Γράφει η Gravoura
Μακρινή η εποχή της διάνοιξης του ασφαλτόστρωτου δρόμου στο νησί της Σάμου, γύρω στο 1930, στα χρόνια του Θεμιστοκλή Σοφούλη, όπου είχε και την καταγωγή του. Λίγοι μείνανε στη ζωή που θυμούνται το σημαντικό, για τα χρόνια εκείνα, γεγονός.
Κι όμως, για όσους τα φέρνουν στη μνήμη, μοιάζει τόσο κοντά. Μεταφέρω αφηγήσεις από τα γεροντάκια του χωριού μου, όπου μεταξύ μιας σούμας πολλά λέγονται και ιστορούνται. Γεγονότα που ακούω πάντα με ενδιαφέρον και καταγράφω.
Σαν χτες λοιπόν θυμούνται, που τα πρωινά τους ξυπνούσαν οι μακαπιές και οι φωνές των ανθρώπων από τα νταμάρια που φώναζαν «βάαααρδααα…». Και έσπαζαν τις μεγάλες και γερές πέτρες για να χτίσουνε τις σκάρπες και τα γεφύρια, σωστά αριστουργήματα. Μένουν μέχρι σήμερα, να μας θυμίζουν το μόχθο και την τέχνη τους.
Οι αγωγιάτες με τα πετροσάνιδα φορτωμένα στα ζώα κουβαλούσαν τις μεγάλες πέτρες κοντά στο δρόμο. Κανένα μηχανοκίνητο εργαλείο, μόνο τα γερά και έμπειρα χέρια των εργατών. Τα εργοτάξια με πολυάριθμους εργάτες, έσκαβαν και φτυάριζαν βουνά το χώμα. Και οι γυναίκες συμμετείχαν, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Κρατώντας σφυριά, σπάζανε σε πετράδι τους ογκόλιθους και μετά περνούσε ο οδοστρωτήρας και ακολουθούσε η πισσόστρωση. ΄Ολοι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ.
Οι μηχανικοί που σχεδίαζαν το δρόμο γεμάτοι υπεροψία, καβάλα σε άλογα με σέλα, έδιναν εντολές στους επιστάτες. Δεν είχαν πολλά λόγια, να μην παίρνουν θάρρος οι εργάτες. ΄Ετσι ξεκίνησε ο δρόμος και ολοκληρώθηκε ο γύρος της Σάμου με αυτοκινητόδρομο.
Το πρώτο αυτοκίνητο που έκανε το δρομολόγιο στην πρωτεύουσα από το χωριό μας, ήταν ένα μικρό μαύρο, πού έγραφε καλλιγραφικά στο τζάμι «Η αυγή». Η καημένη η Αυγή, δεινοπαθούσε στον ανήφορο. Το φορτίο της αντί για πέντε επιβάτες ήταν πάντα διπλάσιο. Η πίσω θέση χωρούσε κανονικά τρεις, μα σπάνια την έβλεπες με λιγότερους από έξι και ο βοηθός να είναι όρθιος έξω από την πόρτα του συνοδηγού, στο φτερό! Σχεδόν κρεμότανε.
Κάθε πρωί για να πάρει μπρος η μηχανή έπρεπε ο βοηθός να γυρίζει αμέτρητες φορές τη μανιβέλα και καμιά φορά, ροχαλίζοντας η μηχανή, έπαιρνε μπροστά. Σταυροκοπιόταν τότε οδηγός και βοηθός ν’ αντέξει στον ανήφορο. Το απόγευμα όλα τα παιδιά περιμένανε την Αυγή να γυρίσει. Η κόρνα της ξεσήκωνε τα πιτσιρίκια που έτρεχαν να την προϋπαντήσουν. Εκεί στον ανήφορο, πολλές φορές σταματούσε. Τότε κατέβαιναν οι επιβάτες και την σπρώχνανε αστειευόμενοι: «ε, καλά μας έφερε μέχρι εδώ, τώρα ας την πάμε κι εμείς μέχρι το τέρμα!»
Από τα πολλά ταξίδια, κάποτε προτίμησε από το να ταλαιπωρείται πέρα-δώθε, να…πηδήξει μια σκάρπη, να πέσει ανάποδα στον κήπο κάποιου χωρικού και να ξεκουραστεί πια. Ευτυχώς δεν χτύπησε κανείς σοβαρά. Τα παλικάρια του χωριού την σήκωσαν στα χέρια μια μέρα και την κύλησαν πίσω από το σχολείο. Τώρα η Αυγή γίνεται παιχνίδι. Τα παιδιά αφήσανε κατά μέρος όλα τ’ άλλα, το τσέρκι, τη σβούρα, την πανένια κούκλα ή τα πετράδια και της αφιερωθήκανε ολοκληρωτικά.
Συναρπαστική και ξεμυαλίστρα για όλο τον παιδόκοσμο. Ποιος δεν οδήγησε κρατώντας το τιμόνι και γυρίζοντας το τρελά στις υποτιθέμενες στροφές. Συνοδεύανε όλοι με αντίστοιχους ήχους τις δυσκολίες της μηχανής. Σκοτωμός για τη θέση του οδηγού και του εισπράκτορα. Ήταν οι προνομιούχες που πάντα κάλυπταν οι πιο μεγάλοι και οι πιο δυνατοί. Και πίσω οι επιβάτες, παιδιά στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο καμιά δεκαριά.
Τα πιο μικρά έπρεπε να πληρώσουνε και εισιτήριο στον «εισπράκτορα», αλλιώς τα κατέβαζαν. Μια δεκάρα κόστιζε η …βόλτα, στα ονειρικά ταξίδια τους. Με τη δεκάρα αυτή κερδίζανε μια θέση στον παράδεισο. Κι όπου θέλανε τα πήγαινε. Φτερά αποκτούσε και υπερφυσική γινότανε η Αυγή τους. Σεργιάνι στον κόσμο τους έκανε, τα έβαζε με θηρία και τέρατα, ανέβαινε ψηλά στα σύννεφα και γινότανε ένα μαζί τους. Περνούσε πάνω από βουνά, ποτάμια, θάλασσες, ξεμάκραινε σ’ άλλες χώρες και τα ξεναγούσε σε μαγικούς κι άγνωστους κόσμους. Όλα τα ήξερε κι όλα τα κατάφερνε. Αρκεί να της τραγουδούσανε. Δεν ήθελε μπενζίνα και ρόδες και γρανάζια. Μόνο τραγούδι. Κι εκείνα της το προσφέρανε απλόχερα. Πάντα γεμάτο το ρεζερβουάρ της. Τα παιδιά ποτέ δεν κουραζότανε. ΄Οσο πιο μακριά τα πήγαινε, τόσο δυνάμωνε και το τραγούδι τους.
Μόνο η προσγείωση ήτανε απότομη και άγρια. Η κυρά-Γιασεμώ από ένα διπλανό σπίτι, ζαλισμένη απ’ τις φωνές, άρπαχνε μια κλάρα και με τις πλατιές της παντούφλες τα κυνηγούσε, για να μπορέσει να κλείσει μάτι το μεσημέρι.
Σιγά-σιγά δεν έμεινε ούτε βίδα από την Αυγή. Κάθε παιδί ξεβίδωνε και κάτι. Την ξυπόλησαν όμως πρώτα οι συγχωριανοί παίρνοντας τις ρόδες για να βάλουν…σόλες στα παπούτσια τους. Μετά, όποιος περνούσε αφαιρούσε ότι έβρισκε χρήσιμο για τη δουλειά του. ΄Ισως να είναι η πρώτη δότρια οργάνων σώματος! Τα μοίρασε όλα. Τη ψυχή και τα όνειρά της μόνο κράτησε για τα παιδιά. Κι εκείνα το καταλαβαίνανε, το ήξεραν. Καθένας από το τσούρμο της, είχε αμπωλιαστεί μ’ ένα δικό της κομμάτι.
Και με τη σκέψη, ακόμα και τώρα, όσοι ζουν, καταφέρνει να τους ανεβάζει ψηλά, όπως τότε. Σωστό ερείπιο η Αυγή, έμεινε εκεί για χρόνια θυμίζοντας σε πολλούς την αθωότητα των παιδικών χρόνων και τις χαρές που γευτήκανε μαζί της. Και τα ανεπανάληπτα ταξίδια, που μόνο εκείνη ήξερε να τους πηγαίνει.
Αλήθεια, έχουμε μνήμες από τα παιχνίδια των παιδικών μας χρόνων ή η υπερπροσφορά και αφθονία των παιχνιδιών, τα μετέτρεψαν σε είδος ευτελούς αξίας για να τα κουβαλάμε μαζί μας?
Παρασκευή, Ιουνίου 30, 2006
Πέμπτη, Ιουνίου 29, 2006
H επιμονή της ψευδο-επιστήμης
124 χρόνια μετά τον θάνατο του Δαρβίνου, η πιο στέρεη επιστημονική θεωρία που εκπόνησε αυτός ο μεγαλοφυής και επιβεβαίωσαν μυριάδες πειράματα βρίσκεται ακόμα υπο διωγμόν.
Στον αιώνα της επιστήμης η επιστήμη δεν διδάσκεται. Ή διδάσκεται ως "η μία άποψη" (η άλλη είναι θεολογία...).
Ετσι αναγκάστηκαν 68 Ακαδημίες Επιστημών από όλες τις χώρες της γής να εκδόσουν μία κοινή ανακοίνωση.
Αντιγράφω από το Δελτίο Τύπου της Ακαδημίας Αθηνών:
23/06/2006
Η Ακαδημία Αθηνών προσυπογράφει κοινή δήλωση για την Διδασκαλία της Εξέλιξης
Η Ακαδημία Αθηνών και άλλες 67 Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών συνυπέγραψαν δήλωση στις 21 Ιουνίου 2006, παροτρύνοντας γονείς και διδασκάλους να παρουσιάζουν στα παιδιά τα πραγματικά γεγονότα για την δημιουργία και την εξέλιξη της ζωής στη Γη.
Η δήλωση, την οποία συνέταξαν μέλη της Διακαδημαϊκής Κοινότητας (InterAcademy Panel), τονίζει ότι "στα μαθήματα φυσικών επιστημών που διδάσκονται σε ορισμένα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα, αποκρύπτονται, διαψεύδονται ή συγχέονται επιστημονικά γεγονότα, δεδομένα και επιβεβαιωμένες θεωρίες, οι οποίες αφορούν την αρχή της δημιουργίας και την εξέλιξη της ζωής στη Γη, με θεωρίες μη επιστημονικά τεκμηριωμένες".
Και η δήλωση συνεχίζει: "παροτρύνουμε τους υπευθύνους για τη λήψη αποφάσεων, τους διδασκάλους και τους γονείς να διδάξουν σε όλα τα παιδιά τις επιστημονικές μεθόδους και ανακαλύψεις και να ενισχύσουν την κατανόηση της επιστήμης της φύσης. Η γνώση του φυσικού κόσμου στον οποίο ζουν, προσφέρει την δυνατότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπινου είδους και να προστατεύουν τον πλανήτη."
Η Ακαδημία Αθηνών αναφέρει: "υπάρχει μια αντιπαράθεση σε μερικά μέρη του κόσμου σχετικά με τη διδασκαλία της εξέλιξης σε μαθητές και φοιτητές και αυτή η επίκαιρη δήλωση αποσαφηνίζει τις απόψεις της επιστημονικής κοινότητας. Ελπίζουμε αυτή η δήλωση να βοηθήσει όσους υποστηρίζουν ότι οι νέοι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στην ακριβή επιστημονική γνώση για την αρχή της δημιουργίας και την εξέλιξη της ζωής στη Γη".
Θα βρήτε ολόκληρο το κείμενο των 68 Ακαδημιών - ένα μνημείο επιστημολογικής σκέψης και δεοντολογίας - ΕΔΩ Σας παροτρύνω να το διαβάσετε - σε συνοπτική μορφή δεν δίνει μόνο τις σήμερα κρατούσες επισημονικές θέσεις αλλά και την μεθοδολογία.
Δυστυχώς ο σκοταδισμός βρίσκει πάντα τρόπους να επιβιώσει ή να μπαίνει από την πίσω πόρτα. Η μάχη με τον ζόφο πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη!
Υ. Γ. Περιττό να πω ότι δεν είδα πουθενά να αναφέρεται η να σχολιάζεται στα Ελληνικά ΜΜΕ η Δήλωση αυτή.
Στον αιώνα της επιστήμης η επιστήμη δεν διδάσκεται. Ή διδάσκεται ως "η μία άποψη" (η άλλη είναι θεολογία...).
Ετσι αναγκάστηκαν 68 Ακαδημίες Επιστημών από όλες τις χώρες της γής να εκδόσουν μία κοινή ανακοίνωση.
Αντιγράφω από το Δελτίο Τύπου της Ακαδημίας Αθηνών:
23/06/2006
Η Ακαδημία Αθηνών προσυπογράφει κοινή δήλωση για την Διδασκαλία της Εξέλιξης
Η Ακαδημία Αθηνών και άλλες 67 Εθνικές Ακαδημίες Επιστημών συνυπέγραψαν δήλωση στις 21 Ιουνίου 2006, παροτρύνοντας γονείς και διδασκάλους να παρουσιάζουν στα παιδιά τα πραγματικά γεγονότα για την δημιουργία και την εξέλιξη της ζωής στη Γη.
Η δήλωση, την οποία συνέταξαν μέλη της Διακαδημαϊκής Κοινότητας (InterAcademy Panel), τονίζει ότι "στα μαθήματα φυσικών επιστημών που διδάσκονται σε ορισμένα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα, αποκρύπτονται, διαψεύδονται ή συγχέονται επιστημονικά γεγονότα, δεδομένα και επιβεβαιωμένες θεωρίες, οι οποίες αφορούν την αρχή της δημιουργίας και την εξέλιξη της ζωής στη Γη, με θεωρίες μη επιστημονικά τεκμηριωμένες".
Και η δήλωση συνεχίζει: "παροτρύνουμε τους υπευθύνους για τη λήψη αποφάσεων, τους διδασκάλους και τους γονείς να διδάξουν σε όλα τα παιδιά τις επιστημονικές μεθόδους και ανακαλύψεις και να ενισχύσουν την κατανόηση της επιστήμης της φύσης. Η γνώση του φυσικού κόσμου στον οποίο ζουν, προσφέρει την δυνατότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες του ανθρώπινου είδους και να προστατεύουν τον πλανήτη."
Η Ακαδημία Αθηνών αναφέρει: "υπάρχει μια αντιπαράθεση σε μερικά μέρη του κόσμου σχετικά με τη διδασκαλία της εξέλιξης σε μαθητές και φοιτητές και αυτή η επίκαιρη δήλωση αποσαφηνίζει τις απόψεις της επιστημονικής κοινότητας. Ελπίζουμε αυτή η δήλωση να βοηθήσει όσους υποστηρίζουν ότι οι νέοι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση στην ακριβή επιστημονική γνώση για την αρχή της δημιουργίας και την εξέλιξη της ζωής στη Γη".
Θα βρήτε ολόκληρο το κείμενο των 68 Ακαδημιών - ένα μνημείο επιστημολογικής σκέψης και δεοντολογίας - ΕΔΩ Σας παροτρύνω να το διαβάσετε - σε συνοπτική μορφή δεν δίνει μόνο τις σήμερα κρατούσες επισημονικές θέσεις αλλά και την μεθοδολογία.
Δυστυχώς ο σκοταδισμός βρίσκει πάντα τρόπους να επιβιώσει ή να μπαίνει από την πίσω πόρτα. Η μάχη με τον ζόφο πρέπει να είναι συνεχής και αδιάλειπτη!
Υ. Γ. Περιττό να πω ότι δεν είδα πουθενά να αναφέρεται η να σχολιάζεται στα Ελληνικά ΜΜΕ η Δήλωση αυτή.
Τετάρτη, Ιουνίου 28, 2006
Habent sua fata libelli
Γράφεις ένα βιβλίο, εκδίδεται και κυκλοφορεί. Όσο το γράφεις, είναι δικό σου. Μετά το χάνεις, σαν παιδί που έφυγε από το σπίτι του. Πού πάει, ποιοι το αγοράζουν, πόσοι από αυτούς το διαβάζουν; (Τι πιο θλιβερό από ένα βιβλίο αδιάβαστο...) Τι νιώθουν οι αναγνώστες;
Μέχρι που δημιουργήθηκε το Διαδίκτυο, το πολύ-πολύ να έπαιρνες ένα δύο γράμματα από αναγνώστες (μέσω εκδότη) και μερικά σχόλια από γνωστούς. Τώρα βέβαια άλλαξαν τα πράγματα. Για το αυτοβιογραφικό «Οι Δρόμοι μου», πήρα εκατοντάδες email. Ξαφνικά, μετά από χιλιάδες χρόνια, άλλαξε η συνθήκη του συγγραφέα. Το βιβλίο έγινε κάτι σαν blog.
Παράξενες οι τύχες των βιβλίων. «Έχουν και τα βιβλία την μοίρα τους» έγραψε ο Terentianus Maurus: “Habent sua fata libelli”. Διαβάστε αυτή την ιστορία που έλαβα προχθές από το ...Τόκιο:
Αγαπητέ κύριε Δήμου,
Ίσως να θυμάστε ένα email που σας είχα στείλει κάποτε, ότι έχω βαρεθεί να είμαι αναλυτής συστημάτων και πολύ θα ήθελα να είμαι συγγραφέας. Τελικά δεν έγινα συγγραφέας, όμως αυτή η τάση φυγής με οδήγησε πέρυσι τον Σεπτέμβριο να παρατήσω τη δουλειά μου στην πολυεθνική που εργαζόμουν για να αναλάβω manager ενός νέου εστιατορίου που θα άνοιγε ένας φίλος μου εδώ στο Τόκιο.
Το εστιατόριο ήταν έτοιμο στις αρχές Οκτωβρίου, και το μόνο που έλειπε ήταν να διακοσμηθεί. Η Γιαπωνέζα διακοσμήτρια έκανε πολύ καλή δουλειά. Στο τέλος ήθελε να τοποθετήσει σε ορισμένα σημεία Ελληνικά βιβλία. Ελληνικά βιβλία στο Τόκιο δεν είναι εύκολο να βρεθούν, και έτσι μου ζήτησε να της δανείσω εγώ. Συμφώνησα, με το σκεπτικό ότι θα της δανείσω κάποια από τα βιβλία μου προς το παρόν, και με την πρώτη ευκαιρία θα αντικαταστήσω τα δικά μου βιβλία με άλλα που θα φέρω από την Ελλάδα για το σκοπό αυτό.
Ήθελα τα βιβλία να είναι από Έλληνες συγγραφείς, οπότε απέκλεισα όλες τις μεταφράσεις. Αυτό, σε συνδυασμό με το γούστο της διακοσμήτριας σε εξώφυλλα έφερε τους «Δρόμους», σε οριζόντια θέση ώστε να φαίνεται το εξώφυλλο, σε περίοπτη θέση στο κέντρο του εστιατορίου δίπλα από την Πάπισσα του Ροΐδη. Με άλλα έξι από τα βιβλία μου στο βάθος ολοκληρώθηκε η διακόσμηση του εστιατορίου.
Αργότερα μάλιστα σκέφτηκα να βγάλω και μια φωτογραφία και να σας τη στείλω, αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβα. Τον Δεκέμβριο, σε κάποιο πάρτι που οργανώθηκε στο εστιατόριο, κάποιοι απρόσεκτοι πελάτες έχυσαν τα ποτά τους ακριβώς εκεί που ήταν «οι Δρόμοι»...
Η ζημιά ήταν τεράστια με το βιβλίο να μυρίζει διάφορα ποτά και τις μισές σελίδες του να έχουν κολλήσει μεταξύ τους. Το απέσυρα και είπα στον πατέρα μου να μου αγοράσει ένα καινούριο να αντικαταστήσω το παλιό.
Όμως ο πρώην φίλος μου και ιδιοκτήτης του εστιατορίου, ομογενής με πατέρα Έλληνα και μητέρα Γιαπωνέζα, που δεν μιλάει όμως Ελληνικά, είχε διαφορετική άποψη: αρνήθηκε να πληρώσει τα έξοδα και με επιθετικό ύφος μου τόνισε ότι ως εταιρεία δεν πρόκειται να καλύψει τίποτα, και αν ζητάω χρήματα για το βιβλίο θα μου πληρώσει αυτός προσωπικά -κι όχι η εταιρεία, όπως ξανάλεγε με έμφαση- το κόστος του βιβλίου, χωρίς τα έξοδα αποστολής.
Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα με τι άνθρωπο είχα να κάνω. Είχαν προηγηθεί και διάφορα άλλα μεταξύ μας, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν επρόκειτο να διαπραγματευτώ. «I quit», ήταν οι επόμενες μου λέξεις, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, και έτσι στις αρχές Φεβρουαρίου πήρα πίσω τα βιβλία μου και βρέθηκα χωρίς δουλειά, στο πανάκριβο Τόκιο...
Οι επόμενοι δύο μήνες ήταν οι χειρότεροι της ζωής μου. Ποιος θα προσλάβει έναν αναλυτή που παράτησε την καλή δουλειά του για να δουλέψει σε εστιατόριο, και το παράτησε κι αυτό σε 4 μήνες;
Ενοίκιο και λογαριασμοί έτρεχαν, οι οικονομίες που είχα στην Ελλάδα έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στον τόπο που είχαν αρχικά παραχθεί, και στα τέλη Μαρτίου έφτασα να μην έχω χρήματα να αγοράσω ούτε το εισιτήριο επιστροφής μου στην Ελλάδα. (Οι γονείς μου δεν ήξεραν τίποτα, γι αυτούς ποτέ δεν είχα αλλάξει δουλειά, το έχω κρατήσει μυστικό).
Για άλλη μια φορά όμως στάθηκα στο τέλος τυχερός. Τον Απρίλιο βρήκα καινούρια και καλύτερη δουλειά σε άλλη πολυεθνική – και τώρα ετοιμάζομαι για τις διακοπές μου στην Ελλάδα τον Αύγουστο και σχεδιάζω την επαναφορά των «Δρόμων» στη βιβλιοθήκη μου στο Τόκιο!
Με πολλούς χαιρετισμούς,
Α.
Και με την πιο εξωφρενική φαντασίωση δεν θα μπορούσα να δω το βιβλίο μου ως διακόσμηση σε εστιατόριο του Τόκιο και μάλιστα λερωμένο από ποτά. Ούτε να φανταστώ πως θα γινόταν η αφορμή για τόσες περιπέτειες.
Μερικοί άνθρωποι άλλαξαν ζωή μέσα από το περιεχόμενο ενός βιβλίου – άλλοι (όπως εδώ) και από την ...εμφάνιση!
Έχετε περίεργες ιστορίες με βιβλία;
Τρίτη, Ιουνίου 27, 2006
Δελτίον Καιρού
Η σύντροφός μου δεν βλέπει τις ειδήσεις στην τηλεόραση. Η μάλλον δεν τις ακούει. Ο δέκτης είναι ανοικτός, παρελαύνουν πρόσωπα παραθυράτα, φυσικές καταστροφές, αθλητικά στιγμιότυπα – όλα βουβά. Μέχρι που θα εμφανιστούν τα μαγικά γράμματα: ΔΕΛΤΙΟ ΚΑΙΡΟΥ.
«Έλα», μου φωνάζει, «ο καιρός!». Και ανοίγει τον ήχο.
Εγώ ειδήσεις στην ΤιΒι δεν βλέπω ποτέ. Ενημερώνομαι από το ραδιόφωνο και το Διαδίκτυο. Και τον καιρό από εκεί τον μαθαίνω – εκτός αν τύχει να είμαι παρών όταν ανεβαίνει ο ήχος.
Αν το σκεφθεί κανείς, το Δελτίο Καιρού έχει γίνει μία τελετουργία. Πρόγνωση και ανταπόκριση από τον χώρο των δυνάμεων της φύσης. Τους παρουσιαστές του στην Αμερική τους λένε Weathermen. Άνθρωποι (παντός) καιρού.
«Το Ημερολόγιο του Καύσωνα» είναι, ανάμεσα σε άλλα, και ένα βιβλίο για τα Δελτία Καιρού. Εκεί γράφω και για την παλιά εποχή, όπου δεν υπήρχαν:
Τότε ο καύσων ήταν βιοτεχνικός, χειροποίητος. Σε μικρή κλίμακα. Σήμερα βιομηχανοποιήθηκε. Μεγάλη προβολή από τα μαζικά μέσα, μεγάλες μάζες ταλαιπωρούμενων, μεγάλοι αριθμοί θερμόπληκτων και νεκρών.
Τότε αρκούσε η μητρική συμβουλή: "Μην τρέχεις στους ήλιους!" (ένας είναι ο ήλιος μάνα!) και ένα ποτήρι δροσερό νερό από την παγωνιέρα. (Τον πάγο - μισή κολώνα - τον έφερνε ο παγοπώλης κάθε πρωί.)
Νόμιζα πως ήμασταν οι μόνοι που δίναμε σημασία στο Μετεωρολογικό Δελτίο, μέχρι που διάβασα κάτι στατιστικές θεαματικότητας. Σε περιόδους καιρικής αιχμής (καύσων, χιόνια) έχει την πρώτη θέση σε παρακολούθηση. Αλλά και τις κανονικές ημέρες, είναι πάντα μέσα στα τρία πρώτα θέματα.
Τα θυμήθηκα όλα αυτά όταν πήρα ένα ωραίο κείμενο από αναγνώστη του blog, που μου γράφει:
Ο καιρός μπαίνει παντού: στην τηλεόραση, στο Ίντερνετ, στα περιοδικά, στις εφημερίδες, στο τηλέφωνο. Δεν υπάρχει Μέσο στο οποίο το δελτίο καιρού να μην έχει επιβληθεί.
Το κλίμα, ο καιρός είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά με αφορά. Στο σπίτι ζω σε συνθήκες σεληνιακής αποικίας: η θερμοκρασία είναι σταθερή, γύρω στο 23, η λάμπα αλογόνου στο γραφείο ανάβει ανεξάρτητα από το αν έχω φως ή σκοτάδι. Ο καιρός ΕΞΩ είναι το μεγάλο πρόβλημα, αυτό που δεν μπορώ να νικήσω ποτέ.
Όσο περισσότερο θα διαμορφώνονται οι κοινωνίες και οι πόλεις, τόσο το δελτίο καιρού θα αποκτά περισσότερη σημασία. Συγχρόνως οι παραμικρές αλλαγές των καιρικών φαινομένων θα αντιμετωπίζονται σαν μινι-καταστροφές - οι βροχούλες σαν κατακλυσμοί και οι καύσωνες σαν μεγάλες εποχές ξηρασίας.
Η αντίθεση Μέσα-Έξω είναι και το θέμα στο «Ημερολόγιο του Καύσωνα». Όπου το Μέσα δεν είναι μόνο το δροσερό υπόγειο αλλά και ο εσωτερικός χώρος του συγγραφέα. Και το Έξω, όχι μόνο η κατακαυμένη και ερημωμένη φύση, αλλά και όλα όσα δεν εξαρτώνται από εμάς. Το πεπρωμένο, που λέγαμε αλλού.
Δεν είναι τυχαίο πως το Δελτίο Καιρού είναι η μόνη επίσημα κατοχυρωμένη μορφή προφητείας. Σίγουρα, σε ένα ποσοστό, είναι επιστημονική πρόγνωση. Αλλά ποτέ 100% ακριβής. Από τα προβλήματα της μετεωρολογίας έχει ξεπηδήσει η Θεωρία του Χάους.
Σιγά-σιγά όμως καταλαβαίνουμε την fuzzy logic της φύσης και πλησιάζουμε στην ακριβή πρόβλεψη. Παλιά τα πράγματα ήταν πολύ πιο άσκημα. Οι μετεωρολόγοι δεν είχαν μούτρα να κυκλοφορήσουν στο δρόμο. Και ο πρώτος διευθυντής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας στην Βικτοριανή Αγγλία, αυτοκτόνησε διότι αισθανόταν απαίσια από τις συνεχείς διαψεύσεις.
Οι διάδοχοί του σήμερα έχουν μεγάλη δημοτικότητα και αναγνωρισιμότητα. Τους παίρνουν σε όλα τα πάρκινγκ, εξυπηρετούνται αμέσως σε τράπεζες και δημόσιες υπηρεσίες.
Είναι οι προφήτες της εποχής. Κάτι ξέρουν για το μέλλον μας, αυτό το σκοτεινό μέλλον που όλοι ματαίως πολιορκούμε.
...........................................................
Ίσως κάποτε φτάσουμε όχι μόνο να προβλέπουμε ακριβώς τον καιρό, αλλά και να τον καθορίζουμε. Τότε θα έχουμε σχεδόν ολοκληρώσει την κατάκτηση της φύσης. Θα μένουν μόνον οι σεισμοί και ο θάνατος για να μας θυμίζουν το απρόβλεπτο.
Δευτέρα, Ιουνίου 26, 2006
Κολλημένος πίσω από ένα Hummer
Α! Τώρα, πού μου ξεφύτρωσε αυτό το μαύρο τέρας; Ξαφνικά σκοτείνιασε ο δρόμος. Δεν βλέπω τίποτα πέρα από την πλάτη του.
Μα ποιος αγοράζει τέτοια πράγματα; Ζυγίζει τρεις τόνους, έχει πλάτος δύο μέτρα και είκοσι (περίπου όσο το μήκος ενός Smart) και πρέπει να σε συνοδεύει βυτιοφόρο!
Ωραία, για πολεμικές επιχειρήσεις μπορεί να είναι άριστο, αλλά τι δουλειά έχει στην Τατοΐου;
Μαύρο τέρας μπροστά μου! Προβληματίζομαι: κάποιος άνθρωπος πλήρωσε 115.000 ευρώ μόνο και μόνο για να φουσκώσει το εγώ του. Διότι το όχημα που πήρε δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορο, καθόλου άνετο και ελάχιστα ευρύχωρο σε σχέση με το μέγεθός του. Άσε που μέσα είναι κλειστοφοβικό με τα μικρά παραθυράκια του.
Θα πρέπει να την έχει πολύ μικρή – την ιδέα για τον εαυτό του.
Θέλεις εκατόν πενήντα ευρώ για να το φουλάρεις και με αυτά δεν κάνεις ούτε μία Θεσσαλονίκη.
Και δεν χωράει στους μισούς δρόμους της Ελλάδας, είτε έχουν δεξιά και αριστερά δέντρα, είτε διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα.
Ζυγίζει το τριπλό από ένα μικρομεσαίο αυτοκίνητο, καταλαμβάνει το διπλό χώρο στο δρόμο και στο πάρκινγκ, καταναλώνει τριπλάσια καύσιμα, σκοτώνει δύο φορές περισσότερο και – κόβει (νάτο, εδώ!) εντελώς την ορατότητα. Αν μποτιλιαριστείς πίσω του, προκαλεί αναπόφευκτα κατάθλιψη, ή, έστω, πλάκωμα.
Άσε που μου θυμίζει Ιράκ και Αμπού Γκράιμπ!
Βέβαια έχει μεγαλύτερες δυνατότητες εκτός δρόμου. Μόνο που οι στατιστικές λένε ότι το 90% των οδηγών παρόμοιων τεράτων δεν εγκαταλείπουν ποτέ την άσφαλτο.
Άρα η άποψη ότι έχουμε το μεγαλύτερο ποσοστό πωλήσεων τετρακίνητων όγκων στην Ευρώπη δεν εξηγείται από το ότι είμαστε χώρα ορεινή με πολύ κατσάβραχο – αλλά από το ότι έχουμε την μεγαλύτερη ανάγκη να ανυψώνουμε το εγώ μας. Ξέρεις τι θα πει να τους βλέπεις όλους αφ’ υψηλού, σαν μύγες;
Είμαστε χώρα ορεινή με πολύ κατσάβλαχο.
Μαύρος όγκος μπροστά μου! Όσο τον βλέπω, κατανοώ τους δημάρχους του Λονδίνου και του Παρισιού που απαγόρεψαν στα μεγάλα οχήματα τύπου τζιπ να μπαίνουν στην πόλη.
Αν και αυτό δεν είναι μεγάλο τζιπ – είναι μεσαίο τανκ.
Οικολογική ύβρις. Τρεις τόνοι μέταλλο κουβαλάνε ένα άνθρωπο! (Τώρα προσπέρασα και τον είδα, το κεφάλι του σαν κουκούτσι μέσα από το παράθυρο).
Πάλι καλά που δεν είναι καμία μικροκαμωμένη και εύθραυστη κυρία. Έχω βαρεθεί να βλέπω μινιμαλιστικές γυναίκες να προσπαθούν (ματαίως) να παρκάρουν μαξιμαλιστικά τετρακίνητα.
Βγήκαμε στην Εθνική. Έφυγα. Μικραίνει στους καθρέφτες μου και χάνεται. Ένας μαύρος λεκές στο τοπίο.
Σάββατο, Ιουνίου 24, 2006
Το υπόγειο της αφθονίας (και το τίμημα)
Γράφει η Παράγραφος
«Αύριο θα έχουμε καύσωνα!», μου είπε μια συμφοιτήτρια, «τι θα κάνεις;». Περίμενα κι εγώ να δω τι είναι αυτός ο περιβόητος «καύσωνας» τής Αθήνας. Μετά κατάλαβα ότι εμείς στη Λευκωσία έχουμε καύσωνα όλο... το καλοκαίρι!
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες μείναμε TOTE για δυο-τρεις μέρες, κάτω από τον ήλιο, σε μια σκηνή, κι αφού η γιαγιά έπαθε ελαφρά ημιπληγία, μετακομίσαμε στο υπόγειο μιας φίλης της, τής θεια-Γιαννούλας, δίπλα από τον Πεδιαίο ποταμό - ούτε ρυάκι δεν είναι πια.
Το σπίτι τής θεια-Γιαννούλας ήταν στο ύψος ενός ήσυχου δρομίσκου, που σε αλλοτινούς καιρούς ίσως αποτελούσε την ένδοξη όχθη ενός αληθινού ποταμού. Από την αριστερή πλευρά τού σπιτιού κατέβαινες καμιά εικοσαριά σκαλιά, προχωρούσες λίγα βήματα και στη πίσω μεριά έβρισκες μια χαμηλή σιδερένια πόρτα. Αν κατάφερνες να την ανοίξεις, έμπαινες σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο με μια σκέτη λάμπα στο ταβάνι. Στο βάθος αριστερά ήταν η τουαλέτα, απέναντί της μια υποτυπώδης κουζίνα και στη μέση κάτι προπολεμικά στρώματα και παλιατζούρες.
Εν συγκρίσει με τη ζωή στη σκηνή τού Ερυθρού Σταυρού (με την τροπική ζέστη, την αποπνικτική σκόνη, το σπάνιο τρεχούμενο νερό και τις χημικές τουαλέτες με τις μόνιμες ουρές), το δροσερό υπόγειο ήταν σωστό παλάτι, αν εξαιρούσες τη λίγη μούχλα και τα πολλά ποντίκια.
Έξω από την πόρτα ήταν ο βόθρος τού κυρίως σπιτιού, όμως πολύ καλά σκεπασμένος με τσιμέντο ώστε να σχηματίζει μια αρκετά συμπαθητική αυλίτσα με θέα στην πράσινη ρεματιά. Εκεί κάτω, στο υπόγειο, μείναμε για ένα σύντομο διάστημα: η γιαγιά, η μανούλα, ο αδελφούλης μου κι εγώ. Εκεί πρωτολατρέψαμε τις γάτες, όχι μόνο διότι μας έσωσαν από τις νυφίτσες (έτσι λέμε τους αρουραίους στην Κύπρο) αλλά κυρίως επειδή μας γλύκαιναν με τη συντροφιά τους, αφού τα παιδιά τής προσωρινής μας γειτονιάς είχαν πολλούς λόγους να είναι άφαντα...
Εκεί περάσαμε, για δυο-τρεις βδομάδες, ζωή χαρισάμενη. Δεν μας έλειψε απολύτως τίποτε! Αν και η πούγκα μας ήταν άδεια, είχαμε απ΄ όλα τα καλά του Θεού! Μέρα παρά μέρα ερχότανε η θεια-Γιαννουλα με τα χέρια γεμάτα. Και τι δεν μας έφερνε! Ρούχα, παπούτσια, φαγώσιμα, γάλα, ως κι ένα μικρό ψυγειάκι και ψωμιέρα! Χώρια τα σεντόνια, τα δυο διπλά κρεβάτια, τα καθαρά στρώματα, το μικρό καναπεδάκι και χίλια δυο άλλα χρήσιμα μικροπράγματα. Έφερε και έναν μάστορα που πέρασε σωλήνες, έβαλε λάμπες, δυο μικρά χωρίσματα, πέταξε την μεταλλική πόρτα και στη θέση της τοποθέτησε μια πανέμορφη ξύλινη με φωτεινό γυαλί κι έκαμε ένα σωρό κουτσοδούλια (μερεμέτια). Τα απογεύματα έμενε ώρες μαζί μας και θυμόντουσαν με τη γιαγιά (ήταν παιδικές φίλες) τα παλιά, «τότε που η Λευκωσία είχε ακόμα καλά πλάσματα (ανθρώπους)».
Μια μέρα εξαφανίστηκε. Μάθαμε ότι είχε ένα ατύχημα. Πήγαμε απρόσκλητοι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που ήταν φίσκα από τραυματισμένους στρατιώτες και αμάχους -ό,τι χειρότερο για τα μάτια μιας παιδούλας. Μετά από απίστευτη και πολύωρη ταλαιπωρία, ρώτα εδώ ρώτα εκεί, τη βρήκαμε γεμάτη επιδέσμους και μώλωπες. Μόλις μας είδε ξαφνιάστηκε. όμως αμέσως χαμογέλασε εγκάρδια. Τρέξαμε, την αγκαλιάσαμε και μας φιλούσε όλο στοργή. «Τι έπαθες θεια-Γιαννούλα, τι έγινε, πως και κατασκοτώθηκες; Και στο πρόσωπο πώς χτύπησες; Και τα δάχτυλα πώς τα έσπασες; Και τα πλευρά σου γιατί είναι δεμένα;» Η μαμά, μέσα στην αφέλειά της, της έκανε ένα σωρό ερωτήσεις (αργότερα το μετάνιωσε) και εισέπραττε μισόλογα, αντί για απαντήσεις, που θα βάζανε σε υποψίες ακόμα κι ένα πεντάχρονο παιδί.
Η γιαγιά δεν μιλούσε καθόλου. Της χάιδευε με θλίψη και ευγνωμοσύνη το χέρι και τα μαλλιά και μέσα-μέσα τής έλεγε: «Γιαννούλα μου, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, δεν έπρεπε...». Όταν γυρίσαμε πίσω, η γιαγιά ήταν άλλος άνθρωπος: «φεύγουμε», διέταξε με αυστηρότητα. Δεν είχαμε και τίποτε δικό μας για να το πάρουμε μαζί μας... και το ίδιο απόγευμα επιστρέψαμε στο βουνό, σ΄ εκείνο το σπίτι με τις πολλές οικογένειες.
Αν και εκεί περνούσαμε καλούτσικα ωστόσο το υπόγειο τής αιφνίδιας και ακαριαίας αφθονίας δεν έλεγε να φύγει από το νου και συνεχώς ρωτούσα τη μανούλα: «γιατί ήλθαμε εδώ πάνω στο βουνό ξανά, αφού εκεί κάτω είχαμε τα πάντα;». Αντίς γι' απάντηση, κοιταζόντουσαν ένοχα με τη γιαγιά.
Το μικρό εμπορικό κατάστημα που είχε τότε ο άντρας της, τώρα είναι ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ και το διευθύνουν τα παιδιά τους. Αν και η θεια-Γιαννούλα έχει «φύγει» από χρόνια, ποτέ δεν έπαψα να τη μνημονεύω με ευγνωμοσύνη και λίγες ενοχές, αφού όλη εκείνη η αναπάντεχη αφθονία που ζήσαμε στο υπόγειό της έστω για λίγο, ερχότανε κρυφά από τα ράφια του άντρα της, ο οποίος σαν το έμαθε...
«Τι να έκανε κι εκείνος ο φτωχός;», μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η μανούλα. «Ήταν λίγο μετά την καταστροφή..., τόσα στόματα είχε να θρέψει...».
Με αγάπη
Παράγραφος
«Αύριο θα έχουμε καύσωνα!», μου είπε μια συμφοιτήτρια, «τι θα κάνεις;». Περίμενα κι εγώ να δω τι είναι αυτός ο περιβόητος «καύσωνας» τής Αθήνας. Μετά κατάλαβα ότι εμείς στη Λευκωσία έχουμε καύσωνα όλο... το καλοκαίρι!
Μέσα σε τέτοιες συνθήκες μείναμε TOTE για δυο-τρεις μέρες, κάτω από τον ήλιο, σε μια σκηνή, κι αφού η γιαγιά έπαθε ελαφρά ημιπληγία, μετακομίσαμε στο υπόγειο μιας φίλης της, τής θεια-Γιαννούλας, δίπλα από τον Πεδιαίο ποταμό - ούτε ρυάκι δεν είναι πια.
Το σπίτι τής θεια-Γιαννούλας ήταν στο ύψος ενός ήσυχου δρομίσκου, που σε αλλοτινούς καιρούς ίσως αποτελούσε την ένδοξη όχθη ενός αληθινού ποταμού. Από την αριστερή πλευρά τού σπιτιού κατέβαινες καμιά εικοσαριά σκαλιά, προχωρούσες λίγα βήματα και στη πίσω μεριά έβρισκες μια χαμηλή σιδερένια πόρτα. Αν κατάφερνες να την ανοίξεις, έμπαινες σε ένα μεγάλο σκοτεινό δωμάτιο με μια σκέτη λάμπα στο ταβάνι. Στο βάθος αριστερά ήταν η τουαλέτα, απέναντί της μια υποτυπώδης κουζίνα και στη μέση κάτι προπολεμικά στρώματα και παλιατζούρες.
Εν συγκρίσει με τη ζωή στη σκηνή τού Ερυθρού Σταυρού (με την τροπική ζέστη, την αποπνικτική σκόνη, το σπάνιο τρεχούμενο νερό και τις χημικές τουαλέτες με τις μόνιμες ουρές), το δροσερό υπόγειο ήταν σωστό παλάτι, αν εξαιρούσες τη λίγη μούχλα και τα πολλά ποντίκια.
Έξω από την πόρτα ήταν ο βόθρος τού κυρίως σπιτιού, όμως πολύ καλά σκεπασμένος με τσιμέντο ώστε να σχηματίζει μια αρκετά συμπαθητική αυλίτσα με θέα στην πράσινη ρεματιά. Εκεί κάτω, στο υπόγειο, μείναμε για ένα σύντομο διάστημα: η γιαγιά, η μανούλα, ο αδελφούλης μου κι εγώ. Εκεί πρωτολατρέψαμε τις γάτες, όχι μόνο διότι μας έσωσαν από τις νυφίτσες (έτσι λέμε τους αρουραίους στην Κύπρο) αλλά κυρίως επειδή μας γλύκαιναν με τη συντροφιά τους, αφού τα παιδιά τής προσωρινής μας γειτονιάς είχαν πολλούς λόγους να είναι άφαντα...
Εκεί περάσαμε, για δυο-τρεις βδομάδες, ζωή χαρισάμενη. Δεν μας έλειψε απολύτως τίποτε! Αν και η πούγκα μας ήταν άδεια, είχαμε απ΄ όλα τα καλά του Θεού! Μέρα παρά μέρα ερχότανε η θεια-Γιαννουλα με τα χέρια γεμάτα. Και τι δεν μας έφερνε! Ρούχα, παπούτσια, φαγώσιμα, γάλα, ως κι ένα μικρό ψυγειάκι και ψωμιέρα! Χώρια τα σεντόνια, τα δυο διπλά κρεβάτια, τα καθαρά στρώματα, το μικρό καναπεδάκι και χίλια δυο άλλα χρήσιμα μικροπράγματα. Έφερε και έναν μάστορα που πέρασε σωλήνες, έβαλε λάμπες, δυο μικρά χωρίσματα, πέταξε την μεταλλική πόρτα και στη θέση της τοποθέτησε μια πανέμορφη ξύλινη με φωτεινό γυαλί κι έκαμε ένα σωρό κουτσοδούλια (μερεμέτια). Τα απογεύματα έμενε ώρες μαζί μας και θυμόντουσαν με τη γιαγιά (ήταν παιδικές φίλες) τα παλιά, «τότε που η Λευκωσία είχε ακόμα καλά πλάσματα (ανθρώπους)».
Μια μέρα εξαφανίστηκε. Μάθαμε ότι είχε ένα ατύχημα. Πήγαμε απρόσκλητοι στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, που ήταν φίσκα από τραυματισμένους στρατιώτες και αμάχους -ό,τι χειρότερο για τα μάτια μιας παιδούλας. Μετά από απίστευτη και πολύωρη ταλαιπωρία, ρώτα εδώ ρώτα εκεί, τη βρήκαμε γεμάτη επιδέσμους και μώλωπες. Μόλις μας είδε ξαφνιάστηκε. όμως αμέσως χαμογέλασε εγκάρδια. Τρέξαμε, την αγκαλιάσαμε και μας φιλούσε όλο στοργή. «Τι έπαθες θεια-Γιαννούλα, τι έγινε, πως και κατασκοτώθηκες; Και στο πρόσωπο πώς χτύπησες; Και τα δάχτυλα πώς τα έσπασες; Και τα πλευρά σου γιατί είναι δεμένα;» Η μαμά, μέσα στην αφέλειά της, της έκανε ένα σωρό ερωτήσεις (αργότερα το μετάνιωσε) και εισέπραττε μισόλογα, αντί για απαντήσεις, που θα βάζανε σε υποψίες ακόμα κι ένα πεντάχρονο παιδί.
Η γιαγιά δεν μιλούσε καθόλου. Της χάιδευε με θλίψη και ευγνωμοσύνη το χέρι και τα μαλλιά και μέσα-μέσα τής έλεγε: «Γιαννούλα μου, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, δεν έπρεπε...». Όταν γυρίσαμε πίσω, η γιαγιά ήταν άλλος άνθρωπος: «φεύγουμε», διέταξε με αυστηρότητα. Δεν είχαμε και τίποτε δικό μας για να το πάρουμε μαζί μας... και το ίδιο απόγευμα επιστρέψαμε στο βουνό, σ΄ εκείνο το σπίτι με τις πολλές οικογένειες.
Αν και εκεί περνούσαμε καλούτσικα ωστόσο το υπόγειο τής αιφνίδιας και ακαριαίας αφθονίας δεν έλεγε να φύγει από το νου και συνεχώς ρωτούσα τη μανούλα: «γιατί ήλθαμε εδώ πάνω στο βουνό ξανά, αφού εκεί κάτω είχαμε τα πάντα;». Αντίς γι' απάντηση, κοιταζόντουσαν ένοχα με τη γιαγιά.
Το μικρό εμπορικό κατάστημα που είχε τότε ο άντρας της, τώρα είναι ένα τεράστιο σούπερ-μάρκετ και το διευθύνουν τα παιδιά τους. Αν και η θεια-Γιαννούλα έχει «φύγει» από χρόνια, ποτέ δεν έπαψα να τη μνημονεύω με ευγνωμοσύνη και λίγες ενοχές, αφού όλη εκείνη η αναπάντεχη αφθονία που ζήσαμε στο υπόγειό της έστω για λίγο, ερχότανε κρυφά από τα ράφια του άντρα της, ο οποίος σαν το έμαθε...
«Τι να έκανε κι εκείνος ο φτωχός;», μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η μανούλα. «Ήταν λίγο μετά την καταστροφή..., τόσα στόματα είχε να θρέψει...».
Με αγάπη
Παράγραφος
Παρασκευή, Ιουνίου 23, 2006
Καταλήψεις
Εγώ, δηλαδή, που θα ξαπλώσω;
Όχι – δεν πρόκειται για τις καταλήψεις των ΑΕΙ (που πια δεν καταλαβαίνω ακριβώς γιατί γίνονται) αλλά για την κατάληψη της ζωής μου από αυτά τα χαριτωμένα ζώα χωρίς τα οποία δεν μπορώ να ζήσω...
...αλλά και με τα οποία, δυσκολεύομαι.
Πάρτε παράδειγμα την φωτογραφία. Λείπει μόνο το Γκνάκι (το οποίο ήταν εκεί αλλά έφυγε μόλις είδε την φωτογραφική μηχανή – «δεν έχω πάει κομμωτήριο σήμερα»). Οι άλλοι τέσσερις είχαν καταλάβει το κρεβάτι (εξ αριστερών προς τα δεξιά: Σατανάκι, Αλ, Τάκι και Ντον). Το ύφος του Ντον είναι σαφώς εχθρικό και το Τάκι κοιτάζει με απορία: «Τι θέλει αυτός τώρα εδώ;»
«Αυτός» ήθελε να ξαπλώσει και να δει το ματς (βλέπετε το τηλεχειριστήριο στο μέσο της εικόνας). Αμ δε! Το είδε καθιστός στο καθιστικό.
Αυτή η κατάληψη του κρεβατιού είναι συνηθέστατη. Κι αν πάς να τους σηκώσεις, βάζουν τα νύχια και παίρνουν μαζί όλα τα σκεπάσματα.
Το άλλο πρόβλημα είναι η ζήλια (ζηλιαρόγατοι). Δυστυχώς στην αγκαλιά μου χωράει μόνον ένας. Οι άλλοι στήνονται γύρω και περιμένουν με παραπονεμένα μάτια. Όσο κι αν δίνω σε όλους την ευκαιρία, πάντα με κάνουν να νιώθω ενοχές.
Σε μισή ώρα θα φύγω για τα Κιούρκα. Εκεί με υποδέχεται κάθε μέρα μία χορωδία πεινασμένων γάτων. Την ώρα που παρκάρω στο γκαράζ, οι φωνές τους ακούγονται ως το Καπανδρίτι.
Πρέπει να μοιράσω το φαγητό ακριβοδίκαια σε πολλά πιάτα και να επιβλέπω. Πολλοί τρώνε πιο γρήγορα, τελειώνουν και εκτοπίζουν τους άλλους. Ένας, αδηφάγος, αν δεν υπάρχει moderation, είναι άξιος να φάει το φαγητό όλων.
Όποτε μπορούμε, πιάνουμε μία γατούλα, από τις αδέσποτες και την στειρώνουμε. (Αν δεν το κάναμε αυτό, με τους πιο μέτριους υπολογισμούς, θα είχαμε τώρα 200 γάτες...).
Βλέπετε η φύση μεριμνά μόνο για την διαιώνιση. Όταν αντιμετωπίζω σκηνές γατοπορνό (σαν την φωτογραφία που παραθέτω) βλέπω μπροστά μου τέσσερα-τέσσερα τα νιαουρίζοντα αποτελέσματα.
Ο Gerald Durrell, ζωολόγος, αδελφός του σημαντικού συγγραφέα Lawrence Durrell, έχει γράψει ένα χαριτωμένο βιβλίο με τίτλο «My Family and Other Animals» (μόνιμο μπεστ σέλλερ στα Penguin).
Εγώ θα άλλαζα τον τίτλο του δικού μου αντίστοιχου σε: My Family ARE the other animals. Ναι, αυτή είναι η οικογένειά μου (και της συντρόφου μου). Είμαστε πολύτεκνοι και πολύπαθοι.
Αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω σε ένα σπίτι χωρίς γάτα. Θα μου φαινόταν άδειο και νεκρό.
«Οποίος έχει γάτες στο σπίτι του, δεν χρειάζεται γλυπτά» έγραψε κάποιος. Όμως δεν είναι μόνο η ομορφιά και η κομψότητά τους – είναι η παρέα τους.
Κι ας μου κάνουν κατάληψη στο κρεβάτι και στη ζωή!
Όχι – δεν πρόκειται για τις καταλήψεις των ΑΕΙ (που πια δεν καταλαβαίνω ακριβώς γιατί γίνονται) αλλά για την κατάληψη της ζωής μου από αυτά τα χαριτωμένα ζώα χωρίς τα οποία δεν μπορώ να ζήσω...
...αλλά και με τα οποία, δυσκολεύομαι.
Πάρτε παράδειγμα την φωτογραφία. Λείπει μόνο το Γκνάκι (το οποίο ήταν εκεί αλλά έφυγε μόλις είδε την φωτογραφική μηχανή – «δεν έχω πάει κομμωτήριο σήμερα»). Οι άλλοι τέσσερις είχαν καταλάβει το κρεβάτι (εξ αριστερών προς τα δεξιά: Σατανάκι, Αλ, Τάκι και Ντον). Το ύφος του Ντον είναι σαφώς εχθρικό και το Τάκι κοιτάζει με απορία: «Τι θέλει αυτός τώρα εδώ;»
«Αυτός» ήθελε να ξαπλώσει και να δει το ματς (βλέπετε το τηλεχειριστήριο στο μέσο της εικόνας). Αμ δε! Το είδε καθιστός στο καθιστικό.
Αυτή η κατάληψη του κρεβατιού είναι συνηθέστατη. Κι αν πάς να τους σηκώσεις, βάζουν τα νύχια και παίρνουν μαζί όλα τα σκεπάσματα.
Το άλλο πρόβλημα είναι η ζήλια (ζηλιαρόγατοι). Δυστυχώς στην αγκαλιά μου χωράει μόνον ένας. Οι άλλοι στήνονται γύρω και περιμένουν με παραπονεμένα μάτια. Όσο κι αν δίνω σε όλους την ευκαιρία, πάντα με κάνουν να νιώθω ενοχές.
Σε μισή ώρα θα φύγω για τα Κιούρκα. Εκεί με υποδέχεται κάθε μέρα μία χορωδία πεινασμένων γάτων. Την ώρα που παρκάρω στο γκαράζ, οι φωνές τους ακούγονται ως το Καπανδρίτι.
Πρέπει να μοιράσω το φαγητό ακριβοδίκαια σε πολλά πιάτα και να επιβλέπω. Πολλοί τρώνε πιο γρήγορα, τελειώνουν και εκτοπίζουν τους άλλους. Ένας, αδηφάγος, αν δεν υπάρχει moderation, είναι άξιος να φάει το φαγητό όλων.
Όποτε μπορούμε, πιάνουμε μία γατούλα, από τις αδέσποτες και την στειρώνουμε. (Αν δεν το κάναμε αυτό, με τους πιο μέτριους υπολογισμούς, θα είχαμε τώρα 200 γάτες...).
Βλέπετε η φύση μεριμνά μόνο για την διαιώνιση. Όταν αντιμετωπίζω σκηνές γατοπορνό (σαν την φωτογραφία που παραθέτω) βλέπω μπροστά μου τέσσερα-τέσσερα τα νιαουρίζοντα αποτελέσματα.
Ο Gerald Durrell, ζωολόγος, αδελφός του σημαντικού συγγραφέα Lawrence Durrell, έχει γράψει ένα χαριτωμένο βιβλίο με τίτλο «My Family and Other Animals» (μόνιμο μπεστ σέλλερ στα Penguin).
Εγώ θα άλλαζα τον τίτλο του δικού μου αντίστοιχου σε: My Family ARE the other animals. Ναι, αυτή είναι η οικογένειά μου (και της συντρόφου μου). Είμαστε πολύτεκνοι και πολύπαθοι.
Αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω σε ένα σπίτι χωρίς γάτα. Θα μου φαινόταν άδειο και νεκρό.
«Οποίος έχει γάτες στο σπίτι του, δεν χρειάζεται γλυπτά» έγραψε κάποιος. Όμως δεν είναι μόνο η ομορφιά και η κομψότητά τους – είναι η παρέα τους.
Κι ας μου κάνουν κατάληψη στο κρεβάτι και στη ζωή!
Πέμπτη, Ιουνίου 22, 2006
Χρέη
Γράφει ο Andy Dufresne
Χρωστάω.
Χρωστάω πολλά, πάρα πολλά.
Λίγα πολύ μεγάλα χρέη,
πολλά μεγάλα
και άπειρα μικρά.
Πριν 1.839 χρόνια ο Μάρκος Αυρήλιος στην εισαγωγή των «Εις Εαυτόν» ξεχρέωσε δεκάξι βασικούς πιστωτές του.
Τον πατέρα του, τη μάνα του, τον αδελφό του, τον παππού του, το «δικό μας» Σέξτο, τους θεούς.
Ο Νίκος Δήμου στο «Ημερολόγιο του Καύσωνα»
ξεχρέωσε τον Μάρκο Αυρήλιο για την πιστωτική πολιτική ζωής,
τον πατέρα του για τη λογική,
τη μάνα του για την ευαισθησία,
τη Giselle Vivier, Διοτίμα των δεκατριών του χρόνων.
Εγώ, όσους στριμώξω σε 700 λέξεις.
Σε σένα, μάνα, χρωστάω την ύπαρξή μου.
Κι ακόμα λίγα παραπάνω:
Να πονάω αγνώστους και ζώα.
Να ’μαι περίεργος, αλλά διακριτικός.
Με έλουσες με μουσικές, ζωγραφικές και παραμύθια.
Με ’μαθες να ζηλεύω, με ’μαθες να μην φθονώ.
Να σέβομαι το άγνωστο και το διαφορετικό.
Μου ’δειξες πως προσπερνούν τη συκοφαντία και την ύβρη: χαμογελαστά.
Να ’μαι σεμνός και να μου φτάνουν λίγα.
Όταν έχω να απολαμβάνω, όταν δεν έχω να μη ζητώ.
Μου ’πες ν’ απολαμβάνω χωρίς επίδειξη, αλλά και χωρίς ντροπή.
Να δίνω με προθυμία.
Ν’ αγαπάω και να μη φοβάμαι ν’ αγαπηθώ.
Πατέρα, με δίδαξες να είμαι ψύχραιμος.
Δεν το κατάλαβες, δεν ήσουν ψύχραιμος ποτέ…
Με τις υπερβολές σου, με δίδαξες να μη θέλω να υπερβάλλω.
Μ’ έκανες άνθρωπο που προσπαθεί να είναι
δίκαιος κι αξιοπρεπής, τίμιος κι ειλικρινής, γενναιόδωρος κι αλτρουιστής.
Μ’ έμαθες να μη δουλεύω για τα λεφτά.
Μου ’πες ότι περιουσία μου είναι ό,τι κουβαλάω πάντα πάνω μου.
Δάσκαλε Τσακαλία, μας έλεγες, στην ώρα των θρησκευτικών,
ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι,
αλλά δεν υπάρχουν ούτε δυο ίδιοι.
Σε θυμάμαι να στρίβεις τα μουστάκια σου:
«Ρε μαλακισμένα, δεν καταλαβαίνετε ότι βρισιά είναι η χειροβομβίδα κι όχι το μουνί;»
Αιμίλιε, χρωστάω τη συνείδηση ότι δεν είμαι το κέντρο του κόσμου.
Μου ’πες να μην περιφρονώ κανέναν,
να μην θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο από κανέναν.
Με ’μαθες να μη φοβάμαι το κενό,
να μπορώ να ζήσω χωρίς στήριγμα.
Nα μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά.
Μ’ έμαθες ν’ ακούω.
Χρήστο Δασκαλόπουλε, σου χρωστάω το εισιτήριο στον παράδεισο
της καλύτερης μουσικής,
αυτής που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα.
Φίλε Γιώργο, όταν μέσα στα χρόνια οι φίλοι μετατρέπονταν σε γνωστούς,
εσύ έμεινες εκεί, να μου θυμίζεις ότι φίλος δεν γεννιέσαι, γίνεσαι
και ότι ο καλός ο φίλος είναι φρούτο εξωτικό
που όσο και να ωριμάσει, όσο και να τον κουνάνε άνεμοι βορινοί,
δεν πέφτει ποτέ.
Φίλε Γιάννη, η συντροφιά σου μου επιβεβαίωσε ότι
οι νεώτεροι sapiens είναι upgraded versions των προηγούμενων
και η επόμενη απ’ τη δική μου γενιά δεν είναι εξαίρεση.
Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, χρωστάω νύχτες μεθεκτικές, αέρινες,
μ’ αγιόκλημα και γιασεμί.
Μου ταξιδεύεις τη ζωή εικόνες,
μέγιστε γητευτή των λέξεων.
Μ’ έμαθες να μη φοβάμαι την παρέα της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού μου.
Σ’ ευχαριστώ γιατί μου ορίζεις μέτρο,
μου θυμίζεις τι σημαίνει νέο ήθος, νέο ύφος.
Γιατί ο καλοπροαίρετος, ακριβοδίκαιος και λεπτοτέχνης παρατηρητής
είναι σπάνια, σπάνια πάστα.
Μικρέ μου Ζ. σ’ ευχαριστώ που μου ’μαθες ότι
τα παιδιά λένε ένα απ’ τα δέκα που τους λες
και κάνουν εννιά απ’ τα δέκα που κάνεις.
Aγαπημένη,
δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό.
Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, μόνο εσύ και γώ.
Πίστευα ότι δεν υπάρχει, μέχρι να σε δω…
Σ’ αγαπώ.
Νίκο Δήμου σου χρωστάω πολλά, τόσα που θέλω κι άλλο post για κείνα.
Έχεις τα κλειδιά από τόσα πολλά που αισθανόμουνα,
αλλά δεν μπορούσα να ξεκλειδώσω.
Και τα ’γραψες με τρόπο τόσο απλό, που ακόμα αισθάνομαι μωρό(ς).
Μ’ έμαθες να προσπαθώ να πω τα περισσότερα με τα λιγότερα.
Μου ’δειξες ότι το καλό έχει εχθρό το καλύτερο.
Με βοήθησες να μάθω να λέω την αλήθεια μου και να μην φοβάμαι τις εισπράξεις.
Να πιστεύω ότι μπορείς να πετύχεις, χωρίς να αδικήσεις.
Να μην ανήκω σε ιδέες, αλλά να μου ανήκουν εκείνες.
Με κατέλυσες με το «Νήφε και μέμνησο απιστείν».
Αγαπημένοι μου Δάσκαλοι, μακρινοί,
Μεγάλα ονόματα του μύθου και της σοφίας,
Οι ιδέες σας έφτασαν σε μένα από άλλους
Όμως σας τις χρωστάω.
Πως έγραψε ο Σεφέρης:
«είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».
Δεν ξέρω πόσο καλός μαθητής είμαι.
Αν τα’ χα μάθει όλα, θα είχα γίνει άγιος.
Άγιοι όμως δεν υπάρχουν.
Ελπίζω χρόνια πολλά μετά,
να είμαστ’ όλοι εδώ
να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία
να ξεχρεώσω τα χρέη του μέλλοντός μου.
Χρωστάω.
Χρωστάω πολλά, πάρα πολλά.
Λίγα πολύ μεγάλα χρέη,
πολλά μεγάλα
και άπειρα μικρά.
Πριν 1.839 χρόνια ο Μάρκος Αυρήλιος στην εισαγωγή των «Εις Εαυτόν» ξεχρέωσε δεκάξι βασικούς πιστωτές του.
Τον πατέρα του, τη μάνα του, τον αδελφό του, τον παππού του, το «δικό μας» Σέξτο, τους θεούς.
Ο Νίκος Δήμου στο «Ημερολόγιο του Καύσωνα»
ξεχρέωσε τον Μάρκο Αυρήλιο για την πιστωτική πολιτική ζωής,
τον πατέρα του για τη λογική,
τη μάνα του για την ευαισθησία,
τη Giselle Vivier, Διοτίμα των δεκατριών του χρόνων.
Εγώ, όσους στριμώξω σε 700 λέξεις.
Σε σένα, μάνα, χρωστάω την ύπαρξή μου.
Κι ακόμα λίγα παραπάνω:
Να πονάω αγνώστους και ζώα.
Να ’μαι περίεργος, αλλά διακριτικός.
Με έλουσες με μουσικές, ζωγραφικές και παραμύθια.
Με ’μαθες να ζηλεύω, με ’μαθες να μην φθονώ.
Να σέβομαι το άγνωστο και το διαφορετικό.
Μου ’δειξες πως προσπερνούν τη συκοφαντία και την ύβρη: χαμογελαστά.
Να ’μαι σεμνός και να μου φτάνουν λίγα.
Όταν έχω να απολαμβάνω, όταν δεν έχω να μη ζητώ.
Μου ’πες ν’ απολαμβάνω χωρίς επίδειξη, αλλά και χωρίς ντροπή.
Να δίνω με προθυμία.
Ν’ αγαπάω και να μη φοβάμαι ν’ αγαπηθώ.
Πατέρα, με δίδαξες να είμαι ψύχραιμος.
Δεν το κατάλαβες, δεν ήσουν ψύχραιμος ποτέ…
Με τις υπερβολές σου, με δίδαξες να μη θέλω να υπερβάλλω.
Μ’ έκανες άνθρωπο που προσπαθεί να είναι
δίκαιος κι αξιοπρεπής, τίμιος κι ειλικρινής, γενναιόδωρος κι αλτρουιστής.
Μ’ έμαθες να μη δουλεύω για τα λεφτά.
Μου ’πες ότι περιουσία μου είναι ό,τι κουβαλάω πάντα πάνω μου.
Δάσκαλε Τσακαλία, μας έλεγες, στην ώρα των θρησκευτικών,
ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι,
αλλά δεν υπάρχουν ούτε δυο ίδιοι.
Σε θυμάμαι να στρίβεις τα μουστάκια σου:
«Ρε μαλακισμένα, δεν καταλαβαίνετε ότι βρισιά είναι η χειροβομβίδα κι όχι το μουνί;»
Αιμίλιε, χρωστάω τη συνείδηση ότι δεν είμαι το κέντρο του κόσμου.
Μου ’πες να μην περιφρονώ κανέναν,
να μην θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο από κανέναν.
Με ’μαθες να μη φοβάμαι το κενό,
να μπορώ να ζήσω χωρίς στήριγμα.
Nα μην παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά.
Μ’ έμαθες ν’ ακούω.
Χρήστο Δασκαλόπουλε, σου χρωστάω το εισιτήριο στον παράδεισο
της καλύτερης μουσικής,
αυτής που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα.
Φίλε Γιώργο, όταν μέσα στα χρόνια οι φίλοι μετατρέπονταν σε γνωστούς,
εσύ έμεινες εκεί, να μου θυμίζεις ότι φίλος δεν γεννιέσαι, γίνεσαι
και ότι ο καλός ο φίλος είναι φρούτο εξωτικό
που όσο και να ωριμάσει, όσο και να τον κουνάνε άνεμοι βορινοί,
δεν πέφτει ποτέ.
Φίλε Γιάννη, η συντροφιά σου μου επιβεβαίωσε ότι
οι νεώτεροι sapiens είναι upgraded versions των προηγούμενων
και η επόμενη απ’ τη δική μου γενιά δεν είναι εξαίρεση.
Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, χρωστάω νύχτες μεθεκτικές, αέρινες,
μ’ αγιόκλημα και γιασεμί.
Μου ταξιδεύεις τη ζωή εικόνες,
μέγιστε γητευτή των λέξεων.
Μ’ έμαθες να μη φοβάμαι την παρέα της σκοτεινής πλευράς του φεγγαριού μου.
Σ’ ευχαριστώ γιατί μου ορίζεις μέτρο,
μου θυμίζεις τι σημαίνει νέο ήθος, νέο ύφος.
Γιατί ο καλοπροαίρετος, ακριβοδίκαιος και λεπτοτέχνης παρατηρητής
είναι σπάνια, σπάνια πάστα.
Μικρέ μου Ζ. σ’ ευχαριστώ που μου ’μαθες ότι
τα παιδιά λένε ένα απ’ τα δέκα που τους λες
και κάνουν εννιά απ’ τα δέκα που κάνεις.
Aγαπημένη,
δεν είναι όνειρο, είναι αληθινό.
Οι άλλοι δεν καταλαβαίνουν, μόνο εσύ και γώ.
Πίστευα ότι δεν υπάρχει, μέχρι να σε δω…
Σ’ αγαπώ.
Νίκο Δήμου σου χρωστάω πολλά, τόσα που θέλω κι άλλο post για κείνα.
Έχεις τα κλειδιά από τόσα πολλά που αισθανόμουνα,
αλλά δεν μπορούσα να ξεκλειδώσω.
Και τα ’γραψες με τρόπο τόσο απλό, που ακόμα αισθάνομαι μωρό(ς).
Μ’ έμαθες να προσπαθώ να πω τα περισσότερα με τα λιγότερα.
Μου ’δειξες ότι το καλό έχει εχθρό το καλύτερο.
Με βοήθησες να μάθω να λέω την αλήθεια μου και να μην φοβάμαι τις εισπράξεις.
Να πιστεύω ότι μπορείς να πετύχεις, χωρίς να αδικήσεις.
Να μην ανήκω σε ιδέες, αλλά να μου ανήκουν εκείνες.
Με κατέλυσες με το «Νήφε και μέμνησο απιστείν».
Αγαπημένοι μου Δάσκαλοι, μακρινοί,
Μεγάλα ονόματα του μύθου και της σοφίας,
Οι ιδέες σας έφτασαν σε μένα από άλλους
Όμως σας τις χρωστάω.
Πως έγραψε ο Σεφέρης:
«είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».
Δεν ξέρω πόσο καλός μαθητής είμαι.
Αν τα’ χα μάθει όλα, θα είχα γίνει άγιος.
Άγιοι όμως δεν υπάρχουν.
Ελπίζω χρόνια πολλά μετά,
να είμαστ’ όλοι εδώ
να μου ξαναδοθεί η ευκαιρία
να ξεχρεώσω τα χρέη του μέλλοντός μου.
Τετάρτη, Ιουνίου 21, 2006
Η μάγισσα Κίρκη
Ταξίδευε μαζί μας. Όλη την διαδρομή επάνω στην ανοιχτή γέφυρα.
Από το ταξίδι του Μάγου (John Fowles) στις Σπέτσες, η μάγισσα Κίρκη (Κεφαλέα) παραδομένη στον άνεμο.
Γι αυτήν είχε γράψει: "Όταν μου έγραψε πριν από χρόνια, της απάντησα ότι δεν είχα καιρό... Αλλά με ένα τέτοιο όνομα, Κίρκη, ποιος εραστής του Ομήρου και του Joyce θα μπορούσε να την αγνοήσει; Τελικά συναντηθήκαμε και βρήκα άλλον ένα λόγο να ερωτευθώ την Ελλάδα".
Η Κίρκη Κεφαλέα έχει εκδόσει ένα βιβλίο για τον J. F.: "Η Ελληνική Εμπειρία" (εκδόσεις Ολκός).
Η επιστροφή του Μάγου
Γνώρισα τον John Fowles διαβάζοντας τον «Μάγο» (The Magus) στην πρώτη του έκδοση, το 1966. (Αργότερα τον ξανάγραψε από την αρχή – ένα βιβλίο 700 σελίδων!).
Με μάγεψε. Νομίζω το ίδιο συνέβη σε όσους διάβασαν αυτό το μυθιστόρημα το γεμάτο μυστήριο, ποίηση και Ελλάδα.
Αργότερα βέβαια βρήκα όλα του τα βιβλία και τα μελέτησα το ένα μετά το άλλο. Είδα τις ταινίες που γεννήθηκαν από αυτά. (Ποιος δεν θυμάται την Meryl Streep στην "Ερωμένη του Γάλλου Υποπλοιάρχου";) Ήταν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ποτέ φυσικά δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως εκείνος θα έγραφε για μένα.
Κι όμως αυτό έγινε. Σε ένα αυτοβιογραφικό δοκίμιο (Behind the Magus - Πίσω από το Magus, 1994) στο οποίο περιγράφει πως έγραψε τoν «Μάγο», ξαφνικά βρήκα αυτή την παράγραφο:
"Some thirty years or more later, my translator into Modern Greek, Phaidon Tamvakakis, very kindly gave me a book by Nikos Demou: The Light of the Greeks – To Phos ton Ellenon. It was not until I read the powerful essay and quotations that accompany the photographs there that I began to understand what had happened to me on that then long past January day in 1952. The Greeks see, feel, apprehend light not as others do, and from the beginning of history to its end".
«Κάπου τριάντα ή παραπάνω χρόνια μετά, ο μεταφραστής μου στα Νέα Ελληνικά Φαίδων Ταμβακάκης, είχε την καλοσύνη να μου δώσει ένα βιβλίο του Νίκου Δήμου: Το Φως των Ελλήνων. Μόνον αφού διάβασα το δυνατό δοκίμιο και τα αποσπάσματα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες, άρχισα να καταλαβαίνω τι μου είχε συμβεί σε κείνη την τόσο μακρινή Γεναριάτικη μέρα του 1952. Οι Έλληνες βλέπουν, νιώθουν, κατανοούν το φως όχι όπως οι άλλοι - και από την αρχή ως το τέλος της ιστορίας».
Ήταν η αρχή της φιλίας μου με τον αξιόλογο συγγραφέα Φαίδωνα Ταμβακάκη, αλλά και με τον ίδιο τον Fowles. Τον έζησα στην Αγγλία (όπου λάβαμε μαζί μέρος σε εκδήλωση του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού) αλλά και στην Ελλάδα. Ήμουν μάρτυς μίας σημαντικής στιγμής – της επιστροφής του στις Σπέτσες.
Επειδή δεν μπορούσα να φανταστώ αυτή την τελετουργία να γίνεται με το πλοίο της γραμμής, παρακάλεσα ένα φίλο να μου δανείσει το σκάφος του. Εκεί λοιπόν ο Μάγος, η θετή κόρη του Anna, η βιογράφος του Eileen Warburton, η άλλη Ελληνίδα μεταφράστριά του Κίρκη Κεφαλέα και εγώ, ξεκινήσαμε ένα Νόστο.
Το Νοέμβριο του 1996, μετά από σαράντα τρία χρόνια, ο John Fowles αντίκρισε πάλι τις Σπέτσες, το μέρος όπου δίδαξε στην Αναργύρειο και Κοργιαλλένειο Σχολή, όπου έγραψε το πιο διάσημο βιβλίο του (The Magus) και όπου ερωτεύθηκε την πρώτη του σύζυγο. Πίσω του, στην μεγάλη φωτογραφία, η κόρη της, που την υιοθέτησε. Στην μικρή φωτογραφία κατω δεξιά, ο συγγραφέας στον κήπο της Βίλας Μπόταση, που στάθηκε το μοντέλο για την βίλα του Μάγου Κόγχις.
Για αυτή την επίσκεψη έγραψε αργότερα: "Δεν μπορώ ακριβώς να την περιγράψω, αλλά το βαθύτερο νόημά της ήταν μία σχεδόν απρόσμενη συγκατάθεση: ότι δεν έκανα λάθος που τόσα χρόνια έζησα ονειρευόμενος (αλλά και στην φαντασία μου βιώνοντας συνεχώς) αυτό το εξαίσιο τοπίο. Πολλές επιστροφές είναι απογοητεύσεις, αλλά αυτή ποτέ." (Wormholes, 1998, s. 72).
Ο John Fowles πέθανε στις πέντε Νοεμβρίου του 2005, στα 79 του χρόνια. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την μετάφραση που είχε ξεκινήσει με την συνεργασία της Κίρκης – ήθελε να δει το «Φως των Ελλήνων» να κυκλοφορεί στα Αγγλικά. Πρόλαβε όμως να αφήσει ένα έργο που σημάδεψε τον εικοστό αιώνα.
Γραμμένο την μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, την μέρα που γιορτάζει το φως, αυτό που τόσο αγαπούσε.
Τρίτη, Ιουνίου 20, 2006
Χωρισμοί 3
Γράφει ο marios p.
Ι.
ΤΟΤΕ: Ένα γράμμα στο ψυγείο
«Σήμερα το πρωί πέρασα από το σπίτι να μαζέψω τα πράγματά μου, όπως στο είχα υποσχεθεί. Όλα γνωστά και οικεία, τριάντα ώρες μετά. Σαν να γυρίζω σπίτι από εκδρομή... Νοιώθω να φεύγω και να επιστρέφω ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο, κοιτώντας το τοπίο για πρώτη και τελευταία φορά. Η δική μου Έρημη Χώρα περιμένει να τη λεηλατήσω.
Στην κρεβατοκάμαρα άνοιξα τα παντζούρια και ο ήλιος όρμησε στο ξέστρωτο κρεβάτι. Ανάμεσα στα σεντόνια είχες ξεχάσει εκείνο το φανελάκι που μου είχες πάρει στο Ναύπλιο. Και που το φόραγες η ίδια τις νύχτες. Μπορεί και να το άφησες επίτηδες σήμερα το πρωί ― δεν έχει σημασία τώρα πια... Το πήρα και το κράτησα ψηλά. Το σκίτσο ενός αραχτού γουρουνιού που λέει αυτάρεσκα «Με θέλουν όλες για το κορμί μου». Εσύ και η αναθεματισμένη ειρωνία σου... Έμεινα για ώρα να το κοιτάζω αφηρημένος: άσπρο, σαν το παγωμένο βλέμμα σου αυτές τις τελευταίες μέρες. Σαν την πάλλευκη ερημιά της προχθεσινής νύχτας. Η λαιμόκοψή του φαντάζει σαν ένα κακόγουστο αστείο για το δικό μου λαιμό.
Έφερα το φανελάκι σου στο πρόσωπό μου: δεν είχε μόνον τη μυρωδιά σου, ήταν σαν η ψυχή σου να πέταξε πέρα μακριά μου, ένα αλαφιασμένο καρτούν που αφήνει πίσω του ένα αστείο απομεινάρι απ’ το σώμα του. Σαν κάτι να πέθανε ― ή να ξαναγεννήθηκε, ούτε αυτό έχει σημασία τώρα πια. Και με αυτό το ξέπνοο σώμα πρέπει να πορευτώ τώρα εγώ, ψυχή μου.
Αλλά, ας σταματήσω εδώ. Το σημείωμα στο ψυγείο μου ξέφυγε και έγινε ολόκληρο μυθιστόρημα. Όπως μας ξέφυγε κι η κατάσταση τον τελευταίο καιρό.
Τα πράγματά μου πάντως τα πήρα. Έπαιξα τίμια ― δεν αφήνω πίσω τίποτα― δεν γυρίζω πίσω. Το φανελάκι στο άφησα... Το κλειδί μου είναι στο γραμματοκιβώτιο. Καλή τύχη.»
ΙΙ.
ΧΩΡΙΣΜΟΙ: Ο ρυθμός του κόσμου
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τον χωρισμό τους. Δεν είχαν κρατήσει καμία επαφή, όπως, εξάλλου, εκείνη το είχε ζητήσει. Ένα ξαφνικό τηλεφώνημά της και λίγες αμήχανες κουβέντες. Η συγκυρία ευτυχής: ήταν να ανέβει για κάποια άλλη δουλειά στη Θεσσαλονίκη και συμφώνησαν να συναντηθούν.
Ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Εξέπεμπε άλλο φως• και σίγουρα όχι εκείνη την ασημί λάμψη που εκείνος φύλαγε μέσα του επί τόσα χρόνια. Ήταν φυσικό, είχαν συνεχίσει να ζουν και μετά τον χωρισμό τους• έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Αλλά αυτά τα καταλαβαίνει μόνο το μυαλό. Εντός του είχε συνεχίσει να ζει απαιτητικά ένα διά παντός εικοσάχρονο κορίτσι. Η πληγή του χωρισμού είχε κλείσει από καιρό, αναζητούσε όμως πάντα εκείνο το ασημένιο φως που έμπαινε τις νύχτες από το μπαλκόνι τους. Η νεότητα πυρώνεται από την απληστία και το διά παντός εικοσάχρονο κορίτσι έκλεβε το ασημί του φεγγαριού από τις επόμενες νύχτες της ζωής του.
Τώρα όμως καταλάβαινε πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που αντικαθρέπτιζε τότε το βλέμμα της, ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνόδευε και αιμάτωνε τότε τις χειρονομίες της, τώρα πια είχε μεταλλαχθεί. Στο ταξίδι του γυρισμού προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη σε όλα αυτά. Εις μάτην. Την ίδια νύχτα, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Από την υπερένταση του ταξιδιού, σκέφτηκε. Βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο κι οι σκέψεις του τον πήραν μακριά. Το τσιγάρο έσβησε κι εκείνος είχε απομείνει να κοιτάζει για ώρα ένα συγκεκριμένο αστέρι. Κάποιοι πιστεύουν ότι το φως μερικών αστεριών που βλέπουμε έχει αυτονομηθεί και ταξιδεύει ακόμη, πολύ καιρό μετά τον θάνατό τους. Ασ’ τους να λένε. Εκείνος το έβλεπε αυτό το αστέρι και ζούσε μαζί με το φως του. Η πηγή του ήταν αδιάφορη και ξένη πια.
ΙΙΙ.
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ: «Οι ανηφόρες των χεριών της»
Την κοίταζε μπροστά του να ανεβαίνει την ανηφόρα προς την εκκλησία του χωριού. Φορούσε παντελόνι και σακάκι, ίσια παπούτσια ― η λειτουργικότητα προηγείται της αισθητικής. Εκείνος ξεφύσαγε πιο πίσω. Μεγάλη Παρασκευή, όμως, και ήθελε να νοιώσει το ανοιξιάτικο αεράκι από εκεί ψηλά...
Κρατούσε από το χέρι τη μικρή ανιψούλα της. «Στην κατηφόρα ανεβαίνω καλύτερα», της εξηγούσε η μικρή στη στροφή. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας. Υπήρχε ακόμη γλύκα στο βλέμμα της, μόνο που έμοιαζε να έρχεται από κάπου μακριά. Ίσως από εκείνον τον ερημότοπο που εξόρισε, χρόνια πριν, την ψυχή της για να μπορέσει να γλιτώσει από τον κόσμο γύρω της, που ήταν κάτι λιγότερο από όαση. Και να γεννήσει τα παιδιά της. Να σωθεί. Να ξαναβρεί κάτι πιο μεγάλο από το μισερό ολόκληρο της καρδιάς της και το λειψό φανταχτερό του κόσμου. Αγγίζει πια τα πενήντα, μα φυλάει ζηλότυπα μέσα της ένα δεκαπεντάχρονο που θέλει το μέλι του κόσμου για πάρτη του. Που θέλει να του κάνουν δώρο τα πάντα.
Πότε -πότε στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της και ξαναγίνεται δεκαπέντε χρονών. Τότε που έκανε πρόβες μπροστά σ’ έναν άλλον καθρέφτη: προσπαθούσε να περπατάει μονοκόμματα, χωρίς να κουνάει πέρα δώθε τον κώλο της. Τότε που ήθελε να την κοιτούν και να βλέπουν μόνον την ψυχή της. Πρόωρα εκτελεσμένος ναρκισσισμός. Με μια χαριστική βολή να μυρίζει μπαρούτι, φεμινισμό και όνειρα.
Στο προαύλιο της εκκλησίας εκείνος κοιτάζει τα χέρια της. Δεν είναι πια χέρια δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Φλέβες υπαινίσσονται τις διαδρομές της ζωής της. Καφετιά στίγματα προδίδουν τους σταθμούς όπου αλάφιασε η ψυχή της.
Την τραβάει παράμερα, δίπλα στον τοίχο του μικρού νεκροταφείου του χωριού. Παίρνει τα χέρια της στα δικά του και τα διαβάζει σαν παλιό πειρατικό χάρτη, που ίσως και να δείχνει πού βρίσκεται θαμμένος ο χαμένος θησαυρός του.
ΥΓ. Ένοιωσα σαν αυτούς τους τύπους στην τηλεόραση που τους βάζουν μικρόφωνο μπροστά τους: να πω «Πέσαμε από τα σύννεφα» θα ακουγόταν άσχετο, το «Γειά σου μαμά» θα ήταν υπερβολικό. Ένα ευθυμογράφημα γράφτηκε και πήγε άπατο. Προτίμησα, λοιπόν, δυο λόγια για εκείνην...
Ι.
ΤΟΤΕ: Ένα γράμμα στο ψυγείο
«Σήμερα το πρωί πέρασα από το σπίτι να μαζέψω τα πράγματά μου, όπως στο είχα υποσχεθεί. Όλα γνωστά και οικεία, τριάντα ώρες μετά. Σαν να γυρίζω σπίτι από εκδρομή... Νοιώθω να φεύγω και να επιστρέφω ταυτόχρονα στο ίδιο σημείο, κοιτώντας το τοπίο για πρώτη και τελευταία φορά. Η δική μου Έρημη Χώρα περιμένει να τη λεηλατήσω.
Στην κρεβατοκάμαρα άνοιξα τα παντζούρια και ο ήλιος όρμησε στο ξέστρωτο κρεβάτι. Ανάμεσα στα σεντόνια είχες ξεχάσει εκείνο το φανελάκι που μου είχες πάρει στο Ναύπλιο. Και που το φόραγες η ίδια τις νύχτες. Μπορεί και να το άφησες επίτηδες σήμερα το πρωί ― δεν έχει σημασία τώρα πια... Το πήρα και το κράτησα ψηλά. Το σκίτσο ενός αραχτού γουρουνιού που λέει αυτάρεσκα «Με θέλουν όλες για το κορμί μου». Εσύ και η αναθεματισμένη ειρωνία σου... Έμεινα για ώρα να το κοιτάζω αφηρημένος: άσπρο, σαν το παγωμένο βλέμμα σου αυτές τις τελευταίες μέρες. Σαν την πάλλευκη ερημιά της προχθεσινής νύχτας. Η λαιμόκοψή του φαντάζει σαν ένα κακόγουστο αστείο για το δικό μου λαιμό.
Έφερα το φανελάκι σου στο πρόσωπό μου: δεν είχε μόνον τη μυρωδιά σου, ήταν σαν η ψυχή σου να πέταξε πέρα μακριά μου, ένα αλαφιασμένο καρτούν που αφήνει πίσω του ένα αστείο απομεινάρι απ’ το σώμα του. Σαν κάτι να πέθανε ― ή να ξαναγεννήθηκε, ούτε αυτό έχει σημασία τώρα πια. Και με αυτό το ξέπνοο σώμα πρέπει να πορευτώ τώρα εγώ, ψυχή μου.
Αλλά, ας σταματήσω εδώ. Το σημείωμα στο ψυγείο μου ξέφυγε και έγινε ολόκληρο μυθιστόρημα. Όπως μας ξέφυγε κι η κατάσταση τον τελευταίο καιρό.
Τα πράγματά μου πάντως τα πήρα. Έπαιξα τίμια ― δεν αφήνω πίσω τίποτα― δεν γυρίζω πίσω. Το φανελάκι στο άφησα... Το κλειδί μου είναι στο γραμματοκιβώτιο. Καλή τύχη.»
ΙΙ.
ΧΩΡΙΣΜΟΙ: Ο ρυθμός του κόσμου
Είχαν περάσει δέκα χρόνια από τον χωρισμό τους. Δεν είχαν κρατήσει καμία επαφή, όπως, εξάλλου, εκείνη το είχε ζητήσει. Ένα ξαφνικό τηλεφώνημά της και λίγες αμήχανες κουβέντες. Η συγκυρία ευτυχής: ήταν να ανέβει για κάποια άλλη δουλειά στη Θεσσαλονίκη και συμφώνησαν να συναντηθούν.
Ήταν ένας άλλος άνθρωπος. Εξέπεμπε άλλο φως• και σίγουρα όχι εκείνη την ασημί λάμψη που εκείνος φύλαγε μέσα του επί τόσα χρόνια. Ήταν φυσικό, είχαν συνεχίσει να ζουν και μετά τον χωρισμό τους• έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Αλλά αυτά τα καταλαβαίνει μόνο το μυαλό. Εντός του είχε συνεχίσει να ζει απαιτητικά ένα διά παντός εικοσάχρονο κορίτσι. Η πληγή του χωρισμού είχε κλείσει από καιρό, αναζητούσε όμως πάντα εκείνο το ασημένιο φως που έμπαινε τις νύχτες από το μπαλκόνι τους. Η νεότητα πυρώνεται από την απληστία και το διά παντός εικοσάχρονο κορίτσι έκλεβε το ασημί του φεγγαριού από τις επόμενες νύχτες της ζωής του.
Τώρα όμως καταλάβαινε πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που αντικαθρέπτιζε τότε το βλέμμα της, ό,τι κι αν ήταν αυτό που συνόδευε και αιμάτωνε τότε τις χειρονομίες της, τώρα πια είχε μεταλλαχθεί. Στο ταξίδι του γυρισμού προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη σε όλα αυτά. Εις μάτην. Την ίδια νύχτα, δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Από την υπερένταση του ταξιδιού, σκέφτηκε. Βγήκε στο μπαλκόνι να κάνει ένα τσιγάρο κι οι σκέψεις του τον πήραν μακριά. Το τσιγάρο έσβησε κι εκείνος είχε απομείνει να κοιτάζει για ώρα ένα συγκεκριμένο αστέρι. Κάποιοι πιστεύουν ότι το φως μερικών αστεριών που βλέπουμε έχει αυτονομηθεί και ταξιδεύει ακόμη, πολύ καιρό μετά τον θάνατό τους. Ασ’ τους να λένε. Εκείνος το έβλεπε αυτό το αστέρι και ζούσε μαζί με το φως του. Η πηγή του ήταν αδιάφορη και ξένη πια.
ΙΙΙ.
ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ: «Οι ανηφόρες των χεριών της»
Την κοίταζε μπροστά του να ανεβαίνει την ανηφόρα προς την εκκλησία του χωριού. Φορούσε παντελόνι και σακάκι, ίσια παπούτσια ― η λειτουργικότητα προηγείται της αισθητικής. Εκείνος ξεφύσαγε πιο πίσω. Μεγάλη Παρασκευή, όμως, και ήθελε να νοιώσει το ανοιξιάτικο αεράκι από εκεί ψηλά...
Κρατούσε από το χέρι τη μικρή ανιψούλα της. «Στην κατηφόρα ανεβαίνω καλύτερα», της εξηγούσε η μικρή στη στροφή. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε χαμογελώντας. Υπήρχε ακόμη γλύκα στο βλέμμα της, μόνο που έμοιαζε να έρχεται από κάπου μακριά. Ίσως από εκείνον τον ερημότοπο που εξόρισε, χρόνια πριν, την ψυχή της για να μπορέσει να γλιτώσει από τον κόσμο γύρω της, που ήταν κάτι λιγότερο από όαση. Και να γεννήσει τα παιδιά της. Να σωθεί. Να ξαναβρεί κάτι πιο μεγάλο από το μισερό ολόκληρο της καρδιάς της και το λειψό φανταχτερό του κόσμου. Αγγίζει πια τα πενήντα, μα φυλάει ζηλότυπα μέσα της ένα δεκαπεντάχρονο που θέλει το μέλι του κόσμου για πάρτη του. Που θέλει να του κάνουν δώρο τα πάντα.
Πότε -πότε στέκεται μπροστά στον καθρέφτη της και ξαναγίνεται δεκαπέντε χρονών. Τότε που έκανε πρόβες μπροστά σ’ έναν άλλον καθρέφτη: προσπαθούσε να περπατάει μονοκόμματα, χωρίς να κουνάει πέρα δώθε τον κώλο της. Τότε που ήθελε να την κοιτούν και να βλέπουν μόνον την ψυχή της. Πρόωρα εκτελεσμένος ναρκισσισμός. Με μια χαριστική βολή να μυρίζει μπαρούτι, φεμινισμό και όνειρα.
Στο προαύλιο της εκκλησίας εκείνος κοιτάζει τα χέρια της. Δεν είναι πια χέρια δεκαπεντάχρονου κοριτσιού. Φλέβες υπαινίσσονται τις διαδρομές της ζωής της. Καφετιά στίγματα προδίδουν τους σταθμούς όπου αλάφιασε η ψυχή της.
Την τραβάει παράμερα, δίπλα στον τοίχο του μικρού νεκροταφείου του χωριού. Παίρνει τα χέρια της στα δικά του και τα διαβάζει σαν παλιό πειρατικό χάρτη, που ίσως και να δείχνει πού βρίσκεται θαμμένος ο χαμένος θησαυρός του.
ΥΓ. Ένοιωσα σαν αυτούς τους τύπους στην τηλεόραση που τους βάζουν μικρόφωνο μπροστά τους: να πω «Πέσαμε από τα σύννεφα» θα ακουγόταν άσχετο, το «Γειά σου μαμά» θα ήταν υπερβολικό. Ένα ευθυμογράφημα γράφτηκε και πήγε άπατο. Προτίμησα, λοιπόν, δυο λόγια για εκείνην...
Κυριακή, Ιουνίου 18, 2006
Δύο ερωτικά δωμάτια
Η ταράτσα και η βεράντα
Ας γυρίσω κι εγώ πίσω σε δύο ερωτικά καλοκαίρια.
Όλες οι γυναίκες που αγάπησα (εκτός από μία) είχαν μικρά ονόματα που άρχιζαν από Μ.
Υπάρχουν οκτώ Μ στη ζωή μου. Δεν έχουν βέβαια την ίδια βαρύτητα ή σημασία. Το πρώτο κράτησε ένα χρόνο, το δεύτερο τρία. Το μεγάλο Μ μόλις έκλεισε τα είκοσι οκτώ.
Ανάλογα και οι πληγές που μου άφησαν έχουν διαφορετικό βάθος. Άλλες πονάνε πάντα, κι άλλες μόνο με τον νοτιά.
ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η Μ2 ήταν η πρώτη μεγάλη μου αγάπη. Γερμανίδα, τρυφερή ευαίσθητη και ευφυής, τον καιρό του Μονάχου.
Ήρθε για καλοκαίρι στην Ελλάδα. Άφραγκοι αμφότεροι, που να πάμε;
Ο πατέρας μου βρήκε τη λύση. Είχε έναν γνωστό, ιδιοκτήτη ξενοδοχείου στην Αιδηψό. Μη φανταστείτε κανένα Παλάς. Ούτε β΄ κατηγορίας. Ένα τρίπατο τσιμεντένιο σπίτι ήταν, όπου έμεναν γερόντια για να κάνουν ιαματικά λουτρά.
(Μόνο τέτοιοι σύχναζαν στην Αιδηψό).
Όμως το σπίτι είχε ταράτσα με θέα την θάλασσα και στην μέση ένα δωμάτιο. Μας το έδωσε.
Δεκαπέντε μέρες δεν θυμάμαι να βγήκαμε πάνω από δύο φορές. Μας έφερναν επάνω φαγητό κι ότι άλλο χρειαζόμασταν και μας τα άφηναν έξω από την πόρτα, στο κεφαλόσκαλο. Δεκαπέντε μέρες κάναμε έρωτα. Συνέχεια. Μόνιμα γυμνοί, σαν πρωτόγονοι (δεν μας έβλεπε κανείς) κυλιόμασταν στα σεντόνια, στις πλάκες, σε μια φρενίτιδα συνεχούς οργασμού. Κοιμόμασταν ζευγαρωμένοι, ξυπνούσαμε και συνεχίζαμε. Μυρίζαμε σεξ, σαν τα ζώα. Εκτός από έρωτα, ύπνο και φαγητό, δεν σκεφθήκαμε ούτε κάναμε τίποτα άλλο.
Γυρίσαμε μαυρισμένοι, σαν να είχαμε κάνει εκατό μπάνια. Ακόμα θυμάμαι πως πονούσαν τα ευαίσθητα μέρη από την πολλή χρήση…
Με την Μ2 χωρίσαμε άσκημα.
**********************************************
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα•
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η Μ3 ήταν η πρώτη μου σύζυγος. Και πριν παντρευτούμε η μεγάλη αγάπη και των δυο μας, ήταν η Ύδρα.
Το νησί τότε, αρχές της δεκαετίας του 60, ήταν στις μεγάλες του δόξες. Μια διεθνής παροικία συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων κατοικούσε εκεί όλο τον χρόνο. Έτρωγες με τον Leonard Cohen και τραγουδούσες στην «Λαγουδέρα» με τον Jo Dassin.
Ένα καλοκαίρι (με άδεια εγώ από το Ναυτικό) πήγαμε για μία εβδομάδα. Το μόνο δωμάτιο που βρήκαμε ήταν ένα περίεργο κατασκεύασμα. Πρέπει να υπήρξε κάποτε βεράντα, η οποία κλείστηκε για να αξιοποιηθεί. Έξη μέτρα επί ένα και τριάντα. Οι τρεις πλευρές τζαμαρία. Δύο κρεβάτια σε παράταξη εφ ενός ζυγού κι ένας στενός διάδρομος στο πλάι. Μία καρέκλα αν θυμάμαι καλά και κάτι κρεμάστρες στον τοίχο αντί για ντουλάπα.
Άθλιο ενδιαίτημα, στενάχωρο, ζεστό, ολόφωτο (δεν είχε πατζούρια) και αδιάκριτο (ούτε κουρτίνες – κάτι κουρέλια βουαλάζ, δεν κρατούσαν τίποτα κρυφό). Συνθήκες θερμοκηπίου – ανοίγαμε, όσο γινόταν, τα καρφωμένα παράθυρα, να αερίζεται.
Ναι, αλλά ήμασταν ερωτευμένοι και δεν καταλαβαίναμε Χριστό. Πηδώντας (κυριολεκτικά) από το ένα κρεβάτι στο άλλο, χαρήκαμε την ζωή μας όσο ποτέ άλλοτε.
Α, αυτή η γεύση του ψημένου αλατιού πάνω στο δέρμα!
Και με την Μ3 χωρίσαμε άσκημα.
**********************************************
Ένα κερί αρκεί. / Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, / θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, / σαν έρθουν η Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. / Η κάμαρη απόψε
να μη έχει φως πολύ. / Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, / και με το λίγο φως -
μέσα στην ρέμβην έτσι / θα οραματισθώ
για νάρθουν της Αγάπης, / για νάρθουν η Σκιές.
_______________________________________________
Με την βοήθεια του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
Ας γυρίσω κι εγώ πίσω σε δύο ερωτικά καλοκαίρια.
Όλες οι γυναίκες που αγάπησα (εκτός από μία) είχαν μικρά ονόματα που άρχιζαν από Μ.
Υπάρχουν οκτώ Μ στη ζωή μου. Δεν έχουν βέβαια την ίδια βαρύτητα ή σημασία. Το πρώτο κράτησε ένα χρόνο, το δεύτερο τρία. Το μεγάλο Μ μόλις έκλεισε τα είκοσι οκτώ.
Ανάλογα και οι πληγές που μου άφησαν έχουν διαφορετικό βάθος. Άλλες πονάνε πάντα, κι άλλες μόνο με τον νοτιά.
ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΡΩΤΟ: Η Μ2 ήταν η πρώτη μεγάλη μου αγάπη. Γερμανίδα, τρυφερή ευαίσθητη και ευφυής, τον καιρό του Μονάχου.
Ήρθε για καλοκαίρι στην Ελλάδα. Άφραγκοι αμφότεροι, που να πάμε;
Ο πατέρας μου βρήκε τη λύση. Είχε έναν γνωστό, ιδιοκτήτη ξενοδοχείου στην Αιδηψό. Μη φανταστείτε κανένα Παλάς. Ούτε β΄ κατηγορίας. Ένα τρίπατο τσιμεντένιο σπίτι ήταν, όπου έμεναν γερόντια για να κάνουν ιαματικά λουτρά.
(Μόνο τέτοιοι σύχναζαν στην Αιδηψό).
Όμως το σπίτι είχε ταράτσα με θέα την θάλασσα και στην μέση ένα δωμάτιο. Μας το έδωσε.
Δεκαπέντε μέρες δεν θυμάμαι να βγήκαμε πάνω από δύο φορές. Μας έφερναν επάνω φαγητό κι ότι άλλο χρειαζόμασταν και μας τα άφηναν έξω από την πόρτα, στο κεφαλόσκαλο. Δεκαπέντε μέρες κάναμε έρωτα. Συνέχεια. Μόνιμα γυμνοί, σαν πρωτόγονοι (δεν μας έβλεπε κανείς) κυλιόμασταν στα σεντόνια, στις πλάκες, σε μια φρενίτιδα συνεχούς οργασμού. Κοιμόμασταν ζευγαρωμένοι, ξυπνούσαμε και συνεχίζαμε. Μυρίζαμε σεξ, σαν τα ζώα. Εκτός από έρωτα, ύπνο και φαγητό, δεν σκεφθήκαμε ούτε κάναμε τίποτα άλλο.
Γυρίσαμε μαυρισμένοι, σαν να είχαμε κάνει εκατό μπάνια. Ακόμα θυμάμαι πως πονούσαν τα ευαίσθητα μέρη από την πολλή χρήση…
Με την Μ2 χωρίσαμε άσκημα.
**********************************************
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με --
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα•
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....
ΔΩΜΑΤΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Η Μ3 ήταν η πρώτη μου σύζυγος. Και πριν παντρευτούμε η μεγάλη αγάπη και των δυο μας, ήταν η Ύδρα.
Το νησί τότε, αρχές της δεκαετίας του 60, ήταν στις μεγάλες του δόξες. Μια διεθνής παροικία συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων κατοικούσε εκεί όλο τον χρόνο. Έτρωγες με τον Leonard Cohen και τραγουδούσες στην «Λαγουδέρα» με τον Jo Dassin.
Ένα καλοκαίρι (με άδεια εγώ από το Ναυτικό) πήγαμε για μία εβδομάδα. Το μόνο δωμάτιο που βρήκαμε ήταν ένα περίεργο κατασκεύασμα. Πρέπει να υπήρξε κάποτε βεράντα, η οποία κλείστηκε για να αξιοποιηθεί. Έξη μέτρα επί ένα και τριάντα. Οι τρεις πλευρές τζαμαρία. Δύο κρεβάτια σε παράταξη εφ ενός ζυγού κι ένας στενός διάδρομος στο πλάι. Μία καρέκλα αν θυμάμαι καλά και κάτι κρεμάστρες στον τοίχο αντί για ντουλάπα.
Άθλιο ενδιαίτημα, στενάχωρο, ζεστό, ολόφωτο (δεν είχε πατζούρια) και αδιάκριτο (ούτε κουρτίνες – κάτι κουρέλια βουαλάζ, δεν κρατούσαν τίποτα κρυφό). Συνθήκες θερμοκηπίου – ανοίγαμε, όσο γινόταν, τα καρφωμένα παράθυρα, να αερίζεται.
Ναι, αλλά ήμασταν ερωτευμένοι και δεν καταλαβαίναμε Χριστό. Πηδώντας (κυριολεκτικά) από το ένα κρεβάτι στο άλλο, χαρήκαμε την ζωή μας όσο ποτέ άλλοτε.
Α, αυτή η γεύση του ψημένου αλατιού πάνω στο δέρμα!
Και με την Μ3 χωρίσαμε άσκημα.
**********************************************
Ένα κερί αρκεί. / Το φως του το αμυδρό
αρμόζει πιο καλά, / θάναι πιο συμπαθές
σαν έρθουν της Αγάπης, / σαν έρθουν η Σκιές.
Ένα κερί αρκεί. / Η κάμαρη απόψε
να μη έχει φως πολύ. / Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, / και με το λίγο φως -
μέσα στην ρέμβην έτσι / θα οραματισθώ
για νάρθουν της Αγάπης, / για νάρθουν η Σκιές.
_______________________________________________
Με την βοήθεια του Χατζηκυριάκου-Γκίκα και του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη
Σάββατο, Ιουνίου 17, 2006
Φωτογραφίες από Σαντορίνη...
Καλοκαιρινές διακοπές –για γερούς λύτες!
Γράφει η Aphrodite
Κάποια στιγμή, ήρθε το πρώτο καλοκαίρι που θα πήγαινα διακοπές για πρώτη φορά χωρίς γονείς / οικογενειακούς μας φίλους με παιδιά. Αύγουστος, με τον φίλο μου και την παρέα μας, βουτιά στα βαθειά της πρώτης ενηλικίωσης. Ετσι το έβλεπα εκείνο το 4-ήμερο που θα περνούσαμε στη Σαντορίνη, με τα εικοσάχρονά μου μάτια.
*********************************
Μέρα 1: Ξεκινήσαμε μια παρέα, 3 κορίτσια, 3 αγόρια. Το μόνο ζευγάρι, ο φίλος μου (κιθαρίστας, look Duran-όβιου) κι εγώ (Madonna meets Miss Tsixlofouska). Οι άλλοι μες το πνεύμα των διακοπών, πήγαιναν να τα φτιάξουν μεταξύ τους & με όποιον άλλον τους γυάλιζε στο νησί. «Ο,τι κινείται, εκτελείται...». Είχαν δε πείρα από νησιά, το μόνο ούφο ήμουν εγώ: ζαλίζομαι και που ανακατεύω τον καφέ μου, όχι να μπω ψύχραιμη σ’ενα σαπιοκάραβο, μέρα με σφοδρή θαλασσοταραχή... Δραμαμίνες πολλές, αλλά συνεχώς γραπωμένη στην κουπαστή, πράσινη, να μου εύχομαι σύντομο θάνατο...
Φτάνουμε (μαγευτική η θέα όταν πλησιάζεις στο νησί, μοναδική!), ακόμη μέρα, κουνιόμουν και ζαλιζόμουν οικτρά. Στο ψάξιμο ταξί για τα Φηρά, μας τσιμπάει ένας κραχτης room-let-άς (!) & μας μπαγλαρώνει σ’ένα παμπάλαιο, βρωμερό αυτοκίνητο. Επειδή όμως ο δικός μου ο σάκος δεν χώραγε πουθενά (κουβαλούσα πλήρη γκαρνταρόμπα, νόμιζα η ηλίθια ότι θα αλλάζω σετάκι τσόκαρο- παρεό – μαγιώ δεκάκις ημερησίως, στα βράχια και την άμμο την... κινούμενη!) τον δένει στη σπασμένη σχάρα κι αρχίζει την ανηφόρα («σακούλααα...»!). Στην πρώτη ανάποδη στροφή, ντελαπάρουμε από το βάρος του σάκου, σπάει το σχοινί & ξεχύνονται τα ρούχα μου σε ακτίνα 20 μ., αφού πρόλαβε και πάτησε μπόλικα η σακαράκα μέχρι να σταματήσει... ΓΜΤ!!!
Τα μαζεύουμε τσάτρα-πάτρα, μας πηγαίνει τελικά στη μέση του πουθενά, σε κάτι δωμάτια εντελώς αυθαίρετα, μες τις κότες & τις κατσίκες (πιιιιφ!). Ξεφορτώνουμε, μοιράζουμε δωμάτια, μας παραχωρούν το μόνο με διπλό κρεβάτι, το αμόρε μου ζητοκραύγασε- όλο δικό μας, με θόλο χτιστό και παράθυρο στη θάλασσα, κι εγώ να χαπακώνομαι αντιεμετικά... Η χαρά του έμεινε! («σακούλααα...»!) Πιο βραδάκι, άντε να βγούμε όλοι στην πόλη, οι κοπέλλες έτοιμες, βαμένες, κυριλέ, κι οι άντρες με... βερμούδες & μακώ! Γκρινιάξαμε, άλλαξαν, ντύθηκαν τελικά σα φλωρέττες (μεταξωτά πουκάμισα που ήταν της μόδας, κι ο δικός μου με χαβανέζικο fluo πουκάμισο!). Τους ξαναστείλαμε για βερμούδες, κι άντε ταξί να κατεβούμε μπαρότσαρκα...
Αχόρταγα μάτια, να βλέπουμε τα μπαράκια χτιστά σαν ψεύτικα, ή μάλλον, σαν αληθινά, τα φωτάκια τους γιρλάντα στο γκρεμό, έρωτες και γαλάζιο στα σκοτεινά... Και κόσμοοος, Πανεπιστημίου ώρα αιχμής να μοιράζουν χιλιάρικα, κι εμείς εκεί, με τα μάτια να πετάν αστράκια («σακούλααα!»). Να κόβουμε κίνηση, ποιοί –ξένοι, δικοί- περνούν τα standards της κρεβατοκάμαρας του καθενός μας, πλάθαμε ιστορίες για το τι κρύβει ο καθένας που άρεσε σε κάποιον μας (εγώ γκαζόζα κι αντιεμετικά...) Τριγυρίσαμε σε μπόλικα (κούραση μηδέν τότε...), μετά για ύπνο όλοι, ο φίλος μου πάλι με τη χαρά έμεινε, όσο εγώ έβγαζα τ’άντερα μου...
********************************
Μέρα 2: Πρωί στην αυλή με τις κότες να τσιμπολογάνε εμάς και το πρωινό μας, συν γάτες, σκύλοι και μύγες – πολλή πανίδα για τόσα λίγα τετραγωνικά, όλα να μποχίζουν τριγύρω, αλλά οι φίλοι μας φλερτ γκαζωμένο. Η μια φίλη –κολλητή μου, αστραφτερή, πανέξυπνη, ανέβαζε μόνη της show ολόκληρο. Η άλλη φίλη-γέμισμα, για να είμαστε συμμετρικοί ντάμες-καβαλιέροι: άχρωμη, άοσμη, αόρατη. Ο ένας φίλος-κολλητός του αμόρε μου, καρακόμματος, εύστροφος, αστείος, τι να λέμε! Ο άλλος ξάδερφός του, καλούλης, ησυχούλης, η θεία Λένα σε ανδρικό! Φαινόταν οτι θα κατέληγαν οι δυο λαμπεροί μαζί, κι οι δύο «αδιάφοροι» μαζί, κι ας διασταυρώνονταν τα πειράγματα προς πάσα κατεύθυνση & φαινόταν η κάψα να οπλίζει στο βάθος...
Ξεκινήσαμε να βρούμε παραλία προδιαγραφών ΑΑ, μηδέν κόσμο, όχι μαύρη να μας καίει τις πατούσες, με κάποια σκιά (στη Σαντορίνη? Πώωως!), χωρίς πελώριο κύμα... Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε λιμανάκι, νοικιάσαμε κάτι γαιδούρια να μας ανεβάσουν πάνω & μαντέψτε ποιάν έριξε ο αρχι-γάιδαρος σε κάτι σκαλοπάτια δίπλα... Αουτς! Τα παΐδια μου! Τα μηχανάκια που πήραμε τα έφτυσαν, φορτωθήκαμε σε κάτι ποδήλατα και βρήκαμε μέρος για μπάνιο, μια παραλία καρτ-ποστάλ, ονειρική και απλωτή... Αλλά πού να το χαρώ, είχα πάθει ΚΑΙ ηλίαση (μα οι άλλοι τέτοια ανοσία στο λιοπύρι?), πονοκέφαλος & πυρετικά ρίγη... Οι υπόλοιποι μέχρι έπαιζαν τους γυμνιστές τρομάρα τους, να τους ακούσει το ηφαίστειο να ξυπνήσει μες τη ντίρλα!
Αργότερα ντους με την κολλητή μου («χμμμ... με ποιόν ψήνεται φάση, ε?»), ντους με το αμόρε («κράτα τη χαρά γι’αργότερα, να με πιάσουν τα παυσίπονα!»), ντους μόνη μου (στα προηγούμενα ήμουν με το μαγιώ μου – ντρεπόμουν καλέ!). Φάε και μια πούντα, ρίγη ξανά, 38.9 ακατέβατα, λαιμός χάλι, αλλά εκεί, να βγούμε. Μέχρι να ετοιμαστώ, οι άλλοι σημαιοστολισμένοι, εγώ μουλιασμένη σα προχτεσινό κολλυβόζουμο...
Στα καλντερίμια με υπόκρουση τρελλής μουσικής («το κεφάλι μουυυυ!»), έσπασα ένα τακούνι, παραλίγο και γοφό, ξέρασε πάνω μου μια μεθυσμένη, μου πάτησε το πόδι (ναι!) μηχανάκι με ατζαμή οδηγό, με έλουσε το αμόρε με bloody Μary κατά λάθος (κολλάειιιι!), και μπραφ! Μου την πέφτει κι ο κολλητός του έτσι ξαφνικά, (δεν είχε πιεί!) & να προσπαθώ όλο το βράδυ να τον κάνω πάσα στην κολλητή μου να γλυτώσουμε όλοι...
Ηταν εκείνη η ωραία αίσθηση διακοπών, αρκετά ασφαλής με την παρέα, ώστε και πατάτα να πεις ή να κάνεις, θα τη δουν με κατανόηση, και μαζί κι αστάθεια γιατί όλα παίζονται: ό,τι χαραχτεί στο νησί μπορεί να σε ακολουθήσει στην πόλη. Ρίσκο, ξεφουσκώνει ή φουντώνει...
Ξημερώματα, χαλάει το ταξί και γυρνάμε με τα πόδια, από τις φούσκες βγάζουμε παπούτσια, εγώ φυσικά πατάω καρφί κι άντε να βρούμε αντιτετανικό... Ευτυχώς βοήθησε ένας συνταξιούχος φαρμακοποιός μετά από τις γκαρίκλες μας... Ο φίλος μου πάλι με... τη χαρά έμεινε. Εγώ πάλι με γάζες, νάρθηκα, τσιρότα, αντισηπτικά, αντιβίωση, παυσίπονα, μια μελανιά στον πισινό από το «ελαφρύ» χέρι του σκιτζή & μια μυγοσκοτώστρα για τα μιλούνια κουνούπια......
********************************
Μέρα 3, αυτιστικό ψάξιμο παραλίας, εγώ άλλαζα παγοκύστες κάτω από το καπέλλο-αντίσκηνο για την ίωση & τη θερμοπληξία, ξεπεζεύουμε σε μία, οι κοπέλλες πήγαν να φέρουν φαγώσιμα για πικ-νικ αργότερα, ο φίλος μου πήγε να φέρει μια άλλη παρέα από πιο πέρα. Με το που απομακρύνεται λίγο, να «κίνηση» ο κολλητός του... «Βρε καλώς το το καράτεκνο, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα?» από μέσα, αλλά απ’έξω φιλικά εντελώς... Το ήξερα ότι έρωτας-ξε-έρωτας, δε θα έμενα με το αμόρε (όλες οι γυναίκες ξέρουν από την πρώτη ώρα πού θα πάει η σχέση!). Μέχρι να έρθουν όμως τα πράγματα έτσι που να το δει κι εκείνος, δεν χώραγε τρίτος... Βολική ηθική ε?... «Πέσιμο» γενναίο, αν και άτιμο στον κολλητό του. Εγώ εκεί, βράχος ηθικής (τρομάρα μου!). Τα απιστώ/απατώ/κερατώνω και τα συναφή ήταν (ακόμα) terra icognita...
Με το που έρχεται ο φίλος μου με την καινούρια παρέα, ο καράτεκνος με... μασχαλιάζει & με πετάει μέσα, μου κάνει κι απανωτές πατητές και κόντεψε να με πνίξει το ζώον! (He wouldn’t take no for an answer!). Μετά πέταξε και τον φίλο μου μέσα και σιγα-σιγά όλη την παρέα, με αποκορύφωμα ένα γομάρι που το πέταξε πάνω μου- και από το βάρος του, σε νερό βάθους μηρού, κατάφερα να χτυπήσω σε προεξοχή βράχου & ν’ανοίξει το κεφάλι μου...
Βουρ στο νοσοκομείο (το ποιό?) για ράμματα, τελικά μου τα έκανε ένας καρατσαπατσούλης γιατρός σπίτι του, ούτε αναισθησίες ούτε τίποτε, εκτός απο την αναισθησία του καράτεκνου, που σφύριζε αδιάφορα...
Απόγευμα πια, τις άλλες δεν τις είχαμε ειδοποιήσει, ο «αόρατος» φίλος εξαφανιζόλ επίσης, (ούτε κινητά τότε ούτε τίποτε), κι έφυγαν οι δυό τους με τα μηχανάκια να πάνε να τις μαζέψουν. Εγλυφα τις πληγές μου μέχρι που γύρισε το αμόρε μου, «σκαστός» από τον άλλον, να βρει τη... χαρά του! Πάνω στη «διαπραγμάτευση» (τα παΐδια μουουου!) μπούκαρε η ιδιοκτήτρια της πανσιόν με δυο μπάτσους που έψαχναν για ναρκωτικά & μόνο που δε μας έκαναν προσαγωγή! Οι Ολλανδοί που είχαν έρθει πριν από μας, είχαν κάνει το δωμάτιο τεκέ!
Τεσπα, τις κοπέλλες δεν τις βρήκαμε αλλά δεν ανησυχούσαμε (Επαρση της νιότης? Βλακεία? Εμπιστοσύνη?) Ξανανεβήκαμε στα μηχανάκια για βόλτα, και σε μια απότομη στροφή, του φεύγει του αμόρε το μηχανάκι με μένα πάνω (εκείνος γλύστρισε αριστοτεχνικά την ώρα που έπεφτε το combo μηχανάκι-εγώ στο βράχο με φυγόκεντρο για ελέφαντες). Αουτς! Εκτός του ότι σκίστηκα σ’όλη την αριστερή πλευρά, κόλλησε η εξάτμιση πάνω μου με το πέσιμο & έπαθα το κλασσικό έγκαυμα-σαλαμάκι στο εσωτερικό της γάμπας... Το τι καντήλια κατέβασα, να τους πετάω ό,τι έβρισκα, σκασμένοι στα γέλια αμόρε, κολλητός & φίλος, εγώ αλοιφές & γάζες, ένα βράδυ μαγεία...
*******************************
Μέρα 4 : Το πρωΐ που τα μαζεύαμε να φύγουμε, ήρθαν ξάγρυπνες, ξεχτένιστες & καταευτυχισμένες οι δυο φίλες μας: τα είχαν φτιάξει μεταξύ τους (Ντόϊονγκ!). Προσωπικά ένοιωθα τέτοια ανακούφιση που ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα φεύγαμε, που δε μ’ένοιαζε το ότι γυρνούσα... σαπακιασμένη! Στο καράβι βέβαια, νύχτα, τα κλασσικά, κατάστρωμα, εγώ πράσινη, ναυτία, ρίγος & λαιμός χάλια, ίωση σίγουρα... Ο 3ος της παρέας εξαφανίστηκε κάπου στο πλοίο και να τον ψάχνουμε ανάμεσα σε μπόγους (άνθρωποι? μπαγκάζια?) & λίγο πριν να βγάλουμε ντουντούκα, εμφανίστηκε & μας είπε ότι το έκανε λέει με κάποια στις τουαλέττες και με κάποιον σε ένα από τα σαλόνια (Ξανα-Ντόϊονγκ!).
Προς το ξημέρωμα, ενώσαμε υπνόσακους και στριμωχτήκαμε 6 άνθρωποι δίπλα-δίπλα, με μηδέν απόσταση στις καρδιές μας, να ανταλλάσσουμε ανέκδοτα & να μετράμε πεφταστέρια... Ο καρακαλλόνος σηκώθηκε, πήγε στα κάγγελα απέναντί μου, ζύγιζε τ’αστέρια προφανώς, και τότε με «χτύπησε»: Αυτός ήταν ο άντρας με τον οποίον ήθελα να είμαι μαζί, από τον Σεπτέμβρη και μετά. Αυτός ακριβώς! Το αμόρε ακόμη κι εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν μήπως του κλήρωνε η... χαρά του με bonus μες τους υπνόσακκους, ανίδεος του τι παιζόταν μέσα μου. Στην αγκαλιά του, πριν διαλέξω λέξεις για το τελικό ανακοινωθέν, η καρδιά μου είχε ενσωματώσει ήδη τον «επόμενο», κι όχι επειδή μου έκανα κόρτε γορίλλα, αλλά παρ’όλ’αυτό. Είδα στη στάση του Αντρα, όταν μέχρι τότε ήμουν με εφήβους διαφόρων ηλικιών... Τη μάζεψα τη σκέψη, πακετάκι, και είπα όχι ακόμη. Ηθική με περικεφαλαία!
Ξημερώνοντας μπαίναμε Πειραιά (επιτέλους! στεριά!), τι ωραία αίσθηση, επιστροφή κι η μέρα μπουμπούκι ακόμη... Πήραμε τα πράγματά & βγαίνοντας από το πλοίο, τρεκλίζω και μου πέφτει ο σάκος στο λιμάνι, στα βρωμόνερα μέσα! Με τη φωτογραφική μηχανή & όλα τα φιλμς από το θεσπέσιο αυτό νησί (πριν την επέλαση των βαρβάρων & τις φωτογραφίες όλο χέρια-πόδια τουρίστα στο κάδρο & ελληνάρες μπροστά σε κάθε ηλιοβασίλεμα...)
Ε, όπως τον ψάρευαν οι λιμενικοί τον σάκκο, έμπηξα πια τα κλάμματα... Τι σόϊ διακοπές ήταν αυτές?!
Μπου-χου-χουυυυυ!
Οι καλύτερες της ζωής μου!
Απλώς τότε δεν το ήξερα. Το ξέρω όμως τώρα!
Οι φίλες «επανήλθαν» μετά το «πείραμα». Το ταπεινό χαμομηλάκι όχι. Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια, ο τύπος του από το κατάστρωμα... Το αμόρε το ξεπλήρωσα σε... χαρά με τόκο & πανωτόκι, barrage πληρωμών! Με τον καρακαλλόνο τραβήχτηκα για πολύ περισσότερο απ’ό,τι άντεχε το νευρικό μου σύστημα, η καρδιά & το μυαλό μου- όσο καταλυτικός, τόσο και πλήγμα τύπος...
Αφού σε φάση πρώτου φτιαξίματος, σ’εκείνες τις υπέροχες στιγμές που εκμυστηρεύονται οι –εραστές πια- τι πρωτοένοιωσαν και τι κόλπα έπαιζαν, του εξομολογήθηκα: «Εκείνο το ξημέρωμα στο καράβι είχα πει νοερά για σένα «ραντεβού τον Σεπτέμβρη» έτσι όπως σε κοίταζα ν’αγναντεύεις τ’αστέρια & να είσαι τόσο όμορφος και τόσο... αρσενικό!». Εκείνος με κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια κι απήντησε βραχνά: «Βασικά ήθελα να κατουρήσω, και σκεφτόμουν αν στόχευα τη θάλασσα, πόσους από κάτω θα πιτσίλαγα έτσι που φύσαγε!»...
Επρεπε να το είχα μυριστεί το φυρίκι που έκρυβε μέσα του, αλλά ας όψεται η allure της Σαντορίνης!
******************************
Επιμύθιον: Αν το όνομά σας αρχίζει από Α., το αμόρε σας έχει ωραίους κολλητούς-φελλούς κι έχετε ευαίσθητη υγεία, μακρυά απ’τα Φηρά!
******************************
Εσείς? Ποιες ήταν οι πιο αξέχαστες σας διακοπές? Η οι πιο.. ξεχασμένες? Κράτησε κανένα ειδύλλιο από τότε? Η μήπως φέρατε ένα... καινούριο, σπίτι? Ωριμάσατε στις διακοπές σας, ηρεμήσατε ή... ξεσαλώσατε εντελώς για να καλύψετε το χαμένο έδαφος του χειμώνα?
Ε?
Εεε?
ΕΕΕΕ?????
Κάποια στιγμή, ήρθε το πρώτο καλοκαίρι που θα πήγαινα διακοπές για πρώτη φορά χωρίς γονείς / οικογενειακούς μας φίλους με παιδιά. Αύγουστος, με τον φίλο μου και την παρέα μας, βουτιά στα βαθειά της πρώτης ενηλικίωσης. Ετσι το έβλεπα εκείνο το 4-ήμερο που θα περνούσαμε στη Σαντορίνη, με τα εικοσάχρονά μου μάτια.
*********************************
Μέρα 1: Ξεκινήσαμε μια παρέα, 3 κορίτσια, 3 αγόρια. Το μόνο ζευγάρι, ο φίλος μου (κιθαρίστας, look Duran-όβιου) κι εγώ (Madonna meets Miss Tsixlofouska). Οι άλλοι μες το πνεύμα των διακοπών, πήγαιναν να τα φτιάξουν μεταξύ τους & με όποιον άλλον τους γυάλιζε στο νησί. «Ο,τι κινείται, εκτελείται...». Είχαν δε πείρα από νησιά, το μόνο ούφο ήμουν εγώ: ζαλίζομαι και που ανακατεύω τον καφέ μου, όχι να μπω ψύχραιμη σ’ενα σαπιοκάραβο, μέρα με σφοδρή θαλασσοταραχή... Δραμαμίνες πολλές, αλλά συνεχώς γραπωμένη στην κουπαστή, πράσινη, να μου εύχομαι σύντομο θάνατο...
Φτάνουμε (μαγευτική η θέα όταν πλησιάζεις στο νησί, μοναδική!), ακόμη μέρα, κουνιόμουν και ζαλιζόμουν οικτρά. Στο ψάξιμο ταξί για τα Φηρά, μας τσιμπάει ένας κραχτης room-let-άς (!) & μας μπαγλαρώνει σ’ένα παμπάλαιο, βρωμερό αυτοκίνητο. Επειδή όμως ο δικός μου ο σάκος δεν χώραγε πουθενά (κουβαλούσα πλήρη γκαρνταρόμπα, νόμιζα η ηλίθια ότι θα αλλάζω σετάκι τσόκαρο- παρεό – μαγιώ δεκάκις ημερησίως, στα βράχια και την άμμο την... κινούμενη!) τον δένει στη σπασμένη σχάρα κι αρχίζει την ανηφόρα («σακούλααα...»!). Στην πρώτη ανάποδη στροφή, ντελαπάρουμε από το βάρος του σάκου, σπάει το σχοινί & ξεχύνονται τα ρούχα μου σε ακτίνα 20 μ., αφού πρόλαβε και πάτησε μπόλικα η σακαράκα μέχρι να σταματήσει... ΓΜΤ!!!
Τα μαζεύουμε τσάτρα-πάτρα, μας πηγαίνει τελικά στη μέση του πουθενά, σε κάτι δωμάτια εντελώς αυθαίρετα, μες τις κότες & τις κατσίκες (πιιιιφ!). Ξεφορτώνουμε, μοιράζουμε δωμάτια, μας παραχωρούν το μόνο με διπλό κρεβάτι, το αμόρε μου ζητοκραύγασε- όλο δικό μας, με θόλο χτιστό και παράθυρο στη θάλασσα, κι εγώ να χαπακώνομαι αντιεμετικά... Η χαρά του έμεινε! («σακούλααα...»!) Πιο βραδάκι, άντε να βγούμε όλοι στην πόλη, οι κοπέλλες έτοιμες, βαμένες, κυριλέ, κι οι άντρες με... βερμούδες & μακώ! Γκρινιάξαμε, άλλαξαν, ντύθηκαν τελικά σα φλωρέττες (μεταξωτά πουκάμισα που ήταν της μόδας, κι ο δικός μου με χαβανέζικο fluo πουκάμισο!). Τους ξαναστείλαμε για βερμούδες, κι άντε ταξί να κατεβούμε μπαρότσαρκα...
Αχόρταγα μάτια, να βλέπουμε τα μπαράκια χτιστά σαν ψεύτικα, ή μάλλον, σαν αληθινά, τα φωτάκια τους γιρλάντα στο γκρεμό, έρωτες και γαλάζιο στα σκοτεινά... Και κόσμοοος, Πανεπιστημίου ώρα αιχμής να μοιράζουν χιλιάρικα, κι εμείς εκεί, με τα μάτια να πετάν αστράκια («σακούλααα!»). Να κόβουμε κίνηση, ποιοί –ξένοι, δικοί- περνούν τα standards της κρεβατοκάμαρας του καθενός μας, πλάθαμε ιστορίες για το τι κρύβει ο καθένας που άρεσε σε κάποιον μας (εγώ γκαζόζα κι αντιεμετικά...) Τριγυρίσαμε σε μπόλικα (κούραση μηδέν τότε...), μετά για ύπνο όλοι, ο φίλος μου πάλι με τη χαρά έμεινε, όσο εγώ έβγαζα τ’άντερα μου...
********************************
Μέρα 2: Πρωί στην αυλή με τις κότες να τσιμπολογάνε εμάς και το πρωινό μας, συν γάτες, σκύλοι και μύγες – πολλή πανίδα για τόσα λίγα τετραγωνικά, όλα να μποχίζουν τριγύρω, αλλά οι φίλοι μας φλερτ γκαζωμένο. Η μια φίλη –κολλητή μου, αστραφτερή, πανέξυπνη, ανέβαζε μόνη της show ολόκληρο. Η άλλη φίλη-γέμισμα, για να είμαστε συμμετρικοί ντάμες-καβαλιέροι: άχρωμη, άοσμη, αόρατη. Ο ένας φίλος-κολλητός του αμόρε μου, καρακόμματος, εύστροφος, αστείος, τι να λέμε! Ο άλλος ξάδερφός του, καλούλης, ησυχούλης, η θεία Λένα σε ανδρικό! Φαινόταν οτι θα κατέληγαν οι δυο λαμπεροί μαζί, κι οι δύο «αδιάφοροι» μαζί, κι ας διασταυρώνονταν τα πειράγματα προς πάσα κατεύθυνση & φαινόταν η κάψα να οπλίζει στο βάθος...
Ξεκινήσαμε να βρούμε παραλία προδιαγραφών ΑΑ, μηδέν κόσμο, όχι μαύρη να μας καίει τις πατούσες, με κάποια σκιά (στη Σαντορίνη? Πώωως!), χωρίς πελώριο κύμα... Κάποια στιγμή βρεθήκαμε σε λιμανάκι, νοικιάσαμε κάτι γαιδούρια να μας ανεβάσουν πάνω & μαντέψτε ποιάν έριξε ο αρχι-γάιδαρος σε κάτι σκαλοπάτια δίπλα... Αουτς! Τα παΐδια μου! Τα μηχανάκια που πήραμε τα έφτυσαν, φορτωθήκαμε σε κάτι ποδήλατα και βρήκαμε μέρος για μπάνιο, μια παραλία καρτ-ποστάλ, ονειρική και απλωτή... Αλλά πού να το χαρώ, είχα πάθει ΚΑΙ ηλίαση (μα οι άλλοι τέτοια ανοσία στο λιοπύρι?), πονοκέφαλος & πυρετικά ρίγη... Οι υπόλοιποι μέχρι έπαιζαν τους γυμνιστές τρομάρα τους, να τους ακούσει το ηφαίστειο να ξυπνήσει μες τη ντίρλα!
Αργότερα ντους με την κολλητή μου («χμμμ... με ποιόν ψήνεται φάση, ε?»), ντους με το αμόρε («κράτα τη χαρά γι’αργότερα, να με πιάσουν τα παυσίπονα!»), ντους μόνη μου (στα προηγούμενα ήμουν με το μαγιώ μου – ντρεπόμουν καλέ!). Φάε και μια πούντα, ρίγη ξανά, 38.9 ακατέβατα, λαιμός χάλι, αλλά εκεί, να βγούμε. Μέχρι να ετοιμαστώ, οι άλλοι σημαιοστολισμένοι, εγώ μουλιασμένη σα προχτεσινό κολλυβόζουμο...
Στα καλντερίμια με υπόκρουση τρελλής μουσικής («το κεφάλι μουυυυ!»), έσπασα ένα τακούνι, παραλίγο και γοφό, ξέρασε πάνω μου μια μεθυσμένη, μου πάτησε το πόδι (ναι!) μηχανάκι με ατζαμή οδηγό, με έλουσε το αμόρε με bloody Μary κατά λάθος (κολλάειιιι!), και μπραφ! Μου την πέφτει κι ο κολλητός του έτσι ξαφνικά, (δεν είχε πιεί!) & να προσπαθώ όλο το βράδυ να τον κάνω πάσα στην κολλητή μου να γλυτώσουμε όλοι...
Ηταν εκείνη η ωραία αίσθηση διακοπών, αρκετά ασφαλής με την παρέα, ώστε και πατάτα να πεις ή να κάνεις, θα τη δουν με κατανόηση, και μαζί κι αστάθεια γιατί όλα παίζονται: ό,τι χαραχτεί στο νησί μπορεί να σε ακολουθήσει στην πόλη. Ρίσκο, ξεφουσκώνει ή φουντώνει...
Ξημερώματα, χαλάει το ταξί και γυρνάμε με τα πόδια, από τις φούσκες βγάζουμε παπούτσια, εγώ φυσικά πατάω καρφί κι άντε να βρούμε αντιτετανικό... Ευτυχώς βοήθησε ένας συνταξιούχος φαρμακοποιός μετά από τις γκαρίκλες μας... Ο φίλος μου πάλι με... τη χαρά έμεινε. Εγώ πάλι με γάζες, νάρθηκα, τσιρότα, αντισηπτικά, αντιβίωση, παυσίπονα, μια μελανιά στον πισινό από το «ελαφρύ» χέρι του σκιτζή & μια μυγοσκοτώστρα για τα μιλούνια κουνούπια......
********************************
Μέρα 3, αυτιστικό ψάξιμο παραλίας, εγώ άλλαζα παγοκύστες κάτω από το καπέλλο-αντίσκηνο για την ίωση & τη θερμοπληξία, ξεπεζεύουμε σε μία, οι κοπέλλες πήγαν να φέρουν φαγώσιμα για πικ-νικ αργότερα, ο φίλος μου πήγε να φέρει μια άλλη παρέα από πιο πέρα. Με το που απομακρύνεται λίγο, να «κίνηση» ο κολλητός του... «Βρε καλώς το το καράτεκνο, τι μπορούμε να κάνουμε για σένα?» από μέσα, αλλά απ’έξω φιλικά εντελώς... Το ήξερα ότι έρωτας-ξε-έρωτας, δε θα έμενα με το αμόρε (όλες οι γυναίκες ξέρουν από την πρώτη ώρα πού θα πάει η σχέση!). Μέχρι να έρθουν όμως τα πράγματα έτσι που να το δει κι εκείνος, δεν χώραγε τρίτος... Βολική ηθική ε?... «Πέσιμο» γενναίο, αν και άτιμο στον κολλητό του. Εγώ εκεί, βράχος ηθικής (τρομάρα μου!). Τα απιστώ/απατώ/κερατώνω και τα συναφή ήταν (ακόμα) terra icognita...
Με το που έρχεται ο φίλος μου με την καινούρια παρέα, ο καράτεκνος με... μασχαλιάζει & με πετάει μέσα, μου κάνει κι απανωτές πατητές και κόντεψε να με πνίξει το ζώον! (He wouldn’t take no for an answer!). Μετά πέταξε και τον φίλο μου μέσα και σιγα-σιγά όλη την παρέα, με αποκορύφωμα ένα γομάρι που το πέταξε πάνω μου- και από το βάρος του, σε νερό βάθους μηρού, κατάφερα να χτυπήσω σε προεξοχή βράχου & ν’ανοίξει το κεφάλι μου...
Βουρ στο νοσοκομείο (το ποιό?) για ράμματα, τελικά μου τα έκανε ένας καρατσαπατσούλης γιατρός σπίτι του, ούτε αναισθησίες ούτε τίποτε, εκτός απο την αναισθησία του καράτεκνου, που σφύριζε αδιάφορα...
Απόγευμα πια, τις άλλες δεν τις είχαμε ειδοποιήσει, ο «αόρατος» φίλος εξαφανιζόλ επίσης, (ούτε κινητά τότε ούτε τίποτε), κι έφυγαν οι δυό τους με τα μηχανάκια να πάνε να τις μαζέψουν. Εγλυφα τις πληγές μου μέχρι που γύρισε το αμόρε μου, «σκαστός» από τον άλλον, να βρει τη... χαρά του! Πάνω στη «διαπραγμάτευση» (τα παΐδια μουουου!) μπούκαρε η ιδιοκτήτρια της πανσιόν με δυο μπάτσους που έψαχναν για ναρκωτικά & μόνο που δε μας έκαναν προσαγωγή! Οι Ολλανδοί που είχαν έρθει πριν από μας, είχαν κάνει το δωμάτιο τεκέ!
Τεσπα, τις κοπέλλες δεν τις βρήκαμε αλλά δεν ανησυχούσαμε (Επαρση της νιότης? Βλακεία? Εμπιστοσύνη?) Ξανανεβήκαμε στα μηχανάκια για βόλτα, και σε μια απότομη στροφή, του φεύγει του αμόρε το μηχανάκι με μένα πάνω (εκείνος γλύστρισε αριστοτεχνικά την ώρα που έπεφτε το combo μηχανάκι-εγώ στο βράχο με φυγόκεντρο για ελέφαντες). Αουτς! Εκτός του ότι σκίστηκα σ’όλη την αριστερή πλευρά, κόλλησε η εξάτμιση πάνω μου με το πέσιμο & έπαθα το κλασσικό έγκαυμα-σαλαμάκι στο εσωτερικό της γάμπας... Το τι καντήλια κατέβασα, να τους πετάω ό,τι έβρισκα, σκασμένοι στα γέλια αμόρε, κολλητός & φίλος, εγώ αλοιφές & γάζες, ένα βράδυ μαγεία...
*******************************
Μέρα 4 : Το πρωΐ που τα μαζεύαμε να φύγουμε, ήρθαν ξάγρυπνες, ξεχτένιστες & καταευτυχισμένες οι δυο φίλες μας: τα είχαν φτιάξει μεταξύ τους (Ντόϊονγκ!). Προσωπικά ένοιωθα τέτοια ανακούφιση που ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ θα φεύγαμε, που δε μ’ένοιαζε το ότι γυρνούσα... σαπακιασμένη! Στο καράβι βέβαια, νύχτα, τα κλασσικά, κατάστρωμα, εγώ πράσινη, ναυτία, ρίγος & λαιμός χάλια, ίωση σίγουρα... Ο 3ος της παρέας εξαφανίστηκε κάπου στο πλοίο και να τον ψάχνουμε ανάμεσα σε μπόγους (άνθρωποι? μπαγκάζια?) & λίγο πριν να βγάλουμε ντουντούκα, εμφανίστηκε & μας είπε ότι το έκανε λέει με κάποια στις τουαλέττες και με κάποιον σε ένα από τα σαλόνια (Ξανα-Ντόϊονγκ!).
Προς το ξημέρωμα, ενώσαμε υπνόσακους και στριμωχτήκαμε 6 άνθρωποι δίπλα-δίπλα, με μηδέν απόσταση στις καρδιές μας, να ανταλλάσσουμε ανέκδοτα & να μετράμε πεφταστέρια... Ο καρακαλλόνος σηκώθηκε, πήγε στα κάγγελα απέναντί μου, ζύγιζε τ’αστέρια προφανώς, και τότε με «χτύπησε»: Αυτός ήταν ο άντρας με τον οποίον ήθελα να είμαι μαζί, από τον Σεπτέμβρη και μετά. Αυτός ακριβώς! Το αμόρε ακόμη κι εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν μήπως του κλήρωνε η... χαρά του με bonus μες τους υπνόσακκους, ανίδεος του τι παιζόταν μέσα μου. Στην αγκαλιά του, πριν διαλέξω λέξεις για το τελικό ανακοινωθέν, η καρδιά μου είχε ενσωματώσει ήδη τον «επόμενο», κι όχι επειδή μου έκανα κόρτε γορίλλα, αλλά παρ’όλ’αυτό. Είδα στη στάση του Αντρα, όταν μέχρι τότε ήμουν με εφήβους διαφόρων ηλικιών... Τη μάζεψα τη σκέψη, πακετάκι, και είπα όχι ακόμη. Ηθική με περικεφαλαία!
Ξημερώνοντας μπαίναμε Πειραιά (επιτέλους! στεριά!), τι ωραία αίσθηση, επιστροφή κι η μέρα μπουμπούκι ακόμη... Πήραμε τα πράγματά & βγαίνοντας από το πλοίο, τρεκλίζω και μου πέφτει ο σάκος στο λιμάνι, στα βρωμόνερα μέσα! Με τη φωτογραφική μηχανή & όλα τα φιλμς από το θεσπέσιο αυτό νησί (πριν την επέλαση των βαρβάρων & τις φωτογραφίες όλο χέρια-πόδια τουρίστα στο κάδρο & ελληνάρες μπροστά σε κάθε ηλιοβασίλεμα...)
Ε, όπως τον ψάρευαν οι λιμενικοί τον σάκκο, έμπηξα πια τα κλάμματα... Τι σόϊ διακοπές ήταν αυτές?!
Μπου-χου-χουυυυυ!
Οι καλύτερες της ζωής μου!
Απλώς τότε δεν το ήξερα. Το ξέρω όμως τώρα!
Οι φίλες «επανήλθαν» μετά το «πείραμα». Το ταπεινό χαμομηλάκι όχι. Κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια, ο τύπος του από το κατάστρωμα... Το αμόρε το ξεπλήρωσα σε... χαρά με τόκο & πανωτόκι, barrage πληρωμών! Με τον καρακαλλόνο τραβήχτηκα για πολύ περισσότερο απ’ό,τι άντεχε το νευρικό μου σύστημα, η καρδιά & το μυαλό μου- όσο καταλυτικός, τόσο και πλήγμα τύπος...
Αφού σε φάση πρώτου φτιαξίματος, σ’εκείνες τις υπέροχες στιγμές που εκμυστηρεύονται οι –εραστές πια- τι πρωτοένοιωσαν και τι κόλπα έπαιζαν, του εξομολογήθηκα: «Εκείνο το ξημέρωμα στο καράβι είχα πει νοερά για σένα «ραντεβού τον Σεπτέμβρη» έτσι όπως σε κοίταζα ν’αγναντεύεις τ’αστέρια & να είσαι τόσο όμορφος και τόσο... αρσενικό!». Εκείνος με κοίταξε βαθειά μέσα στα μάτια κι απήντησε βραχνά: «Βασικά ήθελα να κατουρήσω, και σκεφτόμουν αν στόχευα τη θάλασσα, πόσους από κάτω θα πιτσίλαγα έτσι που φύσαγε!»...
Επρεπε να το είχα μυριστεί το φυρίκι που έκρυβε μέσα του, αλλά ας όψεται η allure της Σαντορίνης!
******************************
Επιμύθιον: Αν το όνομά σας αρχίζει από Α., το αμόρε σας έχει ωραίους κολλητούς-φελλούς κι έχετε ευαίσθητη υγεία, μακρυά απ’τα Φηρά!
******************************
Εσείς? Ποιες ήταν οι πιο αξέχαστες σας διακοπές? Η οι πιο.. ξεχασμένες? Κράτησε κανένα ειδύλλιο από τότε? Η μήπως φέρατε ένα... καινούριο, σπίτι? Ωριμάσατε στις διακοπές σας, ηρεμήσατε ή... ξεσαλώσατε εντελώς για να καλύψετε το χαμένο έδαφος του χειμώνα?
Ε?
Εεε?
ΕΕΕΕ?????
Παρασκευή, Ιουνίου 16, 2006
Χαλαρά, πολύ χαλαρά...
...δοκιμαστικό καλοκαιρινό blogging
Ε, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση. Η μόνη λύση είναι είτε να κόψω το Internet (αδιανόητο) ή να ξανανοίξω το blog.
Δύο εβδομάδες κλειστό και να το αποτέλεσμα:
1. Τα email μου πολλαπλασιάστηκαν. Ό,τι θα έγραφαν ως σχόλιο, μου το στέλνουν ως γράμμα (και είναι κρίμα γιατί πολλά αξίζουν να διαβαστούν από περισσότερους...). Ακόμα και ο Λευτέρης, τα σεντόνια από το Σικάγο (πως λέμε: Θεία από το Σικάγο) τα στέλνει σε μένα!
2. Μετέτρεψα τα «Επίκαιρα» σε ψευδο-blog (πως λέμε: ψευδο-κράτος). Μερικοί φανατικοί των «Ε» ενοχλούνται. Κάποιος μου έγραψε: «Καταλαβαίνω την επιρροή που άσκησε το blog πάνω σας και την όλη, θετική και αρνητική, αναστάτωση. Όμως νομίζω ότι τον τελευταίο μήνα έχετε χάσει το μέτρο. Τα παλιά καλά Επίκαιρα που επικαλεστήκατε στο τελευταίο σας post έχουν μετατραπεί σε ένα υβρίδιο γραφείου τύπου και blog. Μας είχατε συνηθίσει σε μικρά, λιτά, ουσιαστικά κείμενα και τώρα αναλώνεστε σε ιατρικά ανακοινωθέντα, νοσταλγικές αναφορές στο blog και ανοιχτές επιστολές». Και παρόλο το «υβρίδιο», αν δεν γράψω μία μέρα – να, τα παράπονα!
3. Εν τω μεταξύ, συνεχίζουν να έρχονται σχόλια στα παλιά blog (ακόμα και σε θέματα δύο μήνες πίσω!).
4. Ένα μέρος από την δραστηριότητα του blog μου μεταφέρθηκε σε άλλα, που αναγκάζομαι να παρακολουθώ – γιατί εκεί συχνάζουν οι παρέες μου, συνεχίζονται οι τελετουργίες μας.
5. Με αυτά και με αυτά ούτε εγώ ξεκουράζομαι, ούτε εσείς (έτσι λέτε...) περνάτε καλά! (Σημερινό email: «Ανήκω στην "σιωπηρή πλειοψηφία" ,όπως ονομάσατε αυτούς που διαβάζουν τα blog σας χωρίς να συμμετέχουν σε διάλογο. Κατανοώ την κούραση και την απογοήτευση, όμως υπάρχουμε κι εμείς που έχουμε ανάγκη να παρακολουθούμε ανθρώπους... [παραλείπονται 5 λέξεις – λογοκρισία σεμνότητας]. Είναι δυστυχώς τόσο σπάνιο! Βρείτε μια λύση, δεν μπορεί να μην υπάρχει! Αιμιλία»).
6. Στην πραγματικότητα, το blog δεν έκλεισε ποτέ. Συνεχίζει την δραστηριότητά του με παράπλευρους, πλάγιους και υπόγειους δρόμους. (Παραλίγο να πω ότι ...βγήκε στην παρανομία). Καλύτερα να συνειδητοποιήσουμε το γεγονός και να αναγνωρίσουμε το εξώγαμο τέκνο...
Η λύση που ζητάει η Αιμιλία (και μερικές δεκάδες άλλοι) είναι απλή. Τι θα ήταν το νέο blog του Σεπτεμβρίου; Το ίδιο με το παλιό – ΣΥΝ την moderation. Και γιατί αυτό να μην γίνει από τώρα; Χαλαρά λόγω περιόδου... και δοκιμαστικά, λόγω νέων όρων... Θα με κατηγορήσουν για ασυνέπεια; Ε! Ο βρεμένος δεν φοβάται την ψιχάλα...
ΟΠΟΤΕ:
Το blog ξανανοίγει με μερικές βασικές διαφορές:
• Moderation. (Το τρις εξαμαρτείν...). Με βασικό άξονα ότι δεν περνάνε σχόλια υβριστικά, χυδαία, ad hominem, άσχετα με το θέμα και το κλίμα, και υπερβολικά σε μέγεθος. (Όριο: οι 500 λέξεις. Τι θα γίνει με τα περίτεχνα σεντόνια της Θεάς; Βλέπε παρακάτω).
• Ποιος αποφασίζει; Εγώ. (Όπως έλεγε και ο Δήμαρχος Χαρχούδας στην Λιλιπούπολη: «Εγώ είμαι ο πρόεδρος, εγώ είμαι ο Δήμαρχος, εγώ αποφασίζω!»). Τι να κάνουμε, δικό μου είναι το blog.
• Ο «Μετριασμός» (έτσι μεταφράζεται επίσημα – και ίσως, ενώ είναι λάθος, να καταλήγει σε κάτι σωστό...) αλλάζει το τοπίο των σχολίων. Εκ των πραγμάτων εξαφανίζει το chat. Δεν υπάρχει πια η άμεση απόκριση. Θα ελέγχω το mail τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα για να μην αργεί πολύ η δημοσίευση – αλλά... θα αργεί. Πρέπει να το ζήσουμε στη πράξη. Επιμένω: δοκιμαστική φάση. Μπορεί να μην περπατήσει και να αποδειχθεί "τρίτη και φαρμακερή".
• Καινοτομία: Δεν θα ποστάρω μόνον εγώ. Το blog ανοίγεται προς τα μέλη του και τους δίνει την ευκαιρία να γράψουν post. Πρώτη καλείται η Αφροδίτη, να μετατρέψει τα σεντόνια της σε «κύριο άρθρο» του blog. Θα ακολουθήσουν και άλλοι.
• Και τέλος: μην ξεχνάμε πως είναι καλοκαίρι. Όλα αυτά «χαλαρά – χαλαρά» που λένε και οι Θεσσαλονικείς του Λάκη. Δεν θα υπάρχει post κάθε μέρα. Αν όλα πάνε καλά και πετύχει η δοκιμαστική φάση, η πλήρης επιστροφή του blog θα γίνει – όπως είχα υποσχεθεί – τον Σεπτέμβρη. Αλλά ως τότε, ας έχουμε κάτι για να παίζουμε, εκτός από το κουβαδάκι με την άμμο...
Σάββατο, Ιουνίου 03, 2006
Καλό Καλοκαίρι!
Το blog πάει διακοπές...
(αλλά θα υπάρχουν τα παλιά καλά Επίκαιρα με νέα κείμενα)
Όπως λέγανε και τα παλιά σινεμά: "Ραντεβού το Σεπτέμβρη!"
**************************************************
Κι ένα παλιότερο καλοκαιρινό κείμενο για αποχαιρετισμό:
ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
Αυτές οι μέρες του Ιουνίου είναι, οι πιο κρίσιμες.
Όχι, μην πάει ο νους σας στην πολιτική - αυτή μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων διαταράσσει. Μιλάω για τον προαιώνιο αγώνα του φωτός και του σκότους.
Αυτές οι μέρες είναι ο θρίαμβος, η δόξα και η δύναμη του Φωτός. Οι μεγαλύτερες μέρες του χρόνου. Με φως διαυγές, μελένιο, Ελληνικό. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο - να βρίσκεσαι ξαπλωμένος σ' έναν αμμόλοφο, κάπου στη δυτική Πελοπόννησο (με τα μεγάλα πεύκα-ομπρέλες να ρίχνουν μακρότατες σκιές) και να απολαμβάνεις αυτή την παράταση ζωής, αυτές τις πρόσθετες ώρες φωτός, πριν απ' τη δύση.
Ώρα επτά - κι ο ήλιος ψηλά στον ορίζοντα. Ατελείωτη μέρα κι ατελείωτη νιώθεις τη ζωή. Γεμάτη φως και διάρκεια. Και στο βάθος απέραντη θάλασσα. Απέραντη νιώθεις τη ζωή.
“Και γλυκύ το φως και αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν τον ήλιον”, γράφει ο αδιόρθωτος επικούρειος, ο Εκκλησιαστής. Ο ηλιομανής. Κάθε δεύτερη λέξη του είναι, ήλιος ή φως. Τρέμει, το σκοτάδι: “και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος...μνησθήσεται τας ημέρας του σκότους, ότι πολλαί έσονται παν το ερχόμενον ματαιότης”.
Που τρύπωσε αυτός ο Έλληνας μέσα στους φανατικούς του Ιεχωβά; Πεσσιμιστής, σκεπτικιστής και επικούρειος, γυρίζει τη Βίβλο ανάποδα: “ουκ εστίν αγαθόν τω ανθρώπω υπό τον ήλιον, ότι ει μη φαγείν και του πιείν και του ευφρανθήναι...”.
“Υπό τον ήλιον”. Η φράση κλειδί. Το φως. Το πραγματικό, το απτό - όχι το μεταφυσικό. “Φώτιση” δεν υπάρχει – ήλιος, χρόνος και ματαιότητα. Αναμφισβήτητα “Έλλην” στη φυλή ή την παιδεία.
Συλλογίζομαι και τον Σεφέρη που έγραφε: “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”. Μόνον αυτός; Όλοι μας. Πλασμένοι από φως και ύλη - όσο περισσότερη ακτινοβολία δεχόμαστε τόσο πιο ζωντανοί. Γεμίζουμε ενέργεια, σαν φωτοηλεκτρικά κύτταρα.
Αυτός είναι για μένα ο Ιούνιος. Ο μήνας της ζωής. “Έζησε τόσους Ιουνίους”, θα έπρεπε να λένε, τόσους θριάμβους φωτός. Τόσες ημέρες ξανθές και ατελείωτα ερωτικές. Κι ο έρωτας είναι “ζήτημα φωτός” κι ας κρύβεται συχνά στο σκοτάδι. Μου έλεγε φίλη, ξενιτεμένη στον αρκτικό κύκλο, πως στη μεγάλη πολική νύχτα δεν χάνεται μόνον ή επιθυμία. Μέχρι και βιολογικά αναστέλλεται η γυναικεία περίοδος. Γι' αυτό όλη η βόρεια μυθολογία του φωτός – και η νοσταλγία του νότου. Μεταναστεύουν αναζητώντας την αφή. Κι, εμείς σπαταλούμε το χρυσάφι που μας περισσεύει.
Μωροί και άφρονες! Σύντομη είναι η νίκη του φωτός και παροδική η βασιλεία του. Γρήγορα -πόσο γρήγορα- αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Ήδη στο τέλος Ιουνίου έχουν χαθεί ολόκληρα λεπτά πολύτιμο φως. Θα φθάσουν οι ώρες του σκότους “και έσονται πολλαί”.
Μα, θα πει ο αισιόδοξος, θα ξανάρθει ο Ιούνιος και ο θρίαμβος του ήλιου. Σίγουρα. Άραγε, όμως, εμείς θα ξανάρθουμε; Πόσες φορές ακόμα; “Τα πάντα επιστρέφει εις τον χουν”, λέει ο Εκκλησιαστής. Οι Ιούνιοι που θα ζήσουμε είναι ελάχιστοι μπροστά σε αυτούς πού δεν θα ζήσουμε - κι αυτό είναι το μαύρο μέσα στο φως που είδε ο ποιητής:
...στο ζεστό λιβάδι
έβλεπε σκοτάδι
πίσω από το φως.
Ναί, αλλά τώρα ας μη μιλήσουμε άλλο για το σκότος. “Ουκ εστίν αγαθόν... ει μη του ευφρανθήναι!”. Σύμφωνοι σοφέ, σοφότατε σύντροφε στη ματαιότητα. Ας ευφρανθούμε λοιπόν, ας συλλέξουμε ήλιο και φως και αφή - κι ας ζήσουμε άλλον έναν Ιούνιο “υπό τον ήλιον”.
(αλλά θα υπάρχουν τα παλιά καλά Επίκαιρα με νέα κείμενα)
Όπως λέγανε και τα παλιά σινεμά: "Ραντεβού το Σεπτέμβρη!"
**************************************************
Κι ένα παλιότερο καλοκαιρινό κείμενο για αποχαιρετισμό:
ΙΟΝΙΟ ΠΕΛΑΓΟΣ
Αυτές οι μέρες του Ιουνίου είναι, οι πιο κρίσιμες.
Όχι, μην πάει ο νους σας στην πολιτική - αυτή μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων διαταράσσει. Μιλάω για τον προαιώνιο αγώνα του φωτός και του σκότους.
Αυτές οι μέρες είναι ο θρίαμβος, η δόξα και η δύναμη του Φωτός. Οι μεγαλύτερες μέρες του χρόνου. Με φως διαυγές, μελένιο, Ελληνικό. Τίποτα δεν είναι πιο όμορφο - να βρίσκεσαι ξαπλωμένος σ' έναν αμμόλοφο, κάπου στη δυτική Πελοπόννησο (με τα μεγάλα πεύκα-ομπρέλες να ρίχνουν μακρότατες σκιές) και να απολαμβάνεις αυτή την παράταση ζωής, αυτές τις πρόσθετες ώρες φωτός, πριν απ' τη δύση.
Ώρα επτά - κι ο ήλιος ψηλά στον ορίζοντα. Ατελείωτη μέρα κι ατελείωτη νιώθεις τη ζωή. Γεμάτη φως και διάρκεια. Και στο βάθος απέραντη θάλασσα. Απέραντη νιώθεις τη ζωή.
“Και γλυκύ το φως και αγαθόν τοις οφθαλμοίς του βλέπειν τον ήλιον”, γράφει ο αδιόρθωτος επικούρειος, ο Εκκλησιαστής. Ο ηλιομανής. Κάθε δεύτερη λέξη του είναι, ήλιος ή φως. Τρέμει, το σκοτάδι: “και εάν έτη πολλά ζήσεται ο άνθρωπος...μνησθήσεται τας ημέρας του σκότους, ότι πολλαί έσονται παν το ερχόμενον ματαιότης”.
Που τρύπωσε αυτός ο Έλληνας μέσα στους φανατικούς του Ιεχωβά; Πεσσιμιστής, σκεπτικιστής και επικούρειος, γυρίζει τη Βίβλο ανάποδα: “ουκ εστίν αγαθόν τω ανθρώπω υπό τον ήλιον, ότι ει μη φαγείν και του πιείν και του ευφρανθήναι...”.
“Υπό τον ήλιον”. Η φράση κλειδί. Το φως. Το πραγματικό, το απτό - όχι το μεταφυσικό. “Φώτιση” δεν υπάρχει – ήλιος, χρόνος και ματαιότητα. Αναμφισβήτητα “Έλλην” στη φυλή ή την παιδεία.
Συλλογίζομαι και τον Σεφέρη που έγραφε: “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”. Μόνον αυτός; Όλοι μας. Πλασμένοι από φως και ύλη - όσο περισσότερη ακτινοβολία δεχόμαστε τόσο πιο ζωντανοί. Γεμίζουμε ενέργεια, σαν φωτοηλεκτρικά κύτταρα.
Αυτός είναι για μένα ο Ιούνιος. Ο μήνας της ζωής. “Έζησε τόσους Ιουνίους”, θα έπρεπε να λένε, τόσους θριάμβους φωτός. Τόσες ημέρες ξανθές και ατελείωτα ερωτικές. Κι ο έρωτας είναι “ζήτημα φωτός” κι ας κρύβεται συχνά στο σκοτάδι. Μου έλεγε φίλη, ξενιτεμένη στον αρκτικό κύκλο, πως στη μεγάλη πολική νύχτα δεν χάνεται μόνον ή επιθυμία. Μέχρι και βιολογικά αναστέλλεται η γυναικεία περίοδος. Γι' αυτό όλη η βόρεια μυθολογία του φωτός – και η νοσταλγία του νότου. Μεταναστεύουν αναζητώντας την αφή. Κι, εμείς σπαταλούμε το χρυσάφι που μας περισσεύει.
Μωροί και άφρονες! Σύντομη είναι η νίκη του φωτός και παροδική η βασιλεία του. Γρήγορα -πόσο γρήγορα- αρχίζουν να μικραίνουν οι μέρες. Ήδη στο τέλος Ιουνίου έχουν χαθεί ολόκληρα λεπτά πολύτιμο φως. Θα φθάσουν οι ώρες του σκότους “και έσονται πολλαί”.
Μα, θα πει ο αισιόδοξος, θα ξανάρθει ο Ιούνιος και ο θρίαμβος του ήλιου. Σίγουρα. Άραγε, όμως, εμείς θα ξανάρθουμε; Πόσες φορές ακόμα; “Τα πάντα επιστρέφει εις τον χουν”, λέει ο Εκκλησιαστής. Οι Ιούνιοι που θα ζήσουμε είναι ελάχιστοι μπροστά σε αυτούς πού δεν θα ζήσουμε - κι αυτό είναι το μαύρο μέσα στο φως που είδε ο ποιητής:
...στο ζεστό λιβάδι
έβλεπε σκοτάδι
πίσω από το φως.
Ναί, αλλά τώρα ας μη μιλήσουμε άλλο για το σκότος. “Ουκ εστίν αγαθόν... ει μη του ευφρανθήναι!”. Σύμφωνοι σοφέ, σοφότατε σύντροφε στη ματαιότητα. Ας ευφρανθούμε λοιπόν, ας συλλέξουμε ήλιο και φως και αφή - κι ας ζήσουμε άλλον έναν Ιούνιο “υπό τον ήλιον”.
Παρασκευή, Ιουνίου 02, 2006
O Μικρός μου Βούδας
Έχω ένα μικρο γλυπτό Βούδα - οκτώ πόντους σοφία. Είναι πιο γέρος κι από μένα – 200 χρόνων. Σκαλισμένος σε ελεφαντόδοντο από έναν ανώνυμο τεχνίτη στην παράδοση του «γελαστού Βούδα».
Με ακολουθεί παντού, εδώ και σαράντα χρόνια.
Δεν είναι βέβαια ο πραγματικός Βούδας. Εκείνος ήταν Ινδός, ασκητής, αδύνατος και ηλιοκαμένος. Ετούτος είναι Κινέζος, ασπρουλός, παχουλός και με ευτυχισμένη στρογγυλή κοιλίτσα.
Ο πραγματικός Βούδας δεν θα χαιρόταν αν τον έβλεπε. Είχε απαγορεύσει να φτιάχνουν απεικονίσεις του. Πεντακόσια χρόνια κράτησε η απαγόρευση. Την αγνόησαν κάτι Έλληνες που είχαν φτάσει στην Ινδία, στην Γανδαρίδα (Gandhara). Ο πρώτος λαξευμένος Βούδας είχε τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα. Έχω γράψει ένα βιβλίο γι αυτό.
Ο Βούδας δεν ήταν θεός, ούτε προφήτης. Δεν είχε δόγμα, ούτε αλήθειες εξ αποκαλύψεως. Ήθελε μόνο να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την οδύνη της ύπαρξης.
Όταν τον ρώτησαν για τους Θεούς είπε την εξής παραβολή: Ένας άνθρωπος πληγώνεται στη μάχη από βέλος. Τι πρέπει να κάνουμε; Να συζητήσουμε από πού ήρθε το βέλος, ποιος το έστειλε, τι είδους βέλος είναι; Ή να προσπαθήσουμε να βγάλουμε το βέλος και να γιατρέψουμε την πληγή;
Όταν τον ρώτησαν για την διδασκαλία του, είπε άλλη παραβολή: Ένας οδοιπόρος φτάνει σε ένα φουσκωμένο ποτάμι. Πρέπει να περάσει απέναντι. Με πολύ κόπο φτιάχνει μία σχεδία. Περνάει και μετά αναρωτιέται: - Τι να την κάνω την σχεδία; Τόσο κόπο έκανα να την φτιάξω! Την παίρνει στην πλάτη του και συνεχίζει τον δρόμο του. Πράττει σωστά; Όχι βέβαια. Αφού έκανε την δουλειά της, η σχεδία είναι περιττή. Έτσι και οι διδασκαλίες – όταν φτάσετε στο τέρμα, πετάξτε τις.
Η εξίσωση του Βούδα είναι απλή. Ο πόνος προέρχεται από την προσκόλλησή μας στα πράγματα, από την επιθυμία μας για αυτά, από τον εαυτό μας που επιθυμεί και προσκολλάται. Αν πολεμήσουμε την επιθυμία, αν δημιουργήσουμε απόσταση, αν εκμηδενίσουμε το Εγώ που επιθυμεί – θα πάψουμε να πονάμε.
Σωστή η σκέψη, δύσκολη και συχνά απάνθρωπη η πραγματοποίησή της. Για να μην πονέσεις το χαμό ενός αγαπημένου – πρέπει να μην τον αγαπάς. Να μη δένεσαι με πρόσωπα (και, πολύ περισσότερο, με πράγματα). Με τον διαλογισμό να εξαφανίσεις το Εγώ και να γίνεις ένα με όλο το Σύμπαν. Το μόνο αίσθημα που επιτρέπεται να νιώθεις είναι μία γενική συμπόνια και συμπάθεια προς όλους και όλα.
Σαράντα τόσα χρόνια μελετάω τον Βουδισμό σε όλες του τις μορφές. Πριν από τριάντα χρόνια είχα ιδρύσει την Ελληνική Βουδιστική Εταιρία – ήμουν και ο πρώτος της πρόεδρος. Εκτός από ένα ειδικό βιβλίο (Ο Έλληνας Βούδας) θα βρείτε αναφορές και βουδιστικά κείμενα σε πολλά βιβλία μου. Την ιστορία των Βουδιστικών μου αναζητήσεων έχω αφηγηθεί στους «Δρόμους». Εκεί έγραψα και για τον Δαλάι Λάμα:
Μια από τις ωραιότερες στιγμές μου ήταν η συνάντηση με τον Δαλάι Λάμα κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Έδωσα ένα γεύμα προς τιμήν του, Κυριακή μεσημέρι, στο σπίτι της Εκάλης. Ήρθε χαμογελαστός και αθόρυβος, μαζί με τους λάμα του. Το πρώτο που έκανε, μετά τα καλωσορίσματα, ήταν να κατευθυνθεί προς ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο μικρά επιτραπέζια παιχνίδια και να αρχίσει να παίζει. Μία κυρία αδημονούσε: «Η Αγιότης σας δεν θα μας πει κάτι σοφό;» ρώτησε ανόητα. «Τίποτα δεν είναι πιο σοφό από το παιχνίδι» είπε εκείνος, κλείνοντας μου το μάτι.
Μετά το φαγητό καθίσαμε στον κήπο. Σιγά-σιγά οι πολλοί έφυγαν και η συζήτηση άναψε. Ήταν πολύ πιο ενημερωμένος επάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, από ότι εμείς στην ινδική. Οι ερωτήσεις του συχνά μας έβαζαν σε δύσκολη θέση. Αλλά – αυτό ήταν το σημαντικό – η παρουσία του και ο λόγος του είχαν πάντα μία ανάλαφρη χάρη. Τίποτα το πομπώδες ή το βαρύγδουπο. Η χαρωπή γνώση θα έλεγα, παραφράζοντας τον Nietzsche. Μείναμε συζητώντας ως που έπεσε η νύχτα.
Με ακολουθεί παντού, εδώ και σαράντα χρόνια.
Δεν είναι βέβαια ο πραγματικός Βούδας. Εκείνος ήταν Ινδός, ασκητής, αδύνατος και ηλιοκαμένος. Ετούτος είναι Κινέζος, ασπρουλός, παχουλός και με ευτυχισμένη στρογγυλή κοιλίτσα.
Ο πραγματικός Βούδας δεν θα χαιρόταν αν τον έβλεπε. Είχε απαγορεύσει να φτιάχνουν απεικονίσεις του. Πεντακόσια χρόνια κράτησε η απαγόρευση. Την αγνόησαν κάτι Έλληνες που είχαν φτάσει στην Ινδία, στην Γανδαρίδα (Gandhara). Ο πρώτος λαξευμένος Βούδας είχε τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα. Έχω γράψει ένα βιβλίο γι αυτό.
Ο Βούδας δεν ήταν θεός, ούτε προφήτης. Δεν είχε δόγμα, ούτε αλήθειες εξ αποκαλύψεως. Ήθελε μόνο να βοηθήσει τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την οδύνη της ύπαρξης.
Όταν τον ρώτησαν για τους Θεούς είπε την εξής παραβολή: Ένας άνθρωπος πληγώνεται στη μάχη από βέλος. Τι πρέπει να κάνουμε; Να συζητήσουμε από πού ήρθε το βέλος, ποιος το έστειλε, τι είδους βέλος είναι; Ή να προσπαθήσουμε να βγάλουμε το βέλος και να γιατρέψουμε την πληγή;
Όταν τον ρώτησαν για την διδασκαλία του, είπε άλλη παραβολή: Ένας οδοιπόρος φτάνει σε ένα φουσκωμένο ποτάμι. Πρέπει να περάσει απέναντι. Με πολύ κόπο φτιάχνει μία σχεδία. Περνάει και μετά αναρωτιέται: - Τι να την κάνω την σχεδία; Τόσο κόπο έκανα να την φτιάξω! Την παίρνει στην πλάτη του και συνεχίζει τον δρόμο του. Πράττει σωστά; Όχι βέβαια. Αφού έκανε την δουλειά της, η σχεδία είναι περιττή. Έτσι και οι διδασκαλίες – όταν φτάσετε στο τέρμα, πετάξτε τις.
Η εξίσωση του Βούδα είναι απλή. Ο πόνος προέρχεται από την προσκόλλησή μας στα πράγματα, από την επιθυμία μας για αυτά, από τον εαυτό μας που επιθυμεί και προσκολλάται. Αν πολεμήσουμε την επιθυμία, αν δημιουργήσουμε απόσταση, αν εκμηδενίσουμε το Εγώ που επιθυμεί – θα πάψουμε να πονάμε.
Σωστή η σκέψη, δύσκολη και συχνά απάνθρωπη η πραγματοποίησή της. Για να μην πονέσεις το χαμό ενός αγαπημένου – πρέπει να μην τον αγαπάς. Να μη δένεσαι με πρόσωπα (και, πολύ περισσότερο, με πράγματα). Με τον διαλογισμό να εξαφανίσεις το Εγώ και να γίνεις ένα με όλο το Σύμπαν. Το μόνο αίσθημα που επιτρέπεται να νιώθεις είναι μία γενική συμπόνια και συμπάθεια προς όλους και όλα.
Σαράντα τόσα χρόνια μελετάω τον Βουδισμό σε όλες του τις μορφές. Πριν από τριάντα χρόνια είχα ιδρύσει την Ελληνική Βουδιστική Εταιρία – ήμουν και ο πρώτος της πρόεδρος. Εκτός από ένα ειδικό βιβλίο (Ο Έλληνας Βούδας) θα βρείτε αναφορές και βουδιστικά κείμενα σε πολλά βιβλία μου. Την ιστορία των Βουδιστικών μου αναζητήσεων έχω αφηγηθεί στους «Δρόμους». Εκεί έγραψα και για τον Δαλάι Λάμα:
Μια από τις ωραιότερες στιγμές μου ήταν η συνάντηση με τον Δαλάι Λάμα κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Ελλάδα. Έδωσα ένα γεύμα προς τιμήν του, Κυριακή μεσημέρι, στο σπίτι της Εκάλης. Ήρθε χαμογελαστός και αθόρυβος, μαζί με τους λάμα του. Το πρώτο που έκανε, μετά τα καλωσορίσματα, ήταν να κατευθυνθεί προς ένα μεγάλο τραπέζι γεμάτο μικρά επιτραπέζια παιχνίδια και να αρχίσει να παίζει. Μία κυρία αδημονούσε: «Η Αγιότης σας δεν θα μας πει κάτι σοφό;» ρώτησε ανόητα. «Τίποτα δεν είναι πιο σοφό από το παιχνίδι» είπε εκείνος, κλείνοντας μου το μάτι.
Μετά το φαγητό καθίσαμε στον κήπο. Σιγά-σιγά οι πολλοί έφυγαν και η συζήτηση άναψε. Ήταν πολύ πιο ενημερωμένος επάνω στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, από ότι εμείς στην ινδική. Οι ερωτήσεις του συχνά μας έβαζαν σε δύσκολη θέση. Αλλά – αυτό ήταν το σημαντικό – η παρουσία του και ο λόγος του είχαν πάντα μία ανάλαφρη χάρη. Τίποτα το πομπώδες ή το βαρύγδουπο. Η χαρωπή γνώση θα έλεγα, παραφράζοντας τον Nietzsche. Μείναμε συζητώντας ως που έπεσε η νύχτα.
Πέμπτη, Ιουνίου 01, 2006
Όταν χτυπάει ο κεραυνός
Αφιερωμένο στην Αλεξάνδρα και την «Παράγραφο», με ευχές για το καλύτερο.
Το κείμενο αυτό το είχα γράψει και δημοσιεύσει τον Οκτώβριο του 2000 όταν πληροφορήθηκα ότι η γλυκύτατη Αλεξάνδρα, αδελφή της γυναίκας μου και στενότατη φίλη μου, είχε προσβληθεί από καρκίνο ωοθηκών σε Τρίτο Στάδιο.
Εδώ και τρία χρόνια η Αλεξάνδρα δεν υπάρχει πια. Η χαρισματική, η τρισχαριτωμένη πάλεψε όσο δεν φανταζόμασταν. Έτυχε να είμαι ο αποδέκτης της τελευταίας της φράσης. Ξυπνώντας από το κώμα, φώναξε δυνατά: «Γεια σου Νίκο!».
Και δεν είπε άλλη λέξη.
Στην φωτογραφία την βλέπετε με τον γιο της και βαφτισιμιό μου (τώρα είναι παλικάρι) μερικά χρόνια πριν χτυπήσει ο κεραυνός.
Ο μεγάλος άγγλος συγγραφέας Τζων Φάουλς, εραστής της παλαιάς και της νέας Ελλάδας, είχε κάποτε γράψει πως η ζωή του ανθρώπου ορίζεται από τρεις παράγοντες. Τους είχε ονομάσει στα αγγλικά με ελληνικά ονόματα: sideros, keravnos, elefteria.
O «σίδηρος» είναι η αναγκαιότητα στη οποία υπαγόμαστε. Ο χρόνος, η φθορά, τα όρια του κορμιού και του πνεύματος, ο θάνατος. Όταν επαναστατούμε ενάντια στην σιδερένια νομοτέλεια, τότε κινούμαστε προς την «ελευθερία». Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Γράφει: «για μας τους ανθρώπους, ο σίδηρος είναι στην σκιά – η ελευθερία στο φως».
Και ο «κεραυνός»; Είναι το τυχαίο, το απρόβλεπτο, αυτό που ξεπερνάει τους νόμους της αναγκαιότητας αλλά και των πιθανοτήτων. Αυτό που εμφανίζεται στο κέρδος του τζακ ποτ, ή στο τροχαίο ατύχημα, στον σεισμό, ή τον αιφνίδιο θάνατο. Μπορούμε πολλά να προβλέψουμε με βάση τη γνώση και την πείρα μας – αλλά ξαφνικά κάτι απροσδόκητο ανατρέπει τα πάντα.
Γιατί τα γράφω αυτά; Από αμηχανία. Γιατί πριν λίγο, ακριβώς δίπλα μου, χτύπησε ο κεραυνός και με έχει αφήσει άφωνο. Κάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο με το κεφάλι εντελώς άδειο. Όποιο θέμα κι αν σκεφθώ να σχολιάσω, μου φαίνεται ανύπαρκτο.
Ζούμε – και ευτυχώς – σαν να μην υπήρχε ο κεραυνός. Ξυπνάμε το πρωί και καταστρώνουμε τα σχέδιά μας για την μέρα, σαν να ήταν δεδομένο πως όλα θα κυλήσουν ομαλά. Παίρνουμε το καράβι – σαν τους επιβάτες του Σαμίνα Εξπρές – και σχεδιάζουμε τι θα κάνουμε μόλις φτάσουμε. Χωρίς να σκεφτούμε πως είναι ενδεχόμενο να μην φτάσουμε ποτέ.
Κι όταν δίπλα μας χτυπήσει ο κεραυνός, όταν μας αγγίξει η μυρωδιά του καμένου, η αίσθηση του τίποτα – τότε μουδιάζουμε και αδειάζουμε. Τι να γράψω τώρα; Όλη η επικαιρότητα, όλο το Δελτίο των Οκτώ περνάει μπροστά στα μάτια μου σαν παραλήρημα παρανοϊκού.
Ζούμε την ζωή μας πάνω σε μία λεπτή κρούστα πάγου. Κάθε τόσο σπάει και κάποιοι χάνονται. Μακάριοι όσοι πιστεύουν ότι κάτω από τον πάγο είναι ο Παράδεισος. Αλλά ακόμα κι αυτοί βουβαίνονται, όταν χτυπάει ο κεραυνός.
Το κείμενο αυτό το είχα γράψει και δημοσιεύσει τον Οκτώβριο του 2000 όταν πληροφορήθηκα ότι η γλυκύτατη Αλεξάνδρα, αδελφή της γυναίκας μου και στενότατη φίλη μου, είχε προσβληθεί από καρκίνο ωοθηκών σε Τρίτο Στάδιο.
Εδώ και τρία χρόνια η Αλεξάνδρα δεν υπάρχει πια. Η χαρισματική, η τρισχαριτωμένη πάλεψε όσο δεν φανταζόμασταν. Έτυχε να είμαι ο αποδέκτης της τελευταίας της φράσης. Ξυπνώντας από το κώμα, φώναξε δυνατά: «Γεια σου Νίκο!».
Και δεν είπε άλλη λέξη.
Στην φωτογραφία την βλέπετε με τον γιο της και βαφτισιμιό μου (τώρα είναι παλικάρι) μερικά χρόνια πριν χτυπήσει ο κεραυνός.
Ο μεγάλος άγγλος συγγραφέας Τζων Φάουλς, εραστής της παλαιάς και της νέας Ελλάδας, είχε κάποτε γράψει πως η ζωή του ανθρώπου ορίζεται από τρεις παράγοντες. Τους είχε ονομάσει στα αγγλικά με ελληνικά ονόματα: sideros, keravnos, elefteria.
O «σίδηρος» είναι η αναγκαιότητα στη οποία υπαγόμαστε. Ο χρόνος, η φθορά, τα όρια του κορμιού και του πνεύματος, ο θάνατος. Όταν επαναστατούμε ενάντια στην σιδερένια νομοτέλεια, τότε κινούμαστε προς την «ελευθερία». Προσπαθούμε να ξεπεράσουμε τα όριά μας. Γράφει: «για μας τους ανθρώπους, ο σίδηρος είναι στην σκιά – η ελευθερία στο φως».
Και ο «κεραυνός»; Είναι το τυχαίο, το απρόβλεπτο, αυτό που ξεπερνάει τους νόμους της αναγκαιότητας αλλά και των πιθανοτήτων. Αυτό που εμφανίζεται στο κέρδος του τζακ ποτ, ή στο τροχαίο ατύχημα, στον σεισμό, ή τον αιφνίδιο θάνατο. Μπορούμε πολλά να προβλέψουμε με βάση τη γνώση και την πείρα μας – αλλά ξαφνικά κάτι απροσδόκητο ανατρέπει τα πάντα.
Γιατί τα γράφω αυτά; Από αμηχανία. Γιατί πριν λίγο, ακριβώς δίπλα μου, χτύπησε ο κεραυνός και με έχει αφήσει άφωνο. Κάθομαι μπροστά στο πληκτρολόγιο με το κεφάλι εντελώς άδειο. Όποιο θέμα κι αν σκεφθώ να σχολιάσω, μου φαίνεται ανύπαρκτο.
Ζούμε – και ευτυχώς – σαν να μην υπήρχε ο κεραυνός. Ξυπνάμε το πρωί και καταστρώνουμε τα σχέδιά μας για την μέρα, σαν να ήταν δεδομένο πως όλα θα κυλήσουν ομαλά. Παίρνουμε το καράβι – σαν τους επιβάτες του Σαμίνα Εξπρές – και σχεδιάζουμε τι θα κάνουμε μόλις φτάσουμε. Χωρίς να σκεφτούμε πως είναι ενδεχόμενο να μην φτάσουμε ποτέ.
Κι όταν δίπλα μας χτυπήσει ο κεραυνός, όταν μας αγγίξει η μυρωδιά του καμένου, η αίσθηση του τίποτα – τότε μουδιάζουμε και αδειάζουμε. Τι να γράψω τώρα; Όλη η επικαιρότητα, όλο το Δελτίο των Οκτώ περνάει μπροστά στα μάτια μου σαν παραλήρημα παρανοϊκού.
Ζούμε την ζωή μας πάνω σε μία λεπτή κρούστα πάγου. Κάθε τόσο σπάει και κάποιοι χάνονται. Μακάριοι όσοι πιστεύουν ότι κάτω από τον πάγο είναι ο Παράδεισος. Αλλά ακόμα κι αυτοί βουβαίνονται, όταν χτυπάει ο κεραυνός.