Όλες αυτές τις μέρες του πολέμου, έχω γυρίσει πίσω, στην παιδική μου ηλικία.
Είμαι πέντε χρονών και ακούω τις πρώτες μου σειρήνες. Είναι
οι ίδιες με αυτές που ουρλιάζουν στο Κίεβο. Ογδόντα χρόνια οι σειρήνες δεν
έχουν αλλάξει καθόλου.
Ο πατέρας μου με τυλίγει σε μια κουβέρτα, με παίρνει αγκαλιά
και με κατεβάζει στο «καταφύγιο». Καταφύγιο είναι το υπόγειο του σπιτιού μας,
στην οδό Μιχαήλ Βόδα. Δίπατο, καινούργιο, χτισμένο με «μπετόν αρμέ» (πρώτη φορά
ακούω αυτές τις λέξεις) έχει ονομαστεί καταφύγιο, από την Αεράμυνα. Έρχονται
και άλλοι γείτονες.
Είναι απίθανο, αλλά ζω ταυτόχρονα δύο ζωές. Κρεμασμένος στην
τηλεόραση παρακολουθώ όλο το δράμα της Ουκρανίας ενώ μέσα μου ξαναζώ τον
παιδικό μου εφιάλτη. Σειρήνες, εκρήξεις («χτύπησαν καράβια στον Πειραιά!»),
πόλεμος, ΠΟΛΕΜΟΣ!
Χιόνι στην Ουκρανία, πολύ χιόνι. Χιόνι και στην Αθήνα. Είμαι
εξήμιση χρόνων και τα χέρια μου γεμάτα χιονίστρες. Ναι, χιονίστρες, με αίμα.
Είναι ο χειμώνας του 1941, ο πιο βαρύς της Κατοχής. Σέρνονται άνθρωποι στα
πεζοδρόμια και φωνάζουν: «Πεινάω». Ένας τέτοιος φώναζε όλη νύχτα έξω από το
σπίτι μας. Κατέβηκε η μάνα μου και του έδωσε ένα κομμάτι ξερό ψωμί. «Δεν είχαμε
τίποτα άλλο», μας είπε, γυρίζοντας.
Δεν κοιμήθηκα όλη τη νύχτα. Το πρωί έπαψε να φωνάζει και με
πήρε ο ύπνος. Αργότερα έμαθα ότι τον βρήκαν νεκρό να κρατάει το ψωμί. Δεν
μπόρεσε να το μασήσει, δεν είχε δύναμη.
ΠΟΛΕΜΟΣ. Δεκεμβριανά. Ακούω τους όλμους να περνάνε πάνω από
το σπίτι. Κάνουνε ένα περίεργο ήχο σαν γλουγλούκιασμα. Σκάνε κοντά, ραγίζουν
τζάμια. Τα κρατάνε οι ταινίες της συσκότισης.
Κι εγώ, δεκαπέντε μέρες τώρα, ζω στην Ουκρανία. Μου γράφουν
σχόλια αναγνώστες (η στήλη αναδημοσιεύεται στο Facebook) και μου θυμίζουν διάφορα. Π.
χ.: «το δράμα των Παλαιστίνιων». Λες και αυτό εξισορροπεί το δράμα των
Ουκρανών. Βρίζουν την Δύση για να δικαιολογήσουν τον Πούτιν.
Δεν έχουν ζήσει πόλεμο. Νομίζουν πως ο πόνος του ενός
εξουδετερώνει τον πόνο του άλλου. Αυτά τα χιλιάδες παιδάκια που ξενιτεύονται
για να γλυτώσουν, ποιος θα τα παρηγορήσει για τον τρόμο τους. Έτσι ένιωθα κι
εγώ όταν με έστελναν σε άλλο σπίτι «για ασφάλεια». Τι ασφάλεια – ξένος χώρος:
εκεί φοβόμουν περισσότερο!
Δεν υπάρχει καλός πόλεμος. Ούτε δίκαιος πόλεμος υπάρχει –
ακόμα και ο αμυντικός σκοτώνει.
Ο άνθρωπος που αρχίζει ένα πόλεμο, έστω για να διορθώσει ένα
άδικο, θα σκοτώσει, δημιουργώντας αμέσως ένα νέο άδικο. Όχι, δεν παίζουμε εδώ
με μολυβένια στρατιωτάκια, που τα σηκώνουμε πάλι και τα στήνουμε μόλις πέσουν.
Εδώ παίζουμε με ζωές ανθρώπων, που χάνονται για πάντα.
Δεν υπάρχει ανθρώπινο πρόβλημα που να μην μπορεί να λυθεί με
διάλογο, με διαιτησία, με ανάλυση και καλή θέληση.
Αλλά φταίμε που έχουμε δημιουργήσει τον μύθο με τους δήθεν
Μεγάλους στρατηλάτες. Όχι, ούτε ο Ναπολέων, ούτε ο Αλέξανδρος ήταν Μέγας επειδή
κατέκτησαν ξένες χώρες δολοφονώντας εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που δεν τους
είχαν φταίξει σε τίποτα. Σβήστε τους από τα βιβλία της ιστορίας! Ακόμα
χειρότερα: Στιγματίστε τους για τον πόνο και την δυστυχία που έφεραν στην
οικουμένη!
Ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι άλλο ένα δείγμα πως δεν έχουμε
ακόμα ωριμάσει σαν ανθρωπότητα. Ίσως κάποτε λογικευθούμε και πάψουμε να
παίζουμε με στρατιωτάκια.
Αλλά πολύ φοβάμαι πως δεν θα ζήσω αρκετά για να δω αυτό το θαύμα.