Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2017

Απομεινάρια του πατέρα


Έφυγε από το σπίτι το 1961. Το γραφείο του: βιβλιοθήκες, συρτάρια, ντουλάπια, έμεινε όπως ήταν τότε. Μόνο το ξεσκόνιζαν κατά καιρούς. Σκοτεινό, με τις μεγάλες απειλητικές προσωπογραφίες των προγόνων στους τοίχους, ήταν το άβατο του σπιτιού.

Πέρασαν πενήντα έξη χρόνια. Έφυγαν και ήρθαν γενεές. Κάποια στιγμή αποφασίστηκε το σπίτι να αλλάξει χρήση. Έπρεπε να φύγουν τα πάντα. Άλλα μόνιμα, άλλα προσωρινά. Τα έπιπλα («δεν φτιάχνουν πια σήμερα τέτοια!») έπρεπε να εκκενωθούν για να πάνε στον λουστραδόρο.

Λόφοι χαρτιών, βουνά φακέλων, λευκώματα, ντοσιέ, βιβλία, όλα στο πάτωμα. Μία άλλη Ελλάδα αναδύθηκε από τις φωτογραφίες. Δεν ήξερα πως ο πατέρας προτιμούσε τον Χαρισιάδη – οι εικόνες του έλαμπαν, σαν να τυπώθηκαν χθες.

Ξεχασμένα είδη και γένη του λόγου. Ποιος γράφει τώρα, ποιος διαβάζει προικοσύμφωνα; Τρεις αδελφές πάντρεψε, δεκαετία του είκοσι και του τριάντα.

Φωτογραφίες με αξιωματούχους σπουδαίους στο ύφος, σήμερα εντελώς ξεχασμένους. Μερικούς τους θυμήθηκα από εγκυκλοπαίδειες και ιστορικά βιβλία.

Τελετές: γάμοι, δεξιώσεις, γιορτές, βαφτίσια ανθρώπων που πια δεν υπάρχουν. Τίποτα από όλα αυτά δεν υφίσταται σήμερα. Άραγε ισχύουν ακόμα διατάξεις από τις  «Νομολογίες» του 1924,25,26 κλπ.; Κι αυτά τα χοντρά, ασήκωτα ξένα βιβλία; Παιδί συλλάβιζα την άγνωστη σε μένα λέξη: Rationalisierung. Τώρα ξέρω: εξορθολογισμός. Άγνωστος και τότε (και τώρα) στην Ελλάδα.

Σε μία ομαδική φωτογραφία αναγνωρίζω την νεαρή Φρειδερίκη – σχεδόν έφηβη, μάλλον, ακόμα πριγκίπισσα του Ανοβέρου. Δεν ήξερα πως είχαμε επαφές με τη Αυλή. Αν κρίνω βέβαια από τους υπόλοιπους της εικόνας, μπορεί και να μην είχαμε…

Να και η παιδική μου ηλικία. Φάκελος με το όνομά μου: μέσα έλεγχοι από το δημοτικό ως το γυμνάσιο. (Λύκειο δεν υπήρχε). «Δελτίον προόδου» με άγνωστο εκδότη. Πήγαινα εγώ σε αυτό το σχολείο; Δεν θυμάμαι τίποτα. Ημερομηνία: 1941, πρώτος χρόνος της Κατοχής, πρώτη τάξη. Πολύ αργότερα, σημειώσεις με παρατηρήσεις καθηγητών. Υπογραμμισμένες στα αρνητικά σημεία. Μόνο το είκοσι αποδεκτό. (Ο τελειοθήρας).

Και μετά: Νόμοι, νόμοι, νόμοι και διατάξεις. Αναλύσεις, ερμηνείες, εγκύκλιοι και ΦΕΚ – η ζωή του τέλειου γραφειοκράτη. Συμβόλαια και υπομνήματα. Κι ανάμεσα, απροσδόκητα, μία ποιητική συλλογή. Α, ναι, θυμάμαι, έγραφε ποιήματα. Άψογα σε μέτρο και σε ρίμες. Σχολή Γρυπάρη. Έχω κρατήσει μερικά που μου είχε δώσει.

Πάντα το δίλημμα – τι κρατάω, τι πετάω; Κι αυτά που θα κρατήσω τι θα γίνουν; Σύντομα, δικά μου απομεινάρια. Κάποιος θα αναρωτιέται και για μένα: Τι κρατάω;


«Σκιάς όναρ, άνθρωπος». Ποτέ δεν έχεις πιο έντονη την αίσθηση της παροδικότητας παρά όταν ανοίγεις παλιά συρτάρια.