Το πρώτο πράγμα που σε πιάνει από το λαιμό, όταν
προσγειώνεσαι από το εξωτερικό στην Αθήνα, είναι μια βουβή επιθετικότητα που
σιγοβράζει γύρω σου. Στην επιφυλλίδα μου στο «Βήμα» το 84, την είχα ονομάσει «Η
Εθνική Τσαντίλα». (Άλλαξα τίτλο αλλά κράτησα πολλά). Όλοι είναι σφιγμένοι,
αγανακτισμένοι, έτοιμοι για καυγά. Κάθε λίγο, αυτή η επιθετικότητα ξεσπάει
απότομα: φουντώνει τσακωμός ξαφνικός κι αναιτιολόγητος. Ύστερα, το ίδιο
απότομα, σβήνει. Η υπόκωφη οργή παραμένει, θα εκραγεί με την επόμενη ευκαιρία -
σαν τη λάβα που ξεπετάγεται όπου βρει μαλακό έδαφος.
Στους δρόμους το ίδιο - όλοι οδηγούν με μια καταπιεσμένη
αγανάκτηση. Εκτονώνονται με σφήνες και κλεισίματα. Αν τύχει να έρχεσαι από μια
ήρεμη ευρωπαϊκή χώρα -Αγγλία ή Ελβετία- η συμπεριφορά τους σου φαίνεται
ακατανόητη. Αν μάλιστα έτυχε να οδηγήσεις καιρό στις χώρες αυτές, κινδυνεύεις
στην αρχή να σκοτωθείς. Ύστερα βέβαια προσαρμόζεσαι και… κάνεις κι εσύ τα ίδια.
Κι έτσι καταφέρνουμε να είμαστε πρώτοι στην χρήση του
αυτοκινήτου ως φονικού όπλου… Υπάρχουν στατιστικές… Κι όταν δεν διαμελίζουμε
ανθρώπους, βασανίζουμε αθώα αδέσποτα. Και εκεί υπάρχουν οδυνηρές στατιστικές.
Κι αν δεν βρούμε άλλους να ενοχλήσουμε, τρώμε επιδεικτικά
χοιρινό μπροστά σε εξαθλιωμένους Μουσουλμάνους πρόσφυγες.
Σ' άλλες πόλεις του κόσμου, οι άνθρωποι ανεβαίνουν το πρωί
στο τρόλεϊ ή στο Μετρό – και λένε «καλημέρα». Με χαμόγελο! Κι αυτοί σηκώθηκαν
χαράματα, κι αυτοί είχαν να ετοιμάσουν τρία παιδιά για το σχολείο, κι αυτοί
χρωστάνε μια δόση που λήγει. Αλλά χαμογελάνε, και λένε «καλημέρα». Εδώ μόνον ο
παπαγάλος του Παπαντωνίου άρθρωνε αυτή τη λέξη.
Δεν είναι θέμα ευγένειας, ούτε τρόπων. Είναι αυτή η υπόκωφη
αγανάκτηση, που μας συνοδεύει τους Έλληνες μια ζωή. Σαν να μας χρωστάνε μόνιμα
κάτι, σαν να μας ρίξανε, να μας γελάσανε.
Οργίλοι, επιθετικοί, καχύποπτοι,
κοιτάμε το συνάνθρωπο σαν εχθρό. Δύσθυμοι, βαρύγνωμοι, συνοφρυωμένοι, βλέπουμε
το χαμόγελο σαν απαράδεκτη επιπολαιότητα.
Τι υπάρχει μεταξύ μας; Φθόνος, θυμός και απόλυτη έλλειψη
εμπιστοσύνης. Και γι αυτά υπάρχουν στατιστικές.
Έχει σίγουρα βαθύτερα αίτια αυτή η σχεδόν μεταφυσική
βαρυθυμία του Έλληνα. Αλλά πιστεύω πως,
στην αταβιστική προδιάθεση, έχουμε συμβάλλει ουσιαστικά κι εμείς, κάνοντας την
καθημερινότητά μας εντελώς αφόρητη, χαοτική, ανορθολογική.
Έτσι που και οι πιο
ψυχρόαιμοι ξένοι, χωρίς καθόλου βεβαρημένο παρελθόν, μετά από λίγους μήνες
αρχίζουν κι αυτοί να νιώθουν σαν εμάς. Και βρίζουν (αυτοί που δεν έχουν καν
βλαστήμιες στη γλώσσα τους) και αρπάζονται και -αν είναι δυνατόν- κραυγάζουν.
Αυτοί που μιλούσαν με ψιθύρους...
Η αρρώστια είναι μεταδοτική. Που σημαίνει πως, έστω κι αν
υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, την υπαιτιότητα φέρει το περιβάλλον. Αυτό το
απάνθρωπο περιβάλλον που είμαστε ο ένας για τον άλλον.
Και είναι ο κύκλος από τους πιο φαύλους. Όσο πιο επιθετικά
φερόμαστε, τόσο περισσότερη επιθετικότητα προκαλούμε. Κι όσο καταπιέζουμε την
οργή μας -γιατί δεν είναι δυνατό να είμαστε όλοι μαζί ταυτόχρονα έξαλλοι
(κάποιος είναι δυνατότερος και επιβάλλεται) όσο λοιπόν καταπιέζουμε, τόσο
φουντώνουμε την επιθετικότητα μας. Έτσι μοιάζουμε όλοι με παλαιστές πριν από
τον καυγά. Κοιταζόμαστε στα μάτια και ετοιμαζόμαστε για τη λαβή - ή το καίριο
χτύπημα.
Πώς θα βγούμε από το φαύλο κύκλο; Πού είναι οι ειρηνοποιοί,
που με καλοσύνη και πραότητα θα μας απαλύνουν την αγανάκτηση, θα χαλαρώσουν το
σφίξιμο, θα γαληνέψουν τη μόνιμη ταραχή; Κι οι ιερωμένοι μας, οργή εκπέμπουν!
Αντίθετα, είναι πολλοί αυτοί που μας παροτρύνουν -όπως οι θεατές τους μποξέρ-
να ορμάμε ο ένας στον άλλο. Μας εξωθούν, μας ερεθίζουν, μας εξαγριώνουν. Κι
έτσι ζούμε για το ποδόσφαιρο και την πολιτική - δηλαδή για το πώς θα φάμε ο
ένας τον άλλο…