Δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ, η Μόρια.
Από την αρχή, εδώ και χρόνια, στοιχειώνει τις νύχτες μου. Φυσικά,
τρέχοντας για τις δουλειές της μέρας, την ξεχνάω. Και ξαφνικά, εκεί που ξαπλώνω
να χαλαρώσω, να ξεκουραστώ, σαν μαυρόασπρο φιλμ στην τηλεόραση βλέπω μπροστά
μου όλες τις εικόνες που έχει συλλέξει η μνήμη μου. Αυτή η μνήμη που έχει
κολλήσει εκεί από χρόνια, από την αρχή, όταν ήταν μονάχα μερικές εκατοντάδες
άνθρωποι.
Και τώρα τους βλέπω στα ρείθρα του δρόμου, έχοντας χάσει
στην πυρκαγιά και τα ελάχιστα υπάρχοντά τους, σαν χαμένες ψυχές που δεν
βρίσκουν που να φωλιάσουν.
Πώς το αφήσαμε να θεριέψει έτσι αυτό το κακό; Τι περιμέναμε
να γίνει και τόσα χρόνια δεν κάναμε τίποτα; Περιμέναμε να εξαφανιστούν από
μόνοι τους, να εξαερωθούν, να χαθούν στον ορίζοντα;
Δεν με ενδιαφέρει αν είναι πρόσφυγες ή μετανάστες, αν είναι
χριστιανοί ή μουσουλμάνοι – άνθρωποι είναι, μανάδες με παιδάκια, νέοι χωρίς
προοπτική, γέροντες που για να φύγουν στην ηλικία τους, έζησαν πολύ άσκημες
στιγμές.
Πού είναι οι ανθρωπιστές, οι αλληλέγγυοι, οι Μη Κυβερνητικές
Οργανώσεις, πού είναι η Εκκλησία του Ιησού που κήρυξε την Αγάπη προς όλους και
του Απόστολου Παύλου που έγραφε: « Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος
οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Αποτυχία όλων μας. Από τον μεμονωμένο ντόπιο πολίτη, μέχρι
την τοπική αυτοδιοίκηση, το κράτος, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Οργανισμό Ηνωμένων
Εθνών – όλων μας!
Ξέρω: υπάρχουν πολλές δικαιολογίες. Μερικοί μετανάστες είναι
επιθετικοί και οχληροί, άλλοι (απελπισμένοι από την δική μας αδράνεια) έφτασαν
να βάλουν φωτιά στη Μόρια για να αλλάξουν την τύχη τους. Όμως και γι΄ αυτούς
έχουμε ευθύνη – κι ας μην το δεχόμαστε.
Σίγουρα δεν φταίμε εμείς που βρέθηκαν στο δρόμο μας, ούτε
που έγιναν παιχνίδι στα χέρια μεγάλων δυνάμεων, τρόποι εκβιασμού και
πειθαναγκασμού. Αλλά από την στιγμή που μας ήρθαν, σαν ακάλεστοι επισκέπτες,
τους χρεωθήκαμε. Και αφήσαμε την Μόρια να μεγαλώσει, να γιγαντωθεί σαν κακό
απόστημα που κατατρώει όλο τον οργανισμό.
Και για χρόνια κάναμε πως δεν βλέπαμε και δεν ακούγαμε. Αφού
δεν μπορούσαμε να τους δώσουμε αυτό που επιθυμούσαν – την έξοδο στην Ευρώπη –
αποφασίσαμε να μην τους δώσουμε τίποτα. Μία τουαλέτα για 80 άτομα. Ζωή αβίωτη,
λες και θα τους πείθαμε να απαυδήσουν και να φύγουν. Να πάνε που;
Στην Ευρώπη δεν τους θέλουν. Στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν τους
θέλουν. Εδώ δεν υπάρχει Μέρκελ που είπε το γενναίο: “Wir schaffen das”. (Θα τα καταφέρουμε).
Και οι Γερμανοί το δέχτηκαν.
Σε μας ήρθε και η πανδημία και την ακολούθησε η φωτιά…
Οι εικόνες από την Μόρια με καταδιώκουν. Ταράζουν τον ύπνο
και την ανάπαυση, δημιουργούν πλέγμα ενοχής ακόμα και σε μένα, που απλώς
συμπονώ. Μπλέκονται με άλλες εικόνες από στρατόπεδα συγκεντρώσεως, από Γκούλαγκ
ως Μάουτχαουζεν.
Δεν έχω άλλο τρόπο να εκφράσω των λύπη και την απελπισία μου,
παρά μόνο γράφοντας αυτό το μπλογκ. Αν ήμουν νεότερος θα πήγαινα εκεί να δώσω
ένα χέρι. Αλλά τι να με κάνουν, ογδονταπεντάχρονο συμπαραστάτη; Βάρος θα ήμουν.
Κι έτσι έμειναν οι νύχτες αϋπνίας,
που τους αφιερώνω.