Κυριακή, Οκτωβρίου 27, 2019

Κορόιδο Μουσολίνι…

Το γήρας έχει πολλά δυσάρεστα – αν όμως έχει επιζήσει σωστά η μνήμη, έχει και πολλά να πει.

Γιορτάζουμε αύριο την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου. (Και πάλι θα παρατηρήσω ότι είμαστε μάλλον η μόνη χώρα που γιορτάζει την έναρξη των πολέμων της και όχι τη λήξη τους. Ίσως γιατί η λήξη τους δεν ήταν τόσο εντυπωσιακή).

Ήμουν πέντε ετών όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και θυμάμαι πολλά. 

Αλλά το περίεργο είναι πως ενώ ένας πόλεμος είναι κάτι το βάρβαρο, το αρνητικό, το οδυνηρό – εγώ θυμάμαι αυτή την εποχή σαν πανηγύρι. Φυσικά αν ήμουνα στο μέτωπο θα είχα άλλη γνώμη (οι πιο δυνατές περιγραφές φιλοξενούνται στο «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη). Αλλά ήμουν στην Αθήνα και χάρη στην συντονισμένη και δυναμική προπαγάνδα του Μεταξικού καθεστώτος (αλήθεια ποιος την συντόνιζε;) που είχε επιστρατεύσει στιχουργούς, συνθέτες, γελοιογράφους, τραγουδιστές, ηθοποιούς, επιθεωρησιογράφους, και όλο το καλλιτεχνικό δυναμικό της μικρής μας χώρας, η πολεμική προσπάθεια των ελλήνων κυλούσε σαν θεατρική παράσταση. 

Βοήθησαν βέβαια και οι Ελληνικές επιτυχίες στο μέτωπο – όλη η επιθεώρηση δεν θα μπορούσε να σταθεί, αν μαζεύαμε ήττες. 

Από την πρώτη στιγμή υπήρξε ένας ενθουσιασμός και μία ατμόσφαιρα πανηγυρική. Έμενα σχετικά κοντά στο σταθμό Λαρίσης και η οικογένεια είχε κατέβει να αποχαιρετίσει έναν εξάδελφο που έφευγε για το μέτωπο. Η ατμόσφαιρα ήταν εορταστική, λες και οι στρατιώτες αναχωρούσαν για γλέντι κι όχι για πόλεμο. «Τα φανταράκια μας!» φώναζαν όλοι: «στο καλό και με τη Νίκη!».

Το μόνο τρομακτικό και δυσάρεστο ήταν οι συναγερμοί και οι σειρήνες, Συνήθως το βράδυ, όπου στριμωχνόμασταν όλοι στο υπόγειο του σπιτιού, που είχε ανακηρυχθεί σε καταφύγιο επειδή το σπίτι μας ήταν φτιαγμένο από «μπετόν αρμέ». Δεν ήξερα τι θα πει αυτό, αλλά αφού μας προστάτευε, καλό θα ήτανε.

Σε λίγο όμως τα συνηθίσαμε κι αυτά, κι αφού ησυχάσαμε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος βομβαρδισμού της Αθήνας (μας έσωσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι) στις βραδινές επιδρομές, αντί να κατεβαίνουμε στο υπόγειο, ανεβαίναμε στην ταράτσα και απολαμβάναμε τα πρώτα μας βίντεο γκαίημς – τις αερομαχίες. 

Φανταστικό σκηνικό: η νύχτα με τους προβολείς, τα τροχιοδεικτικά, τις βολές των αντιαεροπορικών και τις αερομαχίες των αεροπλάνων. Οι οποίες γίνονταν πάνω από τον Πειραιά (ήταν βασικός στόχος) και την βιομηχανική ζώνη γύρω στην Αθήνα – ίσα ίσα για να υπάρχει η σωστή προοπτική για το θέαμα.

Εμείς τα παιδιά τραγουδούσαμε το «Κορόιδο Μουσολίνι» (που ήταν …ιταλικό τραγούδι!) Είχε ήδη κυκλοφορήσει στα ελληνικά με τίτλο «μικρή χωριατοπούλα», αλλά η νέα διασκευή του Γιώργου Οικονομίδη το έκανε αθάνατο. Το θυμάμαι απέξω:

Κορόιδο Μουσολίνι / κανένας δεν θα μείνει / εσύ και η Ιταλία / η πατρίδα σου η γελοία / τρέμετε όλοι το χακί…

Δημοφιλέστατο ήταν και το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του…» που τραγουδούσε η Σοφία Βέμπο η οποία, σχεδόν αυτόματα, ανακηρύχθηκε «τραγουδίστρια της νίκης».

Ο ενθουσιασμός φώλιαζε σε κάθε σπίτι. Οι νοικοκυρές πλέκανε κάλτσες για τους φαντάρους μας, η «Φανέλα του Στρατιώτη» μάζευε ζεστά πουλόβερ και εσώρουχα.

Ναι, ήταν ένας περίεργος πόλεμος. Δεν ξέρω αν ο χρόνος που πέρασε έχει αλλοιώσει τη μνήμη μου – αλλά την ατμόσφαιρα των πρώτων μηνών του πολέμου έτσι την θυμάμαι. 

Βέβαια από καιρό σε καιρό ακούγαμε για κακουχίες, κρυοπαγήματα, τραυματισμούς – ακόμα και θανάτους, αλλά όλα αυτά τα δυσάρεστα υποχωρούσαν μπροστά στην είδηση μιας προέλασης, μιας κατάληψης, ή μιας νίκης.

Το τι πραγματικά είναι πόλεμος, το καταλάβαμε απότομα όταν εμφανίστηκαν οι Γερμανοί. Ούτε τραγούδια πια, ούτε ενθουσιασμός. Σαν να έπεσε νύχτα κατάμαυρη που τα σκέπασε όλα.

Θυμάμαι την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Μάλλον ήταν και το τέλος της παιδικής μου ηλικίας και ανεμελιάς. Ύστερα ήρθε ο τραγικός χειμώνας του 41 και οι άνθρωποι που πέθαιναν από την πείνα και το κρύο στο πεζοδρόμιο, μπροστά στο σπίτι μας.

Ωστόσο ακόμα και τώρα, σε στιγμές κεφιού, τραγουδάω: «Κορόιδο Μουσολίνι»…