Χθες το βράδυ συμπλήρωσα τρεις χιλιάδες εκατόν τριάντα τρεις φίλους στο Facebook. Η πολιτική μου είναι να μην ζητάω αλλά να αποδέχομαι όλες τις αιτήσεις φιλίας που μου έρχονται. (Νιώθω άσκημα να τις απορρίπτω).
Από τους φίλους αυτούς εγώ γνωρίζω ελάχιστους – δύο τρεις δεκάδες. Υποτίθεται όμως πως όλοι όσοι ζητάνε τη φιλία μου θα πρέπει κάπως να με ξέρουν. Όχι βέβαια προσωπικά αλλά από τα βιβλία, τα άρθρα, τα blogs και τις (παλιότερες) παρουσίες μου στην τηλεόραση.
Το πόσο λίγο συμβαίνει αυτό, το διαπιστώνω καθημερινά. Έτσι π. χ. με προσκαλούν συχνά σε θρησκευτικές τελετές, ή σε εθνικιστικές σταυροφορίες. Σύμφωνοι, δεν περιμένω να έχουν εμβαθύνει όλοι στα βιβλία μου, αλλά τις πολύ στοιχειώδεις τοποθετήσεις μου περίμενα να τις ξέρουν. Π. χ. ότι δεν είμαι πιστός, ούτε σοβινιστής. Πως έχω πολεμήσει μία ζωή εναντίον δογμάτων κάθε είδους και των φανατικών οπαδών τους.
Καταλαβαίνω ότι στατιστικά είναι δύσκολο να μην βρεθούν και μερικοί που έχουν ακούσει μόνο το όνομα. Πάντως για ολονυχτίες και προσκυνήματα της Παναγίας δεν προσφέρομαι...
Άλλοι πάλι παραβιάζουν ανοιχτές πόρτες, προσπαθώντας να με πείσουν για πράγματα για τα οποία ήδη αγωνίζομαι μία ζωή. Μου γράφουν και θυμάμαι την παροιμία: «Έλα παππούλη μου να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου».
Θα μου πείτε: μα δεν ήξερες πόσο επιπόλαιο πράγμα είναι αυτές οι δικτυακές φιλίες; Το υποπτευόμουν, αλλά πίστευα (και το πιστεύω ακόμα) ότι οι τόποι κοινωνικής δικτύωσης είναι χρήσιμοι θεσμοί στις νέες δικτυακές κοινότητες. Γι αυτό και συμμετέχω. Το πόσο σωστοί, δημιουργικοί και παραγωγικοί είναι, εξαρτάται από εμάς. Δυνατότητες παρέχουν άφθονες. Και δεν φταίει το Facebook αν οι χρήστες του το χρησιμοποιούν χωρίς προσοχή και περίσκεψη...
___________________________________________________
Ο τίτλος δανεικός από το πρώτο βιβλίο του Νίκου Καχτίτση