αποχαιρετίσω στην κηδεία του.