Ήταν μία μικρόσωμη γάτα. Όταν την πρωτοείδαμε νομίσαμε πως ήταν γατάκι – αλλά δεν μεγάλωσε. Μπορεί να ήταν ήδη τριών ή πέντε ετών. Την φέραμε από τα Κιούρκα στο Ψυχικό και έμεινε μαζί μας εννιά χρόνια. Ποτέ δεν μάθαμε την πραγματική της ηλικία.
Όσο μπόι της έλειπε, τόσο τσαγανό διέθετε. Θυμάμαι όταν την
πρωτοείδα: είχε κυνηγήσει έναν γάτο τρεις φορές σαν κι αυτήν και τον είχε
ανεβάσει σε δέντρο. Ήταν δυναμική, επίμονη και ατρόμητη. Από όλες τις γάτες της
ζωής μου καμιά δεν είχε τόσο έντονη προσωπικότητα.
Ήταν βέβαια και διάολος. Κανένα στυλό, κανένα ρολόι, κανένα
κινητό δεν ήταν ασφαλές. Το κοιτούσε επίμονα, το μάτι της γυάλιζε και σε ένα
δευτερόλεπτο έκανε με αυτό ό,τι ο Μέσι με την μπάλα. Όταν κατάφερε να βγάλει όλα
τα βύσματα πίσω από το στερεοφωνικό, κέρδισε επαξίως το όνομα της: Σατανάκι.
Κι όμως ήταν η πιο τρυφερή γάτα. Όταν δεν έκανε διαολιές
(και όσο γερνούσε έκανε λιγότερες) ήθελε οπωσδήποτε αγκαλιά. Δέκα φορές να την
κατέβαζες – δέκα θα ξαναπήδαγε επάνω σου. Γουργούριζε τόσο δυνατά που ακουγόταν
και δίπλα.
Επίσης ήταν μηντιακή. Όποτε έδινα συνέντευξη βρισκόταν στο
πρώτο πλάνο. Θα την δείτε και στο Facebook, στην φωτογραφία μου (από ρεπορτάζ). Είχε εμφανιστεί σε
όλα τα διεθνή τηλεοπτικά δίκτυα. Μία συνέντευξη στο BBC συνοδεύτηκε
από το γουργουρητό της – η γατόφιλη δημοσιογράφος μου απαγόρευσε να την διώξω
και εξήγησε στο κοινό τι άκουγε.
Με τούτα και με κείνα έγινε διάσημη, απέκτησε και δικό της blog (satanaki.blogspot.com) και πολλούς θαυμαστές. Αλλά παρόλα
αυτά η καλύτερή της ήταν όταν βλέπαμε τηλεόραση κι αυτή μεταφερόταν από την μία
αγκαλιά στην άλλη.
Πριν μία ώρα, το Σατανάκι έφυγε από νεφρική ανεπάρκεια. Δεν
ξέρω τώρα πώς θα ξαναδούμε τηλεόραση τα βράδια.