Κυριακή, Μαρτίου 10, 2013

Marleen Bucholz


Ένα email με πληροφόρησε πως η Μαρλέεν της νιότης μου, πέθανε το πρωί της 9ης Μαρτίου 2013, μετά από μακριά αρρώστια.
 
Μαζί της έφυγε μία εποχή – η πιο σημαντική για τη ζωή μου. Τα χρόνια των σπουδών μου στην Γερμανία – τα χρόνια που με έφτιαξαν κι όπου πρωταγωνιστούσαν δύο πρόσωπα. Ο καθηγητής Γιόζεφ Στύρμαν και η Μαρλέεν.
 
Όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες και αληθινές αγάπες, δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ. Κι όποτε αργότερα βρισκόμασταν, πάντα ένιωθα βαθιά τρυφερότητα και έρωτα.
 
Μερικές φράσεις από το πορτρέτο της, στους «Δρόμους μου»:
 
Όταν την γνώρισα είχε μακριές κοτσίδες και την φήμη ενός παιδιού-θαύματος. Ήταν δεκαεννέα ετών και έγραφε χρονογράφημα στην Süddeutsche!
Γίναμε σύντομα εραστές και μείναμε μαζί τρία χρόνια - παρά τις αντιρρήσεις της δυναμικής μητέρας της. Η οποία είχε υψηλή θέση σε κινηματογραφική εταιρία και πολύ προοδευτικές απόψεις για όλα - πλην των Ελλήνων εραστών.
 
Είχε ένα πρόσωπο φοβερά εκφραστικό και ευμετάβλητο. Ώρες ώρες ήταν  πολύ ωραίο - άλλες ιδιαίτερα χαριτωμένο, πάντα φοβερά ζωντανό. Έξυπνη, εύστροφη και με κάτι που θα ονόμαζα έμφυτο καλό γούστο. Πηγαίναμε σε μία έκθεση ζωγραφικής. Μπορεί να μην ήξερε τίποτα για τον ζωγράφο, για την σχολή στην οποία ανήκε, να μην είχε μελετήσει - όμως αμέσως ξεχώριζε τα καλά έργα, με την ίδια σιγουριά που διάλεγε σωστά μία γραβάτα. Το ίδιο και στα κοντσέρτα - έπιανε αμέσως την καλή εκτέλεση. Άλλοι χρειάζονταν ώρες ανάλυσης για να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, εκείνη το έβρισκε σε ένα λεπτό.
Πρέπει να ήταν η σωστή παιδεία που, εξ απαλών ονύχων, είχε πάρει από την μητέρα της μιαν ιδιαίτερα καλλιεργημένη γυναίκα. Όμως και οι παρέες, στις οποίες από παιδί σύχναζε, είχαν την τέχνη όχι για πολυτέλεια - αλλά για καθημερινότητα. Έτσι είχε μία φυσική σχέση με το πνεύμα, που σπάνια έχω συναντήσει.
 
Τα κείμενά της ήταν ειρωνικά και χαριτωμένα - φρέσκα και άμεσα. Κι εδώ κυριαρχούσε η φυσικότητα. Τίποτα το φιλολογικό, το φτιαχτό, το προσποιημένο.
Τον «μήνα του μέλιτος» τον περάσαμε στην Ελλάδα το πρώτο καλοκαίρι. Είχε ο πατέρας μου ένα φίλο ξενοδόχο στην Αιδηψό. Μας παραχώρησε το δώμα, πάνω στην ταράτσα του μικρού ξενοδοχείου - από το οποίο δεν κατεβήκαμε για μέρες. Μας ανέβαζαν επάνω πιατέλες με φρούτα, γλυκά και φαγητά κι εμείς κάναμε ηλιοθεραπεία στην ταράτσα και ατελείωτο έρωτα.
 
Ζήσαμε μαζί τρία υπέροχα χρόνια και ένα δύσκολο. Μετά, άλλα πενήντα τρία χρόνια χώρια, αλλά κουβαλώντας ο ένας τον άλλο μέσα μας – τόσο μας είχε εμποτίσει αυτή η σχέση. Η φωτογραφία βγήκε στην Πνύκα το 56 ή 57 – δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως όταν πάτησα το κουμπί για την αυτοφωτογράφηση κελαηδούσαν δυνατά πουλιά.