Σάββατο, Ιανουαρίου 07, 2012

Σώτης Εγκώμιον








Έχω χρόνια που θέλω να γράψω για την Σώτη Τριανταφύλλου. Της το χρωστάω γιατί μου έχει χαρίσει πολλή αναγνωστική ηδονή – περισσότερη από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο Έλληνα συγγραφέα. Της το χρωστάω ακόμα για έναν άλλο λόγο: μία αίσθηση αδικίας απέναντί της. Διαβάζω κατεβατά επαίνων για διάφορους συγγραφείς (συνήθως ασήμαντους) – και σπάνια μία καλή κουβέντα για την Σώτη. Τώρα που τέλειωσα το τελευταίο της βιβλίο («Για την αγάπη της γεωμετρίας») μπορώ να εξοφλήσω ένα μικρό μέρος από το χρέος μου.

Την έχω συναντήσει δυο-τρεις φορές, δεν έχουμε μιλήσει ποτέ όσο θα ήθελα, δεν μπορώ να πω ότι την ξέρω πέρα και έξω από τα βιβλία της. Ωστόσο τα κείμενά της είναι δυνατός καθρέφτης του εαυτού της. Έχοντάς τα διαβάσει όλα, την γνωρίζω αρκετά καλά.
Έχουμε πολλά κοινά με την Σώτη: το γεγονός ότι ζούμε, σκεφτόμαστε και γράφουμε σε πολλές γλώσσες, ότι έχουμε καταπιεί βιβλιοθήκες, ότι έχουμε πάθος με την ελευθερία. Είμαστε και οι δύο άθεοι, ανένταχτοι, κοσμοπολίτες. Αγαπάμε τα αυτοκίνητα, την τεχνολογία και πάνω από όλα την μουσική.

Αλλά σε κάτι υπερέχει η Σώτη, μίλια πιο ψηλά: είναι παραμυθού, πλέκει ιστορίες, αφηγείται, χτίζει ατμόσφαιρα, καταστάσεις, χαρακτήρες, κόσμους ολόκληρους. Σε ταξιδεύει σε χώρο και σε χρόνο: στο Μπρονξ, στην παλιά Μεσευρώπη, την Αφρική, την Βικτωριανή Αγγλία, το ελληνικό χωριό του εμφύλιου.
Κανένας Έλληνας συγγραφέας δεν διαθέτει το εύρος της γνώσης και της φαντασίας της. Κανένας δεν μας έχει δώσει μυθιστορήματα τόσο ολοκληρωμένα  (και διαφορετικά) όσο το «Άλμπατρος» και το «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης». Κανένας δεν έχει αντιμετωπίσει την ζωή και τον εαυτό του με τόση σπαρακτική ειλικρίνεια όσο η ίδια στα τελευταία βιβλία της «Ο Χρόνος πάλι» και «Για την αγάπη της γεωμετρίας».

Και το πιο σημαντικό: τα βιβλία της διαβάζονται, είναι συναρπαστικά, σε κερδίζουν αμέσως. Έχοντας αφήσει στη μέση (ποια μέση; στις 30 πρώτες σελίδες!) τα περισσότερα συγκαιρινά ελληνικά μυθιστορήματα, θεωρώ την αναγνωσιμότητα ως απόλυτη προϋπόθεση της όποιας λογοτεχνικής αξίας. Τι να την κάνω την πιο περίτεχνη περιγραφή, την πιο περισπούδαστη αφήγηση, όταν καλύπτεται από πέπλο αδιαπέραστης ανίας…
Μέσα στον αφόρητα επαρχιακό τόνο της ελληνικής πεζογραφίας, η Σώτη ξεχωρίζει σαν την μύγα μες το γάλα. Πράγμα που φυσικά δεν της συγχωρεί κανένας. Όχι μόνο δεν έχει εισπράξει την αναγνώριση που της αξίζει, αλλά σνομπάρεται ως σνομπ, ψηλομύτα, ελιτίστρια, κλπ. Έχει βέβαια φανατικούς αναγνώστες – αλλά οι «πνευματικοί άνθρωποι» την κρατάνε σε απόσταση ασφαλείας. Ας μην ξεχνάμε ότι έχει γράψει καυστικά σχόλια για την Ελληνική Αριστερά και αυτό είναι έγκλημα καθοσιώσεως, ακόμα και για τους μη αριστερούς. Η Αριστερά είναι ταμπού και όταν διαφωνούμε μαζί της (που δεν είθισται), πρέπει να το κάνουμε με το γάντι. Η Σώτη δεν τήρησε τον κανόνα.

Μας είναι αδύνατον στην Ελλάδα να αποδεχθούμε έναν άνθρωπο ανεξάρτητο, που μας ξεπερνάει δύο κεφάλια. Η Σώτη δεν κάνει την έξυπνη – είναι έξυπνη. (Υπερβολικά ίσως). Δεν παριστάνει την μορφωμένη – είναι (ακόμα πιο υπερβολικά). Κι έχει αναμφισβήτητο τάλαντο. Άλλες χώρες θα ήταν περήφανες να έχουν μία τέτοια συγγραφέα. Εμείς μερικές φορές κάνουμε σαν να ντρεπόμαστε γι αυτήν…