Κάτι που ελάχιστοι ξέρουν για μένα είναι ότι στο βάθος του νου μου, τις περισσότερες ώρες της ημέρας – αλλά συχνά και της νύχτας – ξετυλίγεται μία μαγνητοταινία χωρίς τέλος και αναπαράγει κάποιο μουσικό κομμάτι. Η μόνη περίπτωση που δεν ακούγεται αυτή η μουσική είναι όταν γράφω και όταν συζητάω. Επίσης δε, αν ακούγονται από έξω κάποιοι άλλοι ήχοι.
Όμως, τις ώρες που βασιλεύει η σιγή, εμφανίζεται η εσωτερική μου ορχήστρα και καταλύει την σιωπή μου. Το ρεπερτόριό της είναι απέραντο και ποικίλο. Διαφοροποιείται σε ύφος, σε είδος, σε στυλ. Μερικές φορές επιλέγει κομμάτια που δεν μου αρέσουν – αλλά για κάποιο λόγο έχουν «κολλήσει» στο νου μου – π. χ. επειδή τα άκουσα πρόσφατα. Άλλοτε επειδή έχουν γίνει επίκαιρα από κάποια επέτειο.
Ξαφνικά
συνειδητοποιώ ότι η μπάντα του νου παίζει το «Κορόιδο Μουσολίνι» και συμπεραίνω
ότι βρισκόμαστε στην 28 Οκτωβρίου. (Με την ευκαιρία να πω πόσο λίγο έχει
προσεχθεί και σχολιαστεί η υπέροχη δουλειά που έκαναν Έλληνες στιχουργοί εκείνη
την εποχή. Πήραν ιταλικά σουξέ εκείνων των ημερών και τα μετέτρεψαν σε ελληνικά
προπαγανδιστικά ή κοροϊδευτικά τραγούδια. Π.χ: «Βάζει ο Ντούτσε την στολή του»
ή «Με το χαμόγελο στα χείλη» ήταν ιταλικές επιτυχίες). Νομίζω ότι τις
περισσότερες τέτοιες διασκευές τις είχε κάνει ο Μίμης Τραϊφόρος, σύζυγος της
Βέμπο. Πιτσιρίκοι εμείς τότε, τα τραγουδούσαμε με όλη την δύναμη της φωνής μας.
Όταν ερχόταν επίσκεψη
η Θεία Μίκα (περί αυτής υπάρχει ένα κεφάλαιο στην αυτοβιογραφία μου) το βασικό
μοτίβο ήταν Σοπέν ή Σούμαν η γαλλικά ελαφρά τραγούδια (Parlez moi d’amour)… Μπορείτε τώρα να τα βρείτε στο You Tube. H μητέρα ζητούσε και κάποιο του Ατίκ (εκεί έμαθα ότι το όνομά του ήταν «Αττικός»
στα γαλλικά. Ακόμα η θεία, άριστη πιανίστα, τολμούσε ραψωδίες του Λιστ, που εγώ
τις χόρευα παρασυρμένος από τον ρυθμό
τους.
Αργότερα άρχισα
να πηγαίνω στις συναυλίες της Κρατικής (Κυριακή στον «Ορφέα») και να μαζεύω
δίσκους (έχω ξεπεράσει τις 20 χιλιάδες βινύλια). Θυμάμαι ακόμα το ντεμπούτο του
Μίκη Θεοδωράκη με το συμφωνικό ποίημα: «Το Πανηγύρι της Ασή Γωνιάς».
Ήρθε μετά η εποχή που έκανα μάθημα μουσικολογίας, 4
χρόνια, με τον μεγάλο Μίνω Δούνια. Εκεί άλλαξε η σχέση μου με την μουσική και
ήμουν έτοιμος για τα επόμενα έξη έτη σπουδών στην Γερμανία όπου επωφελούμενος
από τα φτηνά φοιτητικά εισιτήρια άκουσα αρκετή μουσική για να μου κρατήσει μία
ζωή.
Έτσι λοιπόν έχω
γίνει ένα φορητό και ενσωματωμένο μουσικό σύστημα με αρκετά αποθέματα έντεχνου
ήχου για ολόκληρη τη ζωή μου. Παρόλα αυτά εξακολουθώ να ακούω το Τρίτο
Πρόγραμμα ή το Μουσικό Κουτί για να πλουτίσω και άλλο τον θησαυρό μου.
Και η εσωτερική
μου ορχήστρα εξακολουθεί να συνοδεύει τη ζωή μου. Περιττό να πω πόσα
αποσπάσματα από ρέκβιεμ έπαιξε όλη την νύχτα και την ημέρα μετά τα Τέμπη.