Κυριακή, Απριλίου 05, 2020

Μετάλλιο στους Ολυμπιακούς της Ζωής


Σε όλη μου τη ζωή, χωρίς να το ξέρω, ετοιμαζόμουνα για αυτό το σημαντικό και έκτακτο γεγονός. Βέβαια όταν μάζευα μυριάδες βιβλία, δίσκους, ταινίες, δεν το έκανα για να αντιμετωπίσω μία …πανδημία. Ούτε μου πέρασε από το νου, κι ας είχα δει τόσες ταινίες επιστημονική φαντασίας.

Το έκανα για μία άλλη ανημπόρια, που ήξερα πως θα με επισκεπτόταν σίγουρα. Τα γηρατειά. Κάποια εποχή (σκεπτόμουνα) που θα γεράσεις και δεν θα κυκλοφορείς πια πολύ, να έχεις γύρω σου τα έργα που αγάπησες και να μπορείς κάθε στιγμή να ξαναδείς (για δέκατη φορά) την «Καζαμπλάνκα» ή να ακούσεις (για πολλοστή φορά) τις σουίτες για σόλο βιολοντσέλο του Μπαχ με τον Καζάλς. Και να μπορείς να το κάνεις αμέσως.

Έτσι το σπίτι (και το μεγάλο του υπόγειο) έγινε αποθήκη έργων τέχνης. Χιλιάδες κομμάτια που κάποια στιγμή άρχισαν να ασφυκτιούν. Βρήκα μία λύση για τα βιβλία, που ήδη ξεκίνησαν να μεταναστεύουν προς την Εθνική Βιβλιοθήκη, με βάση μία δωρεά που θα ολοκληρωθεί μετά από μένα. Αλλά και πάλι δύσκολα κυκλοφορείς ανάμεσα στις συλλογές. Κινδυνεύεις να γκρεμίσεις πυραμίδες από  CD και DVD ή κρεμαστά και αιωρούμενα ράφια με τόμους.

Εντωμεταξύ πέρναγαν τα χρόνια και εγώ …δεν γερνούσα. Ηλικιακά σίγουρα είχα φτάσει στις ευπαθείς κατηγορίες, που αναφέρει ο καθηγητής Τσιόδρας, μια και περπατούσα στα 85. Αλλά δεν ένιωθα ότι είχα φτάσει στην φάση όπου ήθελα να κλειστώ στο σπίτι και να ξαναδώ παλιές αγαπημένες ταινίες ή να ξαναδιαβάσω τα μυθιστορήματα που πρόχειρα και βιαστικά είχα καταναλώσει στην εφηβεία μου. Αντίθετα ακόμα κυνηγούσα το καινούριο, το πρωτότυπο, το επαναστατικό.

Μέχρι που ήρθε ο Κορονοϊός και τα αναποδογύρισε όλα. Μπορεί να μην ένιωθα γέρος αλλά ή φύση αυτής της αρρώστιας που οδηγεί σε ασφυξία, με τρόμαζε. Δεν με φόβιζε τόσο η προοπτική του θανάτου, όσο οι διαδικασίες που προηγούνται προσπαθώντας να σε σώσουν από αυτού του είδους την τελευτή – αναπνευστήρες, μονάδες εντατικής, διασωληνώσεις… Είχα οραματιστεί έναν ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο, σαν ελαφρό ύπνο, σε βαθιά γεράματα. Όπως βλέπουμε σε κάτι πίνακες παλιούς, με όλη την οικογένεια γύρω από το μεγάλο οικογενειακό κρεβάτι, να αποχαιρετάει.

Ας ελπίσουμε πως τελικά δεν θα με μολύνει ο κορονοϊός και θα αξιωθώ ένα θάνατο σαν αυτόν που οραματιζόμουνα. (Πριν πενήντα χρόνια ένας ζητιάνος στην Κρήτη που τον ελέησα, μου τον ευχήθηκε: «Να έχεις έναν ωραίο θάνατο, παλληκάρι μου!»). 

Αλλά για να μην με μολύνει ο οξαποδώ, πρέπει να κάτσω σπίτι. Θα έλεγε κανείς ότι οι συνθήκες είναι ιδανικές. Υπάρχει όλος αυτός ο θησαυρός που μάζευα από παιδί, αλλά υπάρχουν και φρέσκα πράγματα. Παραδείγματος χάρη το Netflix (ήμουν από τους πρώτους Έλληνες συνδρομητές του – πριν καν αρχίσει να εμφανίζει υποτίτλους).

Έλα όμως που μέσα μου αντιδρούσα. Και βέβαια ήθελα κάποτε να ξαναδώ την «Καζαμπλάνκα», αλλά όχι αναγκαστικά. Σίγουρα ήθελα να ξανακούσω τις σουίτες του Μπαχ – αλλά όταν μου ερχόταν το κέφι. Και τώρα το κέφι μου ήταν να πάρω το αυτοκίνητό μου και να κάνω μερικές «Ειδικές Διαδρομές» του κλασικού Ράλι Ακρόπολις. Και για αυτό δεν υπάρχει πρόβλεψη στο 13033.

Ας είναι. Οι άλλοι αντιδρούν κάνοντας παράνομο περίπατο σε παραλίες και προβλήτες. Τους καταλαβαίνω. «Αεί παίδες», αιώνια παιδιά οι Έλληνες, όπως μας αποκάλεσαν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ιερείς. Και τι κάνουν τα παιδιά; Αντιδρούν σε όλα τα κελεύσματα των μεγάλων. Ακόμα κι όταν είναι πιο μεγάλα από τους μεγάλους.

Από ότι κατάλαβα όμως – με τον ιό αυτό δεν παίζεις. Θα κάτσω σπίτι (πού είσαι Λουκιανέ!) και θα ακολουθήσω όλες τις εντολές του μειλίχιου καθηγητή Τσιόδρα και του αυστηρού υφυπουργού Χαρδαλιά. Και σας παροτρύνω, αγαπητοί αναγνώστες, να κάνετε το ίδιο.

Ακόμα και για εθνικούς λόγους. Λίγο είναι να βλέπεις τις ολέθριες καμπύλες των άλλων να ανεβαίνουν και την δική μας να μένει χαμηλή; Σε αυτούς τους ιδιότυπους Ολυμπιακούς Αγώνες Ζωής, θα ήταν σπουδαίο να παίρναμε ένα μετάλλιο!