Μνήμη Χρήστου Λαμπράκη
Με τον Χρήστο Λαμπράκη μας ένωναν δύο πράγματα: οι γάτες και η κλασική μουσική. Πόσο λυπάμαι που δεν σκέφθηκα να τον φωτογραφήσω στο σπίτι μου, κάτω από το μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, να μπουσουλάει με τα τέσσερα προκειμένου να παίξει με την γάτα Κούκη.
Ήταν η εποχή που χτιζόταν το Μέγαρο Μουσικής και κάθε
φορά που ολοκληρωνόταν κάποιο μέρος της οικοδομής ερχόταν επείγον τηλεφώνημα.
«Έλα να δεις πως έγινε η μεγάλη αίθουσα»
(αυτή που τώρα φέρει το όνομά του). «Έλα να δεις πως βγήκαν οι σκάλες!»
Το τελευταίο τηλεφώνημα αφορούσε το γκαράζ. «Θα είναι το
μεγαλύτερο της Αθήνας!» θριαμβολογούσε.
Που να ήξερα, ότι αυτό το γκαράζ θα γινόταν αφορμή, μετά
τον θάνατό του, να περάσω μία από τις πιο απογοητευτικές βραδιές της ζωής μου.
Όταν ο Ευάγγελος Μαρινάκης αγόρασε ολόκληρο τον ΔΟΛ, θυμήθηκα
μία συζήτηση με τον Λαμπράκη. Ήταν η εποχή πριν εμφανιστεί ο Κοσκωτάς και ο
Χρήστος ήταν πολύ πεσμένος. Κάποια στιγμή μου λέει: «Εσύ ο κοσμοπολίτης που
ξέρεις εφοπλιστές στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο δεν μπορείς να βρεις έναν που θα
θέλει να αγοράσει τον ΔΟΛ. Βαρέθηκα την πολιτικολογία. Μου αρκεί η μουσική μου,
η βάρκα μου και το Φολκσβάγκεν μου».
(Δεν ήξερα κανένα ζωντανό
εφοπλιστή – οι συγκαιρινοί του παππού
μου, είχαν όλοι αποδημήσει από χρόνια. Και μετά την εμφάνιση του Κοσκωτά, ο
Χρήστος άλλαξε. Σαν να ξύπνησε και έγινε για μία περίοδο πολύ μαχητικός!).
Σύμπτωση όμως; Να μιλήσει για εφοπλιστή!
Μετά την αποχώρησή μου από τον ΔΟΛ, (Σεπτ. 87) χαθήκαμε. Έπαψα
να πηγαίνω και στο Μέγαρο. Όταν όμως
πληροφορήθηκα πρόσφατα ότι θα γινόταν μια βραδιά με τα τραγούδια της Λιλιπούπολης, τους
υπέροχους στίχους που είχε γράψει η πρόσφατα χαμένη φίλη Μαριανίνα Κριεζή,
είπα: αυτή τη φορά θα πάω! Και πράγματι σε λίγες μέρες ήρθαν δύο προσκλήσεις με
την παράκληση να κάνω μία αναφορά στην στήλη μου. Την οποία έκανα πριν τρεις
εβδομάδες σε ένα υστερόγραφο.
Έτσι ξεκινήσαμε χθες, Κυριακή 4 Δεκεμβρίου, εγώ και η
γυναίκα μου από το Ψυχικό για να πάμε στο Μέγαρο. Συνήθως χρειάζονται είκοσι
λεπτά – αλλά προβλέποντας συνωστισμό φύγαμε τρία τέταρτα πριν.
Και ω! του θαύματος! Το «μεγαλύτερο υπόγειο γκαράζ της
Ελλάδας» ήταν κλειστό! Κόκκινες κορύνες έκλειναν την είσοδό του. Σε μέρα
συναυλίας! Που θα μπορούσε και το γκαράζ να κερδίσει χρήματα.
Από κει και πέρα αρχίζει το μαρτύριο. Δεν υπάρχουν γκαράζ
σε αυτή την περιοχή εκτός από ένα στην Δορυλαίου που ήταν ήδη γεμάτο. Η μάντρα
που βρίσκεται στην ίδια ευθεία με το γκαράζ του Μεγάρου είχε ήδη ξεχειλίσει στο
πρώτο μας πέρασμα. Γυρίζαμε σαν την άδικη κατάρα – και αφού χάσαμε κάθε ελπίδα,
τελικά επιστρέψαμε στο σπίτι.