Πηγαίνω πίσω στη μνήμη να θυμηθώ ποιος με πρωτοτρόμαξε. Η ιστορία με τους φόβους του στόματος μάλλον ξεκίνησε με τον Θείο Παντελή και τα κρεατάκια. Γράφω στους «Δρόμους μου» τα εξής:
Για λόγους οικογενειακής αλληλεγγύης πηγαίναμε για τα δόντια μας στον θείο Παντελή (και για τα ρούχα μας στον θείο Βλάση). Ο θείος Παντελής ήταν ένας ρωμαλέος και γραφικός Σμυρνιός που λάτρευε το καλό φαγητό. (Ψώνιζε μόνος του από την Κεντρική Αγορά και μαγείρευε αυτοπροσώπως τα σουτζουκάκια του). Δεν είχε όμως - αλίμονο - καμιά γνώση παιδικής ψυχολογίας.
"Δεν το πειράζω!" με διαβεβαίωσε όταν με πήγαν για το πρώτο δόντι που κουνιόταν. "Να το δω θέλω μόνο!" Το έπιασε όμως με τα χοντρά του δάχτυλα (καυχιόταν ότι ξερίζωνε κανονικό δόντι με το χέρι, χωρίς τανάλια) και το ξεκόλλησε.
Τότε έχασα το πενήντα τα εκατό της εμπιστοσύνης μου στους γιατρούς.
Το υπόλοιπο πενήντα τα εκατό εξαφανίστηκε λίγα χρόνια μετά, όταν με πήγαν για εγχείρηση εκβλαστήσεων (τα γνωστά "κρεατάκια"). Εκεί ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι θα ψεκάσει με ένα αναισθητικό και δεν θα νιώσω τίποτα - απολύτως τίποτα.
Λιποθύμησα από τον πόνο.
Έτσι, όταν κάποτε θεωρήθηκε εντελώς απαραίτητο να κάνω εγχείρηση αμυγδαλών (πυώδεις κλπ.) έκανα τον γύρο όλων των ωτορινολαρυγγολόγων της Αθήνας. Πρώτα πηγαίναμε επίσκεψη - όπου διαπιστωνόταν η αναγκαιότητα της αφαίρεσης. Ύστερα κλείναμε ραντεβού για την επέμβαση (όπου κάθε φορά υποσχόμουν πως "αυτή τη φορά θα καθίσω!"). Κι ύστερα, την τελευταία στιγμή το έσκαγα μέσα από το χειρουργείο. Αδύνατον να με κάνουν καλά (ήμουν εν τω μεταξύ δεκατετράχρονος με πρόωρη ανάπτυξη) ας αφήσουμε που αυτή η επέμβαση δεν γίνεται με το ζόρι. (Τότε δεν έκαναν γενική αναισθησία).
Αλλάζαμε μετά γιατρό ("με τι μούτρα να ξαναπάμε σε αυτόν" έλεγε για τον παλιό η μητέρα) και ξανά η ίδια ιστορία. Κάθε φορά ήμουν πεπεισμένος πως θα "καθίσω". Αλλά μόλις έβλεπα την τεράστια σύριγγα με την αναισθητική ένεση να πλησιάζει στο στόμα μου, ήταν αδύνατο να ελέγξω τον πανικό μου.
Νομίζω πως πρέπει να ήταν η πρώτη νίκη επάνω στον φόβο μου, όταν τελικά, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, πήγα και έκανα την επέμβαση μόνος μου, χωρίς να το ξέρουν οι γονείς μου. Έκλεισα ο ίδιος ραντεβού στον ιατρό Καναγκίνη, ο οποίος τηλεφώνησε στο σπίτι μου μετά το τέλος της εγχείρησης. Έχω ακόμα ένα από τα βιβλία που μου χάρισε ο πατέρας μου για έπαθλο, να τα διαβάζω όσο θα ήμουν σιωπηλός. Μία ανθολογία της Αγγλόφωνης ποίησης με σημειωμένη στο εσώφυλλο την ημερομηνία Απρίλιος 1951. Είχα διαλέξει τις διακοπές του Πάσχα για να αποδείξω την γενναιότητά μου.
Κάπου εκεί βρίσκονται λοιπόν οι ρίζες του φόβου. Ενώ αντιμετωπίζω με (σχετική) γενναιότητα επεμβάσεις σε άλλα μέρη του σώματος (έχω κάνει ήδη οκτώ) όταν πρόκειται να ανοίξω το στόμα μου, δεν κοιμάμαι καλά πολλές νύχτες. Ακόμα κι αν πρόκειται για διαδικασίες ρουτίνας.
Ένα αντίδοτο στο φόβο μου: αντί για βλοσυρούς Παντελήδες διαλέγω νέες και όμορφες οδοντογιατρίνες. Όχι πως παύω να φοβάμαι αλλά όσο να’ ναι… Ντρέπομαι και να το δείξω.
(Αλήθεια, όταν ήμουν παιδί, υπήρχε μόνο μία ειδικότητα: οδοντίατρος. Τώρα έχω ζαλιστεί: Περιοδοντολόγος, ενδοδοντιστής, εμφυτευματολόγος, ορθοδοντικός, γναθοχειρουργός - κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο…).
Τα γράφω όλα αυτά γιατί εχθές κατάφερα πάλι να υπερνικήσω τους φόβους μου και να υποστώ μία (ελπίζω επιτυχή) επέμβαση. Να ξέρατε πόσο ξαλαφρωμένος νιώθω…