Δευτέρα, Ιουλίου 31, 2006
Βελούχι... Χελιδόνα... Καλιακούδα...
Κυριακή μετά την λειτουργία οι χωριανοί, οι επισκέπτες και ο παπάς πίνουν καφεδάκι κάτω από τον τεράστιο πλάτανο. Μία εικόνα που τράβηξα χθες - αλλά και μέσα από την μνήμη μου πενήντα χρόνια πίσω.
Στο Μικρό Χωριό Ευρυτανίας πήγαινα συχνά την δεκαετία του 60. Ώσπου, κάποια μέρα, σε μία φοβερή κατολίσθηση, έφυγε το μισό βουνό και πάνω από το μισό χωριό. Δύο μέρες πριν ήμουν εκεί και είχα παρατηρήσει πέτρες και χώματα να κυλάνε από ψηλά.
Ξαναπήγα μία φορά, είδα την μεγάλη πληγή να χαίνει στην πλαγιά της Χελιδόνας και δεν άντεξα να πλησιάσω. (Ακόμα υπάρχει και φαίνεται, μαζί με τον σωρό τα χαλάσματα).
Από τότε περάσαν χρόνια. Το χωριό ξαναχτίστηκε χαμηλότερα, αλλά και ό,τι έμεινε από παλιά αναστηλώθηκε και υπάρχει ως Παλιό Μικρό Χωριό.
Η πλατεία είναι ίδια και τα πολλά κεφαλάρια του νερού (βλέπετε τα μισά) όπου κρυώνουν τα καρπούζια. Οι περίπατοι (ο αγαπημένος μου στον Αγιο Σώστη) σαν να μην πέρασε χρόνος από τότε που εικοσάχρονος τους περπατούσα. Μόνο που τώρα πάω πιο αργά στον ανήφορο.
Οι δασικοί δρόμοι είναι υπέροχοι για περπάτημα. Σε κάθε στροφή άλλη θέα, δεκάδες κορυφές ξεμυτίζουν γύρω.Ο καιρός είναι πάντα απρόβλεπτος: από τον υγρό καύσωνα στην καταιγίδα, από την βαθιά ομίχλη στην στιλπνή λιακάδα.
Στα χωριά βρίσκεις πολλά τυποποιημένα φαγώσιμα (προ-τηγανισμένες πατάτες στον Προυσσό!) αλλά και μερικές υπέροχες γεύσεις. Αξίζει το ταξίδι μόνο και μόνο για το γαλατομπούρεκο του Καρβέλη και τα γλυκά κουταλιού (χειροποίητα) της Μαρίας Μαχαλιώτη στο Μεγάλο Χωριό.
Το ξενοδοχείο μας (Country Club) είναι στον διάκοσμό του χειμωνιάτικο - αλλά η αυλή με το πλατάνι και τη θέα στις βουνοκορφές είναι υπέροχη το καλοκαίρι. Παντού ακούγονται νερά που τρέχουν, ηχητικοί καταρράκτες. Ο αέρας φίνος - κάθε ανάσα, βάλσαμο. "Στο βουνο κάνεις καινούργιο συκώτι", έλεγε η μάνα μου κι εγώ, πιτσιρικάς, αναρωτιόμουν: γιατί συκώτι και όχι πλεμόνι;.
Βουνά. Θυμάμαι την περίφημη φράση του τσέλιγκα που κοιτάει τον κάμπο από τα καταρράχια και αναρωτιέται: "Έχουν και οι καμπίσιοι ψυχή;".
***********************************************************************************
Μια οφειλή είχα να ξεπληρώσω και το έκανα μετά από πολλά χρόνια. Είχα υποσχεθεί στον Άγγελο Αγγελόπουλο, που νεότατος είχε γίνει υπουργός στην περίφημη Κυβέρνηση του Βουνού, να επισκεφθώ τους Κορυσχάδες, το χωριό όπου το 1944 είχε συνέλθει το ιστορικό Εθνικό Συμβούλιο. Στον τοίχο του σχολείου η επιγραφή το παραβάλει με την συνέλευση της Επιδαύρου το 1821.
Άγραφα... Βελούχι... Χελιδόνα...Καλιακούδα... Οι πιο φημισμένες κορυφές της Ελλάδας γύρω φρουροί.
Είμαι μισός νησιώτης - αλλά τα βουνά πάντα με κερδίζουν.
Σάββατο, Ιουλίου 29, 2006
Ομφάλιος Κόρος
Γράφει η αγέννητη κόρη του andy dufresne
Γκντοοοουπ!
Δεν αντέχω άλλο, σου λέω, βαριέμαι εδώ μέσα.
Κλοοοοοτς!
Τι θα γίνει, οχτώ μήνες μ’ έχετε να πλατσουρίζω μες στα πλακουντόνερα, κ-ο-υ-ρ-ά-σ-τ-η-κ-α, σου λέω.
Ζντοοοουπ!
Δεν φτάνει που δεν με ρωτήσατε αν θέλω να υπάρξω, με έχετε κλεισμένη εδώ μέσα κι όλο υπομονή, υπομονή κι υπομονή μου τσαμπουνάτε.
Έχω πήξει στην κωλοτούμπα και στις βουτιές μέσα δω στα σκοτάδια - ρε daddy, κάνε κάτι, σε παρακαλώώώώ. Μίλα με το γιατρό, πες της μαμάς να κάνει καισαρική, κλεοπατρική, ό,τι υπάρχει, να βγω μια ώρα αρχύτερα.
Κι αυτό το σκοινί στην κοιλιά, τι μου το βάλατε, @#£!$ γ*μώ το κέρατό μου γ*μώ με το κωλόσκοινό σας, έτσι μου ΄ρχεται να το κόψω, για bungee jumping μ’ ετοιμάζετε;
Δε λες που βάλατε wi-fi στο σπίτι και σου στέλνω και κάνα email και σερφάρω και λίγο στο internet και περνάει η ώρα μου…
Ααααα, τώρα που είπα internet, θυμήθηκα τι ήθελα να σου πω – μην το πεις όμως της μαμάς, μου το υπόσχεσαι, έτσιιιι;
Daddy, είμαι ερωτευμένη!
Γνώρισα γκόμενο πολύ σούπερ - γνώρισα που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί πάνω που πήγα να του την πέσω, μου την έκανε γυριστή.
Είμαι βέβαιος ότι θα σ’ αρέσει, είναι και blogger, είναι σκέτος γλύκας.
Υποσχέσου μου ότι θα πεις στο Δήμου να μου κάνει κοννέ, ε dad; Και γρήγορα, γιατί αυτός όπως πάει θα γίνει διάσημος και θα μου τον φάει καμιά λυσσάρα.
Για να καταλάβεις, όσοι δεν τον ζηλεύουν, τον φθονούν, άρα, είναι θέμα χρόνου…
Έχει πλάκα, πολύ πλάκα, με κάνει και γελάω κάθε μέρα, είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της μέρας μου. Θα μου πεις εκεί μες στο μπουντρούμι που με έχετε τόσους μήνες, μέχρι και με το Λαζόπουλο θα γέλαγα… Ναι, σιγαααά… Ξέρεις πολλούς να μπορούν να σε κάνουν να γελάς κάθε μέρα; Ο δικός μου υπογράφει επιταγές Τράπεζας Γέλιου εδώ και δύο χρόνια και συνεχίζει να ζωγραφίζει κάθε μέρα!
Ξέρεις πόσο άσχημα γερνάει το χιούμορ, όταν τ’ ακούσεις τρεις φορές τ’ ανέκδοτο δεν είναι πια ανέκδοτο.
Ε, σε πληροφορώ, πως τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω και δεν τον χορταίνω, σαν τον Αρκά ένα πράμα – αααααα, τώρα που είπα Αρκά θυμήθηκα και το άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους.
Τότε που τον είχε κατηγορήσει για ματαιοδοξία εκείνος ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, άκου τι του ’πε ο δικός μου:
«μέχρι τώρα θεωρούνταν ματαιόδοξοι όσοι θέλουν να γίνουν γνωστοί – στη δική μου περίπτωση, κάποιοι θεωρούν ματαιόδοξο το γεγονός πως δεν θέλω να γίνω γνωστός.»
Και να ’ταν μόνο αυτό;
Μπορεί να μην σου αρέσει το χιούμορ του, να το βρίσκεις σχολικό ή δεν ξέρω τι - εεεε, de gustibus...
Όμως το παιδί έχει και άποψη. Ναι, σου λέω, διάβασε ανάμεσα από τις γραμμές και θα βρεις μεγάλες αλήθειες κι έναν ωραίο άνθρωπο! Tι πειράζει κι αν διαφωνείτε για το Λίβανο; Καλύτερα! Βρήκες κάποιον να ’χεις να λιβανίζεις στα γεράματα!
Μ’ αρέσει γιατί γράφει απλά, αλλά δεν γράφει για παιδιά.
Μ’ αρέσει γιατί είναι ντροπαλός και γενναίος, αφελής και σοφός, σουρεαλιστής και ορθολογιστής, χονδροειδής και ευαίσθητος, αριστερός και δεξιός, μετριόφρων και νάρκισσος, αστείος και σοβαρός.
Μ’ αρέσει γιατί είναι ακομπλεξάριστος, ανοιχτόμυαλος, γενναιόδωρος.
Μ’ αρέσει γιατί έχει το πιο sexy avatar στη μπλογκόσφαιρα.
Κι απ’ ό,τι βλέπω, δεν πρέπει να ’χουμε ούτε τρία χρόνια διαφορά, είναι τρέλα ο πιτσιρίκος μου!
Γι’ αυτό σου λέω, βγάλτε με από δω μέσα
γ-ρ-ή-γ-ο-ρ-α, ΤΩΡΑΑΑΑ!
Γκντοοοουπ!
Δεν αντέχω άλλο, σου λέω, βαριέμαι εδώ μέσα.
Κλοοοοοτς!
Τι θα γίνει, οχτώ μήνες μ’ έχετε να πλατσουρίζω μες στα πλακουντόνερα, κ-ο-υ-ρ-ά-σ-τ-η-κ-α, σου λέω.
Ζντοοοουπ!
Δεν φτάνει που δεν με ρωτήσατε αν θέλω να υπάρξω, με έχετε κλεισμένη εδώ μέσα κι όλο υπομονή, υπομονή κι υπομονή μου τσαμπουνάτε.
Έχω πήξει στην κωλοτούμπα και στις βουτιές μέσα δω στα σκοτάδια - ρε daddy, κάνε κάτι, σε παρακαλώώώώ. Μίλα με το γιατρό, πες της μαμάς να κάνει καισαρική, κλεοπατρική, ό,τι υπάρχει, να βγω μια ώρα αρχύτερα.
Κι αυτό το σκοινί στην κοιλιά, τι μου το βάλατε, @#£!$ γ*μώ το κέρατό μου γ*μώ με το κωλόσκοινό σας, έτσι μου ΄ρχεται να το κόψω, για bungee jumping μ’ ετοιμάζετε;
Δε λες που βάλατε wi-fi στο σπίτι και σου στέλνω και κάνα email και σερφάρω και λίγο στο internet και περνάει η ώρα μου…
Ααααα, τώρα που είπα internet, θυμήθηκα τι ήθελα να σου πω – μην το πεις όμως της μαμάς, μου το υπόσχεσαι, έτσιιιι;
Daddy, είμαι ερωτευμένη!
Γνώρισα γκόμενο πολύ σούπερ - γνώρισα που λέει ο λόγος δηλαδή, γιατί πάνω που πήγα να του την πέσω, μου την έκανε γυριστή.
Είμαι βέβαιος ότι θα σ’ αρέσει, είναι και blogger, είναι σκέτος γλύκας.
Υποσχέσου μου ότι θα πεις στο Δήμου να μου κάνει κοννέ, ε dad; Και γρήγορα, γιατί αυτός όπως πάει θα γίνει διάσημος και θα μου τον φάει καμιά λυσσάρα.
Για να καταλάβεις, όσοι δεν τον ζηλεύουν, τον φθονούν, άρα, είναι θέμα χρόνου…
Έχει πλάκα, πολύ πλάκα, με κάνει και γελάω κάθε μέρα, είναι η πιο χαρούμενη στιγμή της μέρας μου. Θα μου πεις εκεί μες στο μπουντρούμι που με έχετε τόσους μήνες, μέχρι και με το Λαζόπουλο θα γέλαγα… Ναι, σιγαααά… Ξέρεις πολλούς να μπορούν να σε κάνουν να γελάς κάθε μέρα; Ο δικός μου υπογράφει επιταγές Τράπεζας Γέλιου εδώ και δύο χρόνια και συνεχίζει να ζωγραφίζει κάθε μέρα!
Ξέρεις πόσο άσχημα γερνάει το χιούμορ, όταν τ’ ακούσεις τρεις φορές τ’ ανέκδοτο δεν είναι πια ανέκδοτο.
Ε, σε πληροφορώ, πως τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω και δεν τον χορταίνω, σαν τον Αρκά ένα πράμα – αααααα, τώρα που είπα Αρκά θυμήθηκα και το άλλο κοινό χαρακτηριστικό τους.
Τότε που τον είχε κατηγορήσει για ματαιοδοξία εκείνος ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, άκου τι του ’πε ο δικός μου:
«μέχρι τώρα θεωρούνταν ματαιόδοξοι όσοι θέλουν να γίνουν γνωστοί – στη δική μου περίπτωση, κάποιοι θεωρούν ματαιόδοξο το γεγονός πως δεν θέλω να γίνω γνωστός.»
Και να ’ταν μόνο αυτό;
Μπορεί να μην σου αρέσει το χιούμορ του, να το βρίσκεις σχολικό ή δεν ξέρω τι - εεεε, de gustibus...
Όμως το παιδί έχει και άποψη. Ναι, σου λέω, διάβασε ανάμεσα από τις γραμμές και θα βρεις μεγάλες αλήθειες κι έναν ωραίο άνθρωπο! Tι πειράζει κι αν διαφωνείτε για το Λίβανο; Καλύτερα! Βρήκες κάποιον να ’χεις να λιβανίζεις στα γεράματα!
Μ’ αρέσει γιατί γράφει απλά, αλλά δεν γράφει για παιδιά.
Μ’ αρέσει γιατί είναι ντροπαλός και γενναίος, αφελής και σοφός, σουρεαλιστής και ορθολογιστής, χονδροειδής και ευαίσθητος, αριστερός και δεξιός, μετριόφρων και νάρκισσος, αστείος και σοβαρός.
Μ’ αρέσει γιατί είναι ακομπλεξάριστος, ανοιχτόμυαλος, γενναιόδωρος.
Μ’ αρέσει γιατί έχει το πιο sexy avatar στη μπλογκόσφαιρα.
Κι απ’ ό,τι βλέπω, δεν πρέπει να ’χουμε ούτε τρία χρόνια διαφορά, είναι τρέλα ο πιτσιρίκος μου!
Γι’ αυτό σου λέω, βγάλτε με από δω μέσα
γ-ρ-ή-γ-ο-ρ-α, ΤΩΡΑΑΑΑ!
Πέμπτη, Ιουλίου 27, 2006
Τρισυπόστατο Μίσος
Πως με πονάει το μακελειό στη Μέση Ανατολή! Ιδιαίτερα επειδή δεν μιλάω μόνο για αφηρημένες στατιστικές θυμάτων. Έχω γνωστούς και φίλους σε όλους τους χώρους που εμπλέκονται. Μου λένε ο καθένας τον πόνο του και τελικά δεν μπορώ να μην σκεφθώ ότι όλοι έχουν κάποιο δίκιο. Μόνο που δεν χωράνε τόσα πολλά δίκια σε τόσο μικρό τόπο.
Είναι ο χώρος από όπου κατάγονται όλες οι μεγάλες θρησκείες – και, ενώ θα έπρεπε να είναι τόπος αγάπης, είναι το Παγκόσμιο Κέντρο του Μίσους. Εδώ φιλονικούν και συμπλέκονται μεταξύ τους όλες οι πίστεις (όλες μονοθεϊστικές, με την ίδια, εξελικτικά, ιδέα του Θεού).
Αλλά και οι οπαδοί της κάθε θρησκείας συγκρούονται με τους ομόθρησκους. Μουσουλμάνοι με Μουσουλμάνους (π. χ. Σιίτες με Σουνίτες, Παλαιστίνιοι εναντίον Αράβων), Εβραίοι με Εβραίους (Ορθόδοξοι εναντίον Εκσυγχρονιστών) και το χειρότερο: Χριστιανοί με Χριστιανούς!
Στον ιερότερο τόπο της Χριστιανοσύνης, στον Πανάγιο Τάφο, έξη διαφορετικά «χριστιανικά» δόγματα διαγκωνίζονται και αντιμάχονται το ένα το άλλο. Λες και ο Ιησούς, αντί για «αγαπάτε αλλήλους», κήρυξε την έριδα και την διαμάχη.
Αντί να υπάρχει μία εκκλησία που να στεγάζει τον Πανάγιο Τάφο – υπάρχουν έξη, χωριστές. Ορθόδοξοι, Καθολικοί, Αρμένιοι, Σύριοι, Κόπτες και Αβησσυνοί, έχουν από ένα δικό τους παρεκκλήσιο. (Οι Διαμαρτυρόμενοι δεν διεκδίκησαν μέρος αυτού του χώρου. Τον όρισαν παρακάτω). Αν κάποιος περάσει τα «σύνορα» από το ένα δόγμα στο άλλο, γίνονται παρατηρήσεις και συχνά καυγάδες. Συμβαίνει ακόμα και οι μοναχοί να έρχονται στα χέρια...
Αν υπάρχει ένα επιχείρημα για την αποτυχία των θρησκειών, αυτό λέγεται Ιερουσαλήμ.
Και τώρα αυτή η απίστευτη τραγωδία!
Την λεω απίστευτη, όχι διότι δεν υπήρξαν χειρότερες σε θύματα και καταστροφές, αλλά γιατί η κατάσταση είναι τόσο περίπλοκη που δεν μπορεί κανείς να την συλλάβει εύκολα.
Ο περισσότερος κόσμος (ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα) εκτονώνεται απλοποιώντας τα πράγματα. (Βοηθάνε πολύ και τα ΜΜΕ μας). Έτσι καταδικάζουμε το «βάρβαρο Ισραήλ» (και τον πάτρωνά του, τις ΗΠΑ) και ησυχάζουμε ότι κάναμε το καθήκον μας.
Έχω όμως γνωστούς Λιβανέζους που εύχονται να νικήσει το ...Ισραήλ για να απαλλαγούν από την ιρανικού τύπου δικτατορία της Χεζμπολά. Διαβάζω τον μεγάλο συγγραφέα και συνεπή ειρηνιστή Άμος Οζ, που πρώτη φορά υποστηρίζει στρατιωτικές επιχειρήσεις της πατρίδας του. Βλέπω τους περισσότερους ευρωπαίους διανοούμενους, να τον στηρίζουν.
Ξέρω ότι με ομόφωνο ψήφισμα (1559 – Σεπτέμβριος 2004) του Συμβουλίου Ασφαλείας είχε αποφασιστεί πως όταν το Ισραήλ αποχωρήσει από τον Νότιο Λίβανο και η Χεζμπολά θα αφοπλιστεί. Το Ισραήλ αποτραβήχτηκε από τον Λίβανο. Η Χεζμπολά όχι μόνο δεν αφοπλίστηκε, αλλά πολλαπλασίασε το οπλοστάσιό της, προσθέτοντας και πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς που κάθε μέρα σκοτώνουν Εβραίους αμάχους. Αλλά γι αυτούς δεν διαβάζουμε τίποτα – 2700 πύραυλοι έχουν πέσει σε Εβραϊκές περιοχές με εκατοντάδες νεκρούς και τραυματίες.
Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο σημερινός πόλεμος ξεκίνησε από αναίτια επίθεση σε Ισραηλινό φυλάκιο, που κατέληξε σε επτά νεκρούς και δύο αιχμαλώτους.
Με όλα αυτά δεν θέλω να δικαιολογήσω το Ισραήλ. Θέλω απλώς να επισημάνω ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ασπρόμαυρα όσο νομίζουμε. Υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Δεν είναι εύκολο να ζεις σε ένα κράτος του οποίου αμφισβητείται ακόμα και η νομιμότητα της ύπαρξης. Τόσο η Χαμάς όσο και η Χεζμπολά ορκίζονται να το εξαφανίσουν από τον χάρτη.
Σκεφθείτε μία ανάλογη κατάσταση στην Ελλάδα: Επιθέσεις αυτοκτονίας από φανατικούς Σκοπιανούς και πύραυλοι Τουρκικοί να πέφτουν στον Πειραιά (όπως στην Χάιφα). Και η Τουρκική κυβέρνηση να λέει πως φταίνε οι Γκρίζοι Λύκοι (που όμως κατέχουν υπουργεία).
Ξέρω τα επιχειρήματα: η Ελλάδα δεν είναι «αυθαίρετο» κράτος που ιδρύθηκε σε ξένα εδάφη (να ένα επιχείρημα που δεν μας συμφέρει – εμάς τους κληρονόμους Αρχαίων). Όμως, καλώς η κακώς (κακώς αν προτιμάτε) το Ισραήλ υπάρχει. Είναι μία πραγματικότητα. Δεν μπορεί να εξαερωθεί, ούτε να μεταφερθεί στην Αλάσκα, όπως πρότεινε ο πρόεδρος του Ιράν. Οι φονταμενταλιστές δεν βοηθάνε ούτε την δική τους πλευρά. Όποιος επιμένει να είναι απόλυτος, χάνει το δίκιο του.
Το δράμα είναι οι τύχες των αμάχων. Που γίνεται ακόμα χειρότερο όταν συνειδητοποιήσει κανείς πως συχνά οι ισλαμιστές τους χρησιμοποιούν ως ανθρώπινες ασπίδες. Εποικίζουν τα στρατηγεία τους και τις αποθήκες πολεμικού υλικού με οικογένειες και παιδάκια – όπως στέλνουν παιδιά να τιναχτούν στον αέρα για το καλό της πίστης τους.
Και οι Ισραηλινοί; Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από ένα στριμωγμένο άγριο ζώο. Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν και να απαλλαγούν από αυτόν τον κίνδυνο στα σύνορά τους, κάνουν υπερβολές και προκαλούν εκατόμβες. (Ματαιοπονώ. Για την Ελλάδα, και μόνο το γεγονός ότι τους στηρίζουν οι ΗΠΑ αρκεί. Αν πολεμούσαν εναντίον Αμερικανών, θα μιλούσαμε για ηρωικούς μαχητές...)
Όμως η ουσία παραμένει αλλού. Επάνω στην πλάτη αθώων παίζονται πάλι φρικτά παιχνίδια – γεωπολιτικά, θρησκευτικά, κυριαρχικά. Αλλά ο πόνος δεν έχει ταυτότητα, ούτε θρήσκευμα ούτε εθνικότητα.
Τα βράδια που ξενυχτάω, ελπίζοντας να φανεί ο χαμένος σύντροφός μου, σκέπτομαι τη μαύρη μοίρα αυτών των άτυχων – και οι νύχτες γίνονται πιο σκοτεινές.
Οι φωτογραφίες είναι από επίσκεψη του 2000. Επάνω το Τέμενος στον Βράχο - από όπου ανελήφθη ο Μωάμεθ για να δει τον Αλλάχ, στην μέση η εκκλησία του Πανάγιου Τάφου και κάτω το "Τείχος των Δακρύων" μοναδικό απομεινάρι από τον ναό του Σολομώντα. Τρεις ιδρυτικοί τόποι μέσα σε ένα τετραγωνικό χιλιόμετρο!
Τρίτη, Ιουλίου 25, 2006
Καλές αποδράσεις!
Νομίζω πως σας έχω κουράσει με τα προβλήματα και τις ατυχίες μου, με την εσωστρέφεια του blog (moderation και μη) και όλα αυτά τα μάλλον δευτερογενή πράγματα. Είναι η εποχή των διακοπών και κορυφώνεται στο τέλος αυτής της εβδομάδας. Απολαύστε την!
Θέλω να σας διώξω από την λύπη. Βάζω για έμβλημα μία φωτογραφία μου τραβηγμένη πριν πολλά χρόνια στην Κυλλήνη - την ώρα που το καράβι πετάει τους κάβους για να δέσει.
Μαγικό μέσο το καράβι (το προτιμώ από αεροπλάνο και τραίνο - ανταγωνίζεται μέσα μου το αυτοκίνητο) ας μας πάρει όλους σε μέρη όμορφα και εξωτικά, για ξεκούραση και χαλάρωση.
Δεν θα σταματήσω να γράφω και να δημοσιεύω φωτογραφίες, για τους λίγους πιστούς που θα έχουν ξεμείνει. Θα σας τηρώ ενήμερους με τα σχόλια για την τύχη του Don. Αλλά η κανονική επανεκκίνηση θα γίνει τον Σεπτέμβριο.
Μέχρι τότε ή θα έχει γυρίσει ο Don, ή θα έχω αρχίσει να συνηθίζω την απουσία του...
Δευτέρα, Ιουλίου 24, 2006
Περιμένοντας
Εικοσιεπτά ώρες χωρίς τον Don.
Κάθομαι εδώ με τα μάτια στυλωμένα στην μπαλκονόπορτα του κήπου. Έκανα όλα ό,σα μπορούσα να κάνω: κόλλησα αφίσες με την φωτογραφία του και το κινητό μου, κινητοποίησα θυρωρούς και κηπουρούς της γειτονιάς, έταξα αμοιβή... Τον κήπο μας και όλους τους γειτονικούς τους έχω ψάξει από δύο και τρεις φορές. Ακόμα και τα proper με τα σκουπίδια έψαξα χθες βράδι με φακό.
Οι γάτες το έχουν αυτό - εξαφανίζονται για να πεθάνουν. Η Κούκη, πριν μερικά χρόνια, γάτα του καναπέ που σχεδόν δεν είχε ξαναβγεί στον κήπο, ξεκίνησε ένα πρωί και δεν ξαναγύρισε. Ο θυρωρός την είδε στο δρόμο, πεντακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι, να φεύγει.
Αλλά η Κούκη ήταν μεγάλη (πήγαινε στα δώδεκα) και άρρωστη. O Don, μόλις οκτώ και υγιέστατος.
Ο κηπουρός λέει ότι βάζουν δολώματα για αρουραίους, που τα τρώνε οι γάτες με φρικτές συνέπειες. Αλλά ούτε εμείς, ούτε οι γείτονες έχουν βάλει.
Και κυρίως μου είναι αδύνατο να καταλάβω τι έκανε αυτόν τον γάτο να απομακρυνθεί από το σπίτι και τον κήπο. (Είναι σχεδόν έξη στρέμματα, θεωρητικά κοινόχρηστος αλλά στην πράξη μόνο τα ισόγεια έχουν πρόσβαση. Οι άλλοι τον βλέπουν από ψηλά).
Με παιδεύει πολύ και το όνειρο. Δύο φορές μόνο έχω ονειρευτεί γάτα στην ζωή μου: την παραμονή που βρήκα τον Don μισοπεθαμένο γατάκι - και χθές. (Δες τε το προηγούμενο post).
Το πρώτο όνειρο είναι το μεταφυσικό μου ανεξήγητο. Όχι μόνο το είδα, αλλά το διηγήθηκα δώδεκα ώρες πριν την εκπλήρωσή του. Μήπως, όπως μου έστειλε το πρώτο SOS έστειλε, πεθαίνοντας, και το δεύτερο;
Αν τελικά δεν επιστρέψει, θα αλλάξει όλη μου η ζωή. Δουλεύαμε μαζί, κοιμόμασταν μαζί. Ήδη τώρα που γράφω μου λείπει, γιατί πάντα ξάπλωνε επάνω στα πόδια μου. Αλλά δεν μπορώ να μην γράφω (συγχωρήστε με που πάλι δεν λέω ευχάριστα πράγματα). Κάτι πρέπει να κάνω - μου είναι αδύνατο να διαβάσω ή να ασχοληθώ με ο,τιδήποτε. Και σε ποιους άλλους να τα πω εκτός από σας, τους δικτυακούς μου φίλους;
Blog του Don χωρίς τον Don. Οι μη ζωόφιλοι θα απορήσουν. - Μα, για μία γάτα;
Μία γάτα μπορεί να είναι ότι ένας άνθρωπος - καμία φορά και κάτι παραπάνω.
Κάθομαι εδώ με τα μάτια στυλωμένα στην μπαλκονόπορτα του κήπου. Έκανα όλα ό,σα μπορούσα να κάνω: κόλλησα αφίσες με την φωτογραφία του και το κινητό μου, κινητοποίησα θυρωρούς και κηπουρούς της γειτονιάς, έταξα αμοιβή... Τον κήπο μας και όλους τους γειτονικούς τους έχω ψάξει από δύο και τρεις φορές. Ακόμα και τα proper με τα σκουπίδια έψαξα χθες βράδι με φακό.
Οι γάτες το έχουν αυτό - εξαφανίζονται για να πεθάνουν. Η Κούκη, πριν μερικά χρόνια, γάτα του καναπέ που σχεδόν δεν είχε ξαναβγεί στον κήπο, ξεκίνησε ένα πρωί και δεν ξαναγύρισε. Ο θυρωρός την είδε στο δρόμο, πεντακόσια μέτρα μακριά από το σπίτι, να φεύγει.
Αλλά η Κούκη ήταν μεγάλη (πήγαινε στα δώδεκα) και άρρωστη. O Don, μόλις οκτώ και υγιέστατος.
Ο κηπουρός λέει ότι βάζουν δολώματα για αρουραίους, που τα τρώνε οι γάτες με φρικτές συνέπειες. Αλλά ούτε εμείς, ούτε οι γείτονες έχουν βάλει.
Και κυρίως μου είναι αδύνατο να καταλάβω τι έκανε αυτόν τον γάτο να απομακρυνθεί από το σπίτι και τον κήπο. (Είναι σχεδόν έξη στρέμματα, θεωρητικά κοινόχρηστος αλλά στην πράξη μόνο τα ισόγεια έχουν πρόσβαση. Οι άλλοι τον βλέπουν από ψηλά).
Με παιδεύει πολύ και το όνειρο. Δύο φορές μόνο έχω ονειρευτεί γάτα στην ζωή μου: την παραμονή που βρήκα τον Don μισοπεθαμένο γατάκι - και χθές. (Δες τε το προηγούμενο post).
Το πρώτο όνειρο είναι το μεταφυσικό μου ανεξήγητο. Όχι μόνο το είδα, αλλά το διηγήθηκα δώδεκα ώρες πριν την εκπλήρωσή του. Μήπως, όπως μου έστειλε το πρώτο SOS έστειλε, πεθαίνοντας, και το δεύτερο;
Αν τελικά δεν επιστρέψει, θα αλλάξει όλη μου η ζωή. Δουλεύαμε μαζί, κοιμόμασταν μαζί. Ήδη τώρα που γράφω μου λείπει, γιατί πάντα ξάπλωνε επάνω στα πόδια μου. Αλλά δεν μπορώ να μην γράφω (συγχωρήστε με που πάλι δεν λέω ευχάριστα πράγματα). Κάτι πρέπει να κάνω - μου είναι αδύνατο να διαβάσω ή να ασχοληθώ με ο,τιδήποτε. Και σε ποιους άλλους να τα πω εκτός από σας, τους δικτυακούς μου φίλους;
Blog του Don χωρίς τον Don. Οι μη ζωόφιλοι θα απορήσουν. - Μα, για μία γάτα;
Μία γάτα μπορεί να είναι ότι ένας άνθρωπος - καμία φορά και κάτι παραπάνω.
Το τέλος του Don;
Ο Don έχει εξαφανιστεί εδώ και 23 ώρες. Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ.
Όταν βγάζω τα γατιά στον κήπο, τα βλέπω να κόβουν βόλτες γύρω-γύρω - και επιστρέφουν σε μία με δύο ώρες. Μόνο το Τάκι, που είναι πιο νέο και παιχνιδιάρικο, εξαφανίζεται μερικές φορές για περισσότερο χρόνο.
Ο Don είναι οκτώ χρόνων, βαρύς και δεν παίζει. Είναι όπως όλοι στειρωμένος και δεν έχει λόγους να τσακώνεται ή να κυνηγάει θηλυκές. Ο κήπος είναι μεγάλος και σχεδόν ποτέ δεν βγαίνουν οι γάτες από τα όριά του.
Πέρασα όλη τη μέρα και τη νύχτα ψάχνοντας. Κατά τις τέσσερις το πρωί με πήρε ο ύπνος για λίγο. Είδα ένα όνειρο θαυμάσιο. Βρήκα τον Don (ή μάλλον με βρήκε αυτός) σε ένα ερειπωμένο σπίτι - έμοιαζε να είναι κοντά στα Κιούρκα. Τον πήρα αγκαλιά. Βρεθήκαμε σε μία άγνωστη πόλη και, πάντα με τον γάτο στην αγκαλιά, έψαχνα για κατάλυμα και για φαγητό, γιατί ήξερα πως πεινούσε. Περιπλανήθηκα σε δρόμους, μέσα σε αυλές και σε σπίτια, σε μέγαρα γραφείων. Από τον μπουφέ ενός ξενοδοχείου έκλεψα μία φέτα ψάρι και του την έδωσα να την φάει μέσα από την φούχτα μου. Πάντα άγκαλιά.
Ξύπνησα και είχα τόσο έντονη την αίσθηση της αγκαλιάς, που δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια. Αλλά όταν έψαξα, δεν είχε έρθει.
Ο Don είναι το σημαντικότερο πλάσμα στην ζωή μου, μετά την σύντροφό μου. Είναι ο άλλος μου εαυτός. Είχαμε μία εντελώς αποκλειστική σχέση. Εμφανίστηκε με τρόπο θαυματουργό - με ένα προφητικό όνειρο - και ίσως με όνειρο με αφήνει.
Παρακαλώ μη στείλετε σχόλια.
Όταν βγάζω τα γατιά στον κήπο, τα βλέπω να κόβουν βόλτες γύρω-γύρω - και επιστρέφουν σε μία με δύο ώρες. Μόνο το Τάκι, που είναι πιο νέο και παιχνιδιάρικο, εξαφανίζεται μερικές φορές για περισσότερο χρόνο.
Ο Don είναι οκτώ χρόνων, βαρύς και δεν παίζει. Είναι όπως όλοι στειρωμένος και δεν έχει λόγους να τσακώνεται ή να κυνηγάει θηλυκές. Ο κήπος είναι μεγάλος και σχεδόν ποτέ δεν βγαίνουν οι γάτες από τα όριά του.
Πέρασα όλη τη μέρα και τη νύχτα ψάχνοντας. Κατά τις τέσσερις το πρωί με πήρε ο ύπνος για λίγο. Είδα ένα όνειρο θαυμάσιο. Βρήκα τον Don (ή μάλλον με βρήκε αυτός) σε ένα ερειπωμένο σπίτι - έμοιαζε να είναι κοντά στα Κιούρκα. Τον πήρα αγκαλιά. Βρεθήκαμε σε μία άγνωστη πόλη και, πάντα με τον γάτο στην αγκαλιά, έψαχνα για κατάλυμα και για φαγητό, γιατί ήξερα πως πεινούσε. Περιπλανήθηκα σε δρόμους, μέσα σε αυλές και σε σπίτια, σε μέγαρα γραφείων. Από τον μπουφέ ενός ξενοδοχείου έκλεψα μία φέτα ψάρι και του την έδωσα να την φάει μέσα από την φούχτα μου. Πάντα άγκαλιά.
Ξύπνησα και είχα τόσο έντονη την αίσθηση της αγκαλιάς, που δεν ήθελα να ανοίξω τα μάτια. Αλλά όταν έψαξα, δεν είχε έρθει.
Ο Don είναι το σημαντικότερο πλάσμα στην ζωή μου, μετά την σύντροφό μου. Είναι ο άλλος μου εαυτός. Είχαμε μία εντελώς αποκλειστική σχέση. Εμφανίστηκε με τρόπο θαυματουργό - με ένα προφητικό όνειρο - και ίσως με όνειρο με αφήνει.
Παρακαλώ μη στείλετε σχόλια.
Σάββατο, Ιουλίου 22, 2006
Επιστολή προς Don
Νίκο καλησπέρα,
Με λύπη βλέπω την κατάσταση στο blog σου να γίνεται ανυπόφορη. Το χαλλλλαρό mood του καλοκαιριού με το moderation υποσχόταν μια ήρεμη μετάβαση σε ένα πιο «ανθρώπινο» blog. Μετά κάτι στράβωσε. Το moderation σταμάτησε, ξαναεμφανίστηκαν τα trolls, κάποιοι άλλαξαν ύφος (ίσως αυτό να είναι το πραγματικό τους), κάποιοι καβάλησαν το καλάμι.
Εσύ μάς έμαθες ότι το blog σου είναι μια ανοιχτή παρέα με έναν φιλόξενο οικοδεσπότη. Ένα κοινόβιο. Διαφωνώ. Το blog είναι σαν τα λευκώματα της εφηβείας μας. Ένα προσωπικό τετράδιο, που το φυλάμε σαν τα μάτια μας και αφήνουμε να γράψει όποιος, όποτε, όπως, αν και όταν θέλουμε εμείς. Εδώ δεν χωράνε δημοκρατίες και τέτοιες ευαισθησίες. Το λεύκωμά μου είναι δικό μου και το δίνω σε όποιον θέλω εγώ. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να το μουντζουρώνει. Η δε λογοκρισία είναι συνεχής, αδιάλειπτη και σκληρή. Από τα πιο απλά (greeklish; διαγράφονται άμεσα) ως τα πιο σοβαρά (ύβρεις; καρατομούνται). Ο moderator κρατάει ψηλά τη συζήτηση. Αυτός την επαναφέρει όταν ξεστρατίζει.
Ξέρω ότι το moderation είναι πολύ δύσκολη δουλειά. Αλλά μόνο έτσι κρατιέται ένα blog. Φαντάσου να καλέσεις κόσμο στο σπίτι σου και να αρχίσουν να το κάνουν μπάχαλο. Δεν θα επέμβεις; Δεν θα ηρεμίσεις τα πνεύματα; Δεν θα πετάξεις κάποιους από την πόρτα; Στο σπίτι μου (και στο blog μου) εγώ βάζω τους κανόνες. Όλοι είναι ευπρόσδεκτοι, αλλά κανένας απαραίτητος. Όποιος δεν γουστάρει τους κανόνες μου απλά δε μπαίνει σπίτι μου. Π.χ. στο σπίτι μου δεν επιτρέπεται το κάπνισμα. Όποιος δεν αντέχει, βγαίνει στο μπαλκόνι, είτε έχει καύσωνα, είτε χιονίζει. Όποιος δεν γουστάρει τις γάτες μου, δεν έρχεται στο σπίτι μου. Εδώ δεν χωράνε δημοκρατίες. Δεν θα πάρω τη γνώμη της πλειοψηφίας για το αν θα έχω γάτες στο σπίτι μου.
Θα έχεις απόλυτο δίκιο να εκνευριστείς με αυτά που γράφω και να μου πεις: «δικό μου είναι το blog, όπως θέλω εγώ το χειρίζομαι, δεν σου πέφτει λόγος». Σκέψου όμως την παρέα σου. Όλους αυτούς που παρακολουθούν και υποφέρουν σιωπηλά. Προσωπικά βλέπω το blog σου ως όαση στο ελληνικό internet και στη μίζερη ελληνική πραγματικότητα. Λυπάμαι να βλέπω ένα διαμάντι να πλέει στο βούρκο.
Συμπάθα με για τα βαριά λόγια. Είναι λόγια αγανάκτησης. Έπρεπε όμως να τα γράψω, γιατί νομίζω πως θα αρχίσω να αραιώνω τις επισκέψεις μου στο κοινόβιο. Δεν με σηκώνει το κλίμα. Και μου τρώει πάρα πολύ χρόνο. Δεν αξίζει να ξοδεύω τόσες ώρες για το 10% των σχολίων που αξίζουν. Ή μπορεί τελικά να διαβάζω μόνο το αρχικό post και τίποτα άλλο από τα comments.
Όπως και να έχει θα λυπηθώ πραγματικά.
Με μεγάλη εκτίμηση και αγωνία,
Γιάννης
Ιωάννης Σάββας (ισ)
Υ. Γ. του Ν. Δ.: Η επιστολή στάλθηκε πριν από το χθεσινό μπάχαλο. Το προέβλεψε. Φαντάζομαι πως λίγοι θα διαφωνήσουν με τον φίλο Γιάννη - τον σοβαρό μας κτηνίατρο.
Εγώ διαφωνώ μόνο ως προς τα greeklish. Με ενοχλούν αφάνταστα, αλλά τα βλέπω ως κατάσταση ανάγκης. Δεν νομίζω πως αρέσκεται κανείς να τα χρησιμοποιεί. Απλώς θα παρακαλούσα όποιος δεν έχει ελληνικό πληκτρολόγιο να είναι σύντομος. Κουράζουν.
Από κει και πέρα τίθεται θέμα: moderation ή λίστα; Έχοντας υποφέρει με την moderation (για να υπάρχει ροή σχολίων πρέπει να μπαίνεις κάθε ώρα) φλερτάρω με την λίστα. Αλλά και εκεί, για να μην αποκλείεις τους καινούργιους, θα πρέπει κάθε λίγο να εγκρίνεις υποψήφιους.
Ακούω γνώμες. Συνεχίζουμε ως ξέφραγο αμπέλι, βάζουμε moderation, λίστα, ή καταργούμε τα σχόλια; (υπάρχει και αυτό). Όλοι θα πουμε την γνώμη μας και ο σοβαρός Don (φωτογραφία) θα αποφασίσει.
Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2006
Το αδύνατον
Πλακόστρωτο στο σπίτι των Κιούρκων. Ανάμεσα στις πλάκες Καρύστου, σε μία χαραμάδα του τσιμέντου που τις αρμολογεί, φύτρωσε μία πικροδάφνη.
Δεν έχει καμία ελπίδα να επιβιώσει. Δέκα πέντε εκατοστά γκρο μπετόν από κάτω απαγορεύουν τις ρίζες. Ωστόσο επιμένει. Μεγαλώνει!
Την παρατηρώ συστηματικά από τότε που την πρωτοείδα - ήταν δύο πόντους σε ύψος. Με αγωνία, κάθε μέρα που έρχομαι κοιτάω να δω τα σημάδια του επερχόμενου τέλους.
Γιατί ξέρω ότι δεν θα επιβιώσει - ένα τρυφερό κλαδάκι κόντρα σε σκληρές πέτρες και τσιμέντο. Ακόμα αντέχει. Αλλά για πόσο;
Η μοίρα μας.
Τετάρτη, Ιουλίου 19, 2006
Οι Άσπροι Ελέφαντες
Λένε ότι παλιά ο Βασιλιάς του Σιάμ, όταν είχε θυμώσει με κάποιον αυλικό, του χάριζε έναν άσπρο ελέφαντα. Το σπάνιο αυτό ζώο για να συντηρηθεί ήθελε υπέρογκα έξοδα (ιδιαίτερη τροφή και φροντίδα), με αποτέλεσμα να οδηγεί τον κάτοχό του στην χρεοκοπία και την καταστροφή.
Έτσι σε πολλές γλώσσες η έκφραση «άσπρος ελέφαντας» σημαίνει κάτι το υπερβολικά απαιτητικό και πολυέξοδο, κάτι που θεωρείται ιερό και σπάνιο, αλλά μπορεί και να οδηγεί στην αποτυχία και την κατάρρευση.
Και στην πνευματική ζωή με τον ίδιο όρο εννοούμε αξίες που εμφανίζονται ως πολύτιμες και απόλυτες και κοστίζουν πολύ στον τόπο αναστέλλοντας κάθε εξέλιξη.
Άσπροι ελέφαντες. Τα Ιερά ζώα. Υπάρχουν σε κάθε χώρα. Κάπως κάποιοι κατάφεραν και καθιερώθηκαν και από τότε κανείς δεν τολμάει να τους θίξει. Είναι ταμπού.
Όλα τα έθνη τρέφουν άσπρους ελέφαντες, αλλά εμείς κοντεύουμε να πάθουμε γενική ελεφαντίαση. Στα γράμματα, στην τέχνη, στην επιστήμη έχουμε τόσους, που ήδη ασπρίζει ο τόπος.
Δείγμα κι αυτό για την έλλειψη κριτικής στην Ελλάδα. Γιατί σε άλλες χώρες η απομυθοποίηση, η καθαίρεση των λευκών ελεφάντων, γίνεται από τους κριτικούς. Όμως εδώ η έλλειψη έγκυρης και αποτελεσματικής κριτικής επιτρέπει στους παλιούς ελέφαντες να επιβιώνουν και στους καινούριους να επιβάλλονται (θέμα δημοσίων η κομματικών σχέσεων).
Η πραγματική κριτική είναι ελάχιστη. Αλλά, κι αν κάπου δημοσιευθεί, στριμώχνεται σε ένα δίστηλο, ενώ το ρεπορτάζ (η συνέντευξη, η παρουσίαση) έχουν ολόκληρη σελίδα. Άλλα Μέσα πάλι (όπως η τηλεόραση) μόνο προβάλλουν – και ποτέ δεν κρίνουν. Όλα αυτά κάνουν το κλίμα ευνοϊκό για την ανάπτυξη νέων λευκών ελεφάντων, ενώ συντηρούμε (με δαπάνες υψηλότατες) και άφθονους παλαιούς και αρχαίους.
Το αποτέλεσμα λέγεται πολιτιστική ασφυξία.
Μικρός τόπος – μεγάλοι ελέφαντες. Πρώτιστο λοιπόν καθήκον για την παιδεία και τον πολιτισμό του έθνους το κυνήγι των άσπρων ελεφάντων.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο, π. χ., κάποιος να εξηγήσει στους Πανέλληνες πως οι «εθνικοί ποιητές» δεν είναι απαραίτητα και καλοί ποιητές (ούτε έγιναν εθνικοί επειδή ήταν καλοί). Πως τα πρώτα «εθνικά ποιήματα» του Σολωμού (Ύμνος στην Ελευθερία, Ωδή στον Λόρδο Μπάιρον) είναι κάκιστα (ο ίδιος στα περιθώρια τους έχει γράψει αργότερα πολλές φορές την λέξη «σκατά»). Πως τα μεγάλα εθνικά έπη του Παλαμά (αλλά και του Σικελιανού) δεν διαβάζονται – σώζονται και οι δύο από τα μικρά λυρικά τους. Κι όλα τ' άλλα εθνικά (π. χ. Βαλαωρίτης) είναι μέτρια ως κακή ποίηση.
Πως η Οδύσσεια του Καζαντζάκη (θεόρατος άσπρος ελέφαντας) είναι ένα λάθος επιμονής και υπομονής (και ο δεκαεπτασύλλαβος στίχος της, μετρικό νεόπλασμα). Πως γενικά το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί ύποπτο ότι ονομάζεται εθνικό (συνθέτες, ζωγράφους, συγγραφείς. Ποιος αντέχει τώρα να ακούσει Καλομοίρη;).
Αλλά και ό,τι (κάποτε) ονομαζόταν «αντεθνικό». Γιατί μερικοί από αυτούς που παλιότερα τους αποκαλούσαν αντεθνικούς (και σήμερα είναι πολύ της μόδας) έχουν γίνει εξίσου ταμπού. Ποιος θα επισημάνει π. χ. τα πολλά λάθη και αμαρτήματα του Γληνού και του Κορδάτου;
Όταν γύρισα από την Γερμανία, οι τρεις σοφοί που κυριαρχούσαν στην επίσημη πνευματική ζωή της χώρας (ανεπίσημα και υπόγεια κυκλοφορούσε η αριστερή σκέψη) ήταν τρεις Ακαδημαϊκοί: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πουλούσαν έναν πεπαλαιωμένο νέο-Καντιανό ιδεαλισμό που είχαν κουβαλήσει από την Γερμανία του 1920. Θυμάμαι την απογοήτευσή μου όταν άκουσα μία διάλεξη του Θεοδωρακόπουλου – μία κούφια ρητορεία και λεξιλαγνεία χωρίς ίχνος φιλοσοφικής ουσίας.
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι ελέγχανε την κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα για δεκαετίες!
Άκουσα κάποτε στο ραδιόφωνο μια συνέντευξη του συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη. Έλεγε πώς, όταν ετοίμαζε το λιμπρέτο για το έργο του «Οδύσσεια», με βάση το έπος του Καζαντζάκη, δυσκολεύτηκε να βρει συνεργάτες – γιατί ανακάλυψε πως κανείς (έξω από τον Πρεβελάκη και τον Friar) δεν έχει διαβάσει ολόκληρο το ποίημα.
Κι αναρωτιέμαι: αυτό δεν τον έβαλε σε σκέψεις; Ένα βιβλίο που μέσα σε μισόν αιώνα διαβάστηκε μόνο από τρεις ανθρώπους δεν είναι αποτυχία; Γιατί λοιπόν ξόδεψε τόσο χρόνο και κόπο για να μελοποιήσει την Οδύσσεια του Καζαντζάκη ;
Μα γιατί έπεσε κι αυτός θύμα άσπρου ελέφαντα. Κι έκανε έργο πολύμοχθο σε βάση ανύπαρκτη. Τουλάχιστον αν είχε χρησιμοποιήσει τη μετάφραση του Friar (που είναι πολύ καλύτερη από το πρωτότυπο – και μόνο επειδή δεν έχει τις γλωσσικές παραμορφώσεις και τον περιττοσύλλαβο στίχο!) θα είχε μελοποιήσει ένα έργο που από κάποιους διαβάστηκε – και προσέχτηκε. (Ναι, η «Οδύσσεια» διαβάστηκε – στην Αμερική!).
Άλλη μία σειρά ελεφάντων είναι η περίφημη «γενιά του 30». Εμείς μεγαλώσαμε με το αξίωμα ότι ο Μυριβήλης και ο Βενέζης ήταν κορυφαίοι συγγραφείς; Ήταν;
Και τα είδωλα αυτής της γενιάς; Ήταν πράγματι ο Μακρυγιάννης μεγάλος συγγραφέας; (καλά, σαν άνθρωπος ήταν απαράδεκτος). Και ο Θεόφιλος μεγάλος ζωγράφος;
Για να μην πάμε και στους αρχαίους... Υπήρξαν άραγε όλοι τέλειοι και αλάνθαστοι; Δεν έχουν γράψει και έργα δεύτερης διαλογής; Μερικές ιδέες τους δεν είναι ανόητες και άλλες αυταρχικές, ρατσιστικές και επικίνδυνες;
Κάτι πρέπει να γίνει με τους άσπρους ελέφαντες. Γιατί όχι μόνο μας εμποδίζουν να κυκλοφορούμε και να αναπνέουμε, με τον όγκο τους - αλλά γεννάνε και άσπρα ελεφαντάκια!
Έτσι σε πολλές γλώσσες η έκφραση «άσπρος ελέφαντας» σημαίνει κάτι το υπερβολικά απαιτητικό και πολυέξοδο, κάτι που θεωρείται ιερό και σπάνιο, αλλά μπορεί και να οδηγεί στην αποτυχία και την κατάρρευση.
Και στην πνευματική ζωή με τον ίδιο όρο εννοούμε αξίες που εμφανίζονται ως πολύτιμες και απόλυτες και κοστίζουν πολύ στον τόπο αναστέλλοντας κάθε εξέλιξη.
Άσπροι ελέφαντες. Τα Ιερά ζώα. Υπάρχουν σε κάθε χώρα. Κάπως κάποιοι κατάφεραν και καθιερώθηκαν και από τότε κανείς δεν τολμάει να τους θίξει. Είναι ταμπού.
Όλα τα έθνη τρέφουν άσπρους ελέφαντες, αλλά εμείς κοντεύουμε να πάθουμε γενική ελεφαντίαση. Στα γράμματα, στην τέχνη, στην επιστήμη έχουμε τόσους, που ήδη ασπρίζει ο τόπος.
Δείγμα κι αυτό για την έλλειψη κριτικής στην Ελλάδα. Γιατί σε άλλες χώρες η απομυθοποίηση, η καθαίρεση των λευκών ελεφάντων, γίνεται από τους κριτικούς. Όμως εδώ η έλλειψη έγκυρης και αποτελεσματικής κριτικής επιτρέπει στους παλιούς ελέφαντες να επιβιώνουν και στους καινούριους να επιβάλλονται (θέμα δημοσίων η κομματικών σχέσεων).
Η πραγματική κριτική είναι ελάχιστη. Αλλά, κι αν κάπου δημοσιευθεί, στριμώχνεται σε ένα δίστηλο, ενώ το ρεπορτάζ (η συνέντευξη, η παρουσίαση) έχουν ολόκληρη σελίδα. Άλλα Μέσα πάλι (όπως η τηλεόραση) μόνο προβάλλουν – και ποτέ δεν κρίνουν. Όλα αυτά κάνουν το κλίμα ευνοϊκό για την ανάπτυξη νέων λευκών ελεφάντων, ενώ συντηρούμε (με δαπάνες υψηλότατες) και άφθονους παλαιούς και αρχαίους.
Το αποτέλεσμα λέγεται πολιτιστική ασφυξία.
Μικρός τόπος – μεγάλοι ελέφαντες. Πρώτιστο λοιπόν καθήκον για την παιδεία και τον πολιτισμό του έθνους το κυνήγι των άσπρων ελεφάντων.
Θα ήταν πολύ χρήσιμο, π. χ., κάποιος να εξηγήσει στους Πανέλληνες πως οι «εθνικοί ποιητές» δεν είναι απαραίτητα και καλοί ποιητές (ούτε έγιναν εθνικοί επειδή ήταν καλοί). Πως τα πρώτα «εθνικά ποιήματα» του Σολωμού (Ύμνος στην Ελευθερία, Ωδή στον Λόρδο Μπάιρον) είναι κάκιστα (ο ίδιος στα περιθώρια τους έχει γράψει αργότερα πολλές φορές την λέξη «σκατά»). Πως τα μεγάλα εθνικά έπη του Παλαμά (αλλά και του Σικελιανού) δεν διαβάζονται – σώζονται και οι δύο από τα μικρά λυρικά τους. Κι όλα τ' άλλα εθνικά (π. χ. Βαλαωρίτης) είναι μέτρια ως κακή ποίηση.
Πως η Οδύσσεια του Καζαντζάκη (θεόρατος άσπρος ελέφαντας) είναι ένα λάθος επιμονής και υπομονής (και ο δεκαεπτασύλλαβος στίχος της, μετρικό νεόπλασμα). Πως γενικά το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί ύποπτο ότι ονομάζεται εθνικό (συνθέτες, ζωγράφους, συγγραφείς. Ποιος αντέχει τώρα να ακούσει Καλομοίρη;).
Αλλά και ό,τι (κάποτε) ονομαζόταν «αντεθνικό». Γιατί μερικοί από αυτούς που παλιότερα τους αποκαλούσαν αντεθνικούς (και σήμερα είναι πολύ της μόδας) έχουν γίνει εξίσου ταμπού. Ποιος θα επισημάνει π. χ. τα πολλά λάθη και αμαρτήματα του Γληνού και του Κορδάτου;
Όταν γύρισα από την Γερμανία, οι τρεις σοφοί που κυριαρχούσαν στην επίσημη πνευματική ζωή της χώρας (ανεπίσημα και υπόγεια κυκλοφορούσε η αριστερή σκέψη) ήταν τρεις Ακαδημαϊκοί: Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Πουλούσαν έναν πεπαλαιωμένο νέο-Καντιανό ιδεαλισμό που είχαν κουβαλήσει από την Γερμανία του 1920. Θυμάμαι την απογοήτευσή μου όταν άκουσα μία διάλεξη του Θεοδωρακόπουλου – μία κούφια ρητορεία και λεξιλαγνεία χωρίς ίχνος φιλοσοφικής ουσίας.
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι ελέγχανε την κίνηση των ιδεών στην Ελλάδα για δεκαετίες!
Άκουσα κάποτε στο ραδιόφωνο μια συνέντευξη του συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη. Έλεγε πώς, όταν ετοίμαζε το λιμπρέτο για το έργο του «Οδύσσεια», με βάση το έπος του Καζαντζάκη, δυσκολεύτηκε να βρει συνεργάτες – γιατί ανακάλυψε πως κανείς (έξω από τον Πρεβελάκη και τον Friar) δεν έχει διαβάσει ολόκληρο το ποίημα.
Κι αναρωτιέμαι: αυτό δεν τον έβαλε σε σκέψεις; Ένα βιβλίο που μέσα σε μισόν αιώνα διαβάστηκε μόνο από τρεις ανθρώπους δεν είναι αποτυχία; Γιατί λοιπόν ξόδεψε τόσο χρόνο και κόπο για να μελοποιήσει την Οδύσσεια του Καζαντζάκη ;
Μα γιατί έπεσε κι αυτός θύμα άσπρου ελέφαντα. Κι έκανε έργο πολύμοχθο σε βάση ανύπαρκτη. Τουλάχιστον αν είχε χρησιμοποιήσει τη μετάφραση του Friar (που είναι πολύ καλύτερη από το πρωτότυπο – και μόνο επειδή δεν έχει τις γλωσσικές παραμορφώσεις και τον περιττοσύλλαβο στίχο!) θα είχε μελοποιήσει ένα έργο που από κάποιους διαβάστηκε – και προσέχτηκε. (Ναι, η «Οδύσσεια» διαβάστηκε – στην Αμερική!).
Άλλη μία σειρά ελεφάντων είναι η περίφημη «γενιά του 30». Εμείς μεγαλώσαμε με το αξίωμα ότι ο Μυριβήλης και ο Βενέζης ήταν κορυφαίοι συγγραφείς; Ήταν;
Και τα είδωλα αυτής της γενιάς; Ήταν πράγματι ο Μακρυγιάννης μεγάλος συγγραφέας; (καλά, σαν άνθρωπος ήταν απαράδεκτος). Και ο Θεόφιλος μεγάλος ζωγράφος;
Για να μην πάμε και στους αρχαίους... Υπήρξαν άραγε όλοι τέλειοι και αλάνθαστοι; Δεν έχουν γράψει και έργα δεύτερης διαλογής; Μερικές ιδέες τους δεν είναι ανόητες και άλλες αυταρχικές, ρατσιστικές και επικίνδυνες;
Κάτι πρέπει να γίνει με τους άσπρους ελέφαντες. Γιατί όχι μόνο μας εμποδίζουν να κυκλοφορούμε και να αναπνέουμε, με τον όγκο τους - αλλά γεννάνε και άσπρα ελεφαντάκια!
Δευτέρα, Ιουλίου 17, 2006
Ηγετικό αδιέξοδο
Πολλά επώνυμα και διάσημα πρόσωπα με έχουν απογοητεύσει στη ζωή μου. Όχι πως είχα ποτέ αφεθεί σε άκριτους θαυμασμούς και λατρείες. Οπαδός δεν κατάφερα να γίνω ποτέ μου.
Αλλά να – η ζωή παίζει σκληρές φάρσες
Π. χ. όταν περιμέναμε τον Jean Louis Trintignant (από το “Z”) και μας προέκυψε ο Κύριος Χρήστος Σαρτζετάκης...
Η τελευταία μου μεγάλη απογοήτευση ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου.
Μου ήταν πάντα συμπαθής – όπως άλλωστε και στους περισσότερους. Όταν έγινε αρχηγός σκέφθηκα ότι θα μπορούσε να φέρει κάτι καινούργιο. (Ο Καραμανλής είχε τελειώσει οριστικά για μένα από τη στιγμή που υπέγραψε για τις ταυτότητες). Όταν μάλιστα ο Γ. Π. έκανε την περίφημη διεύρυνση, φέρνοντας στο ΠΑΣΟΚ μερικά από τα πιο παραγωγικά και λαμπερά μυαλά της ελληνικής πολιτικής, ενθουσιάστηκα. Εγώ, που ποτέ δεν είχα στηρίξει ή ψηφίσει ΠΑΣΟΚ (ίσα-ίσα είχα γράψει και το πρώτο βιβλίο κριτικής), βγήκα στην «Ελευθεροτυπία» και έγραψα δύο κείμενα εγκωμιαστικά – πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ πριν για πολιτικό αρχηγό. (Υπάρχουν στα «Επίκαιρα»).
Και τι έγινε; Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν. Ο Μάνος, ο Ανδριανόπουλος, ο Ανδρουλάκης, παροπλίστηκαν αμέσως μετά τις εκλογές. Όχι μόνο δεν χρησίμευσαν (όπως νόμιζα) ως κινητήριες δυνάμεις της ανανέωσης – αλλά κλείστηκαν στο ντουλάπι σαν αμαρτήματα που έπρεπε να ξεχαστούν. Ξαναείδαμε τα ίδια πρόσωπα και ακούσαμε τον ίδιο ξύλινο λόγο της παλαιοπασοκικής λαϊκίστικης ρητορείας. Μερικές ανανεωτικές αναλαμπές (όπως η υποψηφιότητα της Καρα-Χασάν) δεν άλλαξαν τίποτα στην ουσία.
Ο Γιώργος Παπανδρέου ολισθαίνει προς την ανυπαρξία. Δεν μιλάω μόνο για τις δημοσκοπήσεις, όπου και το κόμμα του, αλλά κυρίως ο ίδιος, πέφτουν συνεχώς. Μιλάω για την παρουσία του (μάλλον θα έπρεπε να πω απουσία του). Όταν εμφανίζεται έχω μόνιμα την αίσθηση ότι συνεχώς έχει αλλού το νου του, ότι κάτι άλλο σκέπτεται. Σαν να είναι αφηρημένος και λίγο χαμένος. Ακόμα και οι οπαδοί του τον αντιμετωπίζουν ως εξωγήινο.
Οι επιλογές των συνεργατών του είναι από μέτριες ως αποτυχημένες. Πρόγραμμα συγκροτημένο δεν φαίνεται να υφίσταται, ούτε πολιτική γραμμή. Στα καυτά θέματα (παιδεία, οικονομία, εξωτερική πολιτική) υπάρχει απλώς ασάφεια. Τα πράγματα που λέει είναι συνήθως κοινοτοπίες. Αλλά και όταν πει κάτι ουσιαστικό, το χαντακώνει με την εκφορά του. (Η διαφορά από τον πατέρα του: Ο Α. Π. έλεγε ασήμαντα πράγματα με τέτοιο τρόπο που να φαίνονται σημαντικά. Ο γιος κάνει ακριβώς το αντίθετο).
Φοβάμαι πως αν δεν είχε το όνομα, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα έβγαινε ούτε βουλευτής.
Σε ηγετικό επίπεδο βλέπω απόλυτο γενικό αδιέξοδο. Ακόμα και ένα κάποτε συμπαθές μικρό κόμμα, ο Συνασπισμός, αντί για έναν ανοιχτόμυαλο, πραγματικά ανανεωτικό αριστερό, όπως τον Παπαγιαννάκη, εξέλεξε έναν ανανεωτικά μακιγιαρισμένο κομμουνιστή.
Με αποτέλεσμα να χάσει πλέον και την μοναδικότητά του – ως το ουσιαστικά προοδευτικό κομμάτι της αριστεράς – και να έχει διαρροές κι από τις δύο πλευρές.
Ομολογώ ότι ποτέ το ελληνικό πολιτικό τοπίο δεν μου φαινόταν τόσο σκοτεινό. Η χώρα έχει ανάγκη από ριζικές αλλαγές, από ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς – και δεν διαφαίνεται πουθενά ούτε η αχνή ελπίδα μιας δυνατότητας.
Η χώρα χρειάζεται αυτό που θα ονόμαζα «πολιτικούς καμικάζι» - δηλαδή πολιτικούς που θα αποφάσιζαν να αυτοκτονήσουν πολιτικά: Να προχωρήσουν σε αλλαγές, αγνοώντας το πολιτικό κόστος (αυτόν τον καρκίνο που μας κατατρώγει) και μετά να πάνε σπίτια τους.
Αλλά αντί για Κιγκινάτους έχουμε κουραμπιέδες.
Αλλά να – η ζωή παίζει σκληρές φάρσες
Π. χ. όταν περιμέναμε τον Jean Louis Trintignant (από το “Z”) και μας προέκυψε ο Κύριος Χρήστος Σαρτζετάκης...
Η τελευταία μου μεγάλη απογοήτευση ήταν ο Γιώργος Παπανδρέου.
Μου ήταν πάντα συμπαθής – όπως άλλωστε και στους περισσότερους. Όταν έγινε αρχηγός σκέφθηκα ότι θα μπορούσε να φέρει κάτι καινούργιο. (Ο Καραμανλής είχε τελειώσει οριστικά για μένα από τη στιγμή που υπέγραψε για τις ταυτότητες). Όταν μάλιστα ο Γ. Π. έκανε την περίφημη διεύρυνση, φέρνοντας στο ΠΑΣΟΚ μερικά από τα πιο παραγωγικά και λαμπερά μυαλά της ελληνικής πολιτικής, ενθουσιάστηκα. Εγώ, που ποτέ δεν είχα στηρίξει ή ψηφίσει ΠΑΣΟΚ (ίσα-ίσα είχα γράψει και το πρώτο βιβλίο κριτικής), βγήκα στην «Ελευθεροτυπία» και έγραψα δύο κείμενα εγκωμιαστικά – πράγμα που δεν είχα κάνει ποτέ πριν για πολιτικό αρχηγό. (Υπάρχουν στα «Επίκαιρα»).
Και τι έγινε; Ώδινεν όρος και έτεκεν μυν. Ο Μάνος, ο Ανδριανόπουλος, ο Ανδρουλάκης, παροπλίστηκαν αμέσως μετά τις εκλογές. Όχι μόνο δεν χρησίμευσαν (όπως νόμιζα) ως κινητήριες δυνάμεις της ανανέωσης – αλλά κλείστηκαν στο ντουλάπι σαν αμαρτήματα που έπρεπε να ξεχαστούν. Ξαναείδαμε τα ίδια πρόσωπα και ακούσαμε τον ίδιο ξύλινο λόγο της παλαιοπασοκικής λαϊκίστικης ρητορείας. Μερικές ανανεωτικές αναλαμπές (όπως η υποψηφιότητα της Καρα-Χασάν) δεν άλλαξαν τίποτα στην ουσία.
Ο Γιώργος Παπανδρέου ολισθαίνει προς την ανυπαρξία. Δεν μιλάω μόνο για τις δημοσκοπήσεις, όπου και το κόμμα του, αλλά κυρίως ο ίδιος, πέφτουν συνεχώς. Μιλάω για την παρουσία του (μάλλον θα έπρεπε να πω απουσία του). Όταν εμφανίζεται έχω μόνιμα την αίσθηση ότι συνεχώς έχει αλλού το νου του, ότι κάτι άλλο σκέπτεται. Σαν να είναι αφηρημένος και λίγο χαμένος. Ακόμα και οι οπαδοί του τον αντιμετωπίζουν ως εξωγήινο.
Οι επιλογές των συνεργατών του είναι από μέτριες ως αποτυχημένες. Πρόγραμμα συγκροτημένο δεν φαίνεται να υφίσταται, ούτε πολιτική γραμμή. Στα καυτά θέματα (παιδεία, οικονομία, εξωτερική πολιτική) υπάρχει απλώς ασάφεια. Τα πράγματα που λέει είναι συνήθως κοινοτοπίες. Αλλά και όταν πει κάτι ουσιαστικό, το χαντακώνει με την εκφορά του. (Η διαφορά από τον πατέρα του: Ο Α. Π. έλεγε ασήμαντα πράγματα με τέτοιο τρόπο που να φαίνονται σημαντικά. Ο γιος κάνει ακριβώς το αντίθετο).
Φοβάμαι πως αν δεν είχε το όνομα, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν θα έβγαινε ούτε βουλευτής.
Σε ηγετικό επίπεδο βλέπω απόλυτο γενικό αδιέξοδο. Ακόμα και ένα κάποτε συμπαθές μικρό κόμμα, ο Συνασπισμός, αντί για έναν ανοιχτόμυαλο, πραγματικά ανανεωτικό αριστερό, όπως τον Παπαγιαννάκη, εξέλεξε έναν ανανεωτικά μακιγιαρισμένο κομμουνιστή.
Με αποτέλεσμα να χάσει πλέον και την μοναδικότητά του – ως το ουσιαστικά προοδευτικό κομμάτι της αριστεράς – και να έχει διαρροές κι από τις δύο πλευρές.
Ομολογώ ότι ποτέ το ελληνικό πολιτικό τοπίο δεν μου φαινόταν τόσο σκοτεινό. Η χώρα έχει ανάγκη από ριζικές αλλαγές, από ανατρεπτικές μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς – και δεν διαφαίνεται πουθενά ούτε η αχνή ελπίδα μιας δυνατότητας.
Η χώρα χρειάζεται αυτό που θα ονόμαζα «πολιτικούς καμικάζι» - δηλαδή πολιτικούς που θα αποφάσιζαν να αυτοκτονήσουν πολιτικά: Να προχωρήσουν σε αλλαγές, αγνοώντας το πολιτικό κόστος (αυτόν τον καρκίνο που μας κατατρώγει) και μετά να πάνε σπίτια τους.
Αλλά αντί για Κιγκινάτους έχουμε κουραμπιέδες.
Παρασκευή, Ιουλίου 14, 2006
Είμαι Zidane;
Από την Titika πήρα ένα email σε greeklish (γράφει σε Mac). Αντιγράφω την βασική παράγραφο:
Mou thimises sti xthesini sou antiparathesi me to Hliodendron ton Zizou...
Katapliktikos paiktkis, me ithos kai sovarotita, ki omos epese sto atopima
kai edose koutoulia.
Giati nomizo oti koutoulia tis edoses...
Δεν βρίσκω καθόλου άσχετη την παρομοίωση.
Ποιο ήταν το βασικό πρόβλημα του Ζιντάν; Ότι του έθιξαν κάτι, που στον δικό του κώδικα ηθικής έχει πρωταρχική σημασία. Άλλους μπορεί να τους αφήνει αδιάφορους, άλλοι ίσως απαντούσανε με χιούμορ. (Αν μου λέγανε πως η μητέρα μου πηδιέται – τότε που υπήρχε – μάλλον θα απαντούσα: «και το ευχαριστιέται!»).
Σε μία πιο ανοιχτή κοινωνία από την πατριαρχική Αλγερινή (ή την παλιότερη Ελληνική) το θέμα μπορεί να μην προέκυπτε καν. Πολλοί δεν θα καταλάβαιναν την συμβολική έννοια της μεταφοράς: διότι ο Ιταλός δεν έβρισε την πραγματική μητέρα του Ζιντάν (που μάλλον δεν την ήξερε) αλλά το σύμβολο της μητρότητας.
Όμως, όπως ο Ζιζού δεν ανέχεται να του βρίζουν την συμβολική μητέρα (η αδερφή), έτσι κι εγώ δεν ανέχομαι να μου αμφισβητούν την εντιμότητα και την ευθύτητά μου. Να κατηγορούν εμένα για σκηνοθεσίες, στημένες καταστάσεις και προ-αποφασισμένα σχόλια; Εκεί τα παίρνω στο κρανίο – και, αν θέλετε, κουτουλάω.
Το βασικό ερώτημα: ποιος είναι ένοχος; Αυτός που προκαλεί την κουτουλιά, ή εκείνος που κουτουλάει; Στην περίπτωση Ζιζού, τιμωρήθηκε μόνον ο δεύτερος. Ο πρώτος όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά τιμήθηκε ως πρωταθλητής κόσμου! Κι αυτό το βρίσκω να είναι άδικο. Διότι ο Ζιντάν δεν επιτέθηκε. Βρισκόταν σε άμυνα – και χτύπησε ως αμυνόμενος. Ο δράστης ήταν ο υβριστής. «Ατόπημα» για μένα δεν ήταν η κεφαλιά, αλλά η ύβρις.
Στην δική μου περίπτωση δεν υπάρχουν τιμωρίες, ούτε κυρώσεις. Μια λεκτική αψιμαχία με παρεπόμενο την άρση της moderation. Ευεργετική για μένα, διότι μετά από πέντε ημέρες διακοπών (με συνεχείς διακοπές και έγνοια) πέρασα το πρώτο μου χαλαρό εικοσιτετράωρο. (Ας προσθέσω ότι δεν συμμετείχα στα σχόλια για να μην ταράξω την γαλήνια θάλασσα που με αγκαλιάζει).
Δεν είμαι λοιπόν Ζιντάν – και η κουτουλιά (αν υπήρξε) δεν μοιάζει να είχε κόκκινη κάρτα ή άλλες συνέπειες...
*************************************************************
Υ. Γ. Γράφω το βράδυ της Εθνικής Εορτής των Γάλλων - 14 Juillet. Θα χορέψουν σε δρόμους και πλατείες...
Υ. Γ. 2: Στατιστικά περί moderation. Από τα δύο μου blogs πέρασαν - ελεύθερα - 32.000 σχόλια. Με moderation ούτε 2000. Από αυτά κόπηκαν 4 - τα 2 λόγω μήκους...
Mou thimises sti xthesini sou antiparathesi me to Hliodendron ton Zizou...
Katapliktikos paiktkis, me ithos kai sovarotita, ki omos epese sto atopima
kai edose koutoulia.
Giati nomizo oti koutoulia tis edoses...
Δεν βρίσκω καθόλου άσχετη την παρομοίωση.
Ποιο ήταν το βασικό πρόβλημα του Ζιντάν; Ότι του έθιξαν κάτι, που στον δικό του κώδικα ηθικής έχει πρωταρχική σημασία. Άλλους μπορεί να τους αφήνει αδιάφορους, άλλοι ίσως απαντούσανε με χιούμορ. (Αν μου λέγανε πως η μητέρα μου πηδιέται – τότε που υπήρχε – μάλλον θα απαντούσα: «και το ευχαριστιέται!»).
Σε μία πιο ανοιχτή κοινωνία από την πατριαρχική Αλγερινή (ή την παλιότερη Ελληνική) το θέμα μπορεί να μην προέκυπτε καν. Πολλοί δεν θα καταλάβαιναν την συμβολική έννοια της μεταφοράς: διότι ο Ιταλός δεν έβρισε την πραγματική μητέρα του Ζιντάν (που μάλλον δεν την ήξερε) αλλά το σύμβολο της μητρότητας.
Όμως, όπως ο Ζιζού δεν ανέχεται να του βρίζουν την συμβολική μητέρα (η αδερφή), έτσι κι εγώ δεν ανέχομαι να μου αμφισβητούν την εντιμότητα και την ευθύτητά μου. Να κατηγορούν εμένα για σκηνοθεσίες, στημένες καταστάσεις και προ-αποφασισμένα σχόλια; Εκεί τα παίρνω στο κρανίο – και, αν θέλετε, κουτουλάω.
Το βασικό ερώτημα: ποιος είναι ένοχος; Αυτός που προκαλεί την κουτουλιά, ή εκείνος που κουτουλάει; Στην περίπτωση Ζιζού, τιμωρήθηκε μόνον ο δεύτερος. Ο πρώτος όχι μόνο δεν τιμωρήθηκε, αλλά τιμήθηκε ως πρωταθλητής κόσμου! Κι αυτό το βρίσκω να είναι άδικο. Διότι ο Ζιντάν δεν επιτέθηκε. Βρισκόταν σε άμυνα – και χτύπησε ως αμυνόμενος. Ο δράστης ήταν ο υβριστής. «Ατόπημα» για μένα δεν ήταν η κεφαλιά, αλλά η ύβρις.
Στην δική μου περίπτωση δεν υπάρχουν τιμωρίες, ούτε κυρώσεις. Μια λεκτική αψιμαχία με παρεπόμενο την άρση της moderation. Ευεργετική για μένα, διότι μετά από πέντε ημέρες διακοπών (με συνεχείς διακοπές και έγνοια) πέρασα το πρώτο μου χαλαρό εικοσιτετράωρο. (Ας προσθέσω ότι δεν συμμετείχα στα σχόλια για να μην ταράξω την γαλήνια θάλασσα που με αγκαλιάζει).
Δεν είμαι λοιπόν Ζιντάν – και η κουτουλιά (αν υπήρξε) δεν μοιάζει να είχε κόκκινη κάρτα ή άλλες συνέπειες...
*************************************************************
Υ. Γ. Γράφω το βράδυ της Εθνικής Εορτής των Γάλλων - 14 Juillet. Θα χορέψουν σε δρόμους και πλατείες...
Υ. Γ. 2: Στατιστικά περί moderation. Από τα δύο μου blogs πέρασαν - ελεύθερα - 32.000 σχόλια. Με moderation ούτε 2000. Από αυτά κόπηκαν 4 - τα 2 λόγω μήκους...
Πέμπτη, Ιουλίου 13, 2006
Η Αννίτσα (και οι ελπίδες τής ντροπής)
Γράφει η Παράγραφος
Τα μικρούλια τού προσφυγικού συνοικισμού χαιρόμασταν να παίζουμε, απέναντι στο τεράστιο γιαπί, αργά το απόγευμα κυνηγητό και το σούρουπο κρυφτό. Ένα βραδάκι έτρεξα να χωθώ πίσω από μια σκάλα κι άνοιξε η γης και με κατάπιε. Με... συνέφεραν μια αφόρητη δυσωδία (που την ένιωθα στο λάρυγγα), το ασυνήθιστο κρύο για μήνα Αύγουστο, κι ένας διαβολεμένος πόνος στη μύτη (λες και την είχαν ξεριζώσει) απ΄ όπου το φρεσκοξεραμένο αίμα, ακουμπώντας στο πιγούνι, κρεμόταν σαν βαρύ τσαμπί. Πηχτό σκοτάδι γύρω, αλλά ψηλά ένα «παραθυράκι» έφεγγε ελπίδα...
Ζητούσα «βοήθεια!» μα ο υπόνομος έπνιγε τις κραυγές μου. Η ώρα περνούσε, ο λαιμός ξεψυχούσε και το σκοτάδι πύκνωνε πιο πολύ κι απ΄ την τρομάρα μου... Έπαιρνα όμως κουράγιο από κάτι επαναλαμβανόμενες φωνές που αν και δειλές στην αρχή, σταδιακά πλήθαιναν και εντείνονταν: μικροί και μεγάλοι, όλη η γειτονιά με αναζητούσε. Σαν ορεξάτος ντελάλης διαλαλούσε το όνομά μου! Κάποτε, ένιωσα μια φωνίτσα να ζυγώνει, γνωστή φωνίτσα, σάμπως λαχανιασμένη και νευρική, σταθερή κι επίμονη. Πλησίαζε, πλησίαζε... ήταν η Αννίτσα... Φέρανε σκάλες και φακούς. «Σκέτη κόλαση εκεί μέσα, έχει ψοφίμια και βρομόνερα», ψέλλισε κάποιος.
Να γιατί, παρ΄ όλη την έμφυτη συστολή μου, επί χρόνια πολεμούσα στο πλευρό τής Αννίτσας μου: να μην τη στεναχωρέσει ο ένας, να μην την πληγώσουνε τ΄ αγόρια, να μην πούνε κάτι άκομψο, οι δάσκαλοι οι απρόσεκτοι ή μερικοί αγενείς καθηγητάδες, για τον μπαμπά της που όλο ερχότανε και ποτέ του δεν έφτανε...
«Θα ΄ρθει, γλυκούλα μου ο μπαμπάς σου, να δεις που θά ΄ρθει», την παρηγορούσα και πίστευα στ΄ αλήθεια ότι αργά ή γρήγορα θα ΄ρχότανε. Μας το διαβεβαίωναν δημοσιογράφοι και πολιτικοί...
«Ξέχασες τι είπανε στη μάμμα οι τελευταίοι αιχμάλωτοι που ήρθαν απ΄ τα Άδανα; Ότι μια μέρα...». Τη διέκοπτα και με ύφος αυστηρό την αποστόμωνα: «Εγώ ξέρω ότι ο Πρόεδρος και όλοι οι βουλευτές μας, όπου βρεθούν κι όπου σταθούν λένε ότι αγνοούμενος κι αιχμάλωτος δεν σημαίνει νεκρός».
Ένα βραδάκι, μετά τις εξετάσεις τής Τρίτης Γυμνασίου, ήλθε σπίτι και πετώντας από χαρά είπε μ΄ κείνη την γνώριμη και τρυφερή φωνίτσα: «έλα μαζί μου, πάμε τώρα θα δούμε τον μπαμπά μου! Είναι στο ΡΙΚ!».
«Μα τι πατέρας είναι αυτός», αναρωτήθηκα, «που έρχεται ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία κι αντίς να πάει σπίτι του, πάει στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου; Ακούς εκεί, στο ΡΙΚ!». Παρασυρμένη όμως από τον πανικόβλητο ενθουσιασμό της δε ρώτησα περισσότερα, αν και κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι, αργότερα, όταν είδα, έξω στο δρόμο, την θλιμμένη κυρά-Δέσποινα να λέει ήρεμα στην Αννίτσα: «κόρη μου, πήγαινε να κλείσεις το φως τής κουζίνας να μην καίει άδικα, θ΄ αργήσει ακόμα λίγο το ταξί»...
Μας πήγαν «ανεπίσημα» σε μια αίθουσα «μυστική», είπαν. Εκεί είχε κι άλλο κόσμο ανυπόμονο και αμίλητο που περίμενε. Ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες μαυροφορεμένες που έσφιγγαν στον κόρφο τους μεγάλες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Έκλεισαν τα φώτα. Όλοι περιμένανε με κομμένη ανάσα και το μόνο που άκουγε ο καθένας μας ήταν το χτυποκάρδι του. Βλέπουμε κάμποσες σειρές μπαμπάδες σε ένα προαύλιο φυλακής, με τα χέρια πίσω. Άλλοι με σκισμένα ρούχα κι άλλοι μισόγυμνοι κοιτούσανε μάλλον αισιόδοξα προς την κάμερα...
Η προβολή γινόταν σε αργή κίνηση για νά ΄χουν χρόνο οι συγγενείς να ξεχωρίσουν τούς αγαπημένους τους. Κάθε λίγο και λιγάκι, συγκρατημένοι κι αξιοπρεπείς λυγμοί τζάκιζαν μαζί με τη σιωπή και τις καρδιές μας.
Τι τραγική, σπαραχτική ειρωνεία! Εκεί, στο σύντομο φωτεινό ντοκουμέντο τού BBC, οι αγνοούμενοι μπαμπάδες ψευτοχαμογελούσαν κάπως, ενώ εμείς εδώ, όλοι κλαίγαμε στο σκοτάδι και δαγκώναμε τα χείλη μας για να μην ακουστούμε, αλλά και για να μην παραδεχτούμε το κακό...
Μονάχα η Αννίτσα ακουγότανε να ρωτά με κείνη την γνώριμη, επίμονη και σταθερή φωνίτσα: «Ποιος είναι, μάμμα; Ποιος είναι ο παπάκης μου»;
Με αγάπη
Παράγραφος
Στην Αννίτσα μου
Στις Αννίτσες όλου τού κόσμου
Στις δυο χιλιάδες και πλέον αγνοούμενες ψυχές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων
Τα μικρούλια τού προσφυγικού συνοικισμού χαιρόμασταν να παίζουμε, απέναντι στο τεράστιο γιαπί, αργά το απόγευμα κυνηγητό και το σούρουπο κρυφτό. Ένα βραδάκι έτρεξα να χωθώ πίσω από μια σκάλα κι άνοιξε η γης και με κατάπιε. Με... συνέφεραν μια αφόρητη δυσωδία (που την ένιωθα στο λάρυγγα), το ασυνήθιστο κρύο για μήνα Αύγουστο, κι ένας διαβολεμένος πόνος στη μύτη (λες και την είχαν ξεριζώσει) απ΄ όπου το φρεσκοξεραμένο αίμα, ακουμπώντας στο πιγούνι, κρεμόταν σαν βαρύ τσαμπί. Πηχτό σκοτάδι γύρω, αλλά ψηλά ένα «παραθυράκι» έφεγγε ελπίδα...
Ζητούσα «βοήθεια!» μα ο υπόνομος έπνιγε τις κραυγές μου. Η ώρα περνούσε, ο λαιμός ξεψυχούσε και το σκοτάδι πύκνωνε πιο πολύ κι απ΄ την τρομάρα μου... Έπαιρνα όμως κουράγιο από κάτι επαναλαμβανόμενες φωνές που αν και δειλές στην αρχή, σταδιακά πλήθαιναν και εντείνονταν: μικροί και μεγάλοι, όλη η γειτονιά με αναζητούσε. Σαν ορεξάτος ντελάλης διαλαλούσε το όνομά μου! Κάποτε, ένιωσα μια φωνίτσα να ζυγώνει, γνωστή φωνίτσα, σάμπως λαχανιασμένη και νευρική, σταθερή κι επίμονη. Πλησίαζε, πλησίαζε... ήταν η Αννίτσα... Φέρανε σκάλες και φακούς. «Σκέτη κόλαση εκεί μέσα, έχει ψοφίμια και βρομόνερα», ψέλλισε κάποιος.
Να γιατί, παρ΄ όλη την έμφυτη συστολή μου, επί χρόνια πολεμούσα στο πλευρό τής Αννίτσας μου: να μην τη στεναχωρέσει ο ένας, να μην την πληγώσουνε τ΄ αγόρια, να μην πούνε κάτι άκομψο, οι δάσκαλοι οι απρόσεκτοι ή μερικοί αγενείς καθηγητάδες, για τον μπαμπά της που όλο ερχότανε και ποτέ του δεν έφτανε...
«Θα ΄ρθει, γλυκούλα μου ο μπαμπάς σου, να δεις που θά ΄ρθει», την παρηγορούσα και πίστευα στ΄ αλήθεια ότι αργά ή γρήγορα θα ΄ρχότανε. Μας το διαβεβαίωναν δημοσιογράφοι και πολιτικοί...
«Ξέχασες τι είπανε στη μάμμα οι τελευταίοι αιχμάλωτοι που ήρθαν απ΄ τα Άδανα; Ότι μια μέρα...». Τη διέκοπτα και με ύφος αυστηρό την αποστόμωνα: «Εγώ ξέρω ότι ο Πρόεδρος και όλοι οι βουλευτές μας, όπου βρεθούν κι όπου σταθούν λένε ότι αγνοούμενος κι αιχμάλωτος δεν σημαίνει νεκρός».
Ένα βραδάκι, μετά τις εξετάσεις τής Τρίτης Γυμνασίου, ήλθε σπίτι και πετώντας από χαρά είπε μ΄ κείνη την γνώριμη και τρυφερή φωνίτσα: «έλα μαζί μου, πάμε τώρα θα δούμε τον μπαμπά μου! Είναι στο ΡΙΚ!».
«Μα τι πατέρας είναι αυτός», αναρωτήθηκα, «που έρχεται ύστερα από δεκάχρονη αιχμαλωσία κι αντίς να πάει σπίτι του, πάει στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου; Ακούς εκεί, στο ΡΙΚ!». Παρασυρμένη όμως από τον πανικόβλητο ενθουσιασμό της δε ρώτησα περισσότερα, αν και κάτι άρχισα να ψυλλιάζομαι, αργότερα, όταν είδα, έξω στο δρόμο, την θλιμμένη κυρά-Δέσποινα να λέει ήρεμα στην Αννίτσα: «κόρη μου, πήγαινε να κλείσεις το φως τής κουζίνας να μην καίει άδικα, θ΄ αργήσει ακόμα λίγο το ταξί»...
Μας πήγαν «ανεπίσημα» σε μια αίθουσα «μυστική», είπαν. Εκεί είχε κι άλλο κόσμο ανυπόμονο και αμίλητο που περίμενε. Ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες μαυροφορεμένες που έσφιγγαν στον κόρφο τους μεγάλες και ξεθωριασμένες φωτογραφίες. Έκλεισαν τα φώτα. Όλοι περιμένανε με κομμένη ανάσα και το μόνο που άκουγε ο καθένας μας ήταν το χτυποκάρδι του. Βλέπουμε κάμποσες σειρές μπαμπάδες σε ένα προαύλιο φυλακής, με τα χέρια πίσω. Άλλοι με σκισμένα ρούχα κι άλλοι μισόγυμνοι κοιτούσανε μάλλον αισιόδοξα προς την κάμερα...
Η προβολή γινόταν σε αργή κίνηση για νά ΄χουν χρόνο οι συγγενείς να ξεχωρίσουν τούς αγαπημένους τους. Κάθε λίγο και λιγάκι, συγκρατημένοι κι αξιοπρεπείς λυγμοί τζάκιζαν μαζί με τη σιωπή και τις καρδιές μας.
Τι τραγική, σπαραχτική ειρωνεία! Εκεί, στο σύντομο φωτεινό ντοκουμέντο τού BBC, οι αγνοούμενοι μπαμπάδες ψευτοχαμογελούσαν κάπως, ενώ εμείς εδώ, όλοι κλαίγαμε στο σκοτάδι και δαγκώναμε τα χείλη μας για να μην ακουστούμε, αλλά και για να μην παραδεχτούμε το κακό...
Μονάχα η Αννίτσα ακουγότανε να ρωτά με κείνη την γνώριμη, επίμονη και σταθερή φωνίτσα: «Ποιος είναι, μάμμα; Ποιος είναι ο παπάκης μου»;
Με αγάπη
Παράγραφος
Στην Αννίτσα μου
Στις Αννίτσες όλου τού κόσμου
Στις δυο χιλιάδες και πλέον αγνοούμενες ψυχές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων
Τρίτη, Ιουλίου 11, 2006
Madame!
Gisèle Vivier
1915 - 1999
Όσοι δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν την Ζιζέλ Βιβιέ δυσκολεύονται να πιστέψουν πως υπήρξε ποτέ τέτοιος άνθρωπος.
Κι όσο περνάνε τα χρόνια δυσκολεύομαι κι εγώ να το πιστέψω. Μόνον όταν μιλάω με μαθητές της και με ανθρώπους που την γνώριζαν καλά, σιγουρεύομαι πως δεν εξωραΐζω, δεν εξιδανικεύω, δεν υπερβάλλω.
Ούτε μία αρνητική κουβέντα. Πόσες φορές έχετε συναντήσει άνθρωπο για τον οποίο να μην ακουστεί ένα κακό; Ακόμα και τα ελαττώματά της ήταν αρετές. Π. χ. ήταν σπάταλη – αλλά όχι για τον εαυτό της. Άρα, ήταν γενναιόδωρη.
Στα παραμύθια οι Μοίρες περιστοιχίζουν την κούνια του νεογέννητου για να το μοιράνουν. Του δίνουν χαρίσματα και ελαττώματα.
Ε, στην γέννηση της Ζιζέλ, η Μοίρα των ελαττωμάτων απουσίαζε. Έτσι της δόθηκαν μόνο χαρίσματα. Πολλά. Ήταν και οι Μοίρες εκείνη την μέρα, γενναιόδωρες.
Όμορφη (θα έλεγα πεντάμορφη), ευφυέστατη, καλλιεργημένη, έντιμη, ευγενής, γλυκύτατη, σεμνή, δυνατή. Και πάνω από όλα καλή. Με μία πηγαία καλοσύνη που την έκανε να δίνει και να δίνεται χωρίς όριο.
Ναι, στο ισοζύγιο πληρωμών της ζωής, εκείνη είχε τεράστιο περίσσευμα.
Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες Έλληνες σήμερα που θεωρούν την Ζιζέλ ως τον σημαντικότερο άνθρωπο που πέρασε από την ζωή τους. (Ανάμεσά τους κι εγώ). Άνθρωποι που της οφείλουν το «ευ ζην» αλλά και το ευ σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι. Γέννησε τρία παιδιά, αλλά έπλασε πολύ περισσότερα.
Προσπαθώ να περιγράψω αυτήν την γυναίκα και νιώθω τα εκφραστικά μου μέσα τελείως ανεπαρκή. Αισθάνομαι πλήρη αδυναμία να μεταδώσω την αίγλη της – αυτό που κάποια από τις μαθήτριές της ονομάζει «το φως».
Πραγματικά, έλαμπε, φώτιζε, ακτινοβολούσε. Έμπαινε σε ένα δωμάτιο, σε μία αίθουσα διδασκαλίας και ήταν σαν να άναψαν προβολείς.
Και ταυτόχρονα ήταν φοβερά διακριτική και σεμνή. Παρά τα χαρίσματά της, δεν είχε ίχνος έπαρσης. Αν διάβαζε αυτά που γράφω θα μου ζητούσε αμέσως να τα σκίσω.
Σε κατοπινά χρόνια, μου χάρισε μία φωτογραφία ταυτότητας που την έδειχνε όπως ήταν όταν την γνώρισα. Πίσω της είχε γράψει: «στον αγαπημένο μου μαθητή». Θεωρώ αυτή την φράση ως την πιο αξιόλογη διάκριση που κέρδισα στην ζωή μου.
Ο επίσημος τίτλος της ήταν «καθηγήτρια Γαλλικής». Τόσα λόγια για μία «Γαλλικού»; Όμως ο Ευάγγελος Μουτσόπουλος την ονομάζει «Διοτίμα». Κάτι ξέρει παραπάνω ο φιλόσοφος. Ήταν ιέρεια που μύησε πολλούς στην σκέψη, την ζωή και την τέχνη.
________________________________________________
Η ιστορία των Βιβιέ στην Ελλάδα αρχίζει το 1912, όταν ο François Ferdinand Vivier γεννημένος το 1890 στο Nancy κερδίζει (ως ζωγράφος) ένα ταξίδι στην Ελλάδα, στην οποία και παραμένει.
Ο Βιβιέ είναι πτυχιούχος (licenciè es lettres) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Στο πτυχίο του που εκδόθηκε στις 10.8.1909 αναφέρεται ότι έχει σπουδάσει σύγχρονη ιστορία, λογική, φιλοσοφία, γεωγραφία και ξένη λογοτεχνία. Αλλά παράλληλα είναι ερασιτέχνης ζωγράφος και μία διάκριση σε αυτόν τον τομέα τον φέρνει στην Ελλάδα. Εκεί κάποια στιγμή συναντά την Eva Dedoyard. Η συνάντηση της Εύας με τον Φερδινάνδο καταλήγει σε γάμο που γίνεται στις 23 Μαΐου του 1914. Ένα χρόνο αργότερα (9. 4., γενέθλια του Baudelaire) γεννιέται η Ζιζέλ και έντεκα χρόνια μετά, ο Ζεράρ (πέθανε σαράντα ημέρες μετά την αδελφή του).
Ο πατέρας Βιβιέ εργάζεται ως καθηγητής Γαλλικών στην σχολή Μακρή – γνωστό σχολείο της Αθηναϊκής ελίτ – και έχει μαθητές τους γόνους της υψηλής κοινωνίας. Πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στην πολιτική, την διπλωματία και τις τέχνες. Πέθανε νέος, το 1945, από καρκίνο της γλώσσας. Έγραψε πάνω από 12 βιβλία – εξέδωσε ένα Λεξικό της Γαλλικής Αργκό, ένα Εγχειρίδιο Προφοράς της Γαλλικής και ένα βιβλίο Ψυχολογίας. Το χόμπι της ζωγραφικής το άσκησε σε όλη του τη ζωή με πάθος – και όπως λένε όσοι έχουν δει έργα του – με άριστα αποτελέσματα.
Η Ζιζέλ Βιβιέ μεγαλώνει στην Αθήνα του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες την δείχνουν χαρούμενη και ξένοιαστη. Το 1932 περνάει το πρώτο μέρος του Baccalaureat και το 1933 το δεύτερο (με ειδίκευση στην φιλοσοφία). Ακολουθούν τετραετείς σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1938 παίρνει πτυχίο καθηγήτριας Γαλλικής. Διορίζεται το 1938 καθηγήτρια Γαλλικής στην δημόσια εκπαίδευση αλλά συνεχίζει τις σπουδές της ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Έτσι το 1963 παίρνει το πτυχίο Γενικών Φιλολογικών Σπουδών (Propédeutique) του Πανεπιστημίου των Παρισίων και το 1963 το πτυχίο (Licence es Lettres) του ίδιου Πανεπιστημίου.
Παράλληλα είχε πάρει πτυχίο ξεναγού – αν και ουδέποτε ξενάγησε άλλους πλην των μαθητών της σε εκπαιδευτικές εκδρομές.
Στο μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας της υπηρέτησε στο Β’ Γυμνάσιο Θηλέων της Αθήνας, το γνωστό ως «Μαράσλειο».
Εξαναγκάζεται σε παραίτηση από την Χούντα το 1971 και επανέρχεται με ειδική απόφαση το 1975 για να συμπληρώσει την 35ετία. Διατηρεί «επί τιμή» τον τίτλο του βοηθού Γυμνασιάρχου που κατείχε. Ήταν συγγραφέας, μαζί με τον μαθητή της Παύλο Σκαρπέτη του βραβευμένου βιβλίου «Μέθοδος της Γαλλικής Γλώσσης» που από το 1961 ήταν το εγκεκριμένο βιβλίο για την Α’ τάξη του Εξαταξίου Γυμνασίου.
Εκτός από την σταδιοδρομία της στην Δημόσια Εκπαίδευση, δίδαξε στο Γαλλικό Ινστιτούτο αλλά κυρίως έδινε ιδιωτικά μαθήματα και οργάνωνε γκρουπ προετοιμασίας για το Baccalaureat. Από το 1967 ως το 1969 δίδαξε κατ’ απόσπαση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – τμήμα Γαλλικών Σπουδών. Δεκάδες μαθητές και μαθήτριές της διδάσκουν σήμερα Γαλλικά στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ζιζέλ Βιβιέ, μόνη της έκανε περισσότερα για την διάδοση της Γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας στην Ελλάδα από ότι πολλά κρατικά ή άλλα ιδρύματα. Φυσικά η προσφορά της αυτή δεν αναγνωρίστηκε ποτέ επίσημα – ούτε η ίδια τιμήθηκε από αυτούς που θα ήταν τιμή τους να την τιμήσουν.
Η ιδιωτική ζωή της Ζιζέλ Βιβιέ θα μπορούσε να προέρχεται από την μυθοπλαστική φαντασία του (αγαπημένου της) Μπαλζάκ. Νεαρή αμαζόνα, έκθαμβης καλλονής, πρωταγωνιστεί στις κοσμικές στήλες της εποχής. Φωτογραφίες της με τουαλέτα σε γκρουπ κοσμικών δεσποινίδων ή με στολή ιππασίας σε εκδηλώσεις ιππικών αγώνων, αφθονούν στις εφημερίδες της εποχής. Ο Φωκίων Δημητριάδης φιλοτεχνεί το σκίτσο της για την κοσμική στήλη (μόνο που ο συντάκτης της λεζάντας δεν άκουσε καλά το όνομά της και γράφει: «Η δεσποινίς Διδιέ»). Είκοσι δύο χρόνων, η νεαρή Ζιζέλ ερωτεύεται τον πρωταθλητή της ιππασίας υπίλαρχο Γεώργιο Κανελλάκη. Παντρεύονται το 1938. Ο Κανελλάκης ανήκει στο περιβάλλον του τότε διαδόχου Παύλου. Ανδραγαθεί μαχόμενος στην Αλβανία, αποδρά το 43 για την Μέση Ανατολή, και επιστρέφει μαζί με την Βασιλική Οικογένεια. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Β’ ο Κανελλάκης, αντισυνταγματάρχης, γίνεται γραμματέας του Βασιλέως Παύλου. Η Ζιζέλ Βιβιέ ανήκει τώρα στην υψηλή κοινωνία της χώρας, στους πιο κλειστούς και ευνοημένους κύκλους – τους ανακτορικούς. Ένα παραμύθι με βασιλιάδες, πρίγκιπες και κακό τέλος.
Ο γάμος φέρνει τρεις γιους (1939 Παύλος, 1942 Παναγιώτης και 1946 Βασίλης – χαϊδευτικά Φρέντυ) αλλά και μεγάλη δυστυχία και ασυνεννοησία. Στο τέλος της δεκαετίας του 40 ξεκινάει μια μακριά και επώδυνη διαδικασία χωρισμού. Με τα «μέσα» που διαθέτει ο Κανελλάκης καταφέρνει να της στερήσει τα παιδιά της – τα οποία καταλήγουν εσωτερικά στο «Βασιλικό» εκπαιδευτήριο των Αναβρύτων. Τα βλέπει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αργότερα η Ζιζέλ δεν μιλούσε καθόλου για το γάμο της και δεν υπάρχουν πουθενά στα χαρτιά της στοιχεία ή ενθυμήματα από αυτόν.
Έτσι, από τα σαλόνια των ανακτόρων και του Ιππικού Ομίλου, η Ζιζέλ Βιβιέ γίνεται μία σκληρά εργαζόμενη γυναίκα. Το πρωί διδάσκει στο σχολείο - το απόγευμα και βράδυ (συχνά μέχρι τις εννέα ή και δέκα) ιδιαίτερα και Cours. Μόνο τα καλοκαίρια ξεκουράζεται για λίγο χρόνο – συνήθως στο Τολό.
Το 1957 υφίσταται εγχείρηση νεφρεκτομής – αφαιρείται ο ένας νεφρός. Η φυλάκιση του γιου της Παναγιώτη το 1973 (έμεινε στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ 147 ημέρες – αφηγήθηκε τα βασανιστήρια που υπέστη στον «Ταχυδρόμο» το 1975 και σε βιβλίο) της κόστισε τρομερά. Μετά το 1991 η υγεία της κλονίζεται και περνάει αρκετά δύσκολες στιγμές – με διαλείμματα ανάκαμψης. Δεν έχασε ποτέ το χιούμορ της – μόνο που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει πικρό και μαύρο. Πεθαίνει στις 9. 2. 1999.
Στην κηδεία της συναντιούνται μαθητές της από πέντε δεκαετίες… αυτοί που την είχαν γνωρίσει ηλικιωμένη και σοφή κι αυτοί που την συνάντησαν νέα και όμορφη (αλλά όχι λιγότερο σοφή). Είναι χαρακτηριστικό ότι ήρθαν άνθρωποι που είχαν να την δουν τριάντα και σαράντα χρόνια – επειδή όλον αυτό τον καιρό την κουβαλούσαν μέσα τους.
Το βιβλίο Madame! (Opera) εξαντλήθηκε αμέσως. Στο εξώφυλλο πίνακας του Περ. Βυζάντιου απεικονίζει την μικρή Gisele με την θεία της.
1915 - 1999
Όσοι δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν την Ζιζέλ Βιβιέ δυσκολεύονται να πιστέψουν πως υπήρξε ποτέ τέτοιος άνθρωπος.
Κι όσο περνάνε τα χρόνια δυσκολεύομαι κι εγώ να το πιστέψω. Μόνον όταν μιλάω με μαθητές της και με ανθρώπους που την γνώριζαν καλά, σιγουρεύομαι πως δεν εξωραΐζω, δεν εξιδανικεύω, δεν υπερβάλλω.
Ούτε μία αρνητική κουβέντα. Πόσες φορές έχετε συναντήσει άνθρωπο για τον οποίο να μην ακουστεί ένα κακό; Ακόμα και τα ελαττώματά της ήταν αρετές. Π. χ. ήταν σπάταλη – αλλά όχι για τον εαυτό της. Άρα, ήταν γενναιόδωρη.
Στα παραμύθια οι Μοίρες περιστοιχίζουν την κούνια του νεογέννητου για να το μοιράνουν. Του δίνουν χαρίσματα και ελαττώματα.
Ε, στην γέννηση της Ζιζέλ, η Μοίρα των ελαττωμάτων απουσίαζε. Έτσι της δόθηκαν μόνο χαρίσματα. Πολλά. Ήταν και οι Μοίρες εκείνη την μέρα, γενναιόδωρες.
Όμορφη (θα έλεγα πεντάμορφη), ευφυέστατη, καλλιεργημένη, έντιμη, ευγενής, γλυκύτατη, σεμνή, δυνατή. Και πάνω από όλα καλή. Με μία πηγαία καλοσύνη που την έκανε να δίνει και να δίνεται χωρίς όριο.
Ναι, στο ισοζύγιο πληρωμών της ζωής, εκείνη είχε τεράστιο περίσσευμα.
Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες Έλληνες σήμερα που θεωρούν την Ζιζέλ ως τον σημαντικότερο άνθρωπο που πέρασε από την ζωή τους. (Ανάμεσά τους κι εγώ). Άνθρωποι που της οφείλουν το «ευ ζην» αλλά και το ευ σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι. Γέννησε τρία παιδιά, αλλά έπλασε πολύ περισσότερα.
Προσπαθώ να περιγράψω αυτήν την γυναίκα και νιώθω τα εκφραστικά μου μέσα τελείως ανεπαρκή. Αισθάνομαι πλήρη αδυναμία να μεταδώσω την αίγλη της – αυτό που κάποια από τις μαθήτριές της ονομάζει «το φως».
Πραγματικά, έλαμπε, φώτιζε, ακτινοβολούσε. Έμπαινε σε ένα δωμάτιο, σε μία αίθουσα διδασκαλίας και ήταν σαν να άναψαν προβολείς.
Και ταυτόχρονα ήταν φοβερά διακριτική και σεμνή. Παρά τα χαρίσματά της, δεν είχε ίχνος έπαρσης. Αν διάβαζε αυτά που γράφω θα μου ζητούσε αμέσως να τα σκίσω.
Σε κατοπινά χρόνια, μου χάρισε μία φωτογραφία ταυτότητας που την έδειχνε όπως ήταν όταν την γνώρισα. Πίσω της είχε γράψει: «στον αγαπημένο μου μαθητή». Θεωρώ αυτή την φράση ως την πιο αξιόλογη διάκριση που κέρδισα στην ζωή μου.
Ο επίσημος τίτλος της ήταν «καθηγήτρια Γαλλικής». Τόσα λόγια για μία «Γαλλικού»; Όμως ο Ευάγγελος Μουτσόπουλος την ονομάζει «Διοτίμα». Κάτι ξέρει παραπάνω ο φιλόσοφος. Ήταν ιέρεια που μύησε πολλούς στην σκέψη, την ζωή και την τέχνη.
________________________________________________
Η ιστορία των Βιβιέ στην Ελλάδα αρχίζει το 1912, όταν ο François Ferdinand Vivier γεννημένος το 1890 στο Nancy κερδίζει (ως ζωγράφος) ένα ταξίδι στην Ελλάδα, στην οποία και παραμένει.
Ο Βιβιέ είναι πτυχιούχος (licenciè es lettres) της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Παρισίων. Στο πτυχίο του που εκδόθηκε στις 10.8.1909 αναφέρεται ότι έχει σπουδάσει σύγχρονη ιστορία, λογική, φιλοσοφία, γεωγραφία και ξένη λογοτεχνία. Αλλά παράλληλα είναι ερασιτέχνης ζωγράφος και μία διάκριση σε αυτόν τον τομέα τον φέρνει στην Ελλάδα. Εκεί κάποια στιγμή συναντά την Eva Dedoyard. Η συνάντηση της Εύας με τον Φερδινάνδο καταλήγει σε γάμο που γίνεται στις 23 Μαΐου του 1914. Ένα χρόνο αργότερα (9. 4., γενέθλια του Baudelaire) γεννιέται η Ζιζέλ και έντεκα χρόνια μετά, ο Ζεράρ (πέθανε σαράντα ημέρες μετά την αδελφή του).
Ο πατέρας Βιβιέ εργάζεται ως καθηγητής Γαλλικών στην σχολή Μακρή – γνωστό σχολείο της Αθηναϊκής ελίτ – και έχει μαθητές τους γόνους της υψηλής κοινωνίας. Πολλοί από αυτούς διέπρεψαν στην πολιτική, την διπλωματία και τις τέχνες. Πέθανε νέος, το 1945, από καρκίνο της γλώσσας. Έγραψε πάνω από 12 βιβλία – εξέδωσε ένα Λεξικό της Γαλλικής Αργκό, ένα Εγχειρίδιο Προφοράς της Γαλλικής και ένα βιβλίο Ψυχολογίας. Το χόμπι της ζωγραφικής το άσκησε σε όλη του τη ζωή με πάθος – και όπως λένε όσοι έχουν δει έργα του – με άριστα αποτελέσματα.
Η Ζιζέλ Βιβιέ μεγαλώνει στην Αθήνα του μεσοπολέμου. Οι φωτογραφίες την δείχνουν χαρούμενη και ξένοιαστη. Το 1932 περνάει το πρώτο μέρος του Baccalaureat και το 1933 το δεύτερο (με ειδίκευση στην φιλοσοφία). Ακολουθούν τετραετείς σπουδές στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου Αθηνών και το 1938 παίρνει πτυχίο καθηγήτριας Γαλλικής. Διορίζεται το 1938 καθηγήτρια Γαλλικής στην δημόσια εκπαίδευση αλλά συνεχίζει τις σπουδές της ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Έτσι το 1963 παίρνει το πτυχίο Γενικών Φιλολογικών Σπουδών (Propédeutique) του Πανεπιστημίου των Παρισίων και το 1963 το πτυχίο (Licence es Lettres) του ίδιου Πανεπιστημίου.
Παράλληλα είχε πάρει πτυχίο ξεναγού – αν και ουδέποτε ξενάγησε άλλους πλην των μαθητών της σε εκπαιδευτικές εκδρομές.
Στο μεγαλύτερο μέρος της σταδιοδρομίας της υπηρέτησε στο Β’ Γυμνάσιο Θηλέων της Αθήνας, το γνωστό ως «Μαράσλειο».
Εξαναγκάζεται σε παραίτηση από την Χούντα το 1971 και επανέρχεται με ειδική απόφαση το 1975 για να συμπληρώσει την 35ετία. Διατηρεί «επί τιμή» τον τίτλο του βοηθού Γυμνασιάρχου που κατείχε. Ήταν συγγραφέας, μαζί με τον μαθητή της Παύλο Σκαρπέτη του βραβευμένου βιβλίου «Μέθοδος της Γαλλικής Γλώσσης» που από το 1961 ήταν το εγκεκριμένο βιβλίο για την Α’ τάξη του Εξαταξίου Γυμνασίου.
Εκτός από την σταδιοδρομία της στην Δημόσια Εκπαίδευση, δίδαξε στο Γαλλικό Ινστιτούτο αλλά κυρίως έδινε ιδιωτικά μαθήματα και οργάνωνε γκρουπ προετοιμασίας για το Baccalaureat. Από το 1967 ως το 1969 δίδαξε κατ’ απόσπαση, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – τμήμα Γαλλικών Σπουδών. Δεκάδες μαθητές και μαθήτριές της διδάσκουν σήμερα Γαλλικά στην Ελλάδα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Ζιζέλ Βιβιέ, μόνη της έκανε περισσότερα για την διάδοση της Γαλλικής γλώσσας και κουλτούρας στην Ελλάδα από ότι πολλά κρατικά ή άλλα ιδρύματα. Φυσικά η προσφορά της αυτή δεν αναγνωρίστηκε ποτέ επίσημα – ούτε η ίδια τιμήθηκε από αυτούς που θα ήταν τιμή τους να την τιμήσουν.
Η ιδιωτική ζωή της Ζιζέλ Βιβιέ θα μπορούσε να προέρχεται από την μυθοπλαστική φαντασία του (αγαπημένου της) Μπαλζάκ. Νεαρή αμαζόνα, έκθαμβης καλλονής, πρωταγωνιστεί στις κοσμικές στήλες της εποχής. Φωτογραφίες της με τουαλέτα σε γκρουπ κοσμικών δεσποινίδων ή με στολή ιππασίας σε εκδηλώσεις ιππικών αγώνων, αφθονούν στις εφημερίδες της εποχής. Ο Φωκίων Δημητριάδης φιλοτεχνεί το σκίτσο της για την κοσμική στήλη (μόνο που ο συντάκτης της λεζάντας δεν άκουσε καλά το όνομά της και γράφει: «Η δεσποινίς Διδιέ»). Είκοσι δύο χρόνων, η νεαρή Ζιζέλ ερωτεύεται τον πρωταθλητή της ιππασίας υπίλαρχο Γεώργιο Κανελλάκη. Παντρεύονται το 1938. Ο Κανελλάκης ανήκει στο περιβάλλον του τότε διαδόχου Παύλου. Ανδραγαθεί μαχόμενος στην Αλβανία, αποδρά το 43 για την Μέση Ανατολή, και επιστρέφει μαζί με την Βασιλική Οικογένεια. Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Β’ ο Κανελλάκης, αντισυνταγματάρχης, γίνεται γραμματέας του Βασιλέως Παύλου. Η Ζιζέλ Βιβιέ ανήκει τώρα στην υψηλή κοινωνία της χώρας, στους πιο κλειστούς και ευνοημένους κύκλους – τους ανακτορικούς. Ένα παραμύθι με βασιλιάδες, πρίγκιπες και κακό τέλος.
Ο γάμος φέρνει τρεις γιους (1939 Παύλος, 1942 Παναγιώτης και 1946 Βασίλης – χαϊδευτικά Φρέντυ) αλλά και μεγάλη δυστυχία και ασυνεννοησία. Στο τέλος της δεκαετίας του 40 ξεκινάει μια μακριά και επώδυνη διαδικασία χωρισμού. Με τα «μέσα» που διαθέτει ο Κανελλάκης καταφέρνει να της στερήσει τα παιδιά της – τα οποία καταλήγουν εσωτερικά στο «Βασιλικό» εκπαιδευτήριο των Αναβρύτων. Τα βλέπει κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Είναι χαρακτηριστικό ότι αργότερα η Ζιζέλ δεν μιλούσε καθόλου για το γάμο της και δεν υπάρχουν πουθενά στα χαρτιά της στοιχεία ή ενθυμήματα από αυτόν.
Έτσι, από τα σαλόνια των ανακτόρων και του Ιππικού Ομίλου, η Ζιζέλ Βιβιέ γίνεται μία σκληρά εργαζόμενη γυναίκα. Το πρωί διδάσκει στο σχολείο - το απόγευμα και βράδυ (συχνά μέχρι τις εννέα ή και δέκα) ιδιαίτερα και Cours. Μόνο τα καλοκαίρια ξεκουράζεται για λίγο χρόνο – συνήθως στο Τολό.
Το 1957 υφίσταται εγχείρηση νεφρεκτομής – αφαιρείται ο ένας νεφρός. Η φυλάκιση του γιου της Παναγιώτη το 1973 (έμεινε στην απομόνωση του ΕΑΤ-ΕΣΑ 147 ημέρες – αφηγήθηκε τα βασανιστήρια που υπέστη στον «Ταχυδρόμο» το 1975 και σε βιβλίο) της κόστισε τρομερά. Μετά το 1991 η υγεία της κλονίζεται και περνάει αρκετά δύσκολες στιγμές – με διαλείμματα ανάκαμψης. Δεν έχασε ποτέ το χιούμορ της – μόνο που τα τελευταία χρόνια είχε γίνει πικρό και μαύρο. Πεθαίνει στις 9. 2. 1999.
Στην κηδεία της συναντιούνται μαθητές της από πέντε δεκαετίες… αυτοί που την είχαν γνωρίσει ηλικιωμένη και σοφή κι αυτοί που την συνάντησαν νέα και όμορφη (αλλά όχι λιγότερο σοφή). Είναι χαρακτηριστικό ότι ήρθαν άνθρωποι που είχαν να την δουν τριάντα και σαράντα χρόνια – επειδή όλον αυτό τον καιρό την κουβαλούσαν μέσα τους.
Το βιβλίο Madame! (Opera) εξαντλήθηκε αμέσως. Στο εξώφυλλο πίνακας του Περ. Βυζάντιου απεικονίζει την μικρή Gisele με την θεία της.
Κυριακή, Ιουλίου 09, 2006
Τέσσερεις σοφοί άνθρωποι
Gisele Vivier: Από αυτήν ξεκίνησαν όλα... Ήταν η Διοτίμα μου, η δασκάλα που με μύησε στην τέχνη, την ποίηση, την φιλοσοφία – και μαζί ο πρώτος κρυφός μου έρωτας. Της αφιέρωσα ένα βιβλίο («Madame!» εκδόσεις Opera) με κείμενα δικά μου και άλλων μαθητών της και θα της αφιερώσω και το επόμενο μου post. H Gisele έφυγε το 1999. Ακολουθούν τρεις θαλεροί ογδοντάχρονοι.
Τζων Αλιβιζάτος: Ο ευπατρίδης επιστήμων. Ένας γιατρός από αυτούς που μόνο στα βιβλία συναντάμε. Από μεγάλη Κεφαλλονίτικη ράτσα, που έβγαλε δεκάδες καθηγητές, επιστήμονες, ακαδημαϊκούς, απόγονος των δημιουργών της «Πολυκλινικής Αθηνών» την οποία χάρισε στο Κράτος. Πρωτοπόρος στην ενδοκρινολογία και την διαβητολογία, άνοιξε δρόμους για τους νεότερους. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να διατηρεί την αθωότητα και την περιέργεια ενός μικρού παιδιού. Κάθε φορά που τον συναντάω θέλει να του εξηγήσω κάποια νέα τεχνολογία. Και κάθε φορά θαυμάζω την ευγένεια και την διακριτικότητα ενός επωνύμου που ζει ανώνυμα.
Γιώργος Κουμάντος: Ο πιο ευφυής αλλά και πιο δίκαιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Σοφός καθηγητής σε πολλούς χώρους της νομικής (από το αστικό και οικογενειακό δίκαιο και την βιοηθική, ως τα πνευματικά δικαιώματα) έγινε και διεθνώς διάσημος ως ο μόνος πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Βέρνη) που έσπασε το ρεκόρ παραμονής του πρώτου προέδρου της, του Βίκτορα Ουγκώ. Καλός και θερμός φίλος, μέγας επικούρειος και ακούραστος συζητητής – ευτυχείς όσοι έχουν το προνόμιο να τον ακούν.
Ρένος Ρώτας: Γιατρός ψυχών και σωμάτων, κόμισε την ψυχοσωματική σκέψη από την Γερμανία. Γιος του ποιητή και μεταφραστή Βασίλη Ρώτα και αδερφός του ταλαντούχου συνθέτη Νικηφόρου, είναι ένας σοφός παλαιάς κοπής. Εσωστρεφής, στοχαστικός και ολιγαρκής. (Στο ερημητήριο του, στην Παλαιά Κόρινθο, πορευόταν χρόνια χωρίς ηλεκτρικό και σύγχρονες ανέσεις – γεωργός και συλλέκτης των Ομηρικών χρόνων). Άνθρωπος που διαβάζει κάθε κείμενο δύο φορές, ανακαλύπτοντας πράγματα καινούργια και σημαντικά. Συνήθως διαφωνώ με τη γνώμη του, αλλά σέβομαι τη στάση του.
Υ. Γ. Δεν έχω δυστυχώς φωτογραφία του Μίνου Δούνια, ούτε του Joseph Stuermann - θα ήταν οι πρώτοι σοφοί της ζωής μου, μετά την Vivier. Υπάρχουν και άλλοι αρκετοί που ελπίζω να παρουσιάσω αργότερα.
Τζων Αλιβιζάτος: Ο ευπατρίδης επιστήμων. Ένας γιατρός από αυτούς που μόνο στα βιβλία συναντάμε. Από μεγάλη Κεφαλλονίτικη ράτσα, που έβγαλε δεκάδες καθηγητές, επιστήμονες, ακαδημαϊκούς, απόγονος των δημιουργών της «Πολυκλινικής Αθηνών» την οποία χάρισε στο Κράτος. Πρωτοπόρος στην ενδοκρινολογία και την διαβητολογία, άνοιξε δρόμους για τους νεότερους. Και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να διατηρεί την αθωότητα και την περιέργεια ενός μικρού παιδιού. Κάθε φορά που τον συναντάω θέλει να του εξηγήσω κάποια νέα τεχνολογία. Και κάθε φορά θαυμάζω την ευγένεια και την διακριτικότητα ενός επωνύμου που ζει ανώνυμα.
Γιώργος Κουμάντος: Ο πιο ευφυής αλλά και πιο δίκαιος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Σοφός καθηγητής σε πολλούς χώρους της νομικής (από το αστικό και οικογενειακό δίκαιο και την βιοηθική, ως τα πνευματικά δικαιώματα) έγινε και διεθνώς διάσημος ως ο μόνος πρόεδρος της Διεθνούς Εταιρίας Πνευματικής Ιδιοκτησίας (Βέρνη) που έσπασε το ρεκόρ παραμονής του πρώτου προέδρου της, του Βίκτορα Ουγκώ. Καλός και θερμός φίλος, μέγας επικούρειος και ακούραστος συζητητής – ευτυχείς όσοι έχουν το προνόμιο να τον ακούν.
Ρένος Ρώτας: Γιατρός ψυχών και σωμάτων, κόμισε την ψυχοσωματική σκέψη από την Γερμανία. Γιος του ποιητή και μεταφραστή Βασίλη Ρώτα και αδερφός του ταλαντούχου συνθέτη Νικηφόρου, είναι ένας σοφός παλαιάς κοπής. Εσωστρεφής, στοχαστικός και ολιγαρκής. (Στο ερημητήριο του, στην Παλαιά Κόρινθο, πορευόταν χρόνια χωρίς ηλεκτρικό και σύγχρονες ανέσεις – γεωργός και συλλέκτης των Ομηρικών χρόνων). Άνθρωπος που διαβάζει κάθε κείμενο δύο φορές, ανακαλύπτοντας πράγματα καινούργια και σημαντικά. Συνήθως διαφωνώ με τη γνώμη του, αλλά σέβομαι τη στάση του.
Υ. Γ. Δεν έχω δυστυχώς φωτογραφία του Μίνου Δούνια, ούτε του Joseph Stuermann - θα ήταν οι πρώτοι σοφοί της ζωής μου, μετά την Vivier. Υπάρχουν και άλλοι αρκετοί που ελπίζω να παρουσιάσω αργότερα.
Παρασκευή, Ιουλίου 07, 2006
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο
Γράφει η blade runner
Είμαι ακόμη στο γραφείο, η ώρα περίπου 8 και βραδιάζει. Τα παράθυρα ανοιχτά, η δροσιά των τελευταίων ημερών μας επέτρεψε να κλείσουμε για λίγο τον κλιματισμό και να αναπνεύσουμε επιτέλους ελεύθερα. Απ’ έξω ακούγονται οι συνήθεις θόρυβοι της Μεσογείων, αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται, με μεγάλες ταχύτητες (μου παίρνει περίπου 3 λεπτά να περάσω απέναντι, σε ώρα αιχμής). Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, βιάζονται.
Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, προς τα που κατευθύνονται με τέτοια αδημονία; Τους παρατηρώ μέσα από το ταξί τα πρωινά, ή περπατώντας στο κέντρο της πόλης, να διαλέγει ο καθένας την ευθεία του και να πηγαίνει, άλλος κουνώντας τα χέρια του νευρικά, άλλος κοιτάζοντας αποφασιστικά μπροστά, άλλος αφηρημένα, έχοντας χαθεί σε μια σκέψη ή σε μια εικόνα που περνάει δίπλα του. Και κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μου αρέσει πολύ να κοιτάζω τα πρόσωπα όλων αυτών των άγνωστων που κάθε μέρα προσπερνάω και με προσπερνούν, προσπαθώντας να μαντέψω τον κόσμο που κουβαλούν μέσα τους, τις σκέψεις που ορίζουν την κίνησή τους και τη φορά του βλέμματος. Όλα τα βρίσκεις σε αυτά τα βλέμματα. Βιασύνη. Προσμονή. Χαρά. Ελαφρότητα. Πονηριά. Φόβο. Συστολή. Γλύκα. Απελπισία. Λύπη. Μοναξιά. Συστολή. Αβεβαιότητα. Ελευθερία. Μερικές φορές και τίποτε από όλα τα παραπάνω. Μηδέν.
Όλα αυτά τα βλέμματα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές βιάζονται τόσο που πέφτουν πάνω σου, σκοντάφτουν στο πεζοδρόμιο, χτυπάνε με τη τσάντα τους τη τσάντα σου, σε πατάνε για να μπουν πρώτοι, γρήγορα-γρήγορα, στο μετρό ή το λεωφορείο. Και μετά, αφού εισέλθουν βίαια για μερικά δευτερόλεπτα στη ζωή σου, φεύγουν για πάντα. Εξαφανίζονται μυστηριωδώς, για να αντικατασταθούν από άλλους, που με μαθηματική ακρίβεια θα συμπεριφερθούν πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Που όταν βρίσκονται πολλοί μαζί, ανάμεσα σε τόνους από τσιμέντο και γυαλί, κακόγουστα χυμένα όπου να’ ναι, με τα αυτιά τους να δέχονται επίθεση από κύματα θορύβου, και τα μάτια τους να σκανάρουν μηχανικά τα θραύσματα των εικόνων που καταφθάνουν από παντού, είναι σαν να τους περισσεύει το εγώ τους. Σαν να μην έχουν τι να το κάνουν, σαν να μην ξέρουν πώς να το χωρέσουν σ’ ένα σχήμα που να τους εκφράζει, χωρίς να προσβάλλουν, χωρίς να γίνονται αιχμηροί για τους Άλλους. Τους γύρω-γύρω. Και απαντούν στην επίθεση, με σφοδρότερη επίθεση. Και ξαφνικά, τα πρόσωπά τους και τα βλέμματα που ψάχνω να ανιχνεύσω, υποχωρούν, και αντικαθίστανται από τεράστια ρολόγια, με τους δείκτες να προχωρούν ακάθεκτοι, και το χρόνο να περνάει από πάνω τους αμείλικτος, χωρίς να τους αφήνει μια τόσο δα χαραμάδα διαφυγής. Είναι οι περιπτώσεις αυτές όπου ο Χρόνος παύει να γιατρεύει και να λυτρώνει, γίνεται εχθρός, γιατί περνάει άσκοπα, μέσα σε μια διαρκή κούρσα προς την επόμενη μέρα, που θα έρθει και θα είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Σαν τη σταγόνα που πέφτει με τον ίδιο ρυθμό από τη βρύση που ξέχασες να κλείσεις εντελώς, και μέσα στη νύχτα έχει βαλθεί να παίξει με τα νεύρα σου. Τη βρύση σηκώνεσαι και την κλείνεις, αυτούς τους δείκτες όμως, σε αυτά τα τεράστια ρολόγια που έχουν εγκατασταθεί ύπουλα, με θράσος μέσα στο κεφάλι σου, δεν μπορείς να τους σταματήσεις.
Πριν από κάμποσα χρόνια, όταν ακόμη είχα την πολυτέλεια να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα, έκανα το εξής πείραμα. Ξεκίνησα να περπατάω με κατεύθυνση από την Ομόνοια προς το Σύνταγμα, την ώρα που οι περισσότεροι κινούνταν αντίθετα (ναι, υπήρχαν ακόμη τότε - γιατί για το σήμερα δεν είμαι τόσο σίγουρη, κάτι ώρες μέσα στη μέρα, που η φορά των πολλών ήταν συγκεκριμένη). Και προσπαθούσα να κοιτάζω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους κατευθείαν μέσα στα μάτια. Το αποτέλεσμα, απογοητευτικό. Οι περισσότεροι είχαν βλέμμα σκυθρωπό, κουρασμένο ή τσαντισμένο, ένιωθες τον αέρα πάνω από την Πανεπιστημίου γεμάτο από αυτόν τον τσαμπουκά, που σε γονατίζει. Γύρισα στο σπίτι καταβεβλημένη, ένιωθα το σώμα μου να έχει ανοίξει τρύπες, και από παντού να χάνω ενέργεια, σαν το τρύπιο λάστιχο που χάνει αέρα, και γρήγορα φλατάρει. Αργότερα βεβαίως σοφίστηκα διάφορους τρόπους να αμύνομαι σε τέτοιες πιθανές απώλειες, αλλά εκείνη την αίσθηση δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Και χωρίς να χρειαστεί να το πολυαναλύσω, είχα καταλήξει με ενστικτώδη σχεδόν βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο χρόνος που περνάει άσκοπα, μηχανιστικά. Και όταν λέω άσκοπα, δεν εννοώ χωρίς κάποιον συγκεκριμένο, πρακτικό σκοπό, αλλά όταν ο σκοπός στερείται βαθύτερης ουσίας. Όταν υπηρετεί απλώς θέματα επιβίωσης, αλλά δεν αρκεί για να θρέψει το πνεύμα, την ψυχή σου, το σώμα σου με τα δώρα της ζωής.
Όταν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, οι εποχές, χρόνια ολόκληρα περνούν από πάνω σου και εσύ έχεις ξεχάσει πια να χαίρεσαι το πρωί όταν ξυπνάς. Να απομονώνεις το θεσπέσιο κελάηδισμα ενός πουλιού που, το άτιμο, βρέθηκε να τραγουδάει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Να παρατηρείς το άνθισμα των δέντρων που φαίνονται μετά βίας από το παράθυρό σου. Να απαντάς με ένα ευγενικό βλέμμα σε αυτόν που σου ζητάει τον αναπτήρα, την ώρα που στέκεσαι μπροστά σε μια βιτρίνα. Να ερωτεύεσαι. Να σμίγεις με τον άλλο και να χάνεσαι με τις ώρες στο κορμί του, μέσα στο βλέμμα του. Να περπατάς στο δρόμο και να μην θυμίζεις απειλή, αλλά μια γλυκιά υπόσχεση. Να μην στέκεσαι αμήχανα μέσα σ’ ένα μπαρ, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι και ανταλλάσοντας κοινότοπες ανοησίες με τους υπόλοιπους, αλλά να χορεύεις, να φλερτάρεις, να μοιράζεσαι, να επικοινωνείς. Να κάνεις το χρόνο που περνάει να έχει μια κάποια αξία, και κάθε λεπτό που φεύγει από πάνω σου να φεύγει γεμάτο, πλήρες, χορτασμένο. Να μην περιμένεις μια μεγάλη απώλεια για να ξυπνήσεις. Να παραμένεις ζωντανός στις επάλξεις, έτσι κι αλλιώς.
Να κάνεις το χρόνο σύντροφο και φίλο, που μπορεί έτσι κι αλλιώς να είναι σχεδόν πάντα σκληρός μαζί σου, αλλά φίλος, όχι εχθρός.
Σκεφτόμουν όλα αυτά, όταν λίγο νωρίτερα σήμερα, ξεκινώντας να γράψω ένα κείμενο που δεν είχα ιδέα για τι θα μιλάει, άκουσα μέσα από τους θορύβους της Μεσογείων, τα τζιτζίκια στα δέντρα από κάτω, να λένε τα δικά τους και να προμηνύουν μια μέρα πιο ζεστή από τις προηγούμενες.
Που ελπίζω να μην χρειαστεί πάλι να κλείσουμε εντελώς τα παράθυρα στο γραφείο και να βάλουμε τα κλιματιστικά να δουλέψουν στο φουλ. Ελπίζω αυτό το Σαββατοκύριακο που έρχεται, να βρεθώ πάλι κοντά στη θάλασσα, και να μην είμαι περιτριγυρισμένη από ένα σωρό ανθρώπους που δεν τα πάνε καθόλου καλά με το χρόνο που περνάει, δυστυχώς για αυτούς αμείλικτος. Να αφήσω το βλέμμα να πέσει απαλά πάνω σε ένα άλλο ήρεμο βλέμμα και να γεμίσω για λίγο θάλασσα, να ονειρευτώ.
Και να πάψω να βλέπω στον ύπνο μου ότι καβαλάω ένα ποδήλατο, όπως όταν ήμουν έφηβη, και ξεχύνομαι με όση ταχύτητα μπορώ, με κατεύθυνση άγνωστη, σε μια άγνωστη γη, που ακόμη δεν μου έχει αποκαλυφθεί. Την terra incognita που κρύβεται από το φως και μου αποκαλύπτεται μόνο τα βράδια, όταν πια έχω πέσει σε βαθύ ύπνο, και τα όνειρά μου μού θυμίζουν τι ακριβώς είναι αυτό από το οποίο προσπαθώ να ξεφύγω, για να πάω εκεί που πάντα ποθούσα να είμαι.
(Πίνακες του René Magritte)
Είμαι ακόμη στο γραφείο, η ώρα περίπου 8 και βραδιάζει. Τα παράθυρα ανοιχτά, η δροσιά των τελευταίων ημερών μας επέτρεψε να κλείσουμε για λίγο τον κλιματισμό και να αναπνεύσουμε επιτέλους ελεύθερα. Απ’ έξω ακούγονται οι συνήθεις θόρυβοι της Μεσογείων, αυτοκίνητα πάνε κι έρχονται, με μεγάλες ταχύτητες (μου παίρνει περίπου 3 λεπτά να περάσω απέναντι, σε ώρα αιχμής). Όλοι, μα όλοι ανεξαιρέτως, βιάζονται.
Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι, προς τα που κατευθύνονται με τέτοια αδημονία; Τους παρατηρώ μέσα από το ταξί τα πρωινά, ή περπατώντας στο κέντρο της πόλης, να διαλέγει ο καθένας την ευθεία του και να πηγαίνει, άλλος κουνώντας τα χέρια του νευρικά, άλλος κοιτάζοντας αποφασιστικά μπροστά, άλλος αφηρημένα, έχοντας χαθεί σε μια σκέψη ή σε μια εικόνα που περνάει δίπλα του. Και κοιτάζω τα πρόσωπά τους. Μου αρέσει πολύ να κοιτάζω τα πρόσωπα όλων αυτών των άγνωστων που κάθε μέρα προσπερνάω και με προσπερνούν, προσπαθώντας να μαντέψω τον κόσμο που κουβαλούν μέσα τους, τις σκέψεις που ορίζουν την κίνησή τους και τη φορά του βλέμματος. Όλα τα βρίσκεις σε αυτά τα βλέμματα. Βιασύνη. Προσμονή. Χαρά. Ελαφρότητα. Πονηριά. Φόβο. Συστολή. Γλύκα. Απελπισία. Λύπη. Μοναξιά. Συστολή. Αβεβαιότητα. Ελευθερία. Μερικές φορές και τίποτε από όλα τα παραπάνω. Μηδέν.
Όλα αυτά τα βλέμματα, όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που μερικές φορές βιάζονται τόσο που πέφτουν πάνω σου, σκοντάφτουν στο πεζοδρόμιο, χτυπάνε με τη τσάντα τους τη τσάντα σου, σε πατάνε για να μπουν πρώτοι, γρήγορα-γρήγορα, στο μετρό ή το λεωφορείο. Και μετά, αφού εισέλθουν βίαια για μερικά δευτερόλεπτα στη ζωή σου, φεύγουν για πάντα. Εξαφανίζονται μυστηριωδώς, για να αντικατασταθούν από άλλους, που με μαθηματική ακρίβεια θα συμπεριφερθούν πάνω-κάτω με τον ίδιο τρόπο. Χωρίς όμως να είναι οι ίδιοι.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Που όταν βρίσκονται πολλοί μαζί, ανάμεσα σε τόνους από τσιμέντο και γυαλί, κακόγουστα χυμένα όπου να’ ναι, με τα αυτιά τους να δέχονται επίθεση από κύματα θορύβου, και τα μάτια τους να σκανάρουν μηχανικά τα θραύσματα των εικόνων που καταφθάνουν από παντού, είναι σαν να τους περισσεύει το εγώ τους. Σαν να μην έχουν τι να το κάνουν, σαν να μην ξέρουν πώς να το χωρέσουν σ’ ένα σχήμα που να τους εκφράζει, χωρίς να προσβάλλουν, χωρίς να γίνονται αιχμηροί για τους Άλλους. Τους γύρω-γύρω. Και απαντούν στην επίθεση, με σφοδρότερη επίθεση. Και ξαφνικά, τα πρόσωπά τους και τα βλέμματα που ψάχνω να ανιχνεύσω, υποχωρούν, και αντικαθίστανται από τεράστια ρολόγια, με τους δείκτες να προχωρούν ακάθεκτοι, και το χρόνο να περνάει από πάνω τους αμείλικτος, χωρίς να τους αφήνει μια τόσο δα χαραμάδα διαφυγής. Είναι οι περιπτώσεις αυτές όπου ο Χρόνος παύει να γιατρεύει και να λυτρώνει, γίνεται εχθρός, γιατί περνάει άσκοπα, μέσα σε μια διαρκή κούρσα προς την επόμενη μέρα, που θα έρθει και θα είναι σχεδόν ίδια με την προηγούμενη. Σαν τη σταγόνα που πέφτει με τον ίδιο ρυθμό από τη βρύση που ξέχασες να κλείσεις εντελώς, και μέσα στη νύχτα έχει βαλθεί να παίξει με τα νεύρα σου. Τη βρύση σηκώνεσαι και την κλείνεις, αυτούς τους δείκτες όμως, σε αυτά τα τεράστια ρολόγια που έχουν εγκατασταθεί ύπουλα, με θράσος μέσα στο κεφάλι σου, δεν μπορείς να τους σταματήσεις.
Πριν από κάμποσα χρόνια, όταν ακόμη είχα την πολυτέλεια να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα, έκανα το εξής πείραμα. Ξεκίνησα να περπατάω με κατεύθυνση από την Ομόνοια προς το Σύνταγμα, την ώρα που οι περισσότεροι κινούνταν αντίθετα (ναι, υπήρχαν ακόμη τότε - γιατί για το σήμερα δεν είμαι τόσο σίγουρη, κάτι ώρες μέσα στη μέρα, που η φορά των πολλών ήταν συγκεκριμένη). Και προσπαθούσα να κοιτάζω όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους κατευθείαν μέσα στα μάτια. Το αποτέλεσμα, απογοητευτικό. Οι περισσότεροι είχαν βλέμμα σκυθρωπό, κουρασμένο ή τσαντισμένο, ένιωθες τον αέρα πάνω από την Πανεπιστημίου γεμάτο από αυτόν τον τσαμπουκά, που σε γονατίζει. Γύρισα στο σπίτι καταβεβλημένη, ένιωθα το σώμα μου να έχει ανοίξει τρύπες, και από παντού να χάνω ενέργεια, σαν το τρύπιο λάστιχο που χάνει αέρα, και γρήγορα φλατάρει. Αργότερα βεβαίως σοφίστηκα διάφορους τρόπους να αμύνομαι σε τέτοιες πιθανές απώλειες, αλλά εκείνη την αίσθηση δεν θα την ξεχάσω ποτέ.
Και χωρίς να χρειαστεί να το πολυαναλύσω, είχα καταλήξει με ενστικτώδη σχεδόν βεβαιότητα στο συμπέρασμα πως ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο χρόνος που περνάει άσκοπα, μηχανιστικά. Και όταν λέω άσκοπα, δεν εννοώ χωρίς κάποιον συγκεκριμένο, πρακτικό σκοπό, αλλά όταν ο σκοπός στερείται βαθύτερης ουσίας. Όταν υπηρετεί απλώς θέματα επιβίωσης, αλλά δεν αρκεί για να θρέψει το πνεύμα, την ψυχή σου, το σώμα σου με τα δώρα της ζωής.
Όταν οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, οι εποχές, χρόνια ολόκληρα περνούν από πάνω σου και εσύ έχεις ξεχάσει πια να χαίρεσαι το πρωί όταν ξυπνάς. Να απομονώνεις το θεσπέσιο κελάηδισμα ενός πουλιού που, το άτιμο, βρέθηκε να τραγουδάει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας στο κέντρο της πόλης. Να παρατηρείς το άνθισμα των δέντρων που φαίνονται μετά βίας από το παράθυρό σου. Να απαντάς με ένα ευγενικό βλέμμα σε αυτόν που σου ζητάει τον αναπτήρα, την ώρα που στέκεσαι μπροστά σε μια βιτρίνα. Να ερωτεύεσαι. Να σμίγεις με τον άλλο και να χάνεσαι με τις ώρες στο κορμί του, μέσα στο βλέμμα του. Να περπατάς στο δρόμο και να μην θυμίζεις απειλή, αλλά μια γλυκιά υπόσχεση. Να μην στέκεσαι αμήχανα μέσα σ’ ένα μπαρ, κρατώντας ένα ποτό στο χέρι και ανταλλάσοντας κοινότοπες ανοησίες με τους υπόλοιπους, αλλά να χορεύεις, να φλερτάρεις, να μοιράζεσαι, να επικοινωνείς. Να κάνεις το χρόνο που περνάει να έχει μια κάποια αξία, και κάθε λεπτό που φεύγει από πάνω σου να φεύγει γεμάτο, πλήρες, χορτασμένο. Να μην περιμένεις μια μεγάλη απώλεια για να ξυπνήσεις. Να παραμένεις ζωντανός στις επάλξεις, έτσι κι αλλιώς.
Να κάνεις το χρόνο σύντροφο και φίλο, που μπορεί έτσι κι αλλιώς να είναι σχεδόν πάντα σκληρός μαζί σου, αλλά φίλος, όχι εχθρός.
Σκεφτόμουν όλα αυτά, όταν λίγο νωρίτερα σήμερα, ξεκινώντας να γράψω ένα κείμενο που δεν είχα ιδέα για τι θα μιλάει, άκουσα μέσα από τους θορύβους της Μεσογείων, τα τζιτζίκια στα δέντρα από κάτω, να λένε τα δικά τους και να προμηνύουν μια μέρα πιο ζεστή από τις προηγούμενες.
Που ελπίζω να μην χρειαστεί πάλι να κλείσουμε εντελώς τα παράθυρα στο γραφείο και να βάλουμε τα κλιματιστικά να δουλέψουν στο φουλ. Ελπίζω αυτό το Σαββατοκύριακο που έρχεται, να βρεθώ πάλι κοντά στη θάλασσα, και να μην είμαι περιτριγυρισμένη από ένα σωρό ανθρώπους που δεν τα πάνε καθόλου καλά με το χρόνο που περνάει, δυστυχώς για αυτούς αμείλικτος. Να αφήσω το βλέμμα να πέσει απαλά πάνω σε ένα άλλο ήρεμο βλέμμα και να γεμίσω για λίγο θάλασσα, να ονειρευτώ.
Και να πάψω να βλέπω στον ύπνο μου ότι καβαλάω ένα ποδήλατο, όπως όταν ήμουν έφηβη, και ξεχύνομαι με όση ταχύτητα μπορώ, με κατεύθυνση άγνωστη, σε μια άγνωστη γη, που ακόμη δεν μου έχει αποκαλυφθεί. Την terra incognita που κρύβεται από το φως και μου αποκαλύπτεται μόνο τα βράδια, όταν πια έχω πέσει σε βαθύ ύπνο, και τα όνειρά μου μού θυμίζουν τι ακριβώς είναι αυτό από το οποίο προσπαθώ να ξεφύγω, για να πάω εκεί που πάντα ποθούσα να είμαι.
(Πίνακες του René Magritte)
Πέμπτη, Ιουλίου 06, 2006
Την αγαπούσε...
Γράφει η Αφροδίτη
Την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο...
«My name is Luca
I live on the second floor
I live upstairs from you
Yes I think you've seen me before
If you hear something late at night
Some kind of trouble, some kind of fight
Just don't ask me what it was
Just don't ask me what it was...
I think it's because I'm clumsy
I try not to talk too loud
Maybe it's because I'm crazy
I try not to act too proud
They only hit you until you cry
And after that you don't ask why
You just don't argue anymore
You just don't argue anymore...»
Δευτέρα πρωί. Όλες οι καλές κινήσεις σχεδιάζονται Κυριακή βράδυ. Δευτέρα ξεκινάμε, μέχρι το βράδυ ξεφουσκώνουν. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη να κάνει κάτι στα σοβαρά. «Δεν πάει άλλο» κουδούνιζε το άδειο της μυαλό...
Τα δίδυμα σχολείο, λαϊκή, νοικοκυριό με το ζόρι, τώρα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Ντρεπόταν πάρα πολύ. Τι γύρευε μες το βρώμικο κτήριο με τους μπαϊλντισμένους αστυνομικούς και τους βαρεμένους πολίτες; Τι να τους έλεγε, ότι τις «έτρωγε» από τον άντρα της σα καμιά γυναικούλα; Ποια, εκείνη, η τριζάτη, που τον είχε βάλει στο βρακί της, που την παρακάλαγε;
Γραφείο Αξ/κού Υπηρεσίας, νέο παλικάρι, φανερά αμήχανος, δεν ξέρει τι να την κάνει. Φωνάζει τον Διοικητή για ενισχύσεις. Εκείνος ψημένος, ψυχρός κι ανάποδος.
«Και πότε και πού σας χτύπησε είπατε;» άστραψε & βρόντηξε.
Τι να του πει, από την πρώτη ώρα;
*******************************************************
Απ’ το πρώτο βράδυ, νύφη ακόμη. Κεριά & ροδοπέταλα, ο άλλος όμως την πέταξε στο κρεβάτι και την πήρε με τόση δύναμη που πονούσε παντού μετά. Πολύ. Όχι, εντάξει, άντρας της ήταν πλέον. «Σε ήθελα πολύ μωρό μου!» και γελάκια.
Κι από τότε, αραιά και πού, τα’ παιρνε στο κρανίο και γινόταν απότομος. Γάβγιζε διαταγές, την έπιανε και την ταρακούναγε, την έβριζε... Όσο πιο πολύ του έλεγε κλαίγοντας «σταμάτα», τόσο πιο άγρια της φερόταν.
Τώρα αυτό γινόταν κάθε μέρα. Βράδιαζε & σφιγγόταν η ψυχή της που θα επέστρεφε σπίτι. Το αφεντικό, το αυτοκίνητο, η μάνα του... Κι εκείνη, όλο και πιο πολύ εκείνη. Που όλα τα έκανε στραβά, που δεν ήξερε τίποτε, που μονίμως τον ενοχλούσε επίτηδες. Σπρωξίματα, μερικά χαστούκια, μετά συγνώμες, μέχρι και πήδημα, να τα ξαναβρούνε...
Κι όσο απλωνόταν εκείνος, τόσο μαζευόταν εκείνη. Κι όσο μαζευόταν εκείνη, τόσο απλωνόταν εκείνος...
Ζάρωνε, φοβόταν, άρχισε να βλέπει ότι όντως έφταιγε. Τόσο καλό άντρα είχε πάρει! Που μοχθούσε για την οικογένειά τους. Που την αγαπούσε, με τον τρόπο του. Δεν είχε παρά μια μέρα να τα κάνει όλα τέλεια. Σπίτι, φαί, παιδιά κοιμισμένα, 3 τηλεκοντρόλ στη θέση τους και τα μπυροπότηρα στην κατάψυξη...
Στο κάτω-κάτω τη σεβόταν, δε χτύπαγε ποτέ πρόσωπο. Της ψιθύριζε: «Αυτό το αγγελικό προσωπάκι δεν το πειράζει κανείς, ούτε εγώ!» και τη φίλαγε με πάθος. Όταν δεν την αγνοούσε δηλαδή.
Δεν κοιμόταν πια, την έπιανε το παράπονο σε άσχετες φάσεις μες τη μέρα και περίμενε να νυχτώσει, να κλάψει μέχρι να μουλιάσει το μαξιλάρι της...
...Μέχρι χτες. Που δεν άντεχε πλέον να γίνονται αυτά τα έκτροπα μπροστά στα παιδιά. Οι δυο τους ήταν μεγάλοι, θα την έβρισκαν την άκρη, δε μπορεί, μόλις εκείνη θα ξαναγινόταν γυναίκα κι όχι μόνο μαμά. Τα παιδιά όμως...
Κι έτσι το βράδυ με τα πρώτα βρισίδια που της έριξε, του έχωσε ένα γερό χαστούκι. Εκείνη πρώτη. Δε γινόταν, είχε μαζευτεί τεράστιος θυμός και της βγήκε αυθόρμητα. Κι έγινε μετά της τρελής...
Την βούτηξε, την πέταξε στον καναπέ, κι άρχισε φωνάζοντας να τη χτυπάει με δύναμη όπου έβρισκε... Έβαζε τα χέρια της να καλυφτεί και κόντεψε να της τα σπάσει. Την έσυρε μετά απ’ τα μαλλιά ως το κρεβάτι τους, της έριξε ένα τελευταίο χαστούκι που έβγαλε αίμα απ’ το στόμα, και στο τέλος βρίζοντας, σηκώθηκε & έφυγε...
Αν την είχε πάρει, ακόμη και καρφώνοντάς την κάτω, όπως ήταν το σκηνικό τον τελευταίο καιρό, θα γλύκαινε στο τέλος, θα μαλάκωνε. Μπορεί και να την ξανακοίταζε στα μάτια, αν και το απέφευγε κι αυτό...
Έφυγε όμως.... Κι αυτή τη φορά τα σημάδια δεν κρύβονταν. Μώλωπες παντού, ραγισμένο δόντι και σκισμένο χείλος. Δεν ήθελε να χωρίσουν. Δεν άντεχε όμως άλλο. Τα παιδιά σιγά-σιγά ρωτούσαν. Πόσα ψέματα πια να τον καλύπτει;
*****************************************************
«Πού με χτύπησε; Εδώ.. κι εδώ... κι εδώ...», έδειχνε μελανιές πάνω σε μελανιές. Συγκρατούσε με κόπο τα δάκρυα. Τη λυπόντουσαν. Μα ήταν κι έκθεμα, να σπάσει η ρουτίνα. Εμφανίστηκαν κι άλλοι δύο αστυνομικοί. Κι άρχισαν:
«Πρέπει να κάνετε επώνυμη καταγγελία, αφού δείτε εισαγγελέα. Αυτός θα μας δώσει εντολή να τον καλέσουμε εδώ, να μας τα πει κι εκείνος. Αν θέλετε κάνουμε μετά μήνυση. Δικηγόρο έχετε? Θα πρέπει να δούμε και για ιατροδικαστή στην περίπτωση που-»
«Μα τι λέτε, αν τα κάνω όλα αυτά θα με στείλει νοσοκομείο!»
«Τότε κάντε μας μια καταγγελία να τον φέρουμε εδώ για μια σύσταση.»
«Μα θα μάθει ότι τον κατάγγειλα και θα γίνει έξαλλος που τον κάνω ρεζίλι στην αστυνομία! Θέλω μόνο να γραφτεί κάπου ότι μου έκανε αυτό κι αυτό, ώστε αν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο να υπάρχει κάτι σε βάρος του, να μη μπορεί να μου πάρει τα παιδιά-»
«Δε γίνονται αυτά κυρία μου! Η διαδικασία είναι συγκεκριμένη και το τι θα γίνει με τα παιδιά σας είναι θέμα δικαστηρίου. Μην ξεχνάτε ότι μπορεί κι εκείνος να σας κάνει μήνυση για όλα αυτά.»
«Κι αν με σπάσει στο ξύλο στο ενδιάμεσο;»
«Ε, πάρτε τηλέφωνο το 100 και θα έρθουμε!»
«Την ώρα που θα με σαπίζει;»
«Όχι, δεν προλαβαίνουμε, εκτός αν έρθετε και οι δύο μαζί στο τμήμα.»
Παύση...
«Τουλάχιστον έχετε κάποιο τηλέφωνο από κάποιο κέντρο, να μου πουν τι άλλο μπορώ να κάνω;»
«Δεν έχουμε υπ’ όψιν μας, μισό λεπτό...»
Ώρα μετά, χιλιοτριμμένοι χρυσοί οδηγοί, κιτάπια, μπες-βγες, τζίφος.... Δεν είχαν ιδέα!
«Κοιτάξτε να τα βρείτε με τον άντρα σας, ούτε η πρώτη είστε, ούτε η τελευταία, έχετε και παιδιά...»
Γυρίζοντας σπίτι, αισθανόταν ΤΟΣΟ ηλίθια! Κανείς δε μπορούσε να την προστατέψει. Ίσως αν γινόταν λίγο καλύτερη, αν δεν φώναζαν τόσο και τα παιδιά, αν έχανε λίγο βάρος...
Σκυμμένο το κεφάλι. Είχε ξεχάσει πώς είναι να γελάς. Τον αγαπούσε, γι’ αυτό καθόταν. Όχι, όχι, δεν τον αγαπούσε ακριβώς, αλλά να, για χάρη των παιδιών. Κι ίσως ούτε αυτό... Δεν είχε πού να πάει...Ποιος θα την έπαιρνε για δουλειά με 2 μωρά πάνω της; Και δεν είχε λεφτά, τίποτε, από τότε που παντρεύτηκε τα παράτησε...
Ευτυχώς το έκρυβε καλά. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό. Απέφευγε τις ερευνητικές ματιές, το έριχνε στο αστείο...Δεν την είχε στείλει και στο ΚΑΤ, έτσι δεν είναι; Τις έτρωγε και στο σπίτι της απ’ τον πατέρα της. Τώρα δίνει κι εκείνη πότε-πότε καμιά σφαλιάρα στα δίδυμα, όταν δεν εννοούν να καταλάβουν.. Όλοι αυτό δεν κάνουν?
Περπατούσε, περπατούσε... Το κεφάλι της την πέθαινε...
Την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο.
Δεν μπορούσε να την βοηθήσει κανείς.
Κι αυτό ήταν σίγουρο.
Έπρεπε να κάτσει στ’ αυγά της. Να μην τον εξαγριώσει άλλο. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Αυτό κι αν ήταν σίγουρο!
«...Yes I think I'm OK
I walked into the door again
Well, if you ask that's what I'll say
And it's not your business anyway
I guess I'd like to be alone
With nothing broken, nothing thrown
Just don't ask me how I am
Just don't ask me how I am.»
Suzanne Vega (Tried & True – best of)
___________________________________________________
Σημείωση Ν. Δ. Υπάρχει η οργάνωση Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης ΕΔΩ και το τηλέφωνο SOS: 8001188881. H εικονογράφηση - επίλογή πλην ενός σκίτσου, της Α. - είναι πίνακας του Dante Gabriel Rossetti, της Kay Wood, εξώφυλλο DVD σχετικής ταινίας και σκίτσo της Κατερίνας Σχοινά.
Την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο...
«My name is Luca
I live on the second floor
I live upstairs from you
Yes I think you've seen me before
If you hear something late at night
Some kind of trouble, some kind of fight
Just don't ask me what it was
Just don't ask me what it was...
I think it's because I'm clumsy
I try not to talk too loud
Maybe it's because I'm crazy
I try not to act too proud
They only hit you until you cry
And after that you don't ask why
You just don't argue anymore
You just don't argue anymore...»
Δευτέρα πρωί. Όλες οι καλές κινήσεις σχεδιάζονται Κυριακή βράδυ. Δευτέρα ξεκινάμε, μέχρι το βράδυ ξεφουσκώνουν. Εκείνη όμως ήταν αποφασισμένη να κάνει κάτι στα σοβαρά. «Δεν πάει άλλο» κουδούνιζε το άδειο της μυαλό...
Τα δίδυμα σχολείο, λαϊκή, νοικοκυριό με το ζόρι, τώρα στο αστυνομικό τμήμα της γειτονιάς. Ντρεπόταν πάρα πολύ. Τι γύρευε μες το βρώμικο κτήριο με τους μπαϊλντισμένους αστυνομικούς και τους βαρεμένους πολίτες; Τι να τους έλεγε, ότι τις «έτρωγε» από τον άντρα της σα καμιά γυναικούλα; Ποια, εκείνη, η τριζάτη, που τον είχε βάλει στο βρακί της, που την παρακάλαγε;
Γραφείο Αξ/κού Υπηρεσίας, νέο παλικάρι, φανερά αμήχανος, δεν ξέρει τι να την κάνει. Φωνάζει τον Διοικητή για ενισχύσεις. Εκείνος ψημένος, ψυχρός κι ανάποδος.
«Και πότε και πού σας χτύπησε είπατε;» άστραψε & βρόντηξε.
Τι να του πει, από την πρώτη ώρα;
*******************************************************
Απ’ το πρώτο βράδυ, νύφη ακόμη. Κεριά & ροδοπέταλα, ο άλλος όμως την πέταξε στο κρεβάτι και την πήρε με τόση δύναμη που πονούσε παντού μετά. Πολύ. Όχι, εντάξει, άντρας της ήταν πλέον. «Σε ήθελα πολύ μωρό μου!» και γελάκια.
Κι από τότε, αραιά και πού, τα’ παιρνε στο κρανίο και γινόταν απότομος. Γάβγιζε διαταγές, την έπιανε και την ταρακούναγε, την έβριζε... Όσο πιο πολύ του έλεγε κλαίγοντας «σταμάτα», τόσο πιο άγρια της φερόταν.
Τώρα αυτό γινόταν κάθε μέρα. Βράδιαζε & σφιγγόταν η ψυχή της που θα επέστρεφε σπίτι. Το αφεντικό, το αυτοκίνητο, η μάνα του... Κι εκείνη, όλο και πιο πολύ εκείνη. Που όλα τα έκανε στραβά, που δεν ήξερε τίποτε, που μονίμως τον ενοχλούσε επίτηδες. Σπρωξίματα, μερικά χαστούκια, μετά συγνώμες, μέχρι και πήδημα, να τα ξαναβρούνε...
Κι όσο απλωνόταν εκείνος, τόσο μαζευόταν εκείνη. Κι όσο μαζευόταν εκείνη, τόσο απλωνόταν εκείνος...
Ζάρωνε, φοβόταν, άρχισε να βλέπει ότι όντως έφταιγε. Τόσο καλό άντρα είχε πάρει! Που μοχθούσε για την οικογένειά τους. Που την αγαπούσε, με τον τρόπο του. Δεν είχε παρά μια μέρα να τα κάνει όλα τέλεια. Σπίτι, φαί, παιδιά κοιμισμένα, 3 τηλεκοντρόλ στη θέση τους και τα μπυροπότηρα στην κατάψυξη...
Στο κάτω-κάτω τη σεβόταν, δε χτύπαγε ποτέ πρόσωπο. Της ψιθύριζε: «Αυτό το αγγελικό προσωπάκι δεν το πειράζει κανείς, ούτε εγώ!» και τη φίλαγε με πάθος. Όταν δεν την αγνοούσε δηλαδή.
Δεν κοιμόταν πια, την έπιανε το παράπονο σε άσχετες φάσεις μες τη μέρα και περίμενε να νυχτώσει, να κλάψει μέχρι να μουλιάσει το μαξιλάρι της...
...Μέχρι χτες. Που δεν άντεχε πλέον να γίνονται αυτά τα έκτροπα μπροστά στα παιδιά. Οι δυο τους ήταν μεγάλοι, θα την έβρισκαν την άκρη, δε μπορεί, μόλις εκείνη θα ξαναγινόταν γυναίκα κι όχι μόνο μαμά. Τα παιδιά όμως...
Κι έτσι το βράδυ με τα πρώτα βρισίδια που της έριξε, του έχωσε ένα γερό χαστούκι. Εκείνη πρώτη. Δε γινόταν, είχε μαζευτεί τεράστιος θυμός και της βγήκε αυθόρμητα. Κι έγινε μετά της τρελής...
Την βούτηξε, την πέταξε στον καναπέ, κι άρχισε φωνάζοντας να τη χτυπάει με δύναμη όπου έβρισκε... Έβαζε τα χέρια της να καλυφτεί και κόντεψε να της τα σπάσει. Την έσυρε μετά απ’ τα μαλλιά ως το κρεβάτι τους, της έριξε ένα τελευταίο χαστούκι που έβγαλε αίμα απ’ το στόμα, και στο τέλος βρίζοντας, σηκώθηκε & έφυγε...
Αν την είχε πάρει, ακόμη και καρφώνοντάς την κάτω, όπως ήταν το σκηνικό τον τελευταίο καιρό, θα γλύκαινε στο τέλος, θα μαλάκωνε. Μπορεί και να την ξανακοίταζε στα μάτια, αν και το απέφευγε κι αυτό...
Έφυγε όμως.... Κι αυτή τη φορά τα σημάδια δεν κρύβονταν. Μώλωπες παντού, ραγισμένο δόντι και σκισμένο χείλος. Δεν ήθελε να χωρίσουν. Δεν άντεχε όμως άλλο. Τα παιδιά σιγά-σιγά ρωτούσαν. Πόσα ψέματα πια να τον καλύπτει;
*****************************************************
«Πού με χτύπησε; Εδώ.. κι εδώ... κι εδώ...», έδειχνε μελανιές πάνω σε μελανιές. Συγκρατούσε με κόπο τα δάκρυα. Τη λυπόντουσαν. Μα ήταν κι έκθεμα, να σπάσει η ρουτίνα. Εμφανίστηκαν κι άλλοι δύο αστυνομικοί. Κι άρχισαν:
«Πρέπει να κάνετε επώνυμη καταγγελία, αφού δείτε εισαγγελέα. Αυτός θα μας δώσει εντολή να τον καλέσουμε εδώ, να μας τα πει κι εκείνος. Αν θέλετε κάνουμε μετά μήνυση. Δικηγόρο έχετε? Θα πρέπει να δούμε και για ιατροδικαστή στην περίπτωση που-»
«Μα τι λέτε, αν τα κάνω όλα αυτά θα με στείλει νοσοκομείο!»
«Τότε κάντε μας μια καταγγελία να τον φέρουμε εδώ για μια σύσταση.»
«Μα θα μάθει ότι τον κατάγγειλα και θα γίνει έξαλλος που τον κάνω ρεζίλι στην αστυνομία! Θέλω μόνο να γραφτεί κάπου ότι μου έκανε αυτό κι αυτό, ώστε αν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο να υπάρχει κάτι σε βάρος του, να μη μπορεί να μου πάρει τα παιδιά-»
«Δε γίνονται αυτά κυρία μου! Η διαδικασία είναι συγκεκριμένη και το τι θα γίνει με τα παιδιά σας είναι θέμα δικαστηρίου. Μην ξεχνάτε ότι μπορεί κι εκείνος να σας κάνει μήνυση για όλα αυτά.»
«Κι αν με σπάσει στο ξύλο στο ενδιάμεσο;»
«Ε, πάρτε τηλέφωνο το 100 και θα έρθουμε!»
«Την ώρα που θα με σαπίζει;»
«Όχι, δεν προλαβαίνουμε, εκτός αν έρθετε και οι δύο μαζί στο τμήμα.»
Παύση...
«Τουλάχιστον έχετε κάποιο τηλέφωνο από κάποιο κέντρο, να μου πουν τι άλλο μπορώ να κάνω;»
«Δεν έχουμε υπ’ όψιν μας, μισό λεπτό...»
Ώρα μετά, χιλιοτριμμένοι χρυσοί οδηγοί, κιτάπια, μπες-βγες, τζίφος.... Δεν είχαν ιδέα!
«Κοιτάξτε να τα βρείτε με τον άντρα σας, ούτε η πρώτη είστε, ούτε η τελευταία, έχετε και παιδιά...»
Γυρίζοντας σπίτι, αισθανόταν ΤΟΣΟ ηλίθια! Κανείς δε μπορούσε να την προστατέψει. Ίσως αν γινόταν λίγο καλύτερη, αν δεν φώναζαν τόσο και τα παιδιά, αν έχανε λίγο βάρος...
Σκυμμένο το κεφάλι. Είχε ξεχάσει πώς είναι να γελάς. Τον αγαπούσε, γι’ αυτό καθόταν. Όχι, όχι, δεν τον αγαπούσε ακριβώς, αλλά να, για χάρη των παιδιών. Κι ίσως ούτε αυτό... Δεν είχε πού να πάει...Ποιος θα την έπαιρνε για δουλειά με 2 μωρά πάνω της; Και δεν είχε λεφτά, τίποτε, από τότε που παντρεύτηκε τα παράτησε...
Ευτυχώς το έκρυβε καλά. Κανείς δεν είχε πάρει χαμπάρι το παραμικρό. Απέφευγε τις ερευνητικές ματιές, το έριχνε στο αστείο...Δεν την είχε στείλει και στο ΚΑΤ, έτσι δεν είναι; Τις έτρωγε και στο σπίτι της απ’ τον πατέρα της. Τώρα δίνει κι εκείνη πότε-πότε καμιά σφαλιάρα στα δίδυμα, όταν δεν εννοούν να καταλάβουν.. Όλοι αυτό δεν κάνουν?
Περπατούσε, περπατούσε... Το κεφάλι της την πέθαινε...
Την αγαπούσε, αυτό ήταν σίγουρο.
Δεν μπορούσε να την βοηθήσει κανείς.
Κι αυτό ήταν σίγουρο.
Έπρεπε να κάτσει στ’ αυγά της. Να μην τον εξαγριώσει άλλο. Προς το παρόν τουλάχιστον.
Αυτό κι αν ήταν σίγουρο!
«...Yes I think I'm OK
I walked into the door again
Well, if you ask that's what I'll say
And it's not your business anyway
I guess I'd like to be alone
With nothing broken, nothing thrown
Just don't ask me how I am
Just don't ask me how I am.»
Suzanne Vega (Tried & True – best of)
___________________________________________________
Σημείωση Ν. Δ. Υπάρχει η οργάνωση Ελληνικό Δίκτυο Γυναικών Ευρώπης ΕΔΩ και το τηλέφωνο SOS: 8001188881. H εικονογράφηση - επίλογή πλην ενός σκίτσου, της Α. - είναι πίνακας του Dante Gabriel Rossetti, της Kay Wood, εξώφυλλο DVD σχετικής ταινίας και σκίτσo της Κατερίνας Σχοινά.
Τετάρτη, Ιουλίου 05, 2006
Τα πάχη μου, τα κάλλη μου...
Έρχομαι από την παραλία.
Είχα χρόνια να πάω Σαββατοκύριακο σε οργανωμένη πλαζ. Η ίδια πολυκοσμία όπως παλιά – αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει.
Τα περισσότερα παιδάκια φοράνε σωσίβια – χωρίς να τα έχουν αγοράσει. Και μπρατσάκια από φυσικό λίπος.
Πω πω – πόσα παχύσαρκα παιδιά! Θυμήθηκα τις στατιστικές: είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη.
Με τους ενήλικες ακόμα χειρότερα. Όλα τα ενάλια κήτη: φάλαινες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φώκιες, είχαν ξεβραστεί στην αμμουδιά της Βουλιαγμένης.
Είμεθα έθνος παχύσαρκον!
Θυμάμαι στα νιάτα μου ο μέσος Έλληνας ήταν κοντός, ξερακιανός, στεγνός και μαυριδερός. Τώρα ψήλωσε (καλό), δυνάμωσε, ομόρφυνε – αλλά πάχυνε.
Ο Andy είχε πάει στο μαιευτήριο για τυπικές εξετάσεις της συντρόφου του κι έπαθε παράκρουση. Προς στιγμήν νόμισε ότι είναι σε κέντρο αδυνατίσματος.
Μου μετέφερε διαλόγους:
-Μα, έχω άλλη μια ψυχή να ταϊσω, γιατρέ μου, τι να κάνω, πεινάαααω.
-Κα Στρουμπουλίδου μου, σας το έχω πει πολλές φορές, πρέπει να τρώτε λίγο και συχνά, εσείς τρώτε πολύ και συχνά, γι’αυτό έχετε τάσεις για εμετό. Η έγκυος ΔΕΝ πρέπει να τρώει περισσότερο από πριν, λιγότερο πρέπει να τρώει.
-Μα, εμένα η μαμά μου μου είπε… Καλέ μαμά, μίλα και συ, πες κάτι…
Λίγο παραπέρα η κα και ο κος Παχυσαρκόπουλος μου κρύβουν, με το εκτόπισμά τους, τη θέα του γιατρού τους.
-Γιατρέ, δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω, βόηθα με.
-Τι πρόβλημα έχετε, κυρία μου;
-Δεν μπορώ, κουράζομαι, δεν μπορώ ν’ ανέβω δυο σκαλιά, σας λέω.
-Μα, εδώ και πολλούς μήνες σας επαναλαμβάνω ότι πρέπει να προσέξετε τη διατροφή σας, 80 κιλά για το ύψος σας είναι πάρα πολλά.
-Μα, τι λες γιατρέ μου, πριν τη γκαστρώσω, ελαφίνα ήτανε το Μαράκι μου…
Φαίνεται ότι όλες οι έγκυοι συνοδευόνταν από σύζυγο ή μαμά, οι οποίες επίσης έδειχναν να είναι σε ...ενδιαφέρουσα…
Μερικά στοιχεία από σχετικό άρθρο του Economist:
Όταν ο κόσμος ήταν απλούστερος, οι πλούσιοι ήταν χοντροί, οι φτωχοί αδύνατοι και οι σωστά σκεπτόμενοι άνθρωποι ανησυχούσαν για το πώς θα χορτάσουν την πείνα.
Τώρα, στα πιο προοδευμένα μέρη του κόσμου, οι πλούσιοι είναι αδύνατοι, οι φτωχοί χοντροί και οι σωστά σκεπτόμενοι άνθρωποι ανησυχούν για την παχυσαρκία.
Το ανθρώπινο είδος σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει τη στέρηση, όχι την αφθονία. Για να αποθηκεύει ενέργεια για τις δύσκολες ώρες. Όταν όμως οι δύσκολες ώρες δεν έρχονται ποτέ, η ενέργεια αυτή συσσωρεύεται γύρω από διαστελλόμενες κοιλιές.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο αριθμός των ανθρώπων που πεινούν μειώθηκε από 920εκ. το 1980 σε 800εκ το 2000, την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1,6δις. Άρα, την ίδια ώρα που φαίνεται ότι είμαστε σε καλό δρόμο στο σημαντικότερο πρόβλημα των τελευταίων… 50 αιώνων, την αντιμετώπιση της πείνας, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το αντίθετο!
Η παχυσαρκία σήμερα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ ότι το AIDS, η μαλάρια, οι πόλεμοι. Είναι η βασική αιτία διαβήτη, σχετίζεται με τον καρκίνο και άλλες ασθένειες. Από το 2000 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατονομάζει την παχυσαρκία ως επιδημία.
Ζούμε πλέον σε μια εποχή που οι γιατροί και οι πολιτικοί συναινούν στο να παρθούν μέτρα εναντίον της παχυσαρκίας. Και φυσικά, όπως κάθε φορά που συζητούνται μέτρα προστασίας των πολιτών, φουντώνουν και οι Οργουελικές μας φοβίες.
Η μία πλευρά μελετά μέτρα αντίστοιχα με αυτά εναντίον του καπνίσματος (προειδοποιητικές ενδείξεις στις συσκευασίες, περιορισμός διαφήμισης κλπ), την ίδια ώρα που η άλλη φωνάζει «αφήστε μας να πεθάνουμε όπως και όποτε θέλουμε».
Ένα επιχείρημα υπέρ της παρέμβασης είναι ότι οι διατροφικές συνήθειες διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία. Αν κάποιος μεγαλώσει με junk food και Coca Cola, δύσκολα αλλάζει μετά, οπότε, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε τουλάχιστον να προπαγανδίσουμε την υγιεινή διατροφή στα παιδιά. Ήδη στην Αγγλία, στη Σουηδία και στις ΗΠΑ ξεκίνησαν σχετικές διαφημιστικές (ή μάλλον… δυσφημιστικές) καμπάνιες. Επίσης, εξοστρακίζονται το junk food και οι μηχανές αναψυκτικών από τις σχολικές καντίνες.
Ένα άλλο εύλογο επιχείρημα υπέρ της παρέμβασης είναι το οικονομικό. Οι παχύσαρκοι κοστίζουν περισσότερο από τους αδύνατους, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν έμμεσα για την υπερβολή των πρώτων. Στις ΗΠΑ όπου το σύστημα υγείας βασίζεται στην ιδιωτική ασφάλιση, οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητάνε να χρεώνουν περισσότερο τους παχύσαρκους, εφόσον τους στοιχίζουν περισσότερο. Κάτι τέτοιο αντιτίθεται στη σημερινή νομοθεσία, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση εναντίον των παχύσαρκων.
Άλλη ιδέα είναι να φορολογηθεί βαριά ό,τι παχαίνει (γλυκά, σοκολάτα, snacks, junk food, soft drinks κλπ), όπως συμβαίνει με το αλκοόλ και τα τσιγάρα.
Αλλά η παχυσαρκία είναι πιο περίπλοκο θέμα απ’ το τσιγάρο. Δεν πρόκειται για προστασία από ένα δηλητήριο, αλλά για αλλαγή συμπεριφοράς. Η νικοτίνη είναι εθιστική, η σοκολάτα όμως;
Η συζήτηση έχει ήδη ανάψει, τουλάχιστον σε πιο πολιτισμένες περιοχές απ’ τη δική μας. Και είναι σίγουρο ότι μέχρι να σβήσει, θα έχουμε παχύνει κι άλλο.
Σας αφήνω.
Πείνασα…
Ιδέα και στοιχεία από τον Andy
Είχα χρόνια να πάω Σαββατοκύριακο σε οργανωμένη πλαζ. Η ίδια πολυκοσμία όπως παλιά – αλλά ο κόσμος έχει αλλάξει.
Τα περισσότερα παιδάκια φοράνε σωσίβια – χωρίς να τα έχουν αγοράσει. Και μπρατσάκια από φυσικό λίπος.
Πω πω – πόσα παχύσαρκα παιδιά! Θυμήθηκα τις στατιστικές: είμαστε πρώτοι στην Ευρώπη.
Με τους ενήλικες ακόμα χειρότερα. Όλα τα ενάλια κήτη: φάλαινες, θαλάσσιοι ελέφαντες, φώκιες, είχαν ξεβραστεί στην αμμουδιά της Βουλιαγμένης.
Είμεθα έθνος παχύσαρκον!
Θυμάμαι στα νιάτα μου ο μέσος Έλληνας ήταν κοντός, ξερακιανός, στεγνός και μαυριδερός. Τώρα ψήλωσε (καλό), δυνάμωσε, ομόρφυνε – αλλά πάχυνε.
Ο Andy είχε πάει στο μαιευτήριο για τυπικές εξετάσεις της συντρόφου του κι έπαθε παράκρουση. Προς στιγμήν νόμισε ότι είναι σε κέντρο αδυνατίσματος.
Μου μετέφερε διαλόγους:
-Μα, έχω άλλη μια ψυχή να ταϊσω, γιατρέ μου, τι να κάνω, πεινάαααω.
-Κα Στρουμπουλίδου μου, σας το έχω πει πολλές φορές, πρέπει να τρώτε λίγο και συχνά, εσείς τρώτε πολύ και συχνά, γι’αυτό έχετε τάσεις για εμετό. Η έγκυος ΔΕΝ πρέπει να τρώει περισσότερο από πριν, λιγότερο πρέπει να τρώει.
-Μα, εμένα η μαμά μου μου είπε… Καλέ μαμά, μίλα και συ, πες κάτι…
Λίγο παραπέρα η κα και ο κος Παχυσαρκόπουλος μου κρύβουν, με το εκτόπισμά τους, τη θέα του γιατρού τους.
-Γιατρέ, δεν αντέχω άλλο, θα σκάσω, βόηθα με.
-Τι πρόβλημα έχετε, κυρία μου;
-Δεν μπορώ, κουράζομαι, δεν μπορώ ν’ ανέβω δυο σκαλιά, σας λέω.
-Μα, εδώ και πολλούς μήνες σας επαναλαμβάνω ότι πρέπει να προσέξετε τη διατροφή σας, 80 κιλά για το ύψος σας είναι πάρα πολλά.
-Μα, τι λες γιατρέ μου, πριν τη γκαστρώσω, ελαφίνα ήτανε το Μαράκι μου…
Φαίνεται ότι όλες οι έγκυοι συνοδευόνταν από σύζυγο ή μαμά, οι οποίες επίσης έδειχναν να είναι σε ...ενδιαφέρουσα…
Μερικά στοιχεία από σχετικό άρθρο του Economist:
Όταν ο κόσμος ήταν απλούστερος, οι πλούσιοι ήταν χοντροί, οι φτωχοί αδύνατοι και οι σωστά σκεπτόμενοι άνθρωποι ανησυχούσαν για το πώς θα χορτάσουν την πείνα.
Τώρα, στα πιο προοδευμένα μέρη του κόσμου, οι πλούσιοι είναι αδύνατοι, οι φτωχοί χοντροί και οι σωστά σκεπτόμενοι άνθρωποι ανησυχούν για την παχυσαρκία.
Το ανθρώπινο είδος σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίζει τη στέρηση, όχι την αφθονία. Για να αποθηκεύει ενέργεια για τις δύσκολες ώρες. Όταν όμως οι δύσκολες ώρες δεν έρχονται ποτέ, η ενέργεια αυτή συσσωρεύεται γύρω από διαστελλόμενες κοιλιές.
Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο αριθμός των ανθρώπων που πεινούν μειώθηκε από 920εκ. το 1980 σε 800εκ το 2000, την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 1,6δις. Άρα, την ίδια ώρα που φαίνεται ότι είμαστε σε καλό δρόμο στο σημαντικότερο πρόβλημα των τελευταίων… 50 αιώνων, την αντιμετώπιση της πείνας, καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το αντίθετο!
Η παχυσαρκία σήμερα σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους απ’ ότι το AIDS, η μαλάρια, οι πόλεμοι. Είναι η βασική αιτία διαβήτη, σχετίζεται με τον καρκίνο και άλλες ασθένειες. Από το 2000 ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κατονομάζει την παχυσαρκία ως επιδημία.
Ζούμε πλέον σε μια εποχή που οι γιατροί και οι πολιτικοί συναινούν στο να παρθούν μέτρα εναντίον της παχυσαρκίας. Και φυσικά, όπως κάθε φορά που συζητούνται μέτρα προστασίας των πολιτών, φουντώνουν και οι Οργουελικές μας φοβίες.
Η μία πλευρά μελετά μέτρα αντίστοιχα με αυτά εναντίον του καπνίσματος (προειδοποιητικές ενδείξεις στις συσκευασίες, περιορισμός διαφήμισης κλπ), την ίδια ώρα που η άλλη φωνάζει «αφήστε μας να πεθάνουμε όπως και όποτε θέλουμε».
Ένα επιχείρημα υπέρ της παρέμβασης είναι ότι οι διατροφικές συνήθειες διαμορφώνονται στην παιδική ηλικία. Αν κάποιος μεγαλώσει με junk food και Coca Cola, δύσκολα αλλάζει μετά, οπότε, αν μη τι άλλο, θα έπρεπε τουλάχιστον να προπαγανδίσουμε την υγιεινή διατροφή στα παιδιά. Ήδη στην Αγγλία, στη Σουηδία και στις ΗΠΑ ξεκίνησαν σχετικές διαφημιστικές (ή μάλλον… δυσφημιστικές) καμπάνιες. Επίσης, εξοστρακίζονται το junk food και οι μηχανές αναψυκτικών από τις σχολικές καντίνες.
Ένα άλλο εύλογο επιχείρημα υπέρ της παρέμβασης είναι το οικονομικό. Οι παχύσαρκοι κοστίζουν περισσότερο από τους αδύνατους, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν έμμεσα για την υπερβολή των πρώτων. Στις ΗΠΑ όπου το σύστημα υγείας βασίζεται στην ιδιωτική ασφάλιση, οι ασφαλιστικές εταιρείες ζητάνε να χρεώνουν περισσότερο τους παχύσαρκους, εφόσον τους στοιχίζουν περισσότερο. Κάτι τέτοιο αντιτίθεται στη σημερινή νομοθεσία, η οποία απαγορεύει κάθε διάκριση εναντίον των παχύσαρκων.
Άλλη ιδέα είναι να φορολογηθεί βαριά ό,τι παχαίνει (γλυκά, σοκολάτα, snacks, junk food, soft drinks κλπ), όπως συμβαίνει με το αλκοόλ και τα τσιγάρα.
Αλλά η παχυσαρκία είναι πιο περίπλοκο θέμα απ’ το τσιγάρο. Δεν πρόκειται για προστασία από ένα δηλητήριο, αλλά για αλλαγή συμπεριφοράς. Η νικοτίνη είναι εθιστική, η σοκολάτα όμως;
Η συζήτηση έχει ήδη ανάψει, τουλάχιστον σε πιο πολιτισμένες περιοχές απ’ τη δική μας. Και είναι σίγουρο ότι μέχρι να σβήσει, θα έχουμε παχύνει κι άλλο.
Σας αφήνω.
Πείνασα…
Ιδέα και στοιχεία από τον Andy
Δευτέρα, Ιουλίου 03, 2006
Λογοκρισία και Φασισμός
Κατέβασα προσωρινά το σημερινό Post (θα ξανανέβει αρχότερα) γιατί θέλω να δώσω τον λόγο σε ένα σημαντικό άνθρωπο που υπέστη λογοκρισία. Ο Διονύσης Γουσσέτης γράφει κάθε Σάββατο στην "Αυγή". Αυτό το Σάββατο το κείμενό του κόπηκε με μία γελοία δικαιολογία*.
Το ίδιο θέμα έθιξε εχθές ο Αντώνης Καρκαγιάννης στην Καθημερινή της Κυριακής. Αν θέλετε να διαβάσετε το δικό του κείμενο (που δεν κόπηκε) κάντε κλικ εδώ.
Διονύσης Γουσσέτης:
Από ποιον κινδυνεύει το δικαίωμα στο άσυλο;
Έγραφα σε ανύποπτο χρόνο (13/5/2006) ότι ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου έχει μετατραπεί στο αντίθετό του. Κάποτε προστάτευε την ελευθερία έκφρασης, ενώ σήμερα χρησιμεύει για το φίμωμα της ελεύθερης έκφρασης από κάθε λογής δεξιά ή αριστερά καλόπαιδα. Δεν προστατεύει τη συλλογική έκφραση και διεκδίκηση. Προστατεύει τη συλλογική αυθαιρεσία, τον συλλογικό τραμπουκισμό και συλλογικές δράσεις που παραβαίνουν τον ποινικό κώδικα. Το παρακάτω παράδειγμα είναι διαφωτιστικό:
Στις 20 του μηνός συνεκλήθη η Σύγκλητος του υπό κατάληψη Οικονομικού Πανεπιστημίου, κατ’ απαίτηση των φοιτητών -καταληψιών. Θέμα: Οι εξετάσεις σε σχέση με τις καταλήψεις.
Η Σύγκλητος βρέθηκε μπροστά σε δυο προτάσεις. Των φοιτητών -καταληψιών που ζήταγαν να γίνουν δυο εξεταστικές περίοδοι τον Σεπτέμβριο και πολλών καθηγητών --ανάμεσά τους ο επίκουρος Βασίλης Βασσάλος- που θεώρησαν ότι αυτό απάδει σε ακαδημαϊκές εξετάσεις. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε για διάβασμα των φοιτητών, ούτε για αξιοπρεπή διόρθωση των γραπτών. Πρότειναν να γίνει η εξεταστική περίοδος «Ιουνίου» τον Ιούλιο. Ήταν τότε που οι καταληψίες δήλωσαν το ανατριχιαστικό: ότι κανένας συγκλητικός δε θα φύγει αν δεν πάρουν τη «σωστή» απόφαση.
Μπροστά στην ιταμή απειλή, η Σύγκλητος αποφάσισε αναβολή του θέματος. Οι καταληψίες όμως επανέλαβαν ότι σε κανένα δε θα επιτραπεί να φύγει, αν δεν ληφθεί η απόφαση της αρεσκείας τους. Ακολούθησε νέα -αναγκαστική- συζήτηση και ψηφοφορία, με φανερή και αιτιολογημένη ψήφο. Η πρόταση «Ιουλίου» έλαβε 4 ψήφους, ενώ η «σωστή» όλες σχεδόν τις υπόλοιπες (20~25). Από εκείνους που την υπερψήφισαν όμως, ελάχιστοι καθηγητές την υποστήριξαν. Οι περισσότεροι δήλωσαν ότι την υπερψηφίζουν βρισκόμενοι σε καθεστώς ομηρίας.
Ωστόσο, το πιο ανατριχιαστικό συνέβη μερικές μέρες αργότερα. Ο Βασίλης Βασσάλος βρήκε το γραφείο του κατεστραμμένο: Σκισμένα βιβλία, σπασμένα παντζούρια, σπασμένος ο υπολογιστής του και ο σκληρός δίσκος -με δουλειά πολλών ετών- να λείπει. Στον τοίχο υπήρχε ένα σύνθημα: «Καμιά ειρήνη με τους καθηγητές». Και ένα άλλο, που φαίνεται στη φωτογραφία: «Φασίστα Βασσάλο θα σε κρεμάσουν οι φοιτητές».
Πιο ανατριχιαστική είναι η συνέχεια. Η «Συντονιστική Επιτροπή Κατάληψης» ανακοίνωσε ότι «η συγκεκριμένη ενέργεια δεν εκφράζει το σύνολο της Επιτροπής και συνεπώς ποτέ δεν πάρθηκε από αυτήν σχετική απόφαση». Συνεπώς, κατ’ αντιδιαστολή, ο τραμπουκισμός εκφράζει τμήμα της Επιτροπής! Και βέβαια, δεν περίμενε κανείς να υπάρχουν επίσημες αποφάσεις για τραμπουκισμούς.
Ωστόσο, αφού οι καταληψίες αρνούνται ανάμειξη στον τραμπουκισμό, ποιος τον έκανε; Λογικό είναι να κληθεί η Σήμανση να διαγνώσει. Αυτό όμως συνιστά, κατά τους καταληψίες ...παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το φορτώνουν, χωρίς αποδείξεις, στον κ. Βασσάλο και ζητούν την ...αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο. Επιπλέον, του φορτώνουν αναλγησίες όπως ...κλείδωμα των φοιτητών στις αίθουσες διδασκαλίας!
Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο καθηγητής Θάνος Σκούρας παραιτήθηκε από μέλος της Συγκλήτου και από Πρόεδρος του Τμήματός του. Εδώ που καταντήσαμε, πρόκειται για πράξη γενναιότητας: κινδυνεύει να υποστεί όσα και ο συνάδελφός του. Ιδού ένα απόσπασμα από το κείμενο της παραίτησής του:
«Ο λόγος παραίτησής μου είναι, όπως λέχθηκε στην Σύγκλητο, ο ηθικός ξεπεσμός του οργάνου που συντελέσθηκε στην συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου... Είναι η πρώτη φορά που η Σύγκλητος εξαναγκάζεται σε απόφαση καθ’ υπαγόρευση ομάδας φοιτητών που την έχουν θέσει σε ομηρία. Η απροκάλυπτη απειλή βίας και οι φασιστικές μέθοδοι τρομοκρατίας είναι το φυσικό απότοκο των καταλήψεων και του τρόπου που λειτουργεί σήμερα ο θεσμός του ασύλου. Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο εξευτελισμός της Συγκλήτου είναι το φυσικό επακόλουθο μιας συνεδρίασης που ορίζεται κατ’ απαίτηση των καταληψιών και ενώ το πανεπιστήμιο εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κατάληψη.
Είναι τραγικό να αποτελεί προαπαιτούμενο της συμμετοχής στην Σύγκλητο η τόλμη των μελών να διακινδυνεύσουν την σωματική τους ακεραιότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι όμως επίσης απογοητευτικό το προαπαιτούμενο αυτό να σπανίζει τόσο, ώστε η Σύγκλητος να υποκύπτει (έστω και μετά τέσσερις ώρες) στη θέληση των βιαστών της. Είναι, τέλος, θλιβερό και πικρή ειρωνεία για την διαστροφική μετάλλαξη ενός σημαντικού θεσμού, ότι οι βιαστές της ελεύθερης διαμόρφωσης γνώμης μέσα στη Σύγκλητο δρουν υπό την σκέπη του ασύλου -του θεσμού που θεσπίστηκε ακριβώς για την προάσπιση της ελεύθερης από πολιτικούς πειθαναγκασμούς σκέψης και έκφρασης στο πανεπιστημιακό χώρο».
Ποιος θα αποζημιώσει το Βασίλη Βασσάλο και τους φοιτητές του, που έχασαν τις εργασίες τους; Ποιος θα παραπέμψει τους δράστες στη δικαιοσύνη; Κανείς. Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι κτηνωδίες δεν είναι εξαίρεση. Οι παροικούντες τα ελληνικά πανεπιστήμια τις γνωρίζουμε πολλά χρόνια. Μας είναι οικείες. Είμαστε λοιπόν κι εμείς ένοχοι, αφού μέχρι σήμερα δε μιλήσαμε. Στο όνομα ποιας προοδευτικότητας άραγε;
Δ. Γουσσέτης
* Η γελοία δικαιολογία της Αυγής για την μη δημοσίευση: Να πάρουν την απόψη και της "άλλης πλευράς". Η παρωδία της δημοκρατίας. Ξέρετε: Μισή ώρα χρόνος στον Χίτλερ - μισή ώρα και στους Εβραίους...
Ν. Δ.
Το ίδιο θέμα έθιξε εχθές ο Αντώνης Καρκαγιάννης στην Καθημερινή της Κυριακής. Αν θέλετε να διαβάσετε το δικό του κείμενο (που δεν κόπηκε) κάντε κλικ εδώ.
Διονύσης Γουσσέτης:
Από ποιον κινδυνεύει το δικαίωμα στο άσυλο;
Έγραφα σε ανύποπτο χρόνο (13/5/2006) ότι ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου έχει μετατραπεί στο αντίθετό του. Κάποτε προστάτευε την ελευθερία έκφρασης, ενώ σήμερα χρησιμεύει για το φίμωμα της ελεύθερης έκφρασης από κάθε λογής δεξιά ή αριστερά καλόπαιδα. Δεν προστατεύει τη συλλογική έκφραση και διεκδίκηση. Προστατεύει τη συλλογική αυθαιρεσία, τον συλλογικό τραμπουκισμό και συλλογικές δράσεις που παραβαίνουν τον ποινικό κώδικα. Το παρακάτω παράδειγμα είναι διαφωτιστικό:
Στις 20 του μηνός συνεκλήθη η Σύγκλητος του υπό κατάληψη Οικονομικού Πανεπιστημίου, κατ’ απαίτηση των φοιτητών -καταληψιών. Θέμα: Οι εξετάσεις σε σχέση με τις καταλήψεις.
Η Σύγκλητος βρέθηκε μπροστά σε δυο προτάσεις. Των φοιτητών -καταληψιών που ζήταγαν να γίνουν δυο εξεταστικές περίοδοι τον Σεπτέμβριο και πολλών καθηγητών --ανάμεσά τους ο επίκουρος Βασίλης Βασσάλος- που θεώρησαν ότι αυτό απάδει σε ακαδημαϊκές εξετάσεις. Δεν υπάρχει χρόνος ούτε για διάβασμα των φοιτητών, ούτε για αξιοπρεπή διόρθωση των γραπτών. Πρότειναν να γίνει η εξεταστική περίοδος «Ιουνίου» τον Ιούλιο. Ήταν τότε που οι καταληψίες δήλωσαν το ανατριχιαστικό: ότι κανένας συγκλητικός δε θα φύγει αν δεν πάρουν τη «σωστή» απόφαση.
Μπροστά στην ιταμή απειλή, η Σύγκλητος αποφάσισε αναβολή του θέματος. Οι καταληψίες όμως επανέλαβαν ότι σε κανένα δε θα επιτραπεί να φύγει, αν δεν ληφθεί η απόφαση της αρεσκείας τους. Ακολούθησε νέα -αναγκαστική- συζήτηση και ψηφοφορία, με φανερή και αιτιολογημένη ψήφο. Η πρόταση «Ιουλίου» έλαβε 4 ψήφους, ενώ η «σωστή» όλες σχεδόν τις υπόλοιπες (20~25). Από εκείνους που την υπερψήφισαν όμως, ελάχιστοι καθηγητές την υποστήριξαν. Οι περισσότεροι δήλωσαν ότι την υπερψηφίζουν βρισκόμενοι σε καθεστώς ομηρίας.
Ωστόσο, το πιο ανατριχιαστικό συνέβη μερικές μέρες αργότερα. Ο Βασίλης Βασσάλος βρήκε το γραφείο του κατεστραμμένο: Σκισμένα βιβλία, σπασμένα παντζούρια, σπασμένος ο υπολογιστής του και ο σκληρός δίσκος -με δουλειά πολλών ετών- να λείπει. Στον τοίχο υπήρχε ένα σύνθημα: «Καμιά ειρήνη με τους καθηγητές». Και ένα άλλο, που φαίνεται στη φωτογραφία: «Φασίστα Βασσάλο θα σε κρεμάσουν οι φοιτητές».
Πιο ανατριχιαστική είναι η συνέχεια. Η «Συντονιστική Επιτροπή Κατάληψης» ανακοίνωσε ότι «η συγκεκριμένη ενέργεια δεν εκφράζει το σύνολο της Επιτροπής και συνεπώς ποτέ δεν πάρθηκε από αυτήν σχετική απόφαση». Συνεπώς, κατ’ αντιδιαστολή, ο τραμπουκισμός εκφράζει τμήμα της Επιτροπής! Και βέβαια, δεν περίμενε κανείς να υπάρχουν επίσημες αποφάσεις για τραμπουκισμούς.
Ωστόσο, αφού οι καταληψίες αρνούνται ανάμειξη στον τραμπουκισμό, ποιος τον έκανε; Λογικό είναι να κληθεί η Σήμανση να διαγνώσει. Αυτό όμως συνιστά, κατά τους καταληψίες ...παραβίαση του πανεπιστημιακού ασύλου. Το φορτώνουν, χωρίς αποδείξεις, στον κ. Βασσάλο και ζητούν την ...αποπομπή του από το Πανεπιστήμιο. Επιπλέον, του φορτώνουν αναλγησίες όπως ...κλείδωμα των φοιτητών στις αίθουσες διδασκαλίας!
Μπροστά στην κατάσταση αυτή, ο καθηγητής Θάνος Σκούρας παραιτήθηκε από μέλος της Συγκλήτου και από Πρόεδρος του Τμήματός του. Εδώ που καταντήσαμε, πρόκειται για πράξη γενναιότητας: κινδυνεύει να υποστεί όσα και ο συνάδελφός του. Ιδού ένα απόσπασμα από το κείμενο της παραίτησής του:
«Ο λόγος παραίτησής μου είναι, όπως λέχθηκε στην Σύγκλητο, ο ηθικός ξεπεσμός του οργάνου που συντελέσθηκε στην συνεδρίαση της 20ης Ιουνίου... Είναι η πρώτη φορά που η Σύγκλητος εξαναγκάζεται σε απόφαση καθ’ υπαγόρευση ομάδας φοιτητών που την έχουν θέσει σε ομηρία. Η απροκάλυπτη απειλή βίας και οι φασιστικές μέθοδοι τρομοκρατίας είναι το φυσικό απότοκο των καταλήψεων και του τρόπου που λειτουργεί σήμερα ο θεσμός του ασύλου. Σ’ αυτές τις συνθήκες, ο εξευτελισμός της Συγκλήτου είναι το φυσικό επακόλουθο μιας συνεδρίασης που ορίζεται κατ’ απαίτηση των καταληψιών και ενώ το πανεπιστήμιο εξακολουθεί να βρίσκεται υπό κατάληψη.
Είναι τραγικό να αποτελεί προαπαιτούμενο της συμμετοχής στην Σύγκλητο η τόλμη των μελών να διακινδυνεύσουν την σωματική τους ακεραιότητα στην άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι όμως επίσης απογοητευτικό το προαπαιτούμενο αυτό να σπανίζει τόσο, ώστε η Σύγκλητος να υποκύπτει (έστω και μετά τέσσερις ώρες) στη θέληση των βιαστών της. Είναι, τέλος, θλιβερό και πικρή ειρωνεία για την διαστροφική μετάλλαξη ενός σημαντικού θεσμού, ότι οι βιαστές της ελεύθερης διαμόρφωσης γνώμης μέσα στη Σύγκλητο δρουν υπό την σκέπη του ασύλου -του θεσμού που θεσπίστηκε ακριβώς για την προάσπιση της ελεύθερης από πολιτικούς πειθαναγκασμούς σκέψης και έκφρασης στο πανεπιστημιακό χώρο».
Ποιος θα αποζημιώσει το Βασίλη Βασσάλο και τους φοιτητές του, που έχασαν τις εργασίες τους; Ποιος θα παραπέμψει τους δράστες στη δικαιοσύνη; Κανείς. Το χειρότερο είναι ότι αυτές οι κτηνωδίες δεν είναι εξαίρεση. Οι παροικούντες τα ελληνικά πανεπιστήμια τις γνωρίζουμε πολλά χρόνια. Μας είναι οικείες. Είμαστε λοιπόν κι εμείς ένοχοι, αφού μέχρι σήμερα δε μιλήσαμε. Στο όνομα ποιας προοδευτικότητας άραγε;
Δ. Γουσσέτης
* Η γελοία δικαιολογία της Αυγής για την μη δημοσίευση: Να πάρουν την απόψη και της "άλλης πλευράς". Η παρωδία της δημοκρατίας. Ξέρετε: Μισή ώρα χρόνος στον Χίτλερ - μισή ώρα και στους Εβραίους...
Ν. Δ.
Σάββατο, Ιουλίου 01, 2006
Διακοπές - πώς;
Διακοπές, ναι. Αλλά διακοπές πώς;
Μπήκαμε στον πρώτο μήνα των διακοπών – και περιμένω ανυπόμονα να αδειάσει η Αθήνα. Ο Αύγουστος είναι ο καλύτερος μου μήνας. Μόνο τότε χαίρομαι την πόλη που γεννήθηκα.
Και διακοπές; θα ρωτήσετε. Ήδη εδώ και πολλά χρόνια είχα δημοσιεύσει ένα κείμενο όπου αμφισβητούσα τις οργανωμένες, προγραμματισμένες, σχεδόν καταναγκαστικές διακοπές.
ΗΛΙΟΣ Ο ΤΡΙΤΟΣ
Εκείνα τα καλοκαίρια φύγανε. Τα ένθεα καλοκαίρια του Σικελιανού, τα μεταφυσικά-εκστατικά του Ελύτη, ακόμα και τα αισθησιακά-αστικά του Κοσμά Πολίτη - πού είναι πια; Η μήπως μεγαλώσαμε και χάσαμε τη δυνατότητα της καλοκαιρινής μέθης;
Γιατί βέβαια το ελληνικό καλοκαίρι είναι σαν κρασί - αν δεν το γευτείς αρκετά δεν μεθάς, αν δεν μεθύσεις δεν καταλαβαίνεις τη λογική του.
Τώρα όμως, προστατευμένοι, τυλιγμένοι σε κύματα κλιματισμού, νιώθουμε τον ήλιο μόνο την προκαθορισμένη ώρα της ηλιοθεραπείας μας. Που κι αύτη έχει γίνει υποχρέωση και αγγαρεία.
Όπως και οι διακοπές. Ένα “πρέπει” μέσα στα άλλα.
Προγραμματισμένο, πακεταρισμένο. Α! Το αλήτικο καλοκαίρι το παλιό – και να 'θελες δεν υπήρχαν “μενού”, “τουρ” και “ημιδιατροφή”. Θα μου πείτε- και σήμερα υπάρχουν ελεύθεροι σκοπευτές (οι καλοί αστοί τους λένε “αλητοτουρίστες”). Ξένοι όμως όλοι – πόσοι από μας;
Πάει το καλοκαίρι: έγινε βιομηχανία. Εκατομμύρια άνθρωποι πρέπει να ξεκουραστούν (πόσο πάει το "πρέπει" με το "χαλαρώνω";) πρέπει να μαυρίσουν, πρέπει να περιηγηθούν. Οι νόμοι της μαζικής λογικής επιβάλλονται αυτόματα. Μεμονωμένος τουρίστας; Μόνο δισεκατομμυριούχος ή αναρχικός.
Κι αυτή η βιομηχανία επιδρά στην απόλαυση του καλοκαιριού, όπως το πορνείο στην απόλαυση του έρωτα. Την κάνει τυπική, μηχανική εκτόνωση ανάγκης.
Κρίμα- τα τζιτζίκια κρατάνε ακόμα τον ίδιο διονυσιακό ρυθμό- κανείς δεν χορεύει. Κι αν χόρευε, θα ήταν “λαϊκοί χοροί ‘, προγραμματισμένοι κι αυτοί.
Ο ήλιος αντιστοιχεί σε κρέμα μαυρίσματος με παράγοντα 6 ή 10. Το βράδυ λαδωμένοι, μαυρισμένοι, θα πάμε στην ντίσκο, τρομάζοντας τη φύση με βρόντους και φώτα. Όχι δεν θα πάμε στην αμμουδιά να τραγουδήσουμε- δεν συνηθίζεται πια.
Κι η φυγή πιο σύνθετη τώρα- προσπαθείς να ξεφύγεις από αυτούς που ξεφεύγουν. Ανακαλύπτεις κάθε τόσο ένα ξεχασμένο νησί, ένα απόμερο χωριό- για να το εγκαταλείψεις μετά από λίγο όταν θα το καταλάβει κι αυτό ο εχθρός. Έρχεται με τσιμέντο, πλαστικό και τρανζίστορ και κάνει κατοχή.
Κάποτε η Σκιάθος ανήκε στον Παπαδιαμάντη και η Μυτιλήνη στον Ελύτη. Τώρα τον ένα τον κρύψαμε κάτω από το Νόμπελ κι ο άλλος πάει να γίνει αρχαίο κείμενο. Ποιος μπορεί σήμερα να γευθεί τον "Ρεμβασμό του Δεκαπενταύγουστου "; Μόνον το Όρος έχει μείνει αληθινό – το πολιορκούν όμως κι αυτό παραδοξολόγοι και ακροβάτες.
Έχει αλλάξει, δεν λέω, κι ο χειμώνας μας και η άνοιξη - αλλά αυτό το καλοκαίρι δεν αναγνωρίζεται. Ο "Ήλιος ο Πρώτος", που ανέτειλε στην Ιωνία των προσωκρατικών, δύει τώρα καθημερινά προγραμματισμένα μπροστά στο Σούνιο (sunset by Sοuniοn) με χιλιάδες φωτογραφικά κλικ.
Από το “φάος ηελίοιο” φθάσαμε στο “Σαν Μπήτς” με πολυτέλεια Χόλλυγουντ. Αυτό το καλοκαίρι δεν είναι πια δικό μας.
.................................................................
Αυτά έγραφα το 1983. Όσο γερνάω το πρόβλημα γίνεται οξύτερο. Δεν αντέχω πια να ταλαιπωρούμαι στα ερημονήσια – αλλά οι ψεύτικοι μαζικοί μηχανισμοί αναψυχής των οργανωμένων μπητς με απωθούν όλο και περισσότερο. Και δυστυχώς δεν πλούτισα αρκετά για να αποκτήσω το πλωτό σπίτι που από παιδί ονειρεύομαι,
Ευτυχώς έχω ένα φιλόξενο φίλο με ένα παραθαλάσσιο κτήμα κάτω στην Πελοπόννησο. Περιπέτεια εκεί δεν υπάρχει, αλλά αυθεντική φύση και γαλήνη. Λίγες μέρες τον Ιούλιο. Τον Αύγουστο πίσω στην άδεια Αθήνα. Αυτή δεν την χάνω με τίποτα.