Το πρώτο αυτοκίνητό μου ήταν μικρό και κόκκινο. Το κράτησα πάνω από δύο χρόνια και γυρίσαμε την μισή Ελλάδα. Μάλιστα φτάσαμε κι ως την Κρήτη. Δεν σας κάνει εντύπωση; Σκεφτείτε ότι τότε δεν υπήρχαν φέριμποτ. (Ούτε ενοικιάσεις αυτοκινήτων). Ο μόνος τρόπος να εξερευνήσεις την Κρήτη με το αυτοκίνητό σου ήταν να το φορτώσεις με βίντσι σε ένα επιβατικό πλοίο που είχε κατάστρωμα αρκετά μεγάλο για να το υποδεχθεί.
Όπερ και εγένετο. Μπήκαν ξύλινοι τάκοι κάτω
από τις ρόδες, δέθηκαν με κάποιο γερανό στο κατάστρωμα ο οποίος σήκωσε το
αυτοκίνητο ψηλά, έστριψε και το απίθωσε μπροστά στη γέφυρα.
Με το αυτοκίνητο αυτό γύρισα όλη την Κρήτη.
Την πρωτόγονη Κρήτη του Καζαντζάκη, λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του. Επικίνδυνο
εγχείρημα γιατί σε όποιο χωριό έμπαινα με σταματούσαν κι αφού δήλωνα όνομα και
προέλευση, εμφανιζόταν αμέσως η ρακή. Δεν υπήρχε σωτηρία: «Μια ρακή θα την
πιούμε για το καλό!». Μάταια εξηγούσα πως η ρακή δεν πάει με το οδήγημα
(ιδιαίτερα στους ορεινούς δρόμους). Η κρητική φιλοξενία είναι ανένδοτη.
Τρεις εβδομάδες έμεινα στην Κρήτη και κόντεψα
να γίνω αλκοολικός. Ας αφήσουμε τα κιλά που πήρα.
Αυτά για το κόκκινο αυτοκίνητο. Το επόμενο
είχε χρώμα… ταξί! ‘Όταν γύρισα στην Αθήνα είχαμε κερδίσει ένα νέο πελάτη. (Η
εταιρία ήταν διαφημιστική). Επειδή είθισται να χρησιμοποιείς τα προϊόντα που
διαφημίζεις, έπρεπε να αλλάξω και αυτοκίνητο.
Ο νέος μας πελάτης είχε μόλις λανσάρει ένα νέο
σπορ μοντέλο με τολμηρό σχέδιο. Φυσικά οι συνεργάτες μου είχαν παραγγείλει ένα
για μένα.
Όταν ήρθε στο τελωνείο, όλοι ήταν
ενθουσιασμένοι. Μετά από δύο μέρες ήρθε στο γραφείο. Κατέβηκα να το δω.
Εξαιρετική γραμμή, πρωτότυπο σχέδιο, καταπληκτικές ζάντες…
…αλλά το χρώμα!
Ήταν ένα κίτρινο προς το ανοιχτό καφέ. Δηλαδή
το χρώμα που είχε αποφασιστεί για τα ταξί της Αθήνας.
Άλλο χρώμα προς το παρόν δεν υπήρχε – όλη η
πρώτη φουρνιά είχε το ίδιο.
Εν τω μεταξύ η εταιρία μας είχε πουλήσει το παλιό και η άδεια του
καινούργιου είχε βγει στο όνομά μου. Νέα σειρά, σε άλλα χρώματα θα κυκλοφορούσε
σε δύο μήνες.
Έτσι έγινα …ταξιτζής για δυο-τρεις μήνες.
Φυσικά δεν είχαμε βάλει φωτεινή επιγραφή. Αλλά
μόλις ο κόσμος έβλεπε το χρώμα, μου έκανε σήμα να σταματήσω. Στην αρχή
αδιαφορούσα. Μερικοί βιαστικοί χτυπούσαν τις πόρτες (ήταν πάντα κλειδωμένες).
Κάποια στιγμή άρχισα να αλλάζω στάση. Αν είχα
χρόνο και έβλεπα ένα βιαστικό ζευγάρι ή μια γιαγιά με το εγγόνι, σταματούσα. Όταν
με ρωτούσαν γιατί δεν είχα ταξίμετρο απαντούσα «είναι καινούργιο – δεν πρόφτασα
να βάλω. Πληρώνετε ότι θέλετε.»
Αν κάποιος νέος συγγραφέας θέλει να γράψει ωραία διηγήματα, του συνιστώ να δουλέψει μερικά φεγγάρια ταξιτζής. Ακούς εκεί απίθανες ιστορίες. Ολόκληρο μυθιστόρημα γράφεις – όχι μόνο διηγήματα. Αξίζει τον κόπο…