Κυριακή, Μαΐου 19, 2019

Τι απέγινε ο ποιητής Κ. Χ. Μύρης;

Στις 4 Δεκεμβρίου 1970, καταμεσής στα χρόνια της χούντας, σκάει σαν βόμβα στην Αθήνα ο φωνογραφικός δίσκος «Χρονικό» του Γιάννη Μαρκόπουλου. Συνεργαζόμουν τότε με το Στούντιο ΕΡΑ (για διαφημιστικά) και ο Γιάννης Σμυρναίος, ηχολήπτης και ψυχή του στούντιο, με είχε «προειδοποιήσει». Έσπευσα να τον προμηθευτώ και από κει και πέρα, για αρκετές μέρες στο σπίτι ακουγόταν αποκλειστικά και μόνον αυτός.

Για τον Μαρκόπουλο κάτι ήξερα και το τρελό τραγούδι του «Ζαβάρα κάτρα νέμια» το είχαμε τραγουδήσει σε στιγμές κεφιού. Αλλά το «Χρονικό» ήταν άλλο πράγμα. Το ξανάκουσα προχθές και πάλι μου σηκώθηκε η τρίχα.

Κάτι τέτοιες ώρες αναρωτιέμαι: γιατί όταν κάποιος αναφέρει τους «μεγάλους» του Ελληνικού τραγουδιού αφού ξεκινήσει με Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, μπορεί να αναφέρει και άλλα πέντε-έξη ονόματα πριν φτάσει στον Μαρκόπουλο – αν φτάσει ποτέ. Κάτι περίεργο συμβαίνει εδώ – κακές δημόσιες σχέσεις; Πάντως σαν μανιώδης και επαρκής ακροατής καλής μουσικής, θεωρώ πως αρκετά έργα του – ιδίως οι τρεις πρώτοι του δίσκοι: «Χρονικό», «Ιθαγένεια» και «Θητεία», είναι κορυφαία επιτεύγματα.

Αλλά το μπλογκ αυτό δεν αφορά τον Μαρκόπουλο, παρά μόνον εμμέσως. Στους δύο πρώτους από τους δίσκους που ανέφερα συμμετέχει – και λάμπει – ένας  άγνωστος μέχρι τότε ποιητής. Στο εξώφυλλο αναγράφεται με το όνομα Κ. Χ. Μύρης. 

Υπάρχουν ποιήματά του που είναι λυρικά διαμάντια. Όπως ο «Αρχάγγελος»:

«Τις Κυριακές στα Τρίκαλα στην Λάρισα, στη Σπάρτη / κάποιον κρυφόν αρχάγγελο προσμένουν κάθε Μάρτη.
Το βράδυ στον περίπατο κορίτσια και φαντάροι / ανεβοκατεβαίνουνε με σκάλες στο φεγγάρι».

Αλλά και στον δεύτερο δίσκο, την «Ιθαγένεια», σου κολλάει σαν έμμονη ιδέα ο στίχος:  «Χίλια μύρια κύματα μακριά, το Αϊβαλί…»

Στον τρίτο δίσκο της τριλογίας ο Μύρης εξαφανίζεται και αντικαταστάτης του –επάξιος – είναι ο Μάνος Ελευθερίου, που μας δίνει «Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα» ή και τα άλλα λόγια τα «μαλαματένια… στο μαντήλι».

Όμως ο Κ. Χ. Μύρης δεν συνέχισε την ποιητική του παρουσία. Τι έγινε;

                                                       ***
Φυσικά το όνομα Μύρης ήταν ψευδώνυμο. Παραήταν ωραίο για να είναι αληθινό – που θα έλεγαν και οι Άγγλοι.

Ο Μύρης, με το πραγματικό του όνομα έγινε δάσκαλος και καθηγητής, μελετητής, μεταφραστής και σχολιαστής αρχαίων έργων – αλλά κυρίως έγινε κριτικός θεάτρου. Ο πιο γνωστός και επιδραστικός της εποχής του.

Μάλιστα και σε αυτή του την ιδιότητα, υπήρξε πρωτεϊκός. 

Αφού κράτησε επί πολλά χρόνια την στήλη κριτικής θεάτρου των «Νέων», κάποια στιγμή σταμάτησε να γράφει. Άκουσα πως συνταξιοδοτήθηκε.

Αλλά μετά από μία αρκετά μακριά απουσία, δεν άντεξε και επέστρεψε.

Μόνον που ο επιστρέψας κριτικός διέφερε από τον συνταξιοδοτηθέντα.

Ο παλαιός ήταν αυστηρός και ενίοτε σκληρός. Ο σημερινός είναι ήπιος και καλόβολος.

Τον παρακολουθώ από την ημέρα της επιστροφής του. Μέχρι τώρα, σε δύο χρόνια, βρήκα μόνο μία αρνητική κριτική του. Μέσα στο μπάχαλο του θεάτρου μας, αυτό είναι ρεκόρ.

Προφανώς επιλέγει τις παραστάσεις που κρίνει. 

Επίσης έχει αλλάξει την μορφή της κριτικής του. Σε κάθε έργο κάνει μία εισαγωγή αναλύοντας την παράδοση και προέλευση του είδους, τους κύριους εκπροσώπους του, την προϊστορία του στην Ελλάδα. Έτσι κάθε κριτική γίνεται ένα μάθημα θεατρολογίας.

Η εισαγωγή του καταλαμβάνει συνήθως τα τρία τέταρτα της σελίδας που του παραχωρεί η εφημερίδα. Οπότε για την ίδια την παράσταση μένει λίγος χώρος ο οποίος καλύπτεται από καλά λόγια.

Χαίρομαι να διαβάζω τον δάσκαλο. Αλλά πάντα σκέπτομαι: πού να είναι κρυμμένος εκείνος ο τρυφερός λυρικός ποιητής;