Κυριακή, Ιουλίου 21, 2019

Υπέρ της αρνητικής κριτικής



Αναφέρομαι στην κριτική της τέχνης και ιδιαίτερα της δικής μου – των λόγων.

Είμαι βέβαιος πως ο αναγνώστης θα έχει προσέξει το γεγονός πως στις στήλες για το βιβλίο που δημοσιεύονται κυρίως στις κυριακάτικες εφημερίδες, το 90% των βιβλιοκριτικών είναι επαινετικές για τα κείμενα που παρουσιάζουν. 

Όταν πριν πολλά χρόνια είχα κάνει αυτή την παρατήρηση σε ένα γνωστό – τότε – κριτικό, είχα εισπράξει την εξής απάντηση: «Εδώ δεν έχουμε αρκετό χώρο για να κρίνουμε τα καλά βιβλία – θα σπαταλάμε χώρο και χρόνο για τα σκάρτα;»

Η αντίρρηση φαινόταν λογική – αλλά δεν με έπεισε. Γιατί πίστευα – και πιστεύω – πως η αρνητική κριτική βοηθάει περισσότερο, τόσο τους συγγραφείς να γράφουν καλύτερα, όσο και τους αναγνώστες να διαμορφώνουν κριτήρια αξιολόγησης.

Αλλά για ποια κριτική μιλάμε; Στη χώρα μας τα περισσότερα έντυπα δεν ασκούν καν κριτική – κάνουν απλώς παρουσίαση βιβλίων. Άλλωστε, η κριτική, ιδιαίτερα στη χώρα μας, είναι δύσκολη και απαιτητική δουλειά. Να πως την ορίζει ο (εν αποστρατεία) κορυφαίος μας κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, στο νέο του βιβλίο: «Αντιλεξικό Νεοελληνικής Χρηστομάθειας»:

«Στην Ελλάδα η δημοσιευμένη κριτική θεωρείται κατά παράδοση εξυπηρέτηση φίλων ή διαπόμπευση εχθρών. Η κριτική βάσει αρχών είναι τόσο ξένη προς τα πνευματικά ήθη μας, ώστε μας φαίνεται ότι έχει κάτι το απάνθρωπο, αφού της λείπουν τα προσωπικά κίνητρα».

Τέτοια ήταν και η δική μου πρώτη εντύπωση από την ελληνική πιάτσα. Έβλεπα με έκπληξη να γίνεται ανοιχτή συναλλαγή. «Γράψε μου και θα ανταποδώσω».  Όταν κάποιος έγραψε αρνητικά για ένα κείμενό μου, η αντίδραση που άκουσα από όλους δεν αφορούσε το κείμενο, αλλά την σχέση μας: «Τι του έχεις κάνει αυτού;»

Όχι, ο Έλληνας Μπιελίνσκυ, ο σοφός κριτικός που επάνω του στηρίχτηκε όλος ο λαμπρός ρωσικός 19ος αιώνας, δεν φάνηκε ακόμα εδώ.

Οι Έλληνες έχουν κάνει το ad hominem τρόπο ζωής. Δεν έχει σημασία το ΤΙ κάνει κάποιος – αλλά ΠΟΙΟΣ. Έτσι απονέμονται οι έπαινοι, μοιράζονται τα βραβεία, καταξιώνονται οι αξίες. Όπως γράφει ο Κούρτοβικ, εδώ βασιλεύει η παρεοκρατία. Οι παρέες κάνουν ιστορία. «Λιγότερο γράφοντας… και περισσότερο σβήνοντας».

Η ζημιά που προκύπτει από αυτή τη μέθοδο είναι μεγάλη. Η κριτική χάνει έτσι την αξία της μια και δεν πατάει σε αξιολογικά θεμέλια αλλά σε κοινωνικές σχέσεις. Ο νέος ταλαντούχος συγγραφέας ή ποιητής δεν βοηθιέται καθόλου. Αν τον επαινέσουν θα εφησυχάσει (και θα επαναλαμβάνεται εσαεί) κι αν τον κατακρίνουν μπορεί να απογοητευθεί και να αποσυρθεί.

Η ελληνική λογοτεχνική σκηνή είναι γεμάτη από παρ΄ ολίγον ιδιοφυίες. Η σωστή κριτική θα μπορούσε να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Ακόμα και δόκιμοι, βραβευμένοι συγγραφείς μας θα μπορούσαν να ωφεληθούν. Κυκλοφορούν αρκετά «παρ’ ολίγον αριστουργήματα». Με μία σωστή κριτική θα μπορούσαμε κι εμείς να είχαμε «Το Μεγάλο Ελληνικό Μυθιστόρημα» (κατά το “Great American Novel” που κυνηγούν οι Αμερικανοί).

Πέρα από όλα αυτά, μια οξεία αρνητική κριτική είναι και αναγνωστική απόλαυση. Ούτε επαινετικές παπάρες, ούτε μάταιες κοινοτοπίες – αλλά ξέσκισμα: αιχμές και πνεύμα. Η ειρωνεία μπορεί να γίνει καλός παιδαγωγός – ακόμα και ο σαρκασμός.

Σπάνιο πρόσφατο παράδειγμα: στο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» στις 13.7.19, ο πρύτανης της ελληνικής λογοτεχνικής κριτικής, Δημήτρης Ραυτόπουλος, γράφει ένα υπόδειγμα αρνητικής κριτικής, αναλύοντας μία δίτομη «Ανθολογία Ρωσικού Διηγήματος» που (περιέργως) εξέδωσε σοβαρός πανεπιστημιακός εκδοτικός οίκος. Μετά την ανάγνωση της κριτικής δεν έχει μείνει παρά μόνον απορία: καλά ο μεταφραστής και ανθολόγος, μάλλον δεν ήξερε καλά ρωσικά. Αλλά ούτε και ελληνικά; Και ο υπεύθυνος της έκδοσης, ούτε καν ανάγνωση;