Στις 3 Ιανουαρίου – αρχή του καινούργιου χρόνου – είχε δημοσιευθεί σε αυτή τη στήλη ένα κείμενο-έκκληση με τον τίτλο: «Πού είσαι εμβόλιον;» Όπου απαριθμούσα πόσα πράγματα θα έκανα από την στιγμή που θα εμβολιαζόμουν.
Το εμβόλιο ήρθε, το έκανα (την πρώτη δόση στις 21
Ιανουαρίου, την δεύτερη στις 11 Φεβρουαρίου) και τι κέρδισα;
Ούτε ένα αξιοπρεπές κούρεμα – που κοντεύω να γίνω σαν γίδι!
Ότι νιώθω μεγαλύτερη σιγουριά (αν και με ζώνουν σαν τα φίδια
οι φήμες και οι ειδήσεις για τις πραγματικές ή φημολογούμενες μεταλλάξεις του
ιού) είναι γεγονός. Αλλά πέρα από αυτό… τίποτα. Τώρα που γράφω (είναι Τετάρτη –
τελευταία μέρα για να παραδώσω το Κυριακάτικο κείμενό μου) οι λοιμοξιολόγοι συνεδριάζουν και σχεδιάζουν
να περικόψουν και άλλο τις λίγες μας ελευθερίες.
Έξω ο καιρός είναι ανοιξιάτικος – λαμπρός ήλιος με λίγη
ψύχρα. Αλλά κλεισμένοι στα σπίτια, την άνοιξη την βλέπουμε από το παράθυρο. Κι
αν επικρατήσουν οι απόψεις των πιο αυστηρών, ίσως ζητήσουν να κλείσουμε και τα
παντζούρια…
Πικρό χιούμορ. Αλλά φυσιολογική αντίδραση ενός ανθρώπου που
ζει τον τρίτο του εγκλεισμό (lockdown – OK, κ.
Μπαμπινιώτη;) και δεν βλέπει να βελτιώνεται η κατάσταση. Μάλιστα, στο κύριο
άρθρο της σημερινής «Καθημερινής» με τίτλο «Απαγορεύσεις χωρίς όφελος» διαβάζω:
«Είμαστε ήδη στην τρίτη εβδομάδα lockdown. Η ιδιαιτερότητα αυτής της φάσης είναι ότι υφιστάμεθα
όλες τις οικονομικές, εκπαιδευτικές και ψυχοκοινωνικές παρενέργειες των
απαγορεύσεων, δίχως να βλέπουμε την υγειονομική τους ωφέλεια. Φαίνεται σαν να
ματαιοπονούμε καίγοντας τα τελευταία αποθέματα υπομονής…».
Η εφημερίδα συνεχίζει ζητώντας να αλλάξει το μείγμα των
μέτρων. Πιστεύω ότι έχει δίκιο. Στην γειτονιά μου κάθε βράδυ, εδώ και πολλές μέρες,
ακούγεται ο απόηχος (πότε μακρινός – πότε κοντινός) ενός πάρτι. Που συχνά συνεχίζεται
ως το πρωί (προφανώς για να μπορέσουν οι καλεσμένοι να επιστρέψουν όταν
επιτραπεί η κυκλοφορία). Εμείς το ακούμε καθαρά – άραγε η αστυνομία δεν ακούει
τις μουσικές και τις φωνές;
Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται. Για τους πιο περίεργους λόγους,
συνδικαλιστές, σωματεία, κατεβαίνουν στους δρόμους και τις πλατείες. Υποτίθεται
ότι απαγορεύονται – στον κατάλογο του 13033 δεν υπάρχει τέτοια δικαιολογία
εξόδου. Αλλά είναι σχεδόν καθημερινές.
Στους κεντρικούς εμπορικούς δρόμους κυκλοφορεί άφθονος κόσμος
– σαν να ήταν ανοιχτά τα μαγαζιά. Φαίνεται ότι τα σύνδρομα στέρησης επικρατούν
και αναγκαστικά ο κόσμος ασκείται στην οφθαλμοπορνεία. Ικανοποιείται πλέον
χαζεύοντας τις βιτρίνες.
Εμείς οι εμβολιασμένοι θα φτάσουμε σύντομα το εκατομμύριο.
Γιατί να μην μπορούμε να κυκλοφορούμε ελεύθερα; Να πάρουμε την εμβολιασμένη ή
ανήλικη οικογένεια μας και να κάνουμε μία εκδρομή. Παίρνοντας τα τάπερ μας να
κάνουμε πικνίκ κάτω από τα δέντρα. Ποιόν ενοχλούμε και ποιόν μολύνουμε;
Όταν έγραφα την επίκληση: «Έλα εμβόλιον!» άλλα είχα ονειρευθεί.
Να πάρω το αυτοκίνητό μου και να γυρίσω την ανοιξιάτικη Ελλάδα. Π. χ. δεν έχω
καταφέρει ακόμα να οδηγήσω στην Ιόνια Οδό – ήταν η πρώτη μου προτεραιότητα. Μου
λένε ότι είναι υπέροχη. Μα την αλήθεια, ποιόν θα ενοχλούσα αν το έκανα; Ποιον
υγειονομικό κανόνα θα παραβίαζα;
Χάρη στην ηλικία μου εμβολιάστηκα νωρίς. Λόγω όμως της ίδιας
ηλικίας δεν γνωρίζω πόσος καιρός μου μένει για να χαρώ την όμορφη χώρα μου.
Ευτυχώς δεν έχω «υποκείμενα νοσήματα» (μία έκφραση που έμαθα χάρη στον
κορονοϊό) και μπορώ ακόμα να απολαύσω την όμορφη φύση.
Καταλαβαίνω πως αυτό που ζητάω είναι λογικό αλλά άδικο. Δεν
φταίνε οι μη εμβολιασμένοι που δεν εμβολιάστηκαν ακόμα. Ούτε είναι εφικτό το
κράτος να ξεχωρίζει τους μεν από τους δε. Άρα θα πρέπει και εμείς, οι
εμβολιασμένοι, να περιμένουμε μέχρι να γίνουμε πλειοψηφία (τι άκομψη έκφραση η: «ανοσία της αγέλης!»). Έτσι, ότι κερδίσαμε στην αρχή θα το χάσουμε στην
αναμονή. Τα όνειρα και οι επιθυμίες αναβάλλονται…