1960. Επιστρέφω από τις σπουδές μου στη Γερμανία. Μετά έξη χρόνια έχω αποξενωθεί. Όμως τυχαίνει την δεύτερη (;) μέρα να βάλω το ραδιόφωνο και να ακούσω τον «Επιτάφιο» με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Δεν γνωρίζω κανένα: ούτε τον Ρίτσο, ούτε τον Θεοδωράκη, ούτε τον Μπιθικώτση. Αλλά το έργο με συγκλονίζει. Είναι η πρώτη μου επαφή με αυτούς τους τρεις – και θα είναι καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή μου.
Αργότερα θα θυμηθώ ότι πριν φύγω για την Γερμανία είχα
ακούσει ένα συμφωνικό ποίημα με τίτλο «Το Πανηγύρι της Ασή-Γωνιάς» στην
Κυριακάτικη Συναυλία της Κρατικής με μαέστρο τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Δεν
θυμάμαι τον συνθέτη. Μπορεί να ήταν ο Θεοδωράκης. Δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα –
μου θύμισε την «Εθνική Σχολή» (Καλομοίρης, κλπ. που δεν με συγκινούσε). Αν ναι,
ήταν πρωτόλειο.
1961. Γνωρίζομαι με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου και μέσω
αυτού μαθαίνω νέα για τον Μίκη. Ο Χριστοδούλου (θεόρατος κι αυτός) έχει γράψει
στίχους για πολύ δημοφιλή τραγούδια του Μίκη.
Την ίδια χρονιά αγοράζω και διαβάζω το «’Αξιον Εστί» του
Οδυσσέα Ελύτη. Ελυτομανής από την εφηβεία μου, ερωτεύομαι το ποίημα και το
μαθαίνω απέξω.
Όμως αυτό μου δημιούργησε ένα ως τώρα άλυτο πρόβλημα. Όταν
άκουσα την μελοποίηση του Μίκη πέρασα μερικές άσκημες μέρες. Γιατί ξαφνικά η
μουσική του άλλαξε την εσωτερική μουσική του ποιήματος, όπως το είχα
απομνημονεύσει. Άλλαξε όλο το ποίημα. Και ξαφνικά υπήρχαν στη μνήμη μου δύο
«Άξιον Εστί»: το μελοποιημένο και το ποιητικό. Αγαπούσα και τα δύο –
διαφορετικά.
Περιττό να πω ότι τελικά η μουσική νίκησε. Τώρα πια δεν
μπορώ να διαβάσω το «Άξιον Εστί». Ενώ διαβάζω, υποτονθορίζω τη μελωδία.
Αυτό με οδήγησε να γράψω ένα δοκίμιο με τίτλο: «Η μουσική
σκοτώνει την ποίηση;» Που ξεκινάει από την αρχαία λυρική ποίηση (πάντα
τραγουδισμένη, μην το ξεχνάμε) και καταλήγει στον Θεοδωράκη. Γιατί εκτός από το
Άξιον Εστί, ο μέγας αυτός μελοποιός έχει αλλάξει για μένα πολλά ποιήματα που
αγαπώ π.χ. του Σεφέρη (από τα «Επιφάνεια 1937» ως την «Άρνηση») και του
Αναγνωστάκη. Τραγουδώντας Θεοδωράκη (την Άρνηση) κηδέψαμε τον Σεφέρη.
1979: Συντονίζω μία εκπομπή της ΕΡΤ. Ονομάζεται «Μία ταινία
μία συζήτηση» και είναι βασισμένη σε αντίστοιχη γαλλική παραγωγή. Προηγείται η
προβολή μιας κινηματογραφικής ταινίας και έπεται μία ζωντανή συζήτηση επάνω στο
βασικό θέμα της ταινίας. Παραγωγός η κα. Παναγιωταρέα.
Προτείνω μία μουσική ταινία και μέσα στους συζητητές βάζω
και τον Μίκη Θεοδωράκη. Έχει μεγάλη σημασία αυτό, διότι ενώ ο Μίκης βρίσκεται
στην Αθήνα από καιρό, δεν έχει ποτέ εμφανιστεί στην Ελληνική τηλεόραση.
Για μεγάλη μου έκπληξη η πρότασή μου γίνεται δεκτή. Έρχεται
η βραδιά, εμφανίζονται οι καλεσμένοι (θυμάμαι μόνο τον Τάσο Φαληρέα) και ο
Μίκης. Η ταινία τελειώνει, ανάβουν οι προβολείς του στούντιο, παίρνουμε τις
θέσεις μας, περιμένουμε μερικά λεπτά… και οι προβολείς σβήνουν. Μαθαίνω ότι στη
θέση της δικής μας συζήτησης μεταδίδεται μία μαγνητοφωνημένη εκπομπή διαλόγου,
ανάμεσα σε καθηγητές πανεπιστημίου για κάποιο ακαδημαϊκό θέμα.
Έξαλλος αναζητώ την παραγωγό, η οποία μου λέει ότι «έπεσε
τηλεφώνημα» από το υπουργείο προεδρίας να γίνει η αλλαγή. Υπουργός προεδρίας
τότε ο Αθανάσιος Τσαλδάρης (ο επιλεγόμενος και «Νανάς») ο οποίος έμεινε στην
ιστορία από την προσφώνηση που του είχε κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις: «Νανά, είσαι
βλαξ!».
«Για μένα έγινε αυτό» μου είπε στο αυτί ο Μίκης. «Μα ας μου το
λέγανε από την αρχή πως είσαι «κομμένος» απάντησα. «Εδώ είχε γίνει τόσος
θόρυβος, το είχαν γράψει με μεγάλους τίτλους όλες οι εφημερίδες, και βάζουν
τέτοια τρικλοποδιά στον εαυτό τους;»
Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του Μίκη. Με χτύπησε στον ώμο
και μου ψιθύρισε: «Μην νιώθεις ενοχές. Εγώ το περίμενα».
Την άλλη μέρα έστειλα ένα γράμμα σε όλες τις εφημερίδες,
ζητώντας συγγνώμη («εκ μέρους της …ΕΡΤ») και αναγγέλλοντας την παραίτησή μου
από την εκπομπή.
Καλό κατευόδιο, μεγάλε Μίκη!