Κυριακή, Δεκεμβρίου 31, 2006
Ευχές από την Ζαχαρούπολη
______________________________________
______________________________________
_______________________________________
____________________________________
_______________________________________
________________________________________
________________________________________
_________________________________________
_________________________________________
Πλατεία Συντάγματος, 31 Δεκεμβρίου 2006, ώρα 11.
Φωτογραφίζει και εύχεται ο Ν. Δ.
Blogger's Carols
ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ;
Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά
Για μας ο μήνας έχει εννιά
Κι αρχή καλός μας χρόνος
Κανείς μη μείνει μόνος!
Αρχή που ήρθεν ο Χριστός
(κι αντί γι αυτόν ήρθε ο «Σωστός»
στο μπλογκ να περπατήσει
και να μας κακοκαρδίσει).
Άγιος Βασίλης έρχεται
όμως μην τον προσέχετε
Είναι από την Καισαρεία
πράκτορας απ’ την Τουρκία.
Κρατάει λάπτοπ και ποντίκι
λίστα δώρων τρία μήκη
για τους μπλόγκερ δώρα φέρνει
σ’ ένα έλκηθρο που σέρνει.
Η Αφροδίτη πρώτη μήτηρ
παίρνει μία μπέημπυ σίτερ.
Και ο Μίκυ μία Μίνι
μήπως έβρει την γαλήνη.
Στην Παράγραφο τι άλλο
απ’ το θαύμα το μεγάλο,
που με την κετογενή
έγειανε η Φωτεινή!
Ο Άντυ που ‘χει και μπαμπίνα
παίρνει μία καραμπίνα
να φυλάει τον θησαυρό του
απ τον μέλλοντα γαμπρό του.
Στην Πανάσχημη έχει φέρει
του Adam Smith το αόρατο χέρι
και ακόμα στον Λευτέρη
μία Sylvia ξεφτέρι.
Όλοι οι Θεσσαλονικιοί
παίρνουν μία ευρυζωνική
να σερφάρουν στις σελίδες
πριν από τους χαμουτζήδες.
Zontas έλαβε ντιβάνι
ψυχοψάξιμο να κάνει
και ο Doctor θυμιατό
να θυμάται τον «σωστό».
Στην Συμέλα, καραμέλα
στον Κατσάρη, τον Κρικέλα,
μία σχεδία στον Ναυαγό
και στον Χάρυ, Αλβανό.
Στον Reactor Hayabuza
για να κάνει μία σούζα,
Στην Artanis μία κέντα
και να έχει πάντα ρέντα.
Εις τον Τάκη Αλεβαντή
μία πλούσια λεοντή,
εις τον Τάκη Βασιλό
ένα σκύλο παρδαλό.
Εις την Blade μία μελωδία
ποίημα εις την Ιουλία,
και στην synas ένα ρόδι
εις τον broccoli, ένα βόδι.
Ένα puzzle στην Γεωργία
εις την Βέλιου την Μαρία
ένα ράφι με βιβλία,
Στην Gravoura
μία κούρα
στον Ζορό
ένα μπιμπερό
και στην Φιλομήλα – μήλα!
Στον Guerrero μία οβίδα,
στον «σαλτάρω» μία βίδα,
στους υπόλοιπους τους άλλους
σύντροφους απείρου κάλλους.
Και εις έτη πολλά!
Σάββατο, Δεκεμβρίου 30, 2006
Η Τέλεια Διαδρομή της Πρωτοχρονιάς
Μερικοί λένε ότι έχω παράξενες συνήθειες.
Παράξενες επειδή πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα. Ας πούμε: την Πρωτοχρονιά όλοι οι Έλληνες ξημερώνονται παίζοντας χαρτιά. Εγώ ούτε παίζω, ούτε ξημερώνομαι. (Όχι πως δεν παίζω γενικά – αλλά βαριέμαι το χαζοχαρούμενο χαρτί της Πρωτοχρονιάς…).
Μετά την αλλαγή του χρόνου και τις ευχές, πηγαίνω για ύπνο. Ξυπνάω όμως χαράματα, παίρνω το αυτοκίνητο και ορμάω στους άδειους δρόμους.
Ποτέ δεν είναι οι δρόμοι τόσο άδειοι, όσο το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Οι μισοί άνθρωποι παίζουν ή γλεντάνε και οι άλλοι μισοί έχουν μόλις πάει για ύπνο. Χαράζει η πρώτη μέρα του νέου χρόνου και φαίνεται καινούργια, νιόκοπη, σαν να ήταν η πρώτη μέρα της ζωής σου. (Είναι! Η πρώτη της υπόλοιπης ζωής σου…)
Αχ, αυτή η υπέρτατη ηδονή των άδειων δρόμων! Πόσες φορές μπορεί κανείς να την απολαύσει; Έχεις την αίσθηση ότι είσαι μόνος στον κόσμο, για σένα φτιάχτηκαν οι εθνικές οδοί, τα τοπία, όλος ο πλανήτης σου ανήκει.
Μέσα στο πρωτοχρονιάτικο πρόγραμμά μου είναι να προλάβω την ανατολή του ήλιου από κάποιο ωραίο μέρος. Πράγμα όχι δύσκολο, μια και εκείνες τις μέρες ο ήλιος ανατέλλει αργά και το αυτοκίνητο πηγαίνει γρήγορα.
Αν αργήσω να ξεκινήσω, κατευθύνομαι σε κάποιο από τα βουνά της Αττικής. Είναι εύκολο να δεις την ανατολή από την Πεντέλη, τον Υμηττό, την Πάρνηθα. Όμως συνήθως φεύγω νωρίτερα – μέσα στο μαύρο σκοτάδι – και φτάνω μακριά. Έχω δει τον ήλιο της Πρωτοχρονιάς να ανατέλλει από το Πόρτο Χέλι, τα Καμένα Βούρλα, ακόμα κι από το Πήλιο (στα τρελά μου χρόνια). Όλα αυτά με εκκίνηση από την Αθήνα. Άλλες φορές, με αφετηρία την Θεσσαλονίκη, τον είδα να ξεπροβάλει από την Χαλκιδική και (πολύ όμορφα) από τον Πλαταμώνα. Έχω εγκαινιάσει χρονιές από τον Όλυμπο, τον Χελμό και τον Παρνασσό.
Έτσι πιστεύω πως πρέπει να αρχίζει κάθε καινούργιος χρόνος. Με μία Τέλεια Διαδρομή. Με την αίσθηση της άπλας, του ανοίγματος, της ελευθερίας, που σου χαρίζουν οι άδειοι δρόμοι. Με την θριαμβική απογείωση που σηματοδοτεί μία ανατολή.
Κάθε ανατολή είναι αισιόδοξη – κάθε δύση μελαγχολική. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, χρειάζεσαι μεγαλύτερη δόση αισιοδοξίας για να αντισταθμίζεις την κούραση και την φθορά. Παρ’ όλη την οπτιμιστική διάθεση, δεν είναι δυνατόν να αποκρύψεις μέσα σου μία μαύρη σκέψη. Πόσες τέτοιες ανατολές ακόμα; Κι αν είναι η τελευταία;
Εκεί, η απάντηση είναι μία και μοναδική. Μπαίνεις στο αυτοκίνητο, βάζεις τη μουσική στη διαπασών και τέρμα τα γκάζια. Η μόνη απάντηση στη μαυρίλα είναι η δράση. Να περνάνε από την οθόνη του παρμπρίζ τα τοπία – βουνά, θάλασσες, κάμποι. Όλα, τόσο παλιά όσο το σύμπαν και τόσο καινούργια όσο ο νέος χρόνος.
Η Τέλεια Διαδρομή της Πρωτοχρονιάς. Δοκιμάστε την! Αξίζει τον κόπο να θυσιάστε την χαρτοπαιξία και το ξενύχτι (και τον θόρυβο και την τσιγαρίλα) για να δείτε τον νέο χρόνο να ανατέλλει – κυριολεκτικά.
Γίνεται βέβαια και αλλιώς – να ξενυχτίσετε, να χαρτοπαίξετε και μετά, χωρίς να πάτε στο κρεβάτι, να βγείτε για το κυνήγι της ανατολής. (Πρέπει να είστε αρκετά νέος για να το αντέξετε αυτό).
Όμως δεν θα έχετε την φρεσκάδα του πρωινού ξυπνήματος. Θα είστε βαρύς, κουρασμένος και – σίγουρα – λίγο ή περισσότερο πιωμένος. Ε, δεν την χαίρεσαι έτσι σωστά την ανατολή, ούτε την αίσθηση της νέας εκκίνησης.
Πώς καταφέρνουν οι περισσότεροι άνθρωποι να ξυπνάνε την πρώτη μέρα του καινούργιου χρόνου αργά το μεσημέρι με πονοκέφαλο, βαρυστομαχιά και κακοδιαθεσία…
Διαφοροποιηθείτε! Πάρτε τον πιστό τετράτροχο φίλο σας και ανοιχτείτε στους άδειους δρόμους. Οδηγείστε με κέφι, ρυθμό, μουσική. Οργώστε κάμπους, στροβιλιστείτε σε αναβάσεις, χαράξτε ροδιές σε ακρογιαλιές! Καλή χρονιά, με πολλούς, ποιητικούς και γρήγορους, πάλλευκους ή κατάμαυρους ίππους!
H Porsche της φωτο δεν είναι δική μου (μακάρι). Μου την είχε δανείσει η αντιπροσωπεία για δοκιμή.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006
H Εξομολόγηση του Don
Στο ένθετο βιβλίο (200 σελίδες) της "Καθημερινής" με τίτλο "Η Ελλάδα το 2007", που κυκλοφορεί σήμερα, υπάρχει ειδικό αφιέρωμα στο blogging - που μπήκε μάλιστα σε καλή σειρά (πρώτο τραπέζι πίστα). Στο αφιέρωμα γράφουν ο Don, ο Πιτσιρίκος και ο Φώτης Περλικός (e-rooster).
O Don μελέτησε με προσοχή το κείμενό του να δει μήπως είχε τυπογραφικά λάθη.
Ο Al το προσπέρασε - αφήνοντας πίσω μόνο την περιφρόνηση της ουράς του.
Το Γκνάκι το μελετησε ενδελεχώς πριν να εκφράσει την απόλυτη διαφωνία του που το οδήγησε σε ολοκληρωτική απόρριψη.
Ιδού τώρα και το επίμαχο άρθρο:
Εξομολόγηση ενός blogger.
Για ένα συγγραφέα το blog είναι μία αποκάλυψη. Το βιβλίο, αυτό το υπέροχο όχημα, ξαφνικά γίνεται στατικό και αδρανές. Η διαδικασία της έκδοσης, της κυκλοφορίας, της ανάγνωσης, της αποτίμησης – που στο βιβλίο διαρκούν μήνες και χρόνια – εδώ συμπυκνώνονται σε ώρες και μέρες. Ο συγγραφέας έχει το κοινό κοντά του – όπως ο ηθοποιός – και απολαμβάνει αμέσως τις αντιδράσεις: τον έπαινο, τον ψόγο, την αντίρρηση. Ακούει να γεννιούνται παράλληλες με την δική του ιστορίες, που ο ίδιος τις πυροδότησε.
Χωρίς δαπάνες, χωρίς εκδότες, τυπογράφους, βιβλιοδέτες, βιβλιοπώλες, ανεβάζεις μόνος σου το κείμενό σου στο Διαδίκτυο και οι αναγνώστες σε βρίσκουν. Με μαγικό τρόπο σε ανακαλύπτουν, κι αν είσαι καλός κάθε μέρα πληθαίνουν. Άγνωστοι και ανώνυμοι γίνονται σταρ και (τι ειρωνεία) καταλήγουν να βγάζουν βιβλία με το δικτυακό τους υλικό. Το βιβλίο παράγωγο του Internet; Φυσιολογικό. Αφού πρώτα το Διαδίκτυο εμπλουτίστηκε με όλα τα βιβλία της ανθρωπότητας, τώρα αρχίζει να παράγει τα δικά του…
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως το βιβλίο «πέθανε». Τίποτα δεν πεθαίνει (η φωτογραφία δεν σκότωσε την ζωγραφική, ούτε ο κινηματογράφος το θέατρο). Θα συνεχίσει να υπάρχει πάντα σαν μέσο και σαν τυπογραφικό καλλιτέχνημα.
Όμως τα blogs δεν είναι μόδα – ούτε παιχνίδι. Είπαν για το Internet ότι είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη στην ιστορία του ανθρώπου μετά την εφεύρεση της γραφής. Ε, λοιπόν τα blogs είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη μέσα στο Internet. O κάθε ένας, με κόστος ελάχιστα ευρώ το μήνα (το κόστος μίας συνδρομής σύνδεσης) μπορεί να γίνει εκδότης του εαυτού του, αλλά και παραγωγός, σκηνοθέτης, συνθέτης, γκαλερίστας – πάντα του εαυτού του.
Γιατί τα blogs δεν είναι μόνο κείμενο. Είναι και φωτογραφία, βίντεο, ζωγραφική – ακόμα και μουσική. Για τους νέους δημιουργούς, κάτι το θαυματουργό.
Φυσικά είναι και μία πανίσχυρη πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα. 55.000.000 blogs στο πλανήτη και κάθε μέρα αυξάνουν. Η Δημοκρατία στην πράξη. Φωνή και βήμα, για όλους, Με ό,τι θεματολογία μπορεί να φανταστεί κανείς, ανοίγουν πόρτες, γκρεμίζουν ταμπού. Ενίοτε και κυβερνήσεις. Έπαιξαν βασικό ρόλο στην τελευταία νίκη των Δημοκρατικών.
Ξεκίνησα το πρώτο μου blog (nikosdimou.blogspot.com) στις δύο Ιανουαρίου του 2006. Μέχρι τα μέσα Μαΐου είχε καταγράψει 240.000 επισκέψεις και 24.200 σχόλια από 1.110 διαφορετικούς σχολιαστές. Εγώ είχα γράψει 119 πρωτογενή κείμενα (posts) συνοδευμένα από δικές μου φωτογραφίες και αρκετές εκατοντάδες σχόλια απαντώντας σε αυτά των επισκεπτών.
Κάποια στιγμή με κούρασε τόσο (ήταν σχεδόν πλήρης και αποκλειστική απασχόληση) που το έκλεισα. (Φυσικά δεν το έσβησα. Υπάρχει στο Διαδίκτυο και θα παραμένει όσο υπάρχει Internet).
Δεν είχα φανταστεί την αντίδραση που επακολούθησε. Και αναγκάστηκα, αρχές Ιουνίου, να ανοίξω άλλο blog στο όνομα του γάτου μου Don (doncat.blogspot.com). Το οποίο ήδη έχει ξεπεράσει το παλιό σε όλες τις παραμέτρους.
Συνειδητοποίησα, έστω και αργά, ότι πρόκειται για το τελευταίο και σημαντικότερο έργο μου. Ένα βιβλίο, με πολλά κεφάλαια, με πολλά θέματα, που συμπεριλαμβάνει και τους αναγνώστες του. Αναγνώστες που συχνά το ξεπερνάνε. Πολλά από τα σχόλια είναι καλύτερα από τα αρχικά δικά μου κείμενα.
Αυτοί οι αναγνώστες έχουν γίνει μία άτυπη κοινότητα, ένα κοινόβιο όπως τους χαρακτήρισα. Έστω κι αν πολλοί αμφισβητούν την «απάνθρωπη τεχνολογία» και οικτίρουν την «μοναξιά του Internet», εγώ στο Δίκτυο βρήκα την παρέα της ζωής μου.Μετά από μερικές εβδομάδες, κάθε ένα από τα μέλη αυτής της παρέας αρχίζει να αποκτά ένα καθαρά δικό του προφίλ. Συνδυάζοντας τα σχόλια που έκανε, ακόμα κι αν δεν είχε δικό του blog (πολύ περισσότερο όταν είχε) η προσωπικότητά του αναδυόταν όλο και πιο σαφής. Έτσι που όταν αργότερα γνώρισα μερικούς in vivo δεν ένιωσα καμία έκπληξη. Ήταν ακριβώς όπως τους περίμενα – όπως τους είχα φανταστεί.
Ελάχιστους μόνο. Άλλοι προτίμησαν να παραμείνουν ανώνυμοι. Άλλους δεν θα μπορούσα να τους συναντήσω, ακόμα κι αν ήθελα. Γιατί βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη. Το 48% από τους επισκέπτες του blog, ζούνε εκτός Ελλάδος.
Και βέβαια υπάρχει η σιωπηλή πλειοψηφία που διαβάζει χωρίς να σχολιάζει. Υπολογίζω ότι μόνο το 10% των αναγνωστών δηλώνονται ως σχολιαστές.
Κάθε μέρα προστίθενται νέοι αναγνώστες, εμφανίζονται νέοι σχολιαστές κι εγώ γράφω νέα κείμενα. Πόσο θα κρατήσει αυτό; Όσο αντέξω. Είναι κουραστικό αλλά πολύ πιο ευεργετικό από την έκδοση βιβλίων. Κι ας έχω γράψει αρκετά που έγιναν επιτυχίες και είχαν πολλές ανατυπώσεις.
Άρχισα την καριέρα μου σπουδάζοντας φιλοσοφία. Συνέχισα ως συγγραφέας, έκανα ένα καιρό στην διαφήμιση, πέρασα από την δημοσιογραφία, την φωτογραφία, την πληροφορική. Κατέληξα να γίνω blogger. Κατάντημα ή κορύφωση; Εγώ πιστεύω το δεύτερο.
O Don μελέτησε με προσοχή το κείμενό του να δει μήπως είχε τυπογραφικά λάθη.
Ο Al το προσπέρασε - αφήνοντας πίσω μόνο την περιφρόνηση της ουράς του.
Το Γκνάκι το μελετησε ενδελεχώς πριν να εκφράσει την απόλυτη διαφωνία του που το οδήγησε σε ολοκληρωτική απόρριψη.
Ιδού τώρα και το επίμαχο άρθρο:
Εξομολόγηση ενός blogger.
Για ένα συγγραφέα το blog είναι μία αποκάλυψη. Το βιβλίο, αυτό το υπέροχο όχημα, ξαφνικά γίνεται στατικό και αδρανές. Η διαδικασία της έκδοσης, της κυκλοφορίας, της ανάγνωσης, της αποτίμησης – που στο βιβλίο διαρκούν μήνες και χρόνια – εδώ συμπυκνώνονται σε ώρες και μέρες. Ο συγγραφέας έχει το κοινό κοντά του – όπως ο ηθοποιός – και απολαμβάνει αμέσως τις αντιδράσεις: τον έπαινο, τον ψόγο, την αντίρρηση. Ακούει να γεννιούνται παράλληλες με την δική του ιστορίες, που ο ίδιος τις πυροδότησε.
Χωρίς δαπάνες, χωρίς εκδότες, τυπογράφους, βιβλιοδέτες, βιβλιοπώλες, ανεβάζεις μόνος σου το κείμενό σου στο Διαδίκτυο και οι αναγνώστες σε βρίσκουν. Με μαγικό τρόπο σε ανακαλύπτουν, κι αν είσαι καλός κάθε μέρα πληθαίνουν. Άγνωστοι και ανώνυμοι γίνονται σταρ και (τι ειρωνεία) καταλήγουν να βγάζουν βιβλία με το δικτυακό τους υλικό. Το βιβλίο παράγωγο του Internet; Φυσιολογικό. Αφού πρώτα το Διαδίκτυο εμπλουτίστηκε με όλα τα βιβλία της ανθρωπότητας, τώρα αρχίζει να παράγει τα δικά του…
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει πως το βιβλίο «πέθανε». Τίποτα δεν πεθαίνει (η φωτογραφία δεν σκότωσε την ζωγραφική, ούτε ο κινηματογράφος το θέατρο). Θα συνεχίσει να υπάρχει πάντα σαν μέσο και σαν τυπογραφικό καλλιτέχνημα.
Όμως τα blogs δεν είναι μόδα – ούτε παιχνίδι. Είπαν για το Internet ότι είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη στην ιστορία του ανθρώπου μετά την εφεύρεση της γραφής. Ε, λοιπόν τα blogs είναι η μεγαλύτερη εξέλιξη μέσα στο Internet. O κάθε ένας, με κόστος ελάχιστα ευρώ το μήνα (το κόστος μίας συνδρομής σύνδεσης) μπορεί να γίνει εκδότης του εαυτού του, αλλά και παραγωγός, σκηνοθέτης, συνθέτης, γκαλερίστας – πάντα του εαυτού του.
Γιατί τα blogs δεν είναι μόνο κείμενο. Είναι και φωτογραφία, βίντεο, ζωγραφική – ακόμα και μουσική. Για τους νέους δημιουργούς, κάτι το θαυματουργό.
Φυσικά είναι και μία πανίσχυρη πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική πραγματικότητα. 55.000.000 blogs στο πλανήτη και κάθε μέρα αυξάνουν. Η Δημοκρατία στην πράξη. Φωνή και βήμα, για όλους, Με ό,τι θεματολογία μπορεί να φανταστεί κανείς, ανοίγουν πόρτες, γκρεμίζουν ταμπού. Ενίοτε και κυβερνήσεις. Έπαιξαν βασικό ρόλο στην τελευταία νίκη των Δημοκρατικών.
Ξεκίνησα το πρώτο μου blog (nikosdimou.blogspot.com) στις δύο Ιανουαρίου του 2006. Μέχρι τα μέσα Μαΐου είχε καταγράψει 240.000 επισκέψεις και 24.200 σχόλια από 1.110 διαφορετικούς σχολιαστές. Εγώ είχα γράψει 119 πρωτογενή κείμενα (posts) συνοδευμένα από δικές μου φωτογραφίες και αρκετές εκατοντάδες σχόλια απαντώντας σε αυτά των επισκεπτών.
Κάποια στιγμή με κούρασε τόσο (ήταν σχεδόν πλήρης και αποκλειστική απασχόληση) που το έκλεισα. (Φυσικά δεν το έσβησα. Υπάρχει στο Διαδίκτυο και θα παραμένει όσο υπάρχει Internet).
Δεν είχα φανταστεί την αντίδραση που επακολούθησε. Και αναγκάστηκα, αρχές Ιουνίου, να ανοίξω άλλο blog στο όνομα του γάτου μου Don (doncat.blogspot.com). Το οποίο ήδη έχει ξεπεράσει το παλιό σε όλες τις παραμέτρους.
Συνειδητοποίησα, έστω και αργά, ότι πρόκειται για το τελευταίο και σημαντικότερο έργο μου. Ένα βιβλίο, με πολλά κεφάλαια, με πολλά θέματα, που συμπεριλαμβάνει και τους αναγνώστες του. Αναγνώστες που συχνά το ξεπερνάνε. Πολλά από τα σχόλια είναι καλύτερα από τα αρχικά δικά μου κείμενα.
Αυτοί οι αναγνώστες έχουν γίνει μία άτυπη κοινότητα, ένα κοινόβιο όπως τους χαρακτήρισα. Έστω κι αν πολλοί αμφισβητούν την «απάνθρωπη τεχνολογία» και οικτίρουν την «μοναξιά του Internet», εγώ στο Δίκτυο βρήκα την παρέα της ζωής μου.Μετά από μερικές εβδομάδες, κάθε ένα από τα μέλη αυτής της παρέας αρχίζει να αποκτά ένα καθαρά δικό του προφίλ. Συνδυάζοντας τα σχόλια που έκανε, ακόμα κι αν δεν είχε δικό του blog (πολύ περισσότερο όταν είχε) η προσωπικότητά του αναδυόταν όλο και πιο σαφής. Έτσι που όταν αργότερα γνώρισα μερικούς in vivo δεν ένιωσα καμία έκπληξη. Ήταν ακριβώς όπως τους περίμενα – όπως τους είχα φανταστεί.
Ελάχιστους μόνο. Άλλοι προτίμησαν να παραμείνουν ανώνυμοι. Άλλους δεν θα μπορούσα να τους συναντήσω, ακόμα κι αν ήθελα. Γιατί βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη. Το 48% από τους επισκέπτες του blog, ζούνε εκτός Ελλάδος.
Και βέβαια υπάρχει η σιωπηλή πλειοψηφία που διαβάζει χωρίς να σχολιάζει. Υπολογίζω ότι μόνο το 10% των αναγνωστών δηλώνονται ως σχολιαστές.
Κάθε μέρα προστίθενται νέοι αναγνώστες, εμφανίζονται νέοι σχολιαστές κι εγώ γράφω νέα κείμενα. Πόσο θα κρατήσει αυτό; Όσο αντέξω. Είναι κουραστικό αλλά πολύ πιο ευεργετικό από την έκδοση βιβλίων. Κι ας έχω γράψει αρκετά που έγιναν επιτυχίες και είχαν πολλές ανατυπώσεις.
Άρχισα την καριέρα μου σπουδάζοντας φιλοσοφία. Συνέχισα ως συγγραφέας, έκανα ένα καιρό στην διαφήμιση, πέρασα από την δημοσιογραφία, την φωτογραφία, την πληροφορική. Κατέληξα να γίνω blogger. Κατάντημα ή κορύφωση; Εγώ πιστεύω το δεύτερο.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 26, 2006
Μικρός χαιρετισμός στον Διονύση
Τον ξαναθυμήθηκα τώρα με τις «Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες». Έτσι μου ήρθε πάλι μία «κρίση Σαββόπουλου» και αυτές τις μέρες ξανάκουσα πολλούς δίσκους του. (Είναι ίσως και ο μόνος δημιουργός του οποίου έχω την πλήρη δισκογραφία).
Σαράντα τόσα χρόνια κομμάτια. Τον παρακολούθησα από την πρώτη μέρα. Έχω την ανάμνηση (σωστό η λάθος;) ότι τον πρωτάκουσα στην «Ρουλότα του Τσιγγάνου» στην οδό Βουλής το 63. Μετά τακτικά, σχεδόν κάθε βράδυ, στο «Συμπόσιο» στην Πλάκα. Κι από εκεί, όπου πήγαινε, ξοπίσω του.
Δεν θα γράψω εδώ για την τέχνη του Σαββόπουλου – έχουν γράψει πολλοί, πιο σημαντικοί: ο Ράμφος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρωνίτης, ο Βακαλόπουλος, ο Σαββίδης ο Αρανίτσης, ο Ξυδάκης…
Όμως ήμουν ο πρώτος που τον αποκάλεσε «Μέγα». Το 1974, στον επίλογο της «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», έγραψα: «ο μεγάλος (σε στίχο και μουσική) Διονύσης Σαββόπουλος». Σε μία εποχή που πολλοί ακόμα τον αμφισβητούσαν και μερικοί τον κορόιδευαν.
Σε στίχο και μουσική. Γιατί είναι αυτό το σπανιότατο είδος καλλιτέχνη που συνδυάζει την ποίηση (διαβάστε τα τραγούδια του στο βιβλίο – υπέροχα ποιήματα!) την σύνθεση και την εκτέλεση. Μια εκτέλεση που συναρπάζει – είναι και άριστος performer.
Μόνο τρεις ξέρω, παγκόσμια, που τον συναγωνίζονται: τον Jacques Brel, τον Bob Dylan και τον Leonard Cohen. (Οι δύο τελευταίοι έχουν προταθεί για Νόμπελ λογοτεχνίας). Υπάρχουν βέβαια και άλλοι: ο Brassens (θαυμάσιοι στίχοι αλλά η μουσική του μονότονη) η Barbara (κορυφαία αλλά με μικρό έργο) ο Lucio Dalla (επίσης), ο Leo Ferré (κομμάτι γλυκανάλατος μου μοιάζει) o Bierman (αλλά το έργο του γέρασε πρόωρα).
Και από τους μεγάλους ο Διονύσης είναι πιο καλός εκτελεστής από τον Dylan και έχει μουσικά πιο πλούσιο έργο από τον Cohen. Και τώρα, κάθε βράδυ, συναρπάζει το κοινό.
Υπάρχει ένα τραγούδι του Σαββόπουλου που με συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούω – με ταξιδεύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης μοναξιάς. Η Σωτηρία Μπέλου γεννήθηκε για να κάνει την πρώτη φωνή σε αυτό το τραγούδι, στην δεύτερή του δισκογραφική εκτέλεση. Ξέρετε όλοι για ποιο μιλάω – το «Ζεϊμπέκικο»:
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δεν μας ακούς…
Γεια σου Διονύση, απαράμιλλε! Καλή χρονιά!
Σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε
Τρώνε βρώμικο ψωμί…
Τα είπες όλα!
Επάνω: ζωγραφική του Στεργιου Δελιαλή για "το Περιβόλι του Τρελού". Κάτω: φωτογραφία του Άλκη Σαχίνη από το "Βρώμικο Ψωμί".
Σαράντα τόσα χρόνια κομμάτια. Τον παρακολούθησα από την πρώτη μέρα. Έχω την ανάμνηση (σωστό η λάθος;) ότι τον πρωτάκουσα στην «Ρουλότα του Τσιγγάνου» στην οδό Βουλής το 63. Μετά τακτικά, σχεδόν κάθε βράδυ, στο «Συμπόσιο» στην Πλάκα. Κι από εκεί, όπου πήγαινε, ξοπίσω του.
Δεν θα γράψω εδώ για την τέχνη του Σαββόπουλου – έχουν γράψει πολλοί, πιο σημαντικοί: ο Ράμφος, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρωνίτης, ο Βακαλόπουλος, ο Σαββίδης ο Αρανίτσης, ο Ξυδάκης…
Όμως ήμουν ο πρώτος που τον αποκάλεσε «Μέγα». Το 1974, στον επίλογο της «Δυστυχία του να είσαι Έλληνας», έγραψα: «ο μεγάλος (σε στίχο και μουσική) Διονύσης Σαββόπουλος». Σε μία εποχή που πολλοί ακόμα τον αμφισβητούσαν και μερικοί τον κορόιδευαν.
Σε στίχο και μουσική. Γιατί είναι αυτό το σπανιότατο είδος καλλιτέχνη που συνδυάζει την ποίηση (διαβάστε τα τραγούδια του στο βιβλίο – υπέροχα ποιήματα!) την σύνθεση και την εκτέλεση. Μια εκτέλεση που συναρπάζει – είναι και άριστος performer.
Μόνο τρεις ξέρω, παγκόσμια, που τον συναγωνίζονται: τον Jacques Brel, τον Bob Dylan και τον Leonard Cohen. (Οι δύο τελευταίοι έχουν προταθεί για Νόμπελ λογοτεχνίας). Υπάρχουν βέβαια και άλλοι: ο Brassens (θαυμάσιοι στίχοι αλλά η μουσική του μονότονη) η Barbara (κορυφαία αλλά με μικρό έργο) ο Lucio Dalla (επίσης), ο Leo Ferré (κομμάτι γλυκανάλατος μου μοιάζει) o Bierman (αλλά το έργο του γέρασε πρόωρα).
Και από τους μεγάλους ο Διονύσης είναι πιο καλός εκτελεστής από τον Dylan και έχει μουσικά πιο πλούσιο έργο από τον Cohen. Και τώρα, κάθε βράδυ, συναρπάζει το κοινό.
Υπάρχει ένα τραγούδι του Σαββόπουλου που με συγκλονίζει κάθε φορά που το ακούω – με ταξιδεύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, της ανθρώπινης μοναξιάς. Η Σωτηρία Μπέλου γεννήθηκε για να κάνει την πρώτη φωνή σε αυτό το τραγούδι, στην δεύτερή του δισκογραφική εκτέλεση. Ξέρετε όλοι για ποιο μιλάω – το «Ζεϊμπέκικο»:
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δεν μας ακούς…
Γεια σου Διονύση, απαράμιλλε! Καλή χρονιά!
Σ’ αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε
Τρώνε βρώμικο ψωμί…
Τα είπες όλα!
Επάνω: ζωγραφική του Στεργιου Δελιαλή για "το Περιβόλι του Τρελού". Κάτω: φωτογραφία του Άλκη Σαχίνη από το "Βρώμικο Ψωμί".
Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006
Ο Βομβιστής των Ναών
Αν εσείς έρχεστε από τα μαγαζιά, όπου κάνατε τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια σας, εγώ έρχομαι από άλλη χώρα. Όπου δεν υπάρχουν μαγαζιά, μήτε δώρα.
Αν εσείς ετοιμάζεστε να υμνήσετε την Γέννηση του Θεανθρώπου, εγώ έρχομαι από άλλο τόπο. Όπου τίποτα δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη Θεού, ούτε Ανθρώπου.
Γιατί ποιος Θεός (Πανάγαθος, Παντοδύναμος) αφήνει αθώα βρέφη να πεθαίνουν μέσα σε μέγα μαρτύριο; (Και ποιος άνθρωπος, αν είναι Άνθρωπος;)
Πανάγαθος - Παντοδύναμος. Το παλαιό δίλημμα μπροστά στον πόνο των αθώων. Αν μπορεί (να σταματήσει τον πόνο) και δεν θέλει, δεν είναι Πανάγαθος. Αν θέλει και δεν μπορεί, δεν είναι Παντοδύναμος.
Κι ας μην έρθει τώρα ο γλυκερός θεολόγος να εξηγήσει: “ο Θεός μας δοκιμάζει” γιατί υβρίζει τον Ύψιστο. Τι τον θέλει - βασανιστή;
Από εδώ - από τον Πόνο, την Φθορά, τον Θάνατο - ξεκινάνε όλες οι θρησκείες, τα Φιλοσοφικά συστήματα, οι ιδεολογίες. Από εδώ η ιδέα του Θεού και η άρνησή της.
Αν αρνηθείς την ύπαρξή του δεν έχεις πια πρόβλημα να τον δικαιολογήσεις. Ένα τυχαίο σύμπαν μπορεί να είναι απάνθρωπο. Αλλά ένα τυχαίο σύμπαν δεν μπορεί να έχει τόσο υψηλό επίπεδο οργάνωσης όσο το δικό μας. Ο εγκέφαλός μας συμπτωματικό άθροισμα κυττάρων; Ο νόμος των πιθανοτήτων έχει αντίρρηση!
Προτιμώ την ιδέα πως υπήρχε Γενικό Πρόγραμμα - που κάπου ξεστράτισε. Μπήκαν στο Σύστημα παράσιτα, θόρυβοι - απρόβλεπτα στοιχεία. Χωρίς πρόγραμμα αποδοχής τους. Ο Πόνος κι ο Θάνατος, κενά του συστήματος;
- Μα είναι κουβέντες αυτές Χριστουγεννιάτικα; Άσε μας άνθρωπέ μου να φάμε μια γαλοπούλα!
Έτσι. Με τη λήθη. Με τη λήθη και το παραμύθι ζούμε όλοι. Τρώμε τη γαλοπούλα και ξεχνάμε. Αυτούς που δεν τρωνε. Που πεινάνε. Που πονάνε. Που πεθαίνουν. Την ίδια στιγμή. Την ίδια ώρα. Όχι μόνο στην Αφρική. Δίπλα - δυο σπίτια πιο κάτω. Ενώ γλεντάμε. Πίνουμε. Ευτυχώς. (Θα’ ρθει η σειρά μας!) Λήθη. Και παραμύθι: Ο Παράδεισος. Ουρί και πιλάφια. Αιώνια ζωή. Νησιά των Μακάρων. Μύθοι. Λήθη και μύθοι.
Πολλοί αγωνίστηκαν να καλύψουν τα κενά στο Πρόγραμμα. Ο πιο ειλικρινής (και πιο σκληρός) ο Βούδας. Ο πιο πονετικός (και γλυκύτερος) ο Ιησούς.
Έχετε σκεφθεί τι έντονη διαμαρτυρία αποτελεί το κήρυγμα του Χριστού εναντίον της τάξης του κόσμου; Σε ένα κόσμο τέλειο, όπου το Πρόγραμμα θα λειτουργούσε θαυμαστά, τι ανάγκη θα είχαμε για την αγάπη, για την συμπόνια, για την αδελφοσύνη; Η διδασκαλία του Χριστού έχει μόνο τότε νόημα, αν προϋποθέσει κανείς την ατέλεια, την αποτυχία του κόσμου.
Μη σας μπερδεύουν τα θεολογικά και μεταφυσικά, τα νεοπλατωνικά και δογματικά - που άλλωστε προστέθηκαν πολύ αργότερα. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι: άμυνα σε έναν απάνθρωπο κόσμο.
Αγκαλιαστείτε, κρατηθείτε κοντά-κοντά, να αντέξουμε τον πόνο την δυστυχία και τον θάνατο. Γιατί ο κόσμος όχι μόνο δεν είναι τέλειος, παρά ξεχειλίζει από οδύνη.
Και τι έγινε; Εκκλησίες και ιεραρχίες δεσποτάδες και επίσκοποι, δόγματα και μύθοι, υποσχέσεις και εμπόριο, χρυσοποίκιλτα άμφια και θεολογική μεταφυσική. Κι η αγάπη; Που να χωρέσει σ’ όλα αυτά η αγάπη! Όταν η θρησκεία γίνεται εξουσία – τι δουλειά έχει η αγάπη; Η αγάπη είναι εναντίον της εξουσίας, μια και η εξουσία είναι ένα από τα δεινά που πλήττουν τον άνθρωπο.
Ένα επαναστατικό κήρυγμα έγινε κατεστημένο δόγμα. Μία διαμαρτυρία για την αδικία της Πλάσης έγινε δικαιολόγηση της τάξης του κόσμου. Α – το Πρόγραμμα είναι πιο ραφινάτο από ότι νομίζετε. Εκδικείται τους αμφισβητίες και τους εξουδετερώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο.
Αν λοιπόν εσείς γιορτάζετε Χριστούγεννα με τη λήθη και το παραμύθι - εγώ προτιμώ να μνημονεύσω τη γέννηση του πραγματικού Χριστού, που πάλεψε να ξεπεράσει την αδικία του κόσμου και την σκληρότητα της μοίρας. Που αντιτάχθηκε στους ισχυρούς και πολέμησε τις ιεραρχίες. Που δεν μίλησε για γαλοπούλες (ούτε για δώρα) αλλά για αγάπη. Την πιο επαναστατική ιδέα στον κόσμο.
Αν ζούσε σήμερα, σίγουρα θα γύριζε κάπου στα Εξάρχεια. (Με το μακρύ μαλλί και τα γένια, θα ταίριαζε πολύ.) Θα είχε βέβαια φάκελο στην Ασφάλεια. Κανένα κόμμα δεν θα τον ανεχόταν στις τάξεις του, λιγότερο από όλα, τα θεοσεβούμενα. Θα ήταν ειρηνιστής, οικολόγος και περιθωριακός.
Θα απεχθανόταν παπάδες και στρατιωτικούς (τις δύο πιο άχρηστες – και επικίνδυνες – επαγγελματικές τάξεις). Θα κήρυττε την αγάπη σε ώτα μη ακουόντων. Τα βράδια, με μία κιθάρα, θα τραγουδούσε τον πόνο των ανθρώπων. Θα έτρεχε στην Αιθιοπία – και όπου αλλού – να καλύψει τα κενά του Προγράμματος.
Κι όταν άκουγε τον καυγά για την εκκλησιαστική περιουσία, ίσως έβαζε καμιά βόμβα σε (άδεια) εκκλησία...
(Χριστούγεννα 1985. El Greco: Ο Ιησούς διώχνει τους εμπόρους από τον Ναό)
Αν εσείς ετοιμάζεστε να υμνήσετε την Γέννηση του Θεανθρώπου, εγώ έρχομαι από άλλο τόπο. Όπου τίποτα δεν τεκμηριώνει την ύπαρξη Θεού, ούτε Ανθρώπου.
Γιατί ποιος Θεός (Πανάγαθος, Παντοδύναμος) αφήνει αθώα βρέφη να πεθαίνουν μέσα σε μέγα μαρτύριο; (Και ποιος άνθρωπος, αν είναι Άνθρωπος;)
Πανάγαθος - Παντοδύναμος. Το παλαιό δίλημμα μπροστά στον πόνο των αθώων. Αν μπορεί (να σταματήσει τον πόνο) και δεν θέλει, δεν είναι Πανάγαθος. Αν θέλει και δεν μπορεί, δεν είναι Παντοδύναμος.
Κι ας μην έρθει τώρα ο γλυκερός θεολόγος να εξηγήσει: “ο Θεός μας δοκιμάζει” γιατί υβρίζει τον Ύψιστο. Τι τον θέλει - βασανιστή;
Από εδώ - από τον Πόνο, την Φθορά, τον Θάνατο - ξεκινάνε όλες οι θρησκείες, τα Φιλοσοφικά συστήματα, οι ιδεολογίες. Από εδώ η ιδέα του Θεού και η άρνησή της.
Αν αρνηθείς την ύπαρξή του δεν έχεις πια πρόβλημα να τον δικαιολογήσεις. Ένα τυχαίο σύμπαν μπορεί να είναι απάνθρωπο. Αλλά ένα τυχαίο σύμπαν δεν μπορεί να έχει τόσο υψηλό επίπεδο οργάνωσης όσο το δικό μας. Ο εγκέφαλός μας συμπτωματικό άθροισμα κυττάρων; Ο νόμος των πιθανοτήτων έχει αντίρρηση!
Προτιμώ την ιδέα πως υπήρχε Γενικό Πρόγραμμα - που κάπου ξεστράτισε. Μπήκαν στο Σύστημα παράσιτα, θόρυβοι - απρόβλεπτα στοιχεία. Χωρίς πρόγραμμα αποδοχής τους. Ο Πόνος κι ο Θάνατος, κενά του συστήματος;
- Μα είναι κουβέντες αυτές Χριστουγεννιάτικα; Άσε μας άνθρωπέ μου να φάμε μια γαλοπούλα!
Έτσι. Με τη λήθη. Με τη λήθη και το παραμύθι ζούμε όλοι. Τρώμε τη γαλοπούλα και ξεχνάμε. Αυτούς που δεν τρωνε. Που πεινάνε. Που πονάνε. Που πεθαίνουν. Την ίδια στιγμή. Την ίδια ώρα. Όχι μόνο στην Αφρική. Δίπλα - δυο σπίτια πιο κάτω. Ενώ γλεντάμε. Πίνουμε. Ευτυχώς. (Θα’ ρθει η σειρά μας!) Λήθη. Και παραμύθι: Ο Παράδεισος. Ουρί και πιλάφια. Αιώνια ζωή. Νησιά των Μακάρων. Μύθοι. Λήθη και μύθοι.
Πολλοί αγωνίστηκαν να καλύψουν τα κενά στο Πρόγραμμα. Ο πιο ειλικρινής (και πιο σκληρός) ο Βούδας. Ο πιο πονετικός (και γλυκύτερος) ο Ιησούς.
Έχετε σκεφθεί τι έντονη διαμαρτυρία αποτελεί το κήρυγμα του Χριστού εναντίον της τάξης του κόσμου; Σε ένα κόσμο τέλειο, όπου το Πρόγραμμα θα λειτουργούσε θαυμαστά, τι ανάγκη θα είχαμε για την αγάπη, για την συμπόνια, για την αδελφοσύνη; Η διδασκαλία του Χριστού έχει μόνο τότε νόημα, αν προϋποθέσει κανείς την ατέλεια, την αποτυχία του κόσμου.
Μη σας μπερδεύουν τα θεολογικά και μεταφυσικά, τα νεοπλατωνικά και δογματικά - που άλλωστε προστέθηκαν πολύ αργότερα. Η ουσία αυτού του κηρύγματος είναι: άμυνα σε έναν απάνθρωπο κόσμο.
Αγκαλιαστείτε, κρατηθείτε κοντά-κοντά, να αντέξουμε τον πόνο την δυστυχία και τον θάνατο. Γιατί ο κόσμος όχι μόνο δεν είναι τέλειος, παρά ξεχειλίζει από οδύνη.
Και τι έγινε; Εκκλησίες και ιεραρχίες δεσποτάδες και επίσκοποι, δόγματα και μύθοι, υποσχέσεις και εμπόριο, χρυσοποίκιλτα άμφια και θεολογική μεταφυσική. Κι η αγάπη; Που να χωρέσει σ’ όλα αυτά η αγάπη! Όταν η θρησκεία γίνεται εξουσία – τι δουλειά έχει η αγάπη; Η αγάπη είναι εναντίον της εξουσίας, μια και η εξουσία είναι ένα από τα δεινά που πλήττουν τον άνθρωπο.
Ένα επαναστατικό κήρυγμα έγινε κατεστημένο δόγμα. Μία διαμαρτυρία για την αδικία της Πλάσης έγινε δικαιολόγηση της τάξης του κόσμου. Α – το Πρόγραμμα είναι πιο ραφινάτο από ότι νομίζετε. Εκδικείται τους αμφισβητίες και τους εξουδετερώνει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο.
Αν λοιπόν εσείς γιορτάζετε Χριστούγεννα με τη λήθη και το παραμύθι - εγώ προτιμώ να μνημονεύσω τη γέννηση του πραγματικού Χριστού, που πάλεψε να ξεπεράσει την αδικία του κόσμου και την σκληρότητα της μοίρας. Που αντιτάχθηκε στους ισχυρούς και πολέμησε τις ιεραρχίες. Που δεν μίλησε για γαλοπούλες (ούτε για δώρα) αλλά για αγάπη. Την πιο επαναστατική ιδέα στον κόσμο.
Αν ζούσε σήμερα, σίγουρα θα γύριζε κάπου στα Εξάρχεια. (Με το μακρύ μαλλί και τα γένια, θα ταίριαζε πολύ.) Θα είχε βέβαια φάκελο στην Ασφάλεια. Κανένα κόμμα δεν θα τον ανεχόταν στις τάξεις του, λιγότερο από όλα, τα θεοσεβούμενα. Θα ήταν ειρηνιστής, οικολόγος και περιθωριακός.
Θα απεχθανόταν παπάδες και στρατιωτικούς (τις δύο πιο άχρηστες – και επικίνδυνες – επαγγελματικές τάξεις). Θα κήρυττε την αγάπη σε ώτα μη ακουόντων. Τα βράδια, με μία κιθάρα, θα τραγουδούσε τον πόνο των ανθρώπων. Θα έτρεχε στην Αιθιοπία – και όπου αλλού – να καλύψει τα κενά του Προγράμματος.
Κι όταν άκουγε τον καυγά για την εκκλησιαστική περιουσία, ίσως έβαζε καμιά βόμβα σε (άδεια) εκκλησία...
(Χριστούγεννα 1985. El Greco: Ο Ιησούς διώχνει τους εμπόρους από τον Ναό)
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 21, 2006
Γέννηση ή Θάνατος;
Εμείς ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε την επέτειο της γέννησης ενός Θεού σε θνητή μορφή – ενώ άλλοι απεργάζονται τον θάνατό του και την απάλειψη όλων των θεών.
Οι άθεοι επιτίθενται!
Δεν είναι σύμπτωση πως πρώτο bestseller (nonfiction) στον Αγγλοσαξονικό χώρο είναι το βιβλίο «The God Delusion» του Richard Dawkins, ενώ στον Γαλλόφωνο χώρο το «Traité d’ Αthéologie» του Michel Onfray. (Το δεύτερο μεταφράστηκε και στα ελληνικά).
Ένας διαπρεπής επιστήμονας (ο συγγραφέας της «Θεϊκής Αυταπάτης» είναι καθηγητής στην Οξφόρδη, γνωστός από άλλα βιβλία του όπως το «Εγωιστικό Γονίδιο», κλπ. και πρόσφατα ψηφίστηκε ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας μαζί με τον Chomsky και τον Eco) και ένας γνωστός γάλλος φιλόσοφος, εκστρατεύουν εναντίον των θρησκειών χωρίς κανενός είδους ταμπού ή πολιτική ορθότητα.
Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος τον οποίο έδωσε ο Dawkins σε μία σειρά σχετικών εκπομπών (υπάρχει και σε DVD) που έκανε στο BBC: «The Root of all Evil» - η ρίζα του κάθε κακού. Δεν ισχυρίζεται απλώς πως η πίστη είναι αυταπάτη, αλλά ότι είναι ολέθρια για τον άνθρωπο. Και οι δύο την θεωρούν υπεύθυνη για σωρεία κακών τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.
Στην αφίσα που προβάλλει το βιβλίο του Dawkins, το κείμενο είναι: “Imagine - no Religion” (από το τραγούδι του John Lennon) και στην εικόνα αστράφτουν στο ηλιοβασίλεμα απείραχτοι οι Δίδυμοι Πύργοι της Νέας Υόρκης.
Κατά τον Onfray: «Άθεος είναι αυτός που δηλώνει πως ο Θεός δεν υπάρχει, ότι είναι δημιούργημα της φαντασίας των ανθρώπων που θέλουν να πιστεύουν ότι θα συνεχίσουν να ζουν μετά τον θάνατο. Ο άθεος δηλώνει πως δεν υπάρχει άλλος κόσμος πέρα από τον δικό μας και ότι δεν πρέπει να ζητάμε αποδείξεις από αυτούς που λένε ότι κάτι δεν υπάρχει αλλά από αυτούς που ισχυρίζονται πως αυτό το κάτι υπάρχει». Και συνεχίζει: «το Ισλάμ, ο χριστιανισμός και ο ιουδαϊσμός κατέστρεψαν το σώμα, περιφρόνησαν τη ζωή που ζούμε εδώ και τώρα, καταδίκασαν τα πάθη, τις ηδονές, τις ορμές, υποβίβασαν τη γυναίκα, φυλάκισαν την εξυπνάδα και τη λογική για να πολεμήσουν τους αντιπάλους τους, εμπόδισαν την επιστήμη να αναπτυχθεί, εμπόδισαν την πρόοδο».
‘Όλα αυτά τα είχε γράψει πριν εκατόν είκοσι χρόνια ο Friedrich Nietzsche. Στο βιβλίο του Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος) γράφει:
Η έννοια «Θεός» εφευρέθηκε σαν αντιθετική της ζωής – σε αυτήν έχει περιληφθεί, σε μία τρομακτική ενότητα, ό,τι το βλαπτικό, δηλητηριώδες, συκοφαντικό, όλο το θανάσιμο μίσος κατά της ζωής. Η έννοια του «Επέκεινα» του «αληθινού κόσμου» εφευρέθηκε για να απαξιώσει τον μοναδικό κόσμο που υπάρχει – για να μην παραμείνει κανένας στόχος, κανένας λόγος, καμία αποστολή, στη γήινη πραγματικότητά μας. Η έννοια «ψυχή», «πνεύμα» και τελικά «αθάνατη ψυχή», εφευρέθηκαν για να περιφρονηθεί το σώμα, για να γίνει άρρωστο - «ιερό» - για να καταστήσει φρικιαστικά επιπόλαια όλα τα πράγματα που απαιτούν σοβαρότητα στη ζωή… Αντί για την υγεία, η «σωτηρία της ψυχής»: μία κυκλική μανία ανάμεσα στις κράμπες της μετάνοιας και την υστερία της λύτρωσης. Η έννοια «αμαρτία» εφευρέθηκε μαζί με τα σχετικά της εργαλεία βασανιστηρίων, και η έννοια «ελευθερία της βούλησης» για να μπερδέψει τα ένστικτα, για να κάνει δεύτερη φύση την δυσπιστία απέναντι στα ένστικτα.
Το κείμενο αυτό, που παραθέτει ο Onfray σαν προμετωπίδα (το μετέφρασα από το Γερμανικό πρωτότυπο), περιέχει όλη του την προβληματική. Αντίθετα ο Dawkins έρχεται από αλλού. Στις οκτώ σελίδες βιβλιογραφίας και άλλες τόσες ευρετήριο, το όνομα Nietzsche δεν υπάρχει. Κι ας ήταν ο πρώτος που στον Ζαρατούστρα αναφώνησε πως «ο Θεός είναι νεκρός». Ο Dawkins δεν ασχολείται τόσο με την φιλοσοφική πλευρά όσο με την επιστημονική και πολιτική. Θεωρεί τον Μπους και τον Μπιν Λάντεν ως χαρακτηριστικά δείγματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που μας οδηγούν στην καταστροφή. Αναρωτιέται: τι χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους, τους Σέρβους από τους Βόσνιους, τους Ινδουιστές από τους Μουσουλμάνους;
Η ιδέα πως οι Θεοί είναι δημιουργήματα και προεκτάσεις του ανθρώπου είναι παλιά. Ήδη ο προσωκρατικός Ξενοφάνης είχε γράψει πως: «αν τα βόδια και τα άλογα… είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν… θα απεικόνιζαν τους θεούς τους σαν άλογα, σαν βόδια…». Και βέβαια πέρα από το ότι – όπως γράφουν και οι δύο συγγραφείς – δεν έχει υπάρξει ποτέ απόδειξη για την ύπαρξη θεού, ακόμα και η πληθώρα των Θεών, παλιών και νέων, τους ακυρώνει αμοιβαία.
Εδώ όμως δεν έχουμε απλώς μία αμφισβήτηση της ύπαρξης Θεού – αλλά κάτι καινούργιο. Την ιδέα της θρησκείας ως καταστροφικής και επικίνδυνης για την ευτυχία του ανθρώπου – αλλά και της ανθρωπότητας. Και πραγματικά οι ευτυχισμένες στιγμές που ζούμε είναι σχεδόν όλες «αμαρτωλές»: αν ακολουθούσαμε πιστά τους παπάδες θα αποκλείαμε το προγαμιαίο σεξ, θα περιορίζαμε τις γαμήλιες επαφές στα καθήκοντα της αναπαραγωγής, θα νηστεύαμε 100 μέρες τον χρόνο και, ζηλεύοντας την δόξα των μαρτύρων της πίστης, θα ανοίγαμε το κεφάλι του κάθε αλλόθρησκου για να τον φέρουμε στον σωστό δρόμο.
Είχα γράψει κάποτε πως έξω από όλες τις εκκλησίες θα έπρεπε να υπάρχει πινακίδα προειδοποίησης – όπως στα τσιγάρα: «Προσοχή – η θρησκεία βλάπτει τον εαυτό σου και τους άλλους». Σύμφωνα με τον Dawkins και τον Onfray κάτι τέτοιο θα ταίριαζε στο νέο λαϊκό κράτος. Ο Dawkins γράφει ότι το να μυούνται τα παιδιά από μικρά σε μία θρησκεία αποτελεί κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει τα δικαιώματά τους. Ο Onfray πάλι κλείνει το βιβλίο του λέγοντας πως το να δίνει κανείς ίσα δικαιώματα ακρόασης στους υποστηρικτές μύθων και παραλογισμών από την μία και στους φιλοσόφους και τους επιστήμονες από την άλλη, δεν είναι καν δημοκρατικό: είναι απαράδεκτο.
Μέχρι τώρα οι άθεοι ήταν μία μειονότητα που δεν τολμούσε να πει το όνομά της. Τώρα μοιάζει να βγαίνουν στο φως και να επιτίθενται, χωρίς ενδοιασμούς στην κυρίαρχη ιδεολογία. Βλέπουν την επιστροφή των θρησκειών που σημειώθηκε μετά την πτώση του Τείχους και την έξαρση του ισλαμικού και χριστιανικού φονταμενταλισμού. Και διακηρύσσουν πως ήρθε ο καιρός η ανθρωπότητα να ενηλικιωθεί και να αποτινάξει τους θεϊκούς πατερούληδες.
Οι άθεοι επιτίθενται!
Δεν είναι σύμπτωση πως πρώτο bestseller (nonfiction) στον Αγγλοσαξονικό χώρο είναι το βιβλίο «The God Delusion» του Richard Dawkins, ενώ στον Γαλλόφωνο χώρο το «Traité d’ Αthéologie» του Michel Onfray. (Το δεύτερο μεταφράστηκε και στα ελληνικά).
Ένας διαπρεπής επιστήμονας (ο συγγραφέας της «Θεϊκής Αυταπάτης» είναι καθηγητής στην Οξφόρδη, γνωστός από άλλα βιβλία του όπως το «Εγωιστικό Γονίδιο», κλπ. και πρόσφατα ψηφίστηκε ένας από τους σημαντικότερους διανοούμενους της εποχής μας μαζί με τον Chomsky και τον Eco) και ένας γνωστός γάλλος φιλόσοφος, εκστρατεύουν εναντίον των θρησκειών χωρίς κανενός είδους ταμπού ή πολιτική ορθότητα.
Είναι χαρακτηριστικός ο τίτλος τον οποίο έδωσε ο Dawkins σε μία σειρά σχετικών εκπομπών (υπάρχει και σε DVD) που έκανε στο BBC: «The Root of all Evil» - η ρίζα του κάθε κακού. Δεν ισχυρίζεται απλώς πως η πίστη είναι αυταπάτη, αλλά ότι είναι ολέθρια για τον άνθρωπο. Και οι δύο την θεωρούν υπεύθυνη για σωρεία κακών τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.
Στην αφίσα που προβάλλει το βιβλίο του Dawkins, το κείμενο είναι: “Imagine - no Religion” (από το τραγούδι του John Lennon) και στην εικόνα αστράφτουν στο ηλιοβασίλεμα απείραχτοι οι Δίδυμοι Πύργοι της Νέας Υόρκης.
Κατά τον Onfray: «Άθεος είναι αυτός που δηλώνει πως ο Θεός δεν υπάρχει, ότι είναι δημιούργημα της φαντασίας των ανθρώπων που θέλουν να πιστεύουν ότι θα συνεχίσουν να ζουν μετά τον θάνατο. Ο άθεος δηλώνει πως δεν υπάρχει άλλος κόσμος πέρα από τον δικό μας και ότι δεν πρέπει να ζητάμε αποδείξεις από αυτούς που λένε ότι κάτι δεν υπάρχει αλλά από αυτούς που ισχυρίζονται πως αυτό το κάτι υπάρχει». Και συνεχίζει: «το Ισλάμ, ο χριστιανισμός και ο ιουδαϊσμός κατέστρεψαν το σώμα, περιφρόνησαν τη ζωή που ζούμε εδώ και τώρα, καταδίκασαν τα πάθη, τις ηδονές, τις ορμές, υποβίβασαν τη γυναίκα, φυλάκισαν την εξυπνάδα και τη λογική για να πολεμήσουν τους αντιπάλους τους, εμπόδισαν την επιστήμη να αναπτυχθεί, εμπόδισαν την πρόοδο».
‘Όλα αυτά τα είχε γράψει πριν εκατόν είκοσι χρόνια ο Friedrich Nietzsche. Στο βιβλίο του Ecce Homo (Ίδε ο άνθρωπος) γράφει:
Η έννοια «Θεός» εφευρέθηκε σαν αντιθετική της ζωής – σε αυτήν έχει περιληφθεί, σε μία τρομακτική ενότητα, ό,τι το βλαπτικό, δηλητηριώδες, συκοφαντικό, όλο το θανάσιμο μίσος κατά της ζωής. Η έννοια του «Επέκεινα» του «αληθινού κόσμου» εφευρέθηκε για να απαξιώσει τον μοναδικό κόσμο που υπάρχει – για να μην παραμείνει κανένας στόχος, κανένας λόγος, καμία αποστολή, στη γήινη πραγματικότητά μας. Η έννοια «ψυχή», «πνεύμα» και τελικά «αθάνατη ψυχή», εφευρέθηκαν για να περιφρονηθεί το σώμα, για να γίνει άρρωστο - «ιερό» - για να καταστήσει φρικιαστικά επιπόλαια όλα τα πράγματα που απαιτούν σοβαρότητα στη ζωή… Αντί για την υγεία, η «σωτηρία της ψυχής»: μία κυκλική μανία ανάμεσα στις κράμπες της μετάνοιας και την υστερία της λύτρωσης. Η έννοια «αμαρτία» εφευρέθηκε μαζί με τα σχετικά της εργαλεία βασανιστηρίων, και η έννοια «ελευθερία της βούλησης» για να μπερδέψει τα ένστικτα, για να κάνει δεύτερη φύση την δυσπιστία απέναντι στα ένστικτα.
Το κείμενο αυτό, που παραθέτει ο Onfray σαν προμετωπίδα (το μετέφρασα από το Γερμανικό πρωτότυπο), περιέχει όλη του την προβληματική. Αντίθετα ο Dawkins έρχεται από αλλού. Στις οκτώ σελίδες βιβλιογραφίας και άλλες τόσες ευρετήριο, το όνομα Nietzsche δεν υπάρχει. Κι ας ήταν ο πρώτος που στον Ζαρατούστρα αναφώνησε πως «ο Θεός είναι νεκρός». Ο Dawkins δεν ασχολείται τόσο με την φιλοσοφική πλευρά όσο με την επιστημονική και πολιτική. Θεωρεί τον Μπους και τον Μπιν Λάντεν ως χαρακτηριστικά δείγματα του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που μας οδηγούν στην καταστροφή. Αναρωτιέται: τι χωρίζει τους Ισραηλινούς από τους Παλαιστίνιους, τους Σέρβους από τους Βόσνιους, τους Ινδουιστές από τους Μουσουλμάνους;
Η ιδέα πως οι Θεοί είναι δημιουργήματα και προεκτάσεις του ανθρώπου είναι παλιά. Ήδη ο προσωκρατικός Ξενοφάνης είχε γράψει πως: «αν τα βόδια και τα άλογα… είχαν χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν… θα απεικόνιζαν τους θεούς τους σαν άλογα, σαν βόδια…». Και βέβαια πέρα από το ότι – όπως γράφουν και οι δύο συγγραφείς – δεν έχει υπάρξει ποτέ απόδειξη για την ύπαρξη θεού, ακόμα και η πληθώρα των Θεών, παλιών και νέων, τους ακυρώνει αμοιβαία.
Εδώ όμως δεν έχουμε απλώς μία αμφισβήτηση της ύπαρξης Θεού – αλλά κάτι καινούργιο. Την ιδέα της θρησκείας ως καταστροφικής και επικίνδυνης για την ευτυχία του ανθρώπου – αλλά και της ανθρωπότητας. Και πραγματικά οι ευτυχισμένες στιγμές που ζούμε είναι σχεδόν όλες «αμαρτωλές»: αν ακολουθούσαμε πιστά τους παπάδες θα αποκλείαμε το προγαμιαίο σεξ, θα περιορίζαμε τις γαμήλιες επαφές στα καθήκοντα της αναπαραγωγής, θα νηστεύαμε 100 μέρες τον χρόνο και, ζηλεύοντας την δόξα των μαρτύρων της πίστης, θα ανοίγαμε το κεφάλι του κάθε αλλόθρησκου για να τον φέρουμε στον σωστό δρόμο.
Είχα γράψει κάποτε πως έξω από όλες τις εκκλησίες θα έπρεπε να υπάρχει πινακίδα προειδοποίησης – όπως στα τσιγάρα: «Προσοχή – η θρησκεία βλάπτει τον εαυτό σου και τους άλλους». Σύμφωνα με τον Dawkins και τον Onfray κάτι τέτοιο θα ταίριαζε στο νέο λαϊκό κράτος. Ο Dawkins γράφει ότι το να μυούνται τα παιδιά από μικρά σε μία θρησκεία αποτελεί κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει τα δικαιώματά τους. Ο Onfray πάλι κλείνει το βιβλίο του λέγοντας πως το να δίνει κανείς ίσα δικαιώματα ακρόασης στους υποστηρικτές μύθων και παραλογισμών από την μία και στους φιλοσόφους και τους επιστήμονες από την άλλη, δεν είναι καν δημοκρατικό: είναι απαράδεκτο.
Μέχρι τώρα οι άθεοι ήταν μία μειονότητα που δεν τολμούσε να πει το όνομά της. Τώρα μοιάζει να βγαίνουν στο φως και να επιτίθενται, χωρίς ενδοιασμούς στην κυρίαρχη ιδεολογία. Βλέπουν την επιστροφή των θρησκειών που σημειώθηκε μετά την πτώση του Τείχους και την έξαρση του ισλαμικού και χριστιανικού φονταμενταλισμού. Και διακηρύσσουν πως ήρθε ο καιρός η ανθρωπότητα να ενηλικιωθεί και να αποτινάξει τους θεϊκούς πατερούληδες.
Ένας κόσμος χωρίς θεούς, θα ήταν καλύτερος;
Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006
7 Χριστουγεννιάτικες ιστορίες (4)
Ιστορία έκτη
1973 - Λιγότερα!
Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο. Ο πιο μουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.
Ετοιμάζω την χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρίας - και ξαφνικά έχω μία διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο - και το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο - χωρίς χρώματα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδρομείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Όλες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο. Κατακλυζόμαστε από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές.
Το κείμενο μιλούσε - φαινομενικά - για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.
Είθε
ο νέος χρόνος
να μας φέρει
λιγότερα
λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.
Κι αν τύχει και φέρει μαζί
λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση
Ίσως τότε μας χαρίσει
λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα
και λιγότερη αυθάδεια.
Ίσως τα λιγότερα
είναι περισσότερα…
Ένα χρόνο μετά, πάλι για τις γιορτές έβγαλα μία άλλη κάρτα – με ένα λιτό τετράστιχο.
Με την αρετή σαν αφορμή
σώσατε των Ελλήνων την τιμή
που από ανάγκη, φόβο η αδιαφορία,
είχανε ξεχάσει την ελευθερία.
Ιστορία έβδομη
1984 - Η έκπληξη
Παραμονή Χριστουγέννων κι εμένα με τρωει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα.) Πήγε μεσημέρι και δεν είχε ακόμα χτυπήσει το κουδούνι για τα κάλαντα. Το είχα γράψει και στην εφημερίδα που συνεργαζόμουνα, πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες, χορτάτοι πια, δεν κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουνε στα μακρινά σπίτια.
Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην πόρτα. Ανοίγω και τι να δω! Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του και η 'Ασπα και κόσμος πολύς.
Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια. Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην ξέρω τι να κάνω, πως να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό. Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Πού το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν;
Να, είπε ο Νιόνιος μετά, παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα - γι αυτό ήρθαμε!
Μία φορά και μένα η γκρίνια μου βγήκε σε καλό!
1973 - Λιγότερα!
Νοέμβριος μετά το Πολυτεχνείο. Ο πιο μουντός και άχαρος των τελευταίων χρόνων. Τόσο σκοτάδι που σχεδόν δεν ξημερώνει. Η σκιά της ηρωικής αλλά μάταιης (έτσι φαινόταν τότε) εξέγερσης, η σκιά μίας νέας πιο στυγνής δικτατορίας, η σκιά της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, πέφτουν επάλληλες και πνίγουν κάθε φως.
Ετοιμάζω την χριστουγεννιάτικη κάρτα της εταιρίας - και ξαφνικά έχω μία διαφορετική ιδέα. Αντί για εορταστική κάρτα (τι να γιορτάσει κανείς!) γράφω ένα απλό κείμενο - και το τυπώνουμε μαύρο σε άσπρο φόντο - χωρίς χρώματα και έλατα. Η κάρτα εκτυπώνεται σε τρεις χιλιάδες αντίτυπα, ταχυδρομείται και εκεί γίνεται το απροσδόκητο. Όλες οι εφημερίδες ανατυπώνουν το κείμενο. Κατακλυζόμαστε από γράμματα, τηλεφωνήματα, επισκέψεις. Θέλουν κι άλλες κάρτες. Μέσα σε ένα μήνα το ανατυπώνουμε τρεις φορές.
Το κείμενο μιλούσε - φαινομενικά - για την οικονομική κρίση και την ανάγκη περισυλλογής. Αλλά ο κόσμος κατάλαβε.
Είθε
ο νέος χρόνος
να μας φέρει
λιγότερα
λιγότερο πόνο σε αυτούς που πονούν,
λιγότερο μίσος σε αυτούς που μάχονται,
λιγότερη στέρηση σε όσους στερούνται,
λιγότερο πόλεμο, λιγότερο θάνατο,
λιγότερη καταπίεση, λιγότερη εκμετάλλευση,
λιγότερη δυστυχία και λιγότερη οδύνη.
Κι αν τύχει και φέρει μαζί
λιγότερη αφθονία και λιγότερη απόλαυση
λιγότερο πλούτο και λιγότερη καλοπέραση
Ίσως τότε μας χαρίσει
λιγότερη ελαφρομυαλιά και λιγότερη σπατάλη
λιγότερη επιπολαιότητα
και λιγότερη αυθάδεια.
Ίσως τα λιγότερα
είναι περισσότερα…
Ένα χρόνο μετά, πάλι για τις γιορτές έβγαλα μία άλλη κάρτα – με ένα λιτό τετράστιχο.
Με την αρετή σαν αφορμή
σώσατε των Ελλήνων την τιμή
που από ανάγκη, φόβο η αδιαφορία,
είχανε ξεχάσει την ελευθερία.
Ιστορία έβδομη
1984 - Η έκπληξη
Παραμονή Χριστουγέννων κι εμένα με τρωει η μόνιμη εορταστική μελαγχολία (κάθε χρόνο και χειρότερα.) Πήγε μεσημέρι και δεν είχε ακόμα χτυπήσει το κουδούνι για τα κάλαντα. Το είχα γράψει και στην εφημερίδα που συνεργαζόμουνα, πως οι σημερινοί πιτσιρικάδες, χορτάτοι πια, δεν κυνηγάνε το χαρτζιλίκι όπως εμείς, δεν πηγαίνουνε στα μακρινά σπίτια.
Είχα τελειώσει το μεσημεριανό μου όταν χτύπησαν στην πόρτα. Ανοίγω και τι να δω! Ορχήστρα ολόκληρη και χορωδία και στη μέση ο Διονύσης Σαββόπουλος με την κιθάρα του και η 'Ασπα και κόσμος πολύς.
Κι αρχίζουν να λένε τα κάλαντα, τα παλιά, τα γνήσια. Κι εγώ να έχω βουρκώσει και να μην ξέρω τι να κάνω, πως να τους φιλέψω, ολόκληρο στρατό. Γνωριμία με τον Νιόνιο δεν είχαμε, μια φορά τον είχα συναντήσει στη ζωή μου. Πού το βρήκαν το σπίτι, πώς το σκέφτηκαν;
Να, είπε ο Νιόνιος μετά, παραπονέθηκες πως δεν σου λένε τα κάλαντα - γι αυτό ήρθαμε!
Μία φορά και μένα η γκρίνια μου βγήκε σε καλό!
ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΕΠΤΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 18, 2006
7 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (3)
Ιστορία Τέταρτη
1963 - Οι Πατέρες.
Μία παρέα φίλοι, σκεπτόμαστε να κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι. Κάποιος μας μιλάει για την Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από την Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέμε και ξεκινάμε προπαραμονή. Ο ένας διαθέτει Ι. Χ. στριμωγνόμαστε και δρόμο.
Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαμε στην Δαύλεια - και όταν με το καλό σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως την μονή είχε πέσει το σούρουπο. Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.
Όταν όμως είδαμε την μονή με τα καντήλια της να τρεμοσβύνουν στο σύθαμπο, αναγαλλιάσαμε. Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη - να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας.
Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουμε. Μόνον η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα. Καμία απόκριση.
Φωνάζουμε. Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στην μεταλλική πόρτα. Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καμία.
Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. 'Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό παγωμένο χιόνι, πώς θα βγάλουμε την νύχτα; Δύο στο αυτοκίνητο, δύο ξάπλα στη γη αγκαλιασμένοι μέσα σε μία παλιοκουβέρτα, που βρέθηκε στο πορτμπαγκάζ κι ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι. Αλλαγή βάρδιας κάθε τόσο. Δεν κοιμήθηκε βέβαια κανένας.
Χαράματα, στις έξη ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα. Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε - τόση φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μην μας ακούσατε;
"Κάτι ακούσαμε", λεει ατάραχος ο καλόγερος, "αλλά δεν ξέραμε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογημένοι, δεν φωνάζατε: 'Πατέρες! Πατέρες!' να καταλάβουμε πως ήσασταν καλοί Χριστιανοί, να σας ανοίξουμε;"
Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση είναι δεδομένη: "Πατέρες! Πατέρες!"
Ιστορία Πέμπτη
1972 - Το δώρο της Πίπση.
Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.
Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!)
Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.
Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μία γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές - και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο.
Φερόταν σαν άγρια γάτα - αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική.
Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. 'Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων - υπέργρια. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια.
Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Έκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει - μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα.
Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα μάτια μου - μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει - και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα!
Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε - και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά.
Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.
____________________________________________
Δεν έχω φωτογραφία της Πίπσι και οι φωτογραφίες μου από την Μονή Ιερουσαλήμ είναι στο Μουσείο Μπενάκη. Έβαλα λοιπόν ένα σκίτσο της Αθηνάς Ταρσούλη (από άλλο μοναστήρι) και μια φωτογραφία μου που αγαπώ: της γάτας του Σαξώνη από το Πάπιγγο.
1963 - Οι Πατέρες.
Μία παρέα φίλοι, σκεπτόμαστε να κάνουμε Χριστούγεννα σε μοναστήρι. Κάποιος μας μιλάει για την Μονή Ιερουσαλήμ ψηλά στον Παρνασσό, πάνω από την Δαύλεια. Ωραία ιδέα λέμε και ξεκινάμε προπαραμονή. Ο ένας διαθέτει Ι. Χ. στριμωγνόμαστε και δρόμο.
Η αλήθεια είναι πως φύγαμε κομμάτι αργά. Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν φτάσαμε στην Δαύλεια - και όταν με το καλό σκαρφαλώσαμε τον απαίσιο λασπόδρομο ως την μονή είχε πέσει το σούρουπο. Μεγάλη ταλαιπωρία η λάσπη, πέντε φορές αναγκαστήκαμε να κατέβουμε και να σπρώξουμε το αυτοκίνητο που είχε κολλήσει.
Όταν όμως είδαμε την μονή με τα καντήλια της να τρεμοσβύνουν στο σύθαμπο, αναγαλλιάσαμε. Ζέστη, φαγητό και κατάνυξη - να τι ζητούσαν τα παγωμένα σώματα και οι άπληστες ψυχές μας.
Αλίμονο! Η μεγάλη κεντρική πύλη, ίδια καστρόπορτα σε τείχος, ήταν θεόκλειστη. Κορνάρουμε. Μόνον η ηχώ απαντάει. Ξανακορνάρουμε. Τίποτα. Χτυπάμε την πόρτα. Καμία απόκριση.
Φωνάζουμε. Σιωπή. Σηκώνουμε ολόκληρα αγκωνάρια και τα πετάμε στην μεταλλική πόρτα. Αντιβουίζει το βουνό, αλλά αντίδραση καμία.
Εν τω μεταξύ έχει νυχτώσει για τα καλά, κάνει άγριο κρύο και ο οδηγός μας αρνιέται να κατέβει νύχτα τον λασπόδρομο. 'Εχει δίκιο, δεν αστειεύονται οι γκρεμοί γύρω-γύρω. Κάτω έχει ψιλό παγωμένο χιόνι, πώς θα βγάλουμε την νύχτα; Δύο στο αυτοκίνητο, δύο ξάπλα στη γη αγκαλιασμένοι μέσα σε μία παλιοκουβέρτα, που βρέθηκε στο πορτμπαγκάζ κι ένας να φυλάει τσίλιες μη μας ορμήξουν τίποτα λύκοι. Αλλαγή βάρδιας κάθε τόσο. Δεν κοιμήθηκε βέβαια κανένας.
Χαράματα, στις έξη ξαγρυπνισμένοι και παγωμένοι βλέπουμε να ανοίγει η βαριά σιδερόπορτα. Βγαίνει ένας καλόγερος καβάλα σε μουλάρι. Αγανακτισμένοι τον περικυκλώνουμε - τόση φασαρία κάναμε, είναι δυνατόν να μην μας ακούσατε;
"Κάτι ακούσαμε", λεει ατάραχος ο καλόγερος, "αλλά δεν ξέραμε τι ήτανε. Κι εσείς ευλογημένοι, δεν φωνάζατε: 'Πατέρες! Πατέρες!' να καταλάβουμε πως ήσασταν καλοί Χριστιανοί, να σας ανοίξουμε;"
Πέρασαν χρόνια, η παρέα σκόρπισε. Αλλά όποτε συντυχαίνουμε ο ένας τον άλλον η προσφώνηση είναι δεδομένη: "Πατέρες! Πατέρες!"
Ιστορία Πέμπτη
1972 - Το δώρο της Πίπση.
Πρέπει τώρα να σας πω την ιστορία μιας γάτας. Δεν ήταν όμορφη, ούτε χαδιάρα. Ήταν ίσως η πιο άσκημη και άκομψη γάτα που έχω γνωρίσει. Μονοκόμματη και τραχιά σαν μπουλντόγκ. Δεν ήταν καν δική μου. Όμως μου έκανε ένα θαυμάσιο Χριστουγεννιάτικο δώρο.
Ζούσα τότε σε προάστιο της Αθήνας. Το σπίτι, μονοκατοικία παλιά και άβολη, ήταν απομονωμένο σε ένα ύψωμα. Πίσω του το δάσος. (Τώρα έχει γίνει πολυκατοικίες!)
Το παλιό κτίσμα είχε μείνει καιρό ακατοίκητο. Ανήκε σε ένα γέροντα γιατρό, που ζούσε εκεί ολομόναχος. Είχε πεθάνει πάνω από ένα χρόνο. Πέρασε και άλλος καιρός μέχρι να συμφωνήσω με τους κληρονόμους για την ενοικίαση και να γίνουν οι απαραίτητες επισκευές.
Για αρκετούς μήνες, αφού μετακόμισα, έβλεπα μία γριά και άσκημη γάτα που τριγύριζε συστηματικά το σπίτι. Βέβαια γάτες εκεί υπήρχαν πολλές - και οι δικές μου και οι τακτικές επισκέπτριες και οι περαστικές. Όμως αυτή ήταν αλλιώτικη. Ούτε πλησίαζε πολύ ούτε απομακρυνόταν. Βρισκόταν πάντα σε ίδια απόσταση από το σπίτι, σαν να ήταν δεμένη με ένα αόρατο σκοινί. Στηνόταν απέναντι και κοιτούσε συνεχώς τα παράθυρα, με μάτια κουρασμένα, κοκκινισμένα ενώ έβγαζε ένα χαμηλόφωνο μακρόσυρτο ήχο - κάτι ανάμεσα ουρλιαχτό και παράπονο.
Φερόταν σαν άγρια γάτα - αλλά δεν έμοιαζε άγρια. Όταν στηνότανε απέναντι στο παράθυρο της άνοιγα να μπει αλλά αυτή στεκόταν εκεί στην ίδια πάντα απόσταση. Αν πλησίαζα, οπισθοχωρούσε, χωρίς να τρομάζει και να εξαφανίζεται. Έτρωγε το φαγητό που της έδινα, με τον όρο ότι πάντα θα σεβόμουνα την προκαθορισμένη απόσταση. Αν στεκόμουν κοντά στο πιάτο, προτιμούσε να μείνει νηστική.
Το αίνιγμα λύθηκε όταν μίλησα με την κόρη του παλιού ιδιοκτήτη. 'Ηταν η γάτα του! Η μοναδική του συντροφιά! Την έλεγαν Πίπση κι ο γέροντας την υπεραγαπούσε. Μόνο που την είχε τόσα χρόνια, που κανείς δεν φανταζόταν ότι ζούσε ακόμα. Πρέπει να ήταν πάνω από δεκαπέντε χρόνων - υπέργρια. Όταν πέθανε ο γιατρός, δεν την βρήκαν στο σπίτι. Το κλείδωσαν - κι ούτε που την σκέφτηκαν. Κι εκείνη, πήρε τα βουνά και έγινε άγρια.
Δηλαδή, το σπίτι που έμενα ήταν το δικό της! Έκανα ότι μπορούσα να την πείσω να επιστρέψει - μάταια. Δεν εμπιστευόταν κανένα. Η χαϊδεμένη και καλομαθημένη, που γριά βρέθηκε στο δρόμο, επέζησε - αλλά δεν πίστευε πια σε τίποτα.
Μέχρι που ήρθαν Χριστούγεννα, παραμονές και ξαφνικά ακούω ένα άλλο νιάου και βλέπω την Πίπση με την μύτη κολλημένη στο τζάμι. Ανοίγω το παράθυρο και - δεν πιστεύω τα μάτια μου - μπαίνει στο σπίτι. Πρώτη φορά μπαίνει στο σπίτι, μυρίζει δεξιά-αριστερά με μεγάλη προσοχή, ψάχνει - και τελικά έρχεται εκεί που καθόμουνα, νιαουρίζει παρακλητικά και πηδάει στην αγκαλιά μου. Η Πίπση - που τηρούσε πάντα την απόσταση ασφαλείας, τα τρία μέτρα!
Είχε έρθει για να γεννήσει. Μέσα στην αγκαλιά μου πάλευε τρεις ώρες και έκανε τέσσερα μικρά γούνινα. Κάθισε δύο μήνες στο σπίτι, τα μεγάλωσε, τα ανάθρεψε - και μία μέρα τα πήρε και εξαφανίστηκαν. Δεν την ξαναείδαμε ποτέ. Ούτε αυτά.
Δεν τα πήρε όλα όμως. Έμεινε ένα, το γλυκύτερο, που αργότερα έγινε η γάτα της ζωής μου. Το καλλίτερο Χριστουγεννιάτικο Δώρο.
____________________________________________
Δεν έχω φωτογραφία της Πίπσι και οι φωτογραφίες μου από την Μονή Ιερουσαλήμ είναι στο Μουσείο Μπενάκη. Έβαλα λοιπόν ένα σκίτσο της Αθηνάς Ταρσούλη (από άλλο μοναστήρι) και μια φωτογραφία μου που αγαπώ: της γάτας του Σαξώνη από το Πάπιγγο.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 17, 2006
7 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες (2)
Ιστορία δεύτερη
Δεκέμβριος 1951. Ο αρχάγγελος
Στο σχολείο, γιορτή για τα Χριστούγεννα. Ετοιμάζουμε μία μικρή τελετή. Εγώ θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες...» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα παίξει ένα μουσικό κομμάτι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που πάντα ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο.
Ρωτάω τον καθηγητή που οργανώνει την γιορτή τον μεγάλο μουσικολόγο (εμείς τον παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω Δούνια. Είναι, μου απαντάει, το Κοντσέρτο των Χριστουγέννων του Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα, fatto per la notte di Natale). Από τότε, κάθε φορά μου ακούω αυτή την μελωδία, θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με έμαθε να αγαπώ και να καταλαβαίνω την μουσική. Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo. Αρχάγγελος που ήρθε στη γη.
A. Corelli, (1653-1713), χαρακτικό του J. Folkema.
******************************************
Ιστορία τρίτη
Μόναχο Δεκέμβρης 1959. Το κρύο και η ζέστη.
Για όλους - εκτός από τα παιδιά - γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν - έχουν το ζωντανό παρόν. ('Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, αλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα).
Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του '73;» - «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του '65;»).
Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του '59. Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο - λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ - παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες…
Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες - έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός. Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς - πόσο σκληρές είναι γι' αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας...
Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές - τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία... 'Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα - παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ - και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. 'Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά - ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν' ακούσουν τη λειτουργία του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ - με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ - μου χαλούσε το στομάχι αλλά γι' αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο - ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία - πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.
Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο - ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» - ρώτησε ο άγνωστος - «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;»
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες - ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.
Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων - ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη. 'Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες - μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα.
Και το πιο όμορφο - το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή - τι θα έβαζες μέσα;)
Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια - πιο δικοί από τους δικούς μου.
Κάποια στιγμή - από ευγένεια - είπα να φύγω. Μα, καθίστε - όχι, όχι! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!
Άρχισα λοιπόν να του λέω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι - όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ' ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας».
Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.
__________________________________________
Φωτογραφίες τραβηγμένες στις 20-21 Νοεμβρίου 1954, πρώτη μου εκδρομή στην Γερμανία. Πάνω η λίμνη Koenigsee. Στη μέση το εκκλησάκι που θυμίζει ότι εκεί έγινε η σύνθεση του "Άγια Νύχτα" (Stille Nacht Kapelle) και κάτω ο συνθέτης Franz Gruber.
Δεκέμβριος 1951. Ο αρχάγγελος
Στο σχολείο, γιορτή για τα Χριστούγεννα. Ετοιμάζουμε μία μικρή τελετή. Εγώ θα διαβάσω το «Ποιμένες αγραυλούντες...» και μια ομάδα μαθητές και καθηγητές θα παίξει ένα μουσικό κομμάτι. Πρώτη φορά ακούω αυτή τη μελωδία και είναι τόσο αγνή, τόσο αγγελική, που πάντα ξεχνάω να μπω στην ώρα μου με το κείμενο.
Ρωτάω τον καθηγητή που οργανώνει την γιορτή τον μεγάλο μουσικολόγο (εμείς τον παιδεύαμε σαν δάσκαλο της Ωδικής!) Μίνω Δούνια. Είναι, μου απαντάει, το Κοντσέρτο των Χριστουγέννων του Corelli. (Concerto opus 6, n. 8, σε σολ ελάσσονα, fatto per la notte di Natale). Από τότε, κάθε φορά μου ακούω αυτή την μελωδία, θυμάμαι τον Δούνια που αργότερα με έμαθε να αγαπώ και να καταλαβαίνω την μουσική. Και θαυμάζω γιατί το μικρό όνομα του Corelli ήταν Arcangelo. Αρχάγγελος που ήρθε στη γη.
A. Corelli, (1653-1713), χαρακτικό του J. Folkema.
******************************************
Ιστορία τρίτη
Μόναχο Δεκέμβρης 1959. Το κρύο και η ζέστη.
Για όλους - εκτός από τα παιδιά - γιορτή σημαίνει ανάμνηση. Τα παιδιά, βέβαια, παρελθόν δεν έχουν - έχουν το ζωντανό παρόν. ('Όσο για το μέλλον, το έχουν κι αυτό, αλλά δεν το ξέρουν. Και ίσως, καλύτερα).
Εμείς, όμως, παρελθόν. Κάθε χρόνο και πιο φορτωμένο. («Θυμάσαι τα Χριστούγεννα του '73;» - «Θυμάσαι την Πρωτοχρονιά του '65;»).
Αυτές τις μέρες θυμήθηκα τα Χριστούγεννα του '59. Είχε χιονίσει πολύ αυτό το χρόνο στο Μόναχο - λευκές παραμονές, κατά πώς πρέπει. Ξαφνικά ζωντάνεψαν πάλι όλες οι γλυκερές κάρτ-ποστάλ - παιδάκια με κόκκινες μύτες και μάλλινες σκούφιες, έλκηθρα, χιονισμένα έλατα στις πλατείες, χωριουδάκια θαμμένα στο χιόνι με φωτισμένα παράθυρα και δραστήριες καμινάδες…
Για μένα όμως ήταν κακή χρονιά: πένθη, πικροί χωρισμοί, ατυχίες - έτσι όπως καμιά φορά έρχονται όλα μαζί τα δυσάρεστα. Μπήκε ο Δεκέμβρης, έκανα πώς δεν έβλεπα, πώς δεν άκουγα και, κυρίως, πως δεν θυμόμουν. Κυριακή άναψαν οι Γερμανοί κι άλλο κεράκι στο στεφάνι της Αdvent. Στο τέταρτο κερί, πανικός. Αχ! αυτές οι μέρες της υποχρεωτικής, της αναγκαστικής χαράς - πόσο σκληρές είναι γι' αυτούς πού δεν καταφέρνουν να πιάσουν την εθνική (κατά κεφαλήν) νόρμα ευτυχίας...
Ήμουν λοιπόν μόνος. Όχι μονάχα από τις περιστάσεις. Ήμουν θεληματικά, πεισματικά μόνος. Προτάσεις φίλων, προσκλήσεις, εκδρομές - τίποτα. Εξαφανίστηκα. Κι έμεινα παραμονή Χριστουγέννων στη σοφίτα μου (έκτος όροφος, σε μεταπολεμική φτηνοπολυκατοικία χωρίς ασανσέρ) να κοιτάω τον κεκλιμένο τοίχο.
Βράδυ παραμονής Χριστουγέννων, στη Γερμανία... 'Όλοι στα σπίτια γύρω από το δέντρο, ψυχή στους δρόμους. Τραγουδάνε τα παραδοσιακά τους τραγούδια και ανοίγουν τα δώρα. Τα τραγούδια είναι όμορφα - παλιά αναγεννησιακά ή μπαρόκ - και ή ατμόσφαιρα ζεστή από τα κεριά. Υπάρχουν πολλά καλούδια: Plätzchen σαν κουλουράκια, Christstollen σαν τσουρέκι, ξηροί καρποί και κονιάκ. 'Όταν χτυπήσει έντεκα, ντύνονται όλοι ζεστά - ζεστά και πάνε στην εκκλησία ν' ακούσουν τη λειτουργία του Μπαχ, του Μότσαρτ, του Σούμπερτ - με χορωδίες, ορχήστρες και αρμόνια. Τα παιδιά κοιμούνται πολύ αργά (μεγάλη εξαίρεση) αγκαλιά με τα δώρα τους. Την άλλη μέρα θα έχει χήνα γεμιστή με πολλά ωραία συνοδευτικά και γλυκά.
Κι εγώ, στη σοφίτα μισούσα τον εαυτό μου κι όλο τον κόσμο. Είχα μία μπουκάλα κακό κονιάκ - μου χαλούσε το στομάχι αλλά γι' αυτό το έπινα. Έβαλα ραδιόφωνο: όλο τραγούδια χριστουγεννιάτικα. Ό άλλος σταθμός είχε εορταστική συναυλία. Είχα ένα δανεικό μαγνητόφωνο και είπα να την ηχογραφήσω. Πρωτόγονοι τρόποι: δεν είχε «έξοδο» το ραδιόφωνο - ηχογραφούσα με μικρόφωνο. Κάποια στιγμή (είχα ξεχάσει πώς ηχογραφούσα) ακούγοντας ένα κομμάτι, με πήραν τα κλάματα. Έχω ακόμα αυτή τη μαγνητοταινία - πάνω από τον Μότσαρτ ακούγονται λυγμοί.
Τελείωσε το μπουκάλι, ζαλίστηκα, με πήρε ο ύπνος ξημερώματα στον καναπέ. Ξύπνησα από έντονο κουδούνισμα. Ήταν έντεκα και μισή το πρωί. Ήμουν πιασμένος, παγωμένος, με ναυτία και πονοκέφαλο. Τα ρούχα είχαν κολλήσει επάνω μου. Το κουδούνισμα συνεχιζόταν επίμονο - ποιος διάβολος! Είδα κι απόειδα, άνοιξα. Στην πόρτα ένας σοβαρός καλοντυμένος κύριος, Γερμανός, άγνωστος. Μου συστήθηκε ευγενικά. Είπε πως είναι μακρινός συγγενής κάποιων γνωστών μου. «Μήπως θα είχα κέφι» - ρώτησε ο άγνωστος - «να τους τιμήσω με την παρουσία μου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι;»
Μουρμούρισα μερικές δικαιολογίες - ήμουν άρρωστος, άπλυτος, αξύριστος. Ό άγνωστος επέμενε: «Έχετε κάτι καλύτερο να κάνετε; Εγώ θα σας περιμένω να ετοιμαστείτε». Ενδόμυχα μου έκανε καλό αυτή ή πρόσκληση. Ιδιαίτερα πού ήταν άνθρωποι άγνωστοι και θα ξέφευγα από τον παγιδευμένο χώρο μου. Ευχαρίστησα, ντύθηκα, φύγαμε.
Είχαν ένα πολύ ωραίο μικρό σπίτι με κήπο στα περίχωρα του Μονάχου. Στην είσοδο με υποδέχτηκε ένας πανέξυπνος χιονάνθρωπος. Μετά γνώρισα τους χιονογλύπτες: ένα κοριτσάκι εννέα, ένα αγοράκι επτά χρόνων - ξανθόμορφα σαν αγγελούδια του Βαυαρικού μπαρόκ. Και ή μητέρα συμπαθέστατη. 'Όσο για τη χήνα, απαράμιλλη σε γεύση και γλύκα. Έλιωνε στο στόμα. Και υπήρχαν τα πάντα: κόκκινο κρασί και κόκκινο λάχανο, πατάτες φούρνου και γλυκιά σάλτσα με βατόμουρα, δύο γλυκά, κονιάκ (καλό!), καφές. Τα παιδιά ανέβηκαν στα γόνατα μου και τους είπα ελληνικά παραμύθια. Τραγουδήσαμε μετά όλα τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια: Από τον Ουρανό Ψηλά, Ξεφύτρωσε ένα Ρόδο, Ελάτε Ποιμένες - μέχρι το Έλατο και την Άγια Νύχτα.
Και το πιο όμορφο - το πιο συγκινητικό: Μου είχαν και δώρο! Ανοίξαμε τα πακέτα και, κάτω από το έλατο, υπήρχε και για μένα καρτούλα με το όνομά μου. Μέσα στο κουτί ένα κομψό πορτοφόλι από μαύρο δέρμα. (Απένταρε φοιτητή - τι θα έβαζες μέσα;)
Αργότερα, ανάψαμε το τζάκι, ψήσαμε κάστανα, ήπιαμε καφέ με κουλούρια και μπισκότα, είπαμε ανέκδοτα και αστεία. Ξαφνικά ένιωθα σπίτι μου. Τους ήξερα χρόνια - πιο δικοί από τους δικούς μου.
Κάποια στιγμή - από ευγένεια - είπα να φύγω. Μα, καθίστε - όχι, όχι! Τελικά ο πατέρας προσφέρθηκε να με πάει με το αυτοκίνητο. «Θα μου κάνει καλό», είπε «μία βόλτα στο κρύο». Τα παιδιά με φίλησαν σχεδόν με πάθος. Όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα μου, δεν ήξερα πώς να τον ευχαριστήσω. Σκεπτόμουν το κρύο ακατάστατο δωμάτιο από το οποίο με είχε αποσπάσει και τρόμαζα. Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από το κρύο στη ζέστη!
Άρχισα λοιπόν να του λέω πόσο σημαντική ήταν για μένα αυτή η μέρα, πόσο ευγνώμων είμαι - όταν με διέκοψε: «Δεν χρειάζεται», είπε, «να μ' ευχαριστήσετε. Εμείς αυτό το κάνουμε κάθε χρόνο. Έχουμε αναλάβει υποχρέωση να καλούμε έναν μοναχικό ή δυστυχισμένο. Φέτος μας έδωσαν το όνομά σας».
Πόσο γρήγορα πηγαίνεις από τη ζέστη στο κρύο. Το πορτοφολάκι βυθίστηκε μέσα στο χιόνι όπου το πέταξα. Κι άλλο κονιάκ δεν είχα στο δωμάτιο.
__________________________________________
Φωτογραφίες τραβηγμένες στις 20-21 Νοεμβρίου 1954, πρώτη μου εκδρομή στην Γερμανία. Πάνω η λίμνη Koenigsee. Στη μέση το εκκλησάκι που θυμίζει ότι εκεί έγινε η σύνθεση του "Άγια Νύχτα" (Stille Nacht Kapelle) και κάτω ο συνθέτης Franz Gruber.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006
7 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
Πρόλογος
Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.
Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια - με πάγο και χιόνι - και τα νότια - με φοινικιές και αστέρια.
Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.
Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!
Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω.
Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι - και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι - και τόσο λιγότερο ελπίζω.
Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές - όλοι έχουμε ανάλογες. Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας ανθρωπος από τις εμπειρίες του. Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει - καμιά φορά τις εμπορεύεται.
Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – πού αλλού; – από τα παιδικά μου χρόνια.
Ιστορία πρώτη
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.
Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του '44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού - κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα. Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)
Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως - είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος - καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία - έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.
Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών - και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε - και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.
Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι - και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας - κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.
Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.
Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ - είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.
Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.
Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.
Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια - με πάγο και χιόνι - και τα νότια - με φοινικιές και αστέρια.
Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.
Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!
Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω.
Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι - και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω. Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι - και τόσο λιγότερο ελπίζω.
Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές - όλοι έχουμε ανάλογες. Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας ανθρωπος από τις εμπειρίες του. Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει - καμιά φορά τις εμπορεύεται.
Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – πού αλλού; – από τα παιδικά μου χρόνια.
Ιστορία πρώτη
Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.
Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του '44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.
Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού - κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα. Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)
Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.
Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως - είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος - καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία - έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.
Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών - και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε - και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.
Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι - και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας - κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.
Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.
Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ - είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.
Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006
Το τζάμπα
Επειδή πέρασα πολλά χρόνια από τη ζωή μου κάνοντας πράγματα που δεν ήθελα...
(και δεν ξέρω πόσα χρόνια - και πόση δύναμη - μου μένουν για να κάνω αυτά που θέλω).
Επειδή δεν είμαι βέβαια ο μόνος – αυτά συμβαίνουν σε όλους όσοι ασχολούνται με το πνεύμα...
Επειδή δεν θα ήθελα να συνεχιστεί αυτή η δουλεία κι επειδή θα επιθυμούσα οι νεότεροι να βρούνε καλύτερες συνθήκες ...
προτείνω μια επανάσταση.
Προτείνω, οι προλετάριοι του πνεύματος (η πιο καταπατημένη τάξη στην Ελλάδα) να σηκώσουν κεφάλι. Δεν έχουν να χάσουν άλλο από τις αλυσίδες τους.
Προτείνω την κατάργηση του «τζάμπα». (Είναι ο σιδερένιος κανόνας της πνευματικής μας ζωής).
Η πρώτη μου εντύπωση από την Ελλάδα όταν (πριν 45 χρόνια) γύρισα από τις σπουδές μου στη Γερμανία, ήταν το «τζάμπα». Μου ζήτησε ιδιοκτήτης περιοδικού να του γράψω μερικές επιφυλλίδες. Για τις οποίες, επειδή χρειάστηκα ξένη βιβλιογραφία και εικονογράφηση, ξόδεψα χρήματα, παραγγέλλοντας βιβλία από το εξωτερικό. Όταν, αφελέστατα, ζήτησα να πληρωθώ, οι άνθρωποι απόρησαν. «Δεν φτάνει που σε προβάλλουμε - νέον άνθρωπο!» ήταν η αγανακτισμένη απάντηση. «Μα δεν σας ζήτησα να με προβάλλετε...» ψιθύρισα καταπτοημένος.
Γρήγορα κατάλαβα πως η πρόθεσή μου να ζήσω από «το προϊόν της γραφίδος μου», όπως ήδη είχα κάνει στην Γερμανία, ήταν ουτοπιστική. Για ένα ντεκουπαρισμένο (δουλειά 6 μηνών) σενάριο μου προσφέρανε δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές ...με δόσεις. (Στην Γερμανία η κατώτερη αμοιβή ήταν εικοσαπλάσια ενώ τα έξοδα ζωής μόνο διπλάσια.)
Μία μετάφραση (διακόσιες σαράντα πυκνοτυπωμένες σελίδες) πληρώθηκε τρία χιλιάρικα. Ούτε ένα μήνα δεν ζούσες με αυτά (η μετάφραση χρειάστηκε δύο).
Οι βιοτικές ανάγκες ήταν πολλές και αμείλικτες. Έτσι δεν μου έμεινε άλλο από το να μεταναστεύσω σε συγγενή (κειμενογραφικό) εργασιακό χώρο. Πήγα στην διαφήμιση. Όπου παρέμεινα είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Άκουγα τότε τα γνωστά: ξέχνα την Γερμανία! Εμείς είμαστε μικρή και φτωχή χώρα και δεν έχουμε, κτλ. κτλ. Λάθος! Ο παραγωγός, που μου έδινε τις δεκαπέντε χιλιάδες για το σενάριο, θησαύριζε σε κάθε ταινία. Ο εκδότης κέρδισε αρκετά από τη μετάφρασή μου. Απλώς οι κύριοι αυτοί εκμεταλλεύονταν μια κατάσταση – που ακόμα ισχύει.
Τώρα δεν είμαστε πια τόσο «φτωχή χώρα», και πληρώνουμε τον υδραυλικό πενήντα ευρώ για μισή ώρα δουλειά. Γιατί; Επειδή τον έχουμε περισσότερο ανάγκη από τον συγγραφέα; Όχι μόνο. Επειδή τα απαιτεί. Αν δεν πληρώσεις, δεν δουλεύει.
Στον χώρο τους οι πνευματικοί άνθρωποι είναι εξίσου απαραίτητοι όσο ο υδραυλικός. Τα πάμπλουτα και πανίσχυρα ΜΜΕ είναι γεμάτα κείμενα και μουσική, επιφυλλίδες και συνεντεύξεις.
Σκεφθείτε να δηλώσουν όλοι, επώνυμοι και μη, ότι δεν εμφανίζονται στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο αν δεν πληρωθούν. (Κάθε φορά που δίνω έστω και τηλεφωνική συνέντευξη στο BBC, έρχεται αυτόματα τσεκ. Με τις συνεντεύξεις μου σε τηλεοπτικά μέσα του εξωτερικού κερδίζω περισσότερα χρήματα από ότι με τα βιβλία μου στην Ελλάδα!).
Γιατί πρέπει εγώ, με την συνέντευξή μου, να γεμίσω στο τζάμπα τον τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό χρόνο μίας εκπομπής για την οποία χρυσοπληρώνεται ο παρουσιαστής της; Η τις σελίδες ενός περιοδικού που είναι γεμάτο από διαφήμιση;
Οι εκδότες βιβλίων δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης χωρίς τους συγγραφείς, αλλά τους πληρώνουν; Πώς και πόσο; Όσοι έχουν διαβάσει την αυτοβιογραφία μου ξέρουν ότι τα πρώτα δέκα χρόνια της συγγραφικής μου δουλειάς με δέκα βιβλία και ένα μπεστ σελερ (Η «Δυστυχία» είχε ήδη κάνει 12 ανατυπώσεις) δεν πήρα ούτε μία δραχμή! Κι αργότερα συνέλαβα εκδότες να στήνουν τα νούμερα των πωλήσεων, να κάνουν ανατυπώσεις που δεν τελειώνουν ποτέ και άλλα τραγικά. Άλλωστε είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτοι. Ένας νόμος που είχε επιβάλει στους βιβλιοδέτες να αναφέρουν ενόρκως στην Εθνική Βιβλιοθήκη πόσα βιβλία είχαν βιβλιοδετήσει, αποσύρθηκε σιωπηρώς λίγο χρόνο μετά την ψήφισή του.
Κάποτε η κρατική ραδιοφωνία άρχισε να μεταδίδει βιβλία. Για τις αναγνώσεις αυτές όχι μόνο δεν πλήρωσε – ούτε καν ρώτησε τους συγγραφείς. (Ξέρω – μετάδωσαν και δικό μου!). Το κράτος δίνει το καλό παράδειγμα. Αν αυτή δεν είναι εκμετάλλευση – ποια είναι!
Άλλη πληγή του «τζάμπα»: Οι διαλέξεις. Δεν καταλαβαίνω γιατί σύλλογοι, σωματεία, εταιρίες (κερδοσκοπικές και μη), ιδρύματα, κρατικοί φορείς, κτλ. έχουν την αξίωση να κάτσεις και να δουλέψεις τρεις η δέκα μέρες, για να τους κάνεις μια διάλεξη δωρεάν! Για άλλες ανάγκες βρίσκουν χρήματα, ακόμα και τα φτωχότερα σωματεία. Ζήτησαν ποτέ από τον ηλεκτρολόγο που τους φτιάχνει τα μικρόφωνα, να δουλέψει τζάμπα;
Λοιπόν, η εκμετάλλευση πρέπει να σταματήσει! Και για να σταματήσει πρέπει πρώτα οι ίδιοι οι πνευματικοί άνθρωποι να συνειδητοποιήσουν τα δικαιώματά τους. ΤΙΠΟΤΑ ΠΙΑ ΤΖΑΜΠΑ! Έτσι κι αλλιώς ο Υπουργός των Οικονομικών θα μας φορολογήσει εισόδημα τεκμαρτόν. Τουλάχιστον, ας το αποκτήσουμε.
Αφού είμαστε στην ΕΕ, ας φερθούμε ανάλογα. Οι κουτόφραγκοι πληρώνουν τα πάντα. Και τις συνεντεύξεις και τις διαλέξεις. Οι καλοί ομιλητές παίρνουν μέχρι και είκοσι χιλιάδες δολάρια για μια διάλεξη (κι όλα τα έξοδα ταξιδιού πληρωμένα). Οι ποιητές, στην Αμερική, ζούνε από αναγνώσεις ποιημάτων. Οι φίλοι συγγραφείς στην Γερμανία, που μαζί ξεκινήσαμε, έχουν περιουσίες μεγαλύτερες από μένα, χωρίς να ξενοδουλέψουν. Πλούτισαν κάνοντας αυτό που ήθελαν.
Διότι η κοινωνία στην οποία ζουν, συνειδητοποιεί, πως αυτό που δίνουν οι δημιουργοί, είναι πλούτος για το σύνολο. Και οι δημιουργοί, γνωρίζοντας την αξία της προσφοράς τους την μεταφράζουν ΚΑΙ σε χρήμα.
Πιστέψτε με: αν μάθουμε να επιβραβεύουμε το πνεύμα (όχι όσο το ποδόσφαιρο - στο ένα δέκατο!) θα πλουτίσουμε ξαφνικά όλοι. Σε γνώση και σε ομορφιά.
Σε πρώτη μορφή το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο Βήμα πριν 23 χρόνια. Ξαναγράφτηκε από την αρχή για το blog.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 12, 2006
Οι πατερούληδες
Έφυγε κι ο Πινοσέτ. Ο Κάστρο δεν πάει καλά. Μόνο εκείνος ο Κιμ της Βόρειας Κορέας επιμένει.
Θα μείνουμε από δικτάτορες; Πριν σαράντα χρόνια μπορούσες εύκολα να απαριθμήσεις καμία πενηνταριά (μέσα και οι δικοί μας…). Τώρα οι «επίσημοι» δικτάτορες είναι ελάχιστοι.
Οι ανεπίσημοι όμως; Οι μεταμφιεσμένοι;
Αυτό που πάντα με προβλημάτιζε στους δικτάτορες είναι η «πατρική» τους μορφή. Αν εξαιρέσει κανείς κάτι παράφρονες οραματιστές σαν τον Χίτλερ ή τον Πολ Ποτ, όλοι οι άλλοι εμφανίζονται ως στοργικοί πατέρες του έθνους, που θέλουν να το βοηθήσουν, να το προφυλάξουν, να το σώσουν, να το θεραπεύσουν. (Π. χ. «γύψος»).
Αν ρωτήσετε τους οικείους και τους φίλους του Πινοσέτ θα σας πουν ότι ήταν ένας τρυφερός πατέρας και παππούς, ένας πιστός φίλος και έντιμος άνθρωπος. (Τα σκάνδαλα τα έκαναν οι άλλοι, οι από κάτω). Ένας καλός άνθρωπος που πίστευε πως πρέπει να φέρει το έθνος του στον ίσιο δρόμο. Και φυσικά αυτό δεν γινόταν χωρίς την επιβολή κάποιας … αυστηρής πειθαρχίας. (Από την πειθαρχία στον φάλαγγα και την κρεμάλα, ο δρόμος είναι μικρός).
Σίγουρα κανένας δεν ξεκινάει να γίνει δικτάτορας με σκοπό να βασανίσει, να τυραννήσει, να δολοφονήσει. Αυτός έχει τους καλύτερους σκοπούς – τώρα αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν, αναγκάζεται…
Ολόκληρες γενιές αριστερών σε όλο τον κόσμο μεγάλωσαν αποκαλώντας τον Στάλιν «πατερούλη». Πως έγραφε ο Ρίτσος:
"Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου.
Όταν σβήνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου
Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν' ανάψει.
Όταν λείπει από το τραπέζι μας το ψωμί κι από το στρώμα μας τ' όνειρο κι απ' το δώμα μας το λυχνάρι
είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά στον ορίζοντα κι ακούμε κάτω από τα τούνελ της νύχτας τη βοή των τραίνων που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο στους πεινασμένους.
Γιατί ο Στάλιν είναι ο πρωτογιός των προλετάριων κι ο Στάλιν είναι ο πατέρας τους".
Ο πατερούλης Στάλιν αποδείχθηκε εκ των υστέρων ο πιο αιμοσταγής από όλους τους δικτάτορες. Αλλά βλέπετε ότι ακόμα και ένας ευαίσθητος και καλός ποιητής υπέκυψε στον μύθο του.
Κι όταν πέθανε ο Μεταξάς («πατέρας του έθνους» ονομαζόταν και αυτός!) ο Ασημάκης Πανσέληνος, άδικα λησμονημένος καλός σατιρικός, είχε γράψει τούτο το επιτύμβιο:
Στα χέρια επάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου,
δι’ εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με είχαν αγαπήσει δια νόμου.
Όπως βλέπω τον Πινοσέτ στην φωτογραφία, με όλα του τα παράσημα, θυμάμαι άλλο ένα ποίημα του Πανσέληνου (εμπνευσμένο από ένα πορτρέτο του Κάιζερ):
ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΛΗ
ΜΕΤΑ ΣΤΡΑΤΑΡΧΙΚΗΣ ΡΑΒΔΟΥ
Μοιάζει στο βλέμμα όρνιο παλαβό
με το δεξί του χέρι απά στη ζώνη
ενώ με το άλλο χέρι το ζερβό,
κρατάει ένα μαραφέτι σαν τρομπόνι.
Κορδόνια αστέρια και σταυροί μαζί,
η δόξα του είναι δάφνη από τιρτίρι,
το στήθος του είναι υπαίθριο μαγαζί,
στο τραγικό της ζωής μας πανηγύρι.
Γυναίκειο σκέρτσο, αντρίκια γρουσουζιά
και το μουστάκι του αρειμάνιο τόξο
κι αν του’ χε δώσει η φύση και βυζιά,
θα τα’ βγαζε απ’ τ’ αμπέχωνό του απόξω.
Με τέτοια ωραία ρούχα που φορεί,
το μεγαλείο η ύπαρξή του στάζει,
κανείς που τον κοιτάει δεν απορεί
πως έχει το δικαίωμα να μας σφάζει.
Να κόβει εμάς και να ψηλώνει εκείνος,
να κάνει τη ζωή μας ρημαδιό,
ρωτιέσαι αν είναι θεός ή αν είναι κτήνος
και σκέφτεσαι πως είναι και τα δυό.
Θα μείνουμε από δικτάτορες; Πριν σαράντα χρόνια μπορούσες εύκολα να απαριθμήσεις καμία πενηνταριά (μέσα και οι δικοί μας…). Τώρα οι «επίσημοι» δικτάτορες είναι ελάχιστοι.
Οι ανεπίσημοι όμως; Οι μεταμφιεσμένοι;
Αυτό που πάντα με προβλημάτιζε στους δικτάτορες είναι η «πατρική» τους μορφή. Αν εξαιρέσει κανείς κάτι παράφρονες οραματιστές σαν τον Χίτλερ ή τον Πολ Ποτ, όλοι οι άλλοι εμφανίζονται ως στοργικοί πατέρες του έθνους, που θέλουν να το βοηθήσουν, να το προφυλάξουν, να το σώσουν, να το θεραπεύσουν. (Π. χ. «γύψος»).
Αν ρωτήσετε τους οικείους και τους φίλους του Πινοσέτ θα σας πουν ότι ήταν ένας τρυφερός πατέρας και παππούς, ένας πιστός φίλος και έντιμος άνθρωπος. (Τα σκάνδαλα τα έκαναν οι άλλοι, οι από κάτω). Ένας καλός άνθρωπος που πίστευε πως πρέπει να φέρει το έθνος του στον ίσιο δρόμο. Και φυσικά αυτό δεν γινόταν χωρίς την επιβολή κάποιας … αυστηρής πειθαρχίας. (Από την πειθαρχία στον φάλαγγα και την κρεμάλα, ο δρόμος είναι μικρός).
Σίγουρα κανένας δεν ξεκινάει να γίνει δικτάτορας με σκοπό να βασανίσει, να τυραννήσει, να δολοφονήσει. Αυτός έχει τους καλύτερους σκοπούς – τώρα αν οι άλλοι δεν τον καταλαβαίνουν, αναγκάζεται…
Ολόκληρες γενιές αριστερών σε όλο τον κόσμο μεγάλωσαν αποκαλώντας τον Στάλιν «πατερούλη». Πως έγραφε ο Ρίτσος:
"Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου.
Όταν σβήνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου
Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν' ανάψει.
Όταν λείπει από το τραπέζι μας το ψωμί κι από το στρώμα μας τ' όνειρο κι απ' το δώμα μας το λυχνάρι
είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά στον ορίζοντα κι ακούμε κάτω από τα τούνελ της νύχτας τη βοή των τραίνων που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο στους πεινασμένους.
Γιατί ο Στάλιν είναι ο πρωτογιός των προλετάριων κι ο Στάλιν είναι ο πατέρας τους".
Ο πατερούλης Στάλιν αποδείχθηκε εκ των υστέρων ο πιο αιμοσταγής από όλους τους δικτάτορες. Αλλά βλέπετε ότι ακόμα και ένας ευαίσθητος και καλός ποιητής υπέκυψε στον μύθο του.
Κι όταν πέθανε ο Μεταξάς («πατέρας του έθνους» ονομαζόταν και αυτός!) ο Ασημάκης Πανσέληνος, άδικα λησμονημένος καλός σατιρικός, είχε γράψει τούτο το επιτύμβιο:
Στα χέρια επάνω οι φίλοι μου οι πιστοί
με φέρανε στο σπίτι το στερνό μου,
δι’ εγκυκλίου με κλάψαν όλοι οι Έλληνες
που με είχαν αγαπήσει δια νόμου.
Όπως βλέπω τον Πινοσέτ στην φωτογραφία, με όλα του τα παράσημα, θυμάμαι άλλο ένα ποίημα του Πανσέληνου (εμπνευσμένο από ένα πορτρέτο του Κάιζερ):
ΣΤΡΑΤΑΡΧΗΣ ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΣΤΟΛΗ
ΜΕΤΑ ΣΤΡΑΤΑΡΧΙΚΗΣ ΡΑΒΔΟΥ
Μοιάζει στο βλέμμα όρνιο παλαβό
με το δεξί του χέρι απά στη ζώνη
ενώ με το άλλο χέρι το ζερβό,
κρατάει ένα μαραφέτι σαν τρομπόνι.
Κορδόνια αστέρια και σταυροί μαζί,
η δόξα του είναι δάφνη από τιρτίρι,
το στήθος του είναι υπαίθριο μαγαζί,
στο τραγικό της ζωής μας πανηγύρι.
Γυναίκειο σκέρτσο, αντρίκια γρουσουζιά
και το μουστάκι του αρειμάνιο τόξο
κι αν του’ χε δώσει η φύση και βυζιά,
θα τα’ βγαζε απ’ τ’ αμπέχωνό του απόξω.
Με τέτοια ωραία ρούχα που φορεί,
το μεγαλείο η ύπαρξή του στάζει,
κανείς που τον κοιτάει δεν απορεί
πως έχει το δικαίωμα να μας σφάζει.
Να κόβει εμάς και να ψηλώνει εκείνος,
να κάνει τη ζωή μας ρημαδιό,
ρωτιέσαι αν είναι θεός ή αν είναι κτήνος
και σκέφτεσαι πως είναι και τα δυό.
Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2006
2 – 1 = 0;
Βγήκα από την παράσταση του «2» με πολύ αντιφατικά συναισθήματα. Είχα την αίσθηση πως παρακολούθησα μία απόλυτα επιτυχημένη αποτυχία.
Η αποτυχία μπορεί να οφείλεται σε μένα. Δεν με άγγιξε συναισθηματικά ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν ταυτίστηκα. Δεν με αφορούσε.
Παρακολουθούσα με θαυμασμό την υπέροχη τεχνική, τα εντυπωσιακά πλάνα – σκηνικά, φωτισμούς, προβολές, την απόλυτη κυριαρχία των χορευτών επάνω στο σώμα τους, την έξυπνη και μελετημένη μουσική επένδυση.
Ήταν μία τέλεια παράσταση. Τέτοια δεν έχουμε ξαναδεί από ελληνικό σύνολο στην Αθήνα. Κι από τα ξένα που έχουν περάσει τις τελευταίες δεκαετίες, ίσως 3-4 να ήταν ισάξια.
Αλλά τότε;
Όλα αυτά τα κατέγραψα εγκεφαλικά, χωρίς να με συγκινήσουν. Γιατί το θέμα δεν μου μίλησε.
Το θέμα είναι η αναζήτηση του ετέρου ημίσεως, που θα έλεγε και ο Πλάτων στο «Συμπόσιο», η προσπάθεια το ένα να γίνει δύο. Μόνο που το έτερο ήμισυ του άντρα που αναζητούσε, ήταν άντρας.
Στο έργο δεν συμμετέχει γυναίκα – και το μόνο γυναικείο στοιχείο που εμφανίζεται είναι μία χυδαία παρωδία θηλυκού. Μία τερατώδης κούκλα Μπάρμπι επί της οποίας προσπαθούν να ασελγήσουν διάφοροι ατυχείς.
Κυριαρχεί ατμόσφαιρα στρατώνα. Εικοσιτρία ανδρικά σώματα που ντύνονται και ξεντύνονται συνέχεια, πετάνε το τι-σερτ τους κάτω σαν πρόκληση, ιδρώνουν, λαχανιάζουν – και φοράνε κοστούμια μόνο για να παρωδήσουν την ανδρική σοβαρότητα.
Α, ναι υπάρχει και κοινωνική κριτική – κάτι τηλεορασάνθρωποι, ποδοσφαιράνθρωποι και μοντέρνοι εξέκιουτιβ – αλλά αυτά είναι παρεμβολές. Η ωραιότερη σκηνή κατά τη γνώμη μου είναι εκείνη του χαμάμ. Γενικά όπου υπάρχει χιούμορ, λειτουργεί σωστά.
Όμως το κυρίαρχο θέμα είναι το σεξ. Το σεξ καθαρά αντρικό με το πέος στο επίκεντρο των πραγμάτων, το πέος που τραγουδάει: «Love me tender» που αυνανίζεται, που λειτουργεί σαν ηλεκτρική σκούπα…
Και το συναίσθημα; Προσπαθούσα, για να ταυτιστώ, να φανταστώ μία γυναίκα στα ντουέτα της προσέγγισης – είμαι σίγουρος πως η παρουσία της θα είχε μεταμορφώσει το τοπίο.
Το πρόβλημα μου είναι ότι δεν μπορώ να ταυτιστώ με την ομοφυλόφιλη επιθυμία. Και δεν νομίζω πως είναι μόνο δικό μου. Αποτελεί την εγγενή αδυναμία του «2». Με τον αποκλεισμό της γυναίκας, η σύλληψη δεν δρα πανανθρώπινα. Είμαι σίγουρος ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εκεί στόχευε – δεν ήθελε να φτιάξει ένα έργο για gays – ένα έργο που να μιλάει στο 5% του κοινού. Όμως το αποτέλεσμα δεν πείθει. Η υπέρβαση δεν έγινε.
Μίλησα με αρκετούς θεατές – όλοι εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για την ποιότητα της παράστασης, για την ομορφιά των εικόνων και της κίνησης, για την μουσική και τα ευρήματα. Όταν όμως η συζήτηση προχώρησε σε βάθος, είδα την ίδια παγωνιά.
Αλλά και οι κριτικές ή εντυπώσεις που διάβασα, μοιάζουν να παρακάμπτουν αυτό τον σκόπελο: μιλάνε γενικά για την αναζήτηση του Άλλου και σταματάνε εκεί.
Όμως ποιος είναι αυτός ο Άλλος; Ένας φίλος η συνοδοιπόρος; Αποκλείεται – το σεξουαλικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έντονο σε όλη την παράσταση. Μιλάμε λοιπόν για ερωτικό σύντροφο, για σεξουαλικό παρτενέρ. Και εκεί είναι που δεν βγαίνει η εξίσωση.
Για έναν gay, το έργο πρέπει να είναι συγκλονιστικό.
Τόσα ωραία γυμνά σώματα στην σκηνή δίνουν χώρο για ταύτιση, ακόμα και για φαντασίωση.
Οι straight αισθάνονταν αμήχανα.
Τρέφω πάντα ιδιαίτερη δυσπιστία προς τα συμβολικά και αλληγορικά έργα. Αυτά που σου κλείνουν το μάτι («όταν δείχνω αυτό, εννοώ εκείνο») η σε τραβάνε από το μανίκι για να εμπεδώσεις «το μήνυμα». Κι εδώ έχουμε τέτοιες στιγμές, μερικές επιτυχημένες άλλες όχι (πολλές βαλίτσες και σακίδια…).
Μία από τις επιτυχημένες είναι όταν προσάγεται μία λεκάνη αποχωρητηρίου και ο χορευτής πάει να καθίσει. «Τι θέλεις;» ρωτάει μία φωνή. «Να κατουρήσω». «Όρθιος!» είναι η απάντηση.
Αν το πρόβλημα του ανθρώπου που θα ήθελε να κατουράει καθιστός και αναγκάζεται να κατουράει όρθιος, δινόταν με διαφορετικό τρόπο, ίσως να με άγγιζε. Δεν θα ήταν πια η αναζήτηση του Άλλου – αλλά του άλλου Άλλου. Έτσι όμως, με αφήνει απέξω.
Έφυγα με την αίσθηση μία υπέροχης δημιουργίας, που έχασε τον στόχο της. Στυφή γεύση.
(Ελπίζω να μην θεωρηθεί το κείμενο ως ομο-φοβικό. Κρίνω μία παράσταση, όχι μία κλίση. Μην πέσουμε στην εύκολη λύση του «αντικομουνισμού»…).
Οι φωτογραφίες από το πρόγραμμα της παράστασης.
Η αποτυχία μπορεί να οφείλεται σε μένα. Δεν με άγγιξε συναισθηματικά ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Δεν ταυτίστηκα. Δεν με αφορούσε.
Παρακολουθούσα με θαυμασμό την υπέροχη τεχνική, τα εντυπωσιακά πλάνα – σκηνικά, φωτισμούς, προβολές, την απόλυτη κυριαρχία των χορευτών επάνω στο σώμα τους, την έξυπνη και μελετημένη μουσική επένδυση.
Ήταν μία τέλεια παράσταση. Τέτοια δεν έχουμε ξαναδεί από ελληνικό σύνολο στην Αθήνα. Κι από τα ξένα που έχουν περάσει τις τελευταίες δεκαετίες, ίσως 3-4 να ήταν ισάξια.
Αλλά τότε;
Όλα αυτά τα κατέγραψα εγκεφαλικά, χωρίς να με συγκινήσουν. Γιατί το θέμα δεν μου μίλησε.
Το θέμα είναι η αναζήτηση του ετέρου ημίσεως, που θα έλεγε και ο Πλάτων στο «Συμπόσιο», η προσπάθεια το ένα να γίνει δύο. Μόνο που το έτερο ήμισυ του άντρα που αναζητούσε, ήταν άντρας.
Στο έργο δεν συμμετέχει γυναίκα – και το μόνο γυναικείο στοιχείο που εμφανίζεται είναι μία χυδαία παρωδία θηλυκού. Μία τερατώδης κούκλα Μπάρμπι επί της οποίας προσπαθούν να ασελγήσουν διάφοροι ατυχείς.
Κυριαρχεί ατμόσφαιρα στρατώνα. Εικοσιτρία ανδρικά σώματα που ντύνονται και ξεντύνονται συνέχεια, πετάνε το τι-σερτ τους κάτω σαν πρόκληση, ιδρώνουν, λαχανιάζουν – και φοράνε κοστούμια μόνο για να παρωδήσουν την ανδρική σοβαρότητα.
Α, ναι υπάρχει και κοινωνική κριτική – κάτι τηλεορασάνθρωποι, ποδοσφαιράνθρωποι και μοντέρνοι εξέκιουτιβ – αλλά αυτά είναι παρεμβολές. Η ωραιότερη σκηνή κατά τη γνώμη μου είναι εκείνη του χαμάμ. Γενικά όπου υπάρχει χιούμορ, λειτουργεί σωστά.
Όμως το κυρίαρχο θέμα είναι το σεξ. Το σεξ καθαρά αντρικό με το πέος στο επίκεντρο των πραγμάτων, το πέος που τραγουδάει: «Love me tender» που αυνανίζεται, που λειτουργεί σαν ηλεκτρική σκούπα…
Και το συναίσθημα; Προσπαθούσα, για να ταυτιστώ, να φανταστώ μία γυναίκα στα ντουέτα της προσέγγισης – είμαι σίγουρος πως η παρουσία της θα είχε μεταμορφώσει το τοπίο.
Το πρόβλημα μου είναι ότι δεν μπορώ να ταυτιστώ με την ομοφυλόφιλη επιθυμία. Και δεν νομίζω πως είναι μόνο δικό μου. Αποτελεί την εγγενή αδυναμία του «2». Με τον αποκλεισμό της γυναίκας, η σύλληψη δεν δρα πανανθρώπινα. Είμαι σίγουρος ότι ο Δημήτρης Παπαϊωάννου εκεί στόχευε – δεν ήθελε να φτιάξει ένα έργο για gays – ένα έργο που να μιλάει στο 5% του κοινού. Όμως το αποτέλεσμα δεν πείθει. Η υπέρβαση δεν έγινε.
Μίλησα με αρκετούς θεατές – όλοι εκφράστηκαν με ενθουσιασμό για την ποιότητα της παράστασης, για την ομορφιά των εικόνων και της κίνησης, για την μουσική και τα ευρήματα. Όταν όμως η συζήτηση προχώρησε σε βάθος, είδα την ίδια παγωνιά.
Αλλά και οι κριτικές ή εντυπώσεις που διάβασα, μοιάζουν να παρακάμπτουν αυτό τον σκόπελο: μιλάνε γενικά για την αναζήτηση του Άλλου και σταματάνε εκεί.
Όμως ποιος είναι αυτός ο Άλλος; Ένας φίλος η συνοδοιπόρος; Αποκλείεται – το σεξουαλικό στοιχείο είναι ιδιαίτερα έντονο σε όλη την παράσταση. Μιλάμε λοιπόν για ερωτικό σύντροφο, για σεξουαλικό παρτενέρ. Και εκεί είναι που δεν βγαίνει η εξίσωση.
Για έναν gay, το έργο πρέπει να είναι συγκλονιστικό.
Τόσα ωραία γυμνά σώματα στην σκηνή δίνουν χώρο για ταύτιση, ακόμα και για φαντασίωση.
Οι straight αισθάνονταν αμήχανα.
Τρέφω πάντα ιδιαίτερη δυσπιστία προς τα συμβολικά και αλληγορικά έργα. Αυτά που σου κλείνουν το μάτι («όταν δείχνω αυτό, εννοώ εκείνο») η σε τραβάνε από το μανίκι για να εμπεδώσεις «το μήνυμα». Κι εδώ έχουμε τέτοιες στιγμές, μερικές επιτυχημένες άλλες όχι (πολλές βαλίτσες και σακίδια…).
Μία από τις επιτυχημένες είναι όταν προσάγεται μία λεκάνη αποχωρητηρίου και ο χορευτής πάει να καθίσει. «Τι θέλεις;» ρωτάει μία φωνή. «Να κατουρήσω». «Όρθιος!» είναι η απάντηση.
Αν το πρόβλημα του ανθρώπου που θα ήθελε να κατουράει καθιστός και αναγκάζεται να κατουράει όρθιος, δινόταν με διαφορετικό τρόπο, ίσως να με άγγιζε. Δεν θα ήταν πια η αναζήτηση του Άλλου – αλλά του άλλου Άλλου. Έτσι όμως, με αφήνει απέξω.
Έφυγα με την αίσθηση μία υπέροχης δημιουργίας, που έχασε τον στόχο της. Στυφή γεύση.
(Ελπίζω να μην θεωρηθεί το κείμενο ως ομο-φοβικό. Κρίνω μία παράσταση, όχι μία κλίση. Μην πέσουμε στην εύκολη λύση του «αντικομουνισμού»…).
Οι φωτογραφίες από το πρόγραμμα της παράστασης.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006
Πάρτι στην Χάρητος
Είχα να πάω στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι από τότε που πέθανε η θεία Μίκα. Κι ίσως ακόμα παλιότερα, γιατί τα τελευταία χρόνια ζούσε στο ευγηρίας, στην Παλλήνη.
Άρα, πολύ πάνω από είκοσι χρόνια.
Σήμερα στην Χάρητος γίνεται πάρτι. Ένα πράσινο πάρτι. Με πράσινους οικολόγους, πράσινα μπαλόνια, πράσινους κλόουν. Όχι δεν είχε πράσινα άλογα.
Πήγα το πρωί, περπάτησα και φωτογράφησα. Στην αρχή ο κόσμος ήταν αραιός αλλά όταν έφυγα είχε πληθύνει. Τώρα που γράφω θα γίνεται χαμός.
Το πάρτι το οργανώνει ο "Κόσμος 93,6 FM" (και 107, όπου τον ακούω εγώ). Το πρωί οι ψυχές του πάρτι ήταν δύο πανέμορφες και ξύπνιες παραγωγοί η Ματούλα Κουστένη (αριστερά) και η Εύα Χρόνη.
Η Εύα είναι φίλη μας. Αυτή μας κάλεσε.
Εκτός από καλή μουσική, που αντηχούσε σε όλο τον δρόμο, υπήρχαν και παραστάσεις κουκλοθέατρου, η παιδική ορχήστρα και χορωδία της ΕΡΤ και άλλα αξιοθέατα, που άρχισαν αφού έφυγα.
Παρόντες και οι οικολόγοι του WWF, ενημέρωναν τους περαστικούς για τα προβλήματα του πλανήτη, για τα ζώα που κινδυνεύουν και πουλούσαν μικρά όμορφα δεντράκια.
Υπήρχε τζάμπα γλυκό (μους σοκολάτα με μπανάνα) τζάμπα καφές, μπίρα, αναψυκτικά, κρασιά (οινοπαραγωγοί Αττικής). Ωραίες κοπέλες μοίραζαν τσίχλες και καραμέλες. Κάποιοι μοίραζαν και τσιγάρα - αλλά τους είχαν βάλει στο τέλος του δρόμου (ίσως κι αυτό πολύ ήταν...).
Και εκτός από τα δωρεάν, κάποιοι άλλοι πουλούσαν γλυκά και κέικ, πίτες και κουλουράκια. Μύριζαν Χριστούγεννα.
Πολλά παιδάκια - σε καρότσια, σε πατίνια, ξαμολημένα να τρέχουν ή σκαρφαλωμένα σε ώμους.
Κι ένας μάλλον μελαγχολικός Αη-Βασίλης. Ξέρει τι τον περιμένει...
Το κοριτσάκι, παρ' όλες τις Αγιοβασιλιάτικες κεραίες του, δεν μοιάζει πολύ ευχαριστημένο. Όχι, δεν χαμογέλασε ούτε την ώρα του κλικ.
Κατά την μία η ώρα ο κόσμος είχε πυκνώσει και δύσκολα περνούσες ανάμεσα.
Αν ζούσε η Θεία Μίκα, από αυτό το παράθυρο θα χάζευε το πάρτι...