Η φίλη μου Μ. είναι ιδιαίτερα μορφωμένη και καλλιεργημένη, πολύγλωσση, ικανή ποιήτρια και μεταφράστρια. Πρόκειται να αλλάξει σπίτι. Μιλούσαμε για την διαρρύθμιση και τα έπιπλα, όταν ξαφνικά μου είπε πολύ σοβαρά:
«Πρέπει να δω πως θα τα βάλω, ώστε να κυκλοφορεί ελεύθερα το Τσι».
«Μπα» ρώτησα, «πήρες σκυλάκι;»
Με κοίταξε με απορία και κάτι σαν περιφρόνηση:
«Το Τσι», μου είπε «δεν είναι σκυλάκι, ούτε γατάκι. Είναι η αόρατη, δυναμική ενέργεια, που κυκλοφορεί μέσα στον χώρο. Αν τρέχει ανεμπόδιστα και ελεύθερα, χαρίζει στον άνθρωπο ισορροπία και ψυχική αρμονία».
«Ποιος το είπε αυτό;»
Η φίλη μου με κοίταξε σαν να έπεσα από τον Άρη: «Καλά, δεν ξέρεις το Φενγκ Σούι;»
Κάτι είχα ακούσει, αλλά ομολογώ πως δεν το είχα πάρει σοβαρά. Λίγο ψάξιμο στο Internet με έβαλε στην θέση μου. 5.700.000 εγγραφές μου έβγαλε το Google. 1260 σχετικά βιβλία μου παρέθεσε το Amazon.com! Πού ζω εγώ χωρίς Τσι;
Διάβασα, μελέτησα και τι δεν έμαθα: Ότι με το Feng Shui μπορώ να καταπολεμήσω την κατάθλιψη, την υπερθέρμανση του πλανήτη, τους κωλικούς, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, να αυξήσω τις πωλήσεις και να βοηθήσω την βιοποικιλότητα. Ότι ρυθμίζει τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του με δύο τρόπους: τον γεωγραφικό και την μέθοδο της πυξίδας. Μυήθηκα και στην ορολογία: λουοπάν (luopan) η ειδική πυξίδα, μπάγκουα (bagua) το δικτυωτό πλέγμα αναφοράς και Ιο σου (Io shu) το μαγικό τετράγωνο που υπολογίζει τις καλύτερες θέσεις για να τοποθετήσεις κτίρια και αντικείμενα στον χώρο. Και η σωστή κινέζικη προφορά του Feng Shui είναι “foong shway” (έτσι να το λέτε για να ακούγεστε ειδικός).
Να λοιπόν πού έχουμε φτάσει στον εικοστό πρώτο αιώνα! Μία πανάρχαια Κινέζικη τελετουργική δεισιδαιμονία να απασχολεί αρχιτέκτονες, πολεοδόμους, διακοσμητές και την φίλη μου Μ. Γιατί δεισιδαιμονία; Διότι το Feng Shui κατάγεται από το I Ching (Βιβλίο των Αλλαγών) και χρησίμευε για να καθοριστεί η πιο ευνοϊκή τοποθεσία για την ταφή ενός νεκρού. Ευνοϊκή για τι; Μα για την μετά θάνατον παρουσία του. Μην ξεχνάμε πως η Κινεζική θρησκεία ήταν προγονολατρική.
Η φίλη μου δεν λατρεύει τους προγόνους της, ούτε πιστεύει στην μετά θάνατον ζωή. Όμως έχει μπερδέψει τις αρχαίες Κινέζικες δοξασίες με επιστημονικά μαγνητικά πεδία, αστρολογικές αναφορές, αποκρυφιστικές ερμηνείες, πνευματισμό και γνωστική φιλοσοφία. Τα απομεινάρια του New Age επιβιώνουν ακόμα. Κι ας μην εμφανίστηκε ο Μεσσίας τους το 1982, που τον περίμεναν.
Όταν παθαίνει πονοκέφαλο η φίλη μου τρέχει σε Κορεάτη βελονιστή. Όπως έχουν αποδείξει ελεγχόμενα πειράματα, μία ασπιρίνη θα ήταν απείρως πιο αποτελεσματική – αλλά δεν έχει την αίγλη της Ανατολίτικης σοφίας (είναι και ξεδιάντροπα φτηνή!). Κάποτε, που είχε σοβαρό ιατρικό πρόβλημα, επέμενε να επισκέπτεται (άνευ αποτελέσματος) τον ομοιοπαθητικό της, μέχρι που την πήγανε σηκωτή στο νοσοκομείο, όπου το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε.
Αλλά το Τσι έχει ελεύθερο πεδίο δράσης στο σπίτι της – μέχρι και για Φόρμουλα 1.
Ο νους μου σαλεύει από το μέγεθος του μεταφυσικού χάους μέσα στο οποίο κινούνται πολλοί συνάνθρωποί μου. Χωρίς να καταλαβαίνουν πως κάθε παράδοση είναι ένα σύνολο και δεν μπορούμε να επιλέγουμε ότι μας βολεύει και να το μεταφυτεύουμε σε έναν άσχετο χώρο. Το Φενγκ Σούι προϋποθέτει ότι πιστεύεις σε ένα ολόκληρο θρησκευτικό-μεταφυσικό σύστημα. Από εκεί αντλεί την εγκυρότητά του. Αλλιώς, αν το κρίνεις με σημερινά επιστημονικά κριτήρια, είναι σκέτη απάτη. Καμία απόδειξη – ούτε καν ένδειξη – δεν τεκμηριώνει την αποτελεσματικότητά του.
Το καλό της εποχής μας είναι πως (για πρώτη φορά στην ιστορία) έχουμε γνώση όλων των πολιτισμών της ανθρωπότητας χωρίς χρονικούς και τοπικούς περιορισμούς. Το κακό είναι πως τους έχουμε κάνει αχταρμά, ένα συνονθύλευμα από ετερόκλιτα και συχνά αντίθετα πράγματα και προσπαθούμε να τα πιστέψουμε όλα μαζί. Κάτι ανάλογο, (συγκρητισμός) σε μικρότερη κλίμακα, είχε γίνει στην Ελληνιστική εποχή, όπου λατρεύονταν παράλληλα το Δωδεκάθεο, η Ίσις, ο Μίθρας, η Αστάρτη και όποιος άλλος περνούσε εκείνη την ώρα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η πίστη (που πάντα εμπεριέχει γνωστικές παραδοχές) γίνεται μόδα. Όπως όλες μιμούνται τις νέες φούστες, έτσι και την τελευταία πίστη. Φενγκ Σούι η κυρία Κατίνα; Φενγκ Σούι κι εμείς! Τάι Τσι ο κύριος Γιώργος; Γιόγκα η κυρία Πίτσα; Εμείς να μείνουμε πίσω;
Ε, λοιπόν όχι. Η γνώση δεν είναι μοντελάκι να την φοράμε! Έχει κανόνες που την ρυθμίζουν και ελέγχουν την εγκυρότητά της. Και η πίστη, όταν αφορά τον υλικό κόσμο, γίνεται γνώση και υπόκειται στους κανόνες της. Αν στρίψω το γραφείο του Γενικού Διευθυντή και δεν ανέβουν οι πωλήσεις... το Φενγκ Σούι διαψεύδεται.
«Μα πώς γίνεται να είναι λάθος κάτι που πιστεύεται 6000 χρόνια:». Αμ τότε να δεχθούμε ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από την γη, η οποία είναι επίπεδη και πατάει σε τέσσερις ελέφαντες. Αυτό πίστευαν οι άνθρωποι για πολλές χιλιάδες χρόνια. Τα όσα λεει τώρα η επιστήμη είναι εντελώς πρόσφατη ιστορία.
Πάντως η φίλη μου Μ., δεν τα πάει καλά τελευταία. Το Γιν της τσακώνεται με το Γιανγκ. Διότι το Τσί σκόνταψε σε ένα κακώς τοποθετημένο τραπεζάκι και έβγαλε καρούμπαλο...
(Discovery & Science, Νοέμβριος 2005)
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 30, 2006
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 28, 2006
To θαύμα του Τρίτου
Παραμένω στο Τρίτο. Ένα από τα σημαντικότερα συλλογικά έργα τέχνης της μεταπολεμικής Ελλάδας (για μένα το σημαντικότερο) υπήρξε η εκπομπή "Εδώ Λιλιπούπολη". Γι αυτήν έγραψα τότε δύο κείμενα - το ένα λίγο καιρό μετά την έναρξή της και το άλλο μετά το τέλος της. Τα κείμενα αυτά δεν υπάρχουν σε βιβλία και τα παρουσιάζω για πρώτη φορά στο Διαδίκτυο. Παραβαίνω τον κανόνα του μήκους - αλλά αξίζει τον κόπο.
ΒΑΣΤΑ ΔΥΣΤΡΟΠΟΠΙΓΓΑ!
Στην εξουσία είναι το κόμμα της «Χαρχουδικής Δημοκρατίας». Έχει εκλεγεί με δημοκρατικές εκλογές, ωστόσο όμως συνωμοτεί να εγκαταστήσει πραξικοπηματικά τη μοναρχία, βάζοντας στο θρόνο τον Πρίγκιπα (της Χιονάτης). Ακόμα εκμεταλλεύεται και εξαπατά τους πολίτες με διάφορες σατανικές παγίδες: Εφορίες, Τράπεζες, Ασφαλιστικές Εταιρείες και άλλα ηχηρά παρόμοια πού φαινομενικά τους εξυπηρετούν ενώ στην πραγματικότητα τους ληστεύουν. Μέχρι και θαύματα σκηνοθετεί ή «Χαρχουδική Δημοκρατία» για να «χαρχουδιάσει» (το ρήμα δεν είναι δικό μου) τον κοσμάκη. Όλοι οι πολίτες έχουν «φακέλους», ενώ ο ηγέτης, ο Χαρχούδας, φτιάχνει και ξαναφτιάχνει την κεντρική «Λεωφόρο Γαλάζιας Πεταλούδας» για να υποδεχθεί ξένους πρίγκιπες και μεγιστάνες...
Όλα αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα στις 9.30 ή στις 17.00 στο Τρίτο Πρόγραμμα κι αν ή Χαρχουδική Δημοκρατία, οι φάκελοι και ή Λεωφόρος Πεταλούδας σας θυμίζουν τίποτα, κάνετε λάθος. Γιατί δεν είμαστε στην Αθήνα του 1979, αλλά στην ωραία Λιλιπούπολη, σε χρόνο άγνωστο.
Βέβαια, οι Λιλιπουπολίτες είναι απόγονοι των αρχαίων Λιλιπούα πού ο πολιτισμός τους μοιάζει πολύ με αυτόν των αρχαίων Ελλήνων (όπως βεβαιώνει ο ιστοριοδίφης, αρχαιολόγος, εφευρέτης, αθλητής και επιστήμων, δόκτωρ Δρακατώρ). Το «Πόρτο Λίλι» θα μπορούσε να είναι ο Πειραιάς και το βουνό Λιλιμπάγια ο Όλυμπος. Αλλά οι διαφορές είναι περισσότερες από τις... συμπτώσεις.
Παρακολουθώ κάθε μέρα με αγωνία τις ηρωικές προσπάθειες του παιδιού του λαού, του μάγκα Δυστροποπιγγα, να γλιτώσει το λαό της Λιλιπούπολης από τα σατανικά σχέδια του δήμαρχου Χαρχούδα. Ή εκπομπή είναι μεικτή —πρόζα και μουσική (σαν μιούζικαλ)— και το κάθε πρόσωπο έχει το τραγούδι του (σαν τον Καραγκιόζη). Το τραγούδι του Χαρχούδα είναι σε εθνοκαπηλικό στυλ εμβατηρίου, ενώ το άσμα του Δυστροποπιγγα είναι βαρύ ζεϊμπέκικο (και πολύ αντιστασιακό).
Άλλα πέρα από την ιστορία, την πολιτική και τη γεωγραφία, στην εκπομπή αυτή υπάρχει ή π ο ί η σ η.
Ή ποίηση πού ανθίζει στη Λιλιπούπολη είναι από τα πιο δροσερά, τα πιο όμορφα πράγματα πού έχουν συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μία αστείρευτη δημιουργική φαντασία γέννησε τον κάτασπρο ιπτάμενο ελέφαντα, τον Μπέμπαντα, βλέπει το «πέρασμα της ώρας» σε γλυκύτατους τόνους ζαχαροπλαστικής, μας παρασύρει στο «χορό των μπιζελιών». Ζωγράφισε τα τραγούδια των χρωμάτων: "Ασπρο (πέρα στο Μυζηθρόκαμπο και τον Γιαουρτοπόταμο), κόκκινο (ή κυρία Φωτεινή κάνει σούπα κοκκινή), κίτρινο (μία κολυμβήτρια Κινέζα που κολυμπάει στη μαγιονέζα), καφέ (αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ, τρέχει φορτωμένη έναν ξύλινο μπουφέ). Προχώρησε στη μελοποίηση του χρόνου, της μάχης, της φιλίας, της ιστορίας.
Οι στίχοι των λυρικο-ονειρικών τραγουδιών της Λιλιπούπολης αποτελούν μέγιστο γεγονός για τη νεώτερη ποίηση μας. Ξαφνικά αποκτούμε «παραλογοτεχνία» στο ύφος (και ύψος) ενός Lewis Carrοl ή Edward Lear, αλλά αυθεντικά ιθαγενή. Ελληνικότατη — σε δεύτερη Χατζιδακική γενιά — και ή γοητευτική μουσική τους, πού προεκτείνει την παράδοση του νέου ελληνικού Lied.
Και πέρα από την ποιητική φαντασία, ένα διαβολεμένο σατιρικό πνεύμα παρωδεί και διασύρει τα πάντα: θεσμούς, αξιώματα, τηλεοπτικές εκπομπές, οργανισμούς, εταιρείες, ηθοποιούς και συγγραφείς, μουσικούς και συνθέτες, πολιτικούς και διανοούμενους.
Μείγμα ποίησης και σκέψης ή «Λιλιπούπολη», έχει δύο κεντρικά θέματα: την ομορφιά και την ελευθερία. Κοντά στη λυρική ευγένεια των τραγουδιών, έχουμε έναν συνεχή αγώνα για την κατάργηση κάθε ψευτιάς. Κεντρικό ρόλο έχει σ' αυτό τον τομέα ο φοβερός Παπαγάλος της Πιπινέζας. Μείγμα κακομαθημένου παιδιού και ανυπόταχτου μυαλού δίνει διπλή μάχη: για την προσωπική του ελευθερία (από την καταπιεστική υπέρ-προστασία της Πιπινέζας) και για την «πάταξη του φαύλου», όπως θα έλεγε ο Βολταίρος.
Το «γιατί;» του παπαγάλου υπονομεύει κάθε σοβαρότητα και αυθεντία. Ή περιέργεια και επιμονή του τον βοηθάνε να τινάζει στον αέρα όλες τις καταχθόνιες ενέργειες του Χαρχούδα (ή Μπούχαχα, όπως τον αποκαλεί) και των συνεργατών του. Ό παπαγάλος δεν εννοεί να συμμερισθεί την προσήλωση της Πιπινέζας στο Δήμαρχο, στην εξουσία, στα έθιμα, στους καλούς τρόπους (στο «κατεστημένο» θα λέγανε οι διανοούμενοι). Όπως δεν μπορεί να ανεχθεί την πνιγηρή της «αγάπη» (πόσα παιδιά θα ταυτίζονται μαζί του!). Είναι ένας επαναστάτης παπαγάλος και τραγουδάει: «"Ως πότε παπαγάλοι, θα ζούμε στα κλουβιά...».
Αληθινά, ή εκπομπή αυτή είναι ελάχιστα «παιδική» —αν με παιδική εννοούμε όλα τα ανούσια και νερόβραστα κατασκευάσματα πού σερβίρονται στα παιδιά μας (οπού όλες οι λέξεις τελειώνουν σε -άκι, επί το παιδικότερον). Είναι επαναστατική, ανατρεπτική αν θέλετε, ακόμα και αναρχική. Με την αναρχία της ποίησης και της ζωντανής νιότης. (Ή ποίηση ποτέ δεν τα πήγε καλά με την εξουσία. Ούτε άλλωστε και ή παιδική ηλικία. Κάθε παιδί είναι —και πρέπει να είναι— φύσει αναρχικό. Κι όσο λιγότερο επηρεαστεί από τη θλιβερή καταπιεστική εκπαίδευση πού του δίνουμε, τόσο πιο αυθεντικός και ζωντανός άνθρωπος θα γίνει).
Παράξενη πόλη ή Λιλιπούπολη. Ό Φύστικος, το ανθισμένο καράβι, πλέει στη θάλασσα της, ενώ ψηλά στον ουρανό της ό Μπίξ-Μπίξ και ή Μπομπίλα κάνουνε νυχτερινές πτήσεις με τον άσπρο Μπέμπαντα. Όσοι έχουν ταλαιπωρηθεί από τις πίκρες της ζωής μπορούνε να βρουν παρηγοριά τρώγοντας σερμπέτια και γαλακτομπούρεκα στην « Ιπτάμενη Χαλβαδόπιττα» του Γλυκόσαυρου (είναι ο δισέγγονος της περίφημης Βροντοσαυρίνας-Γλυκερίνας, πού τον καιρό των αρχαίων Λιλιπούα είχε φτιάξει «το πιο γλυκό-γλυκό πού έγινε ποτέ». Ξέχασα να σας πω πώς κάθε Λιλιπουπολίτης έχει τον προγονό του, το προπατορικό του αρχέτυπο ανάμεσα στους αρχαίους Λιλιπούα).
Ξεχάστε μια μέρα τη σοβαρότητα σας (για να μην πω τη σοβαροφάνεια) και ακούστε αυτή την παιδική εκπομπή, (θυμηθείτε: «παιδικά» θεωρήθηκαν κάποτε ο Σαρλώ και τα Μίκυ-Μάους, ύψιστες μορφές τέχνης της εποχής μας). Τα πιο σπάνια πράγματα στη ζωή μας είναι ή ποίηση, το χιούμορ και ή αλήθεια. Μπορείτε να τα χαίρεστε καθημερινά, με το γύρισμα ενός κουμπιού.
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ένιωθα περίεργα μόνος. Ήταν το αντίστροφο ενος ταξιδιού. Δεν είχα αφήσει πίσω μου έναν κοσμο — με είχε εγκαταλείψει εμένα ένας ολόκληρος κόσμος.
Ή απουσία γινοταν κάθε μέρα και πιο οδυνηρή. Δεν μου έλειπαν μονον οι άνθρωποι — μου έλειπαν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα αντικείμενα, τα τοπία. Νοσταλγούσα το Λιλιγρό, το δάσος Άρες Μάρες Κουκουνάρες, τον Φίστικο, τη λεωφόρο της Γαλάζιας Πεταλούδας — ως και αυτον τον Σιδερομάσσα. Τα βράδια, τις ώρες πού ερχοταν το μεράκι, τραγουδούσα:
Ποτε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι
και την αρχαία πόλη Παπουαλίλη...
Βέβαια πιο σκληρή ήταν ή απουσία των ηρώων μου: Πώς να αντικαταστήσω τον Χαρχούδα, τον Δυστροποπιγγα, τον Δόκτορα Δρακατώρ; Ως και την κυρία Φωτεινή (πού κάνει σούπα κοκκινή) και την Κινέζα της μαγιονέζας είχα επιθυμήσει. Για να μη μιλήσουμε για τον Παπαγάλο ή τον Μπέμπαντα...
Ναι, μου έλειπε ή Λιλιπούπολη ! Ή στέρηση της με είχε απορυθμίσει εντελώς. Δεν είχα πια που να ξεφορτώσω τα νεύρα μου ή τα όνειρά μου. Για καιρο ένιωθα σαν θεριακλής πού του κόψανε το τσιγάρο.
Ως πού μια μέρα...
Ως πού μια μέρα έπαψα να νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη, γιατί...
Άλλα αυτά πρέπει να σας τα πω με τη σειρά.
Η ιστορία ξεκίνησε οταν, ένα πρωί, ήρθε ο δήμαρχος Χαρχούδας στο γραφείο μου! Βέβαια, δεν ήξερα από την αρχή πώς ήταν ο Χαρχούδας. Μόλις όμως διαφωνήσαμε λίγο, άκουσα την πολύ γνώριμη φωνή να λέει:
«Α ! Σε παρακαλώ ! Εγώ είμαι ο πρόεδρος, εγώ είμαι ο δήμαρχος, εγώ θα αποφασίσω!».
Δεν είπε ακριβώς δήμαρχος — άλλα κάτι ανάλογο. (Κατάλαβα πώς κυκλοφορούσε «ινκόγκνιτο»).
Την άλλη μέρα σε μια δεξίωση συνάντησα τον Πρίγκιπα της Χιονάτης. "Ήταν κομψός, φαντασμένος και λυγιστός, μιλούσε με το «γω» και σήκωσε την ντάμα του να χορέψουνε με τα λόγια του «πριγκηπικού βαλς»:
Πεντάμογφη οπτασία μου
κεντγίζεις τη φαντασία μου...
Μετά, τα συμβάντα άρχισαν να συσσωρεύονται — δύο και τρία την ίδια μέρα. Έτσι, ο δόκτωρ Δρακατώρ προσπάθησε να βελτιώσει το αυτοκίνητο μου με μια νέα εφεύρεση. (Δεν δούλεψε — και πείσθηκα πώς ήταν πράγματι ο δόκτωρ). Ή 'Οφη-Σόφη με κάρφωσε στον Δυστροπόπιγγα — ο οποίος με κυνήγησε με ένα ψάρι.
Σε μία πάροδο της Πατησίων είδα την Πιπινέζα να καταπιέζει τον Παπαγάλο και αμέσως μετά να ξεσκονίζει δουλικά τον Χαρχούδα. Μπήκα σε ένα λουκουματζίδικο και ανακάλυψα πώς ήταν το μαγαζί του Γλυκόσαυρου. Εκεί έφαγα «το πιο γλυκό-γλυκό πού έγινε ποτέ».
Οι υποψίες μου έγιναν βεβαιότητες όταν τελικά είδα τον Μπέμπαντα. Πετούσε αργά μέσα στις ρόδινες αχτίνες του ηλιοβασιλέματος. Στην αρχή νόμιζα πώς ήταν το λεωφορείο «Ηλιοτρόπιο». Άλλα όταν πλησίασε σαν άσπρο συννεφάκι, σαν ξασμένο μαλλί της γριάς, όταν μπόρεσα να διακρίνω τον Μπίξ-Μπίξ και την Μπομπίλα καθισμένους στην πλάτη του, τότε ήξερα: ήταν ο Μπέμπαντας, ο μαγικός άσπρος ελέφαντας.
Και τότε κατάλαβα: ο κόσμος είχε γίνει μια Λιλιπούπολη.
Μεγάλο θαύμα της τέχνης — πώς μεταμορφώνεις τη ζωή ! Στενοκέφαλοι, άμουσοι και στεγνοί άνθρωποι πήγαν να σκοτώσουν την ποίηση — αλλά τα όνειρα πήραν εκδίκηση. Αντί να πεθάνει ή Λιλιπούπολη, απλώθηκε παντού — και μαγικά παράλλαξε τον κοσμο.
Και σιγά-σιγά νιώσαμε πώς ζούμε μέσα στη Λιλιπούπολη ! Χάρη στην ευαισθησία και τη φαντασία των δημιουργών της ή καθημερινή πραγματικοτητα πήρε μια νέα διάσταση. Άλλαξαν τα πρίσματα των ματιών μας, και οι μεμβράνες των αυτιών μας, και τα πλαίσια αναφοράς των ονείρων μας. Βλέπουμε γύρω Χαρχούδες, Δυστροπόπιγγες και Πιπινέζες! Κάθε εργοστάσιο είναι ένας Σιδερομάσσας και κάθε ποιητής ένας Κουκουτούζ. Καί, αντί να τον ακούμε, ψέλνουμε εμείς τον εθνικό ύμνο:
Ωραία Λιλιπούπολη,
ποτέ δεν σε ξεχνώ...
Τα χρώματα ζωντάνεψαν στα μάτια μας — το καφέ έγινε αρκούδα (με μπουφέ!) και το άσπρο είναι ο Μυζηθρόκαμπος με τον Γιαουρτοπόταμο. Όταν μας αμφισβητούν τραγουδάμε:
Δεν είμαστε Ζουλού
δεν είμαστε Παπούα
είμαστε οι απόγονοι
των άγριων Λιλιπούα!
Ποτέ πια ή ζωή δεν θα είναι όπως ήταν. Αυτό είναι το γνώρισμα της τέχνης. Συγγραφεύς, συνθέτες, ηθοποιοί έπλασαν έναν νέο, ολόκληρο κόσμο!
Σ' αυτού του κόσμου τους δρόμους τριγυρνώ εδώ και μήνες. Δεν νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη — ζω στη Λιλιπούπολη. Αυτοί πού την πολέμησαν ισοπεδώθηκαν από τη φοβερή παρουσία της. Αυτοί πού τη σταμάτησαν θα έχουν καιρό ξεχαστεί όταν τα τραγούδια της Λιλιπούπολης θα τραγουδιούνται ακόμη !
Ναι, Δήμαρχε! Ναι, Μπίξ-Μπίξ! Ναι, Γλυκόσαυρε! Κερδίσατε! Εσείς το τραγουδήσατε, δεν το πιστέψαμε, μα τώρα το ζούμε:
Γύρισα, ταξίδεψα πολύ
κι όλος ο κόσμος, είναι για μένα,
μια Λιλιπούπολη...
Ναι, Δυστροπόπιγγα, ναι, Πιπινέζα, ναι, Δρακατώρ: χάρη σε σας το τραγούδι βγήκε αληθινό. Όλος ο κόσμος έγινε μια Λιλιπούπολη!
ΒΑΣΤΑ ΔΥΣΤΡΟΠΟΠΙΓΓΑ!
Στην εξουσία είναι το κόμμα της «Χαρχουδικής Δημοκρατίας». Έχει εκλεγεί με δημοκρατικές εκλογές, ωστόσο όμως συνωμοτεί να εγκαταστήσει πραξικοπηματικά τη μοναρχία, βάζοντας στο θρόνο τον Πρίγκιπα (της Χιονάτης). Ακόμα εκμεταλλεύεται και εξαπατά τους πολίτες με διάφορες σατανικές παγίδες: Εφορίες, Τράπεζες, Ασφαλιστικές Εταιρείες και άλλα ηχηρά παρόμοια πού φαινομενικά τους εξυπηρετούν ενώ στην πραγματικότητα τους ληστεύουν. Μέχρι και θαύματα σκηνοθετεί ή «Χαρχουδική Δημοκρατία» για να «χαρχουδιάσει» (το ρήμα δεν είναι δικό μου) τον κοσμάκη. Όλοι οι πολίτες έχουν «φακέλους», ενώ ο ηγέτης, ο Χαρχούδας, φτιάχνει και ξαναφτιάχνει την κεντρική «Λεωφόρο Γαλάζιας Πεταλούδας» για να υποδεχθεί ξένους πρίγκιπες και μεγιστάνες...
Όλα αυτά συμβαίνουν κάθε μέρα στις 9.30 ή στις 17.00 στο Τρίτο Πρόγραμμα κι αν ή Χαρχουδική Δημοκρατία, οι φάκελοι και ή Λεωφόρος Πεταλούδας σας θυμίζουν τίποτα, κάνετε λάθος. Γιατί δεν είμαστε στην Αθήνα του 1979, αλλά στην ωραία Λιλιπούπολη, σε χρόνο άγνωστο.
Βέβαια, οι Λιλιπουπολίτες είναι απόγονοι των αρχαίων Λιλιπούα πού ο πολιτισμός τους μοιάζει πολύ με αυτόν των αρχαίων Ελλήνων (όπως βεβαιώνει ο ιστοριοδίφης, αρχαιολόγος, εφευρέτης, αθλητής και επιστήμων, δόκτωρ Δρακατώρ). Το «Πόρτο Λίλι» θα μπορούσε να είναι ο Πειραιάς και το βουνό Λιλιμπάγια ο Όλυμπος. Αλλά οι διαφορές είναι περισσότερες από τις... συμπτώσεις.
Παρακολουθώ κάθε μέρα με αγωνία τις ηρωικές προσπάθειες του παιδιού του λαού, του μάγκα Δυστροποπιγγα, να γλιτώσει το λαό της Λιλιπούπολης από τα σατανικά σχέδια του δήμαρχου Χαρχούδα. Ή εκπομπή είναι μεικτή —πρόζα και μουσική (σαν μιούζικαλ)— και το κάθε πρόσωπο έχει το τραγούδι του (σαν τον Καραγκιόζη). Το τραγούδι του Χαρχούδα είναι σε εθνοκαπηλικό στυλ εμβατηρίου, ενώ το άσμα του Δυστροποπιγγα είναι βαρύ ζεϊμπέκικο (και πολύ αντιστασιακό).
Άλλα πέρα από την ιστορία, την πολιτική και τη γεωγραφία, στην εκπομπή αυτή υπάρχει ή π ο ί η σ η.
Ή ποίηση πού ανθίζει στη Λιλιπούπολη είναι από τα πιο δροσερά, τα πιο όμορφα πράγματα πού έχουν συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μία αστείρευτη δημιουργική φαντασία γέννησε τον κάτασπρο ιπτάμενο ελέφαντα, τον Μπέμπαντα, βλέπει το «πέρασμα της ώρας» σε γλυκύτατους τόνους ζαχαροπλαστικής, μας παρασύρει στο «χορό των μπιζελιών». Ζωγράφισε τα τραγούδια των χρωμάτων: "Ασπρο (πέρα στο Μυζηθρόκαμπο και τον Γιαουρτοπόταμο), κόκκινο (ή κυρία Φωτεινή κάνει σούπα κοκκινή), κίτρινο (μία κολυμβήτρια Κινέζα που κολυμπάει στη μαγιονέζα), καφέ (αρκούδα καφέ, αρκούδα καφέ, τρέχει φορτωμένη έναν ξύλινο μπουφέ). Προχώρησε στη μελοποίηση του χρόνου, της μάχης, της φιλίας, της ιστορίας.
Οι στίχοι των λυρικο-ονειρικών τραγουδιών της Λιλιπούπολης αποτελούν μέγιστο γεγονός για τη νεώτερη ποίηση μας. Ξαφνικά αποκτούμε «παραλογοτεχνία» στο ύφος (και ύψος) ενός Lewis Carrοl ή Edward Lear, αλλά αυθεντικά ιθαγενή. Ελληνικότατη — σε δεύτερη Χατζιδακική γενιά — και ή γοητευτική μουσική τους, πού προεκτείνει την παράδοση του νέου ελληνικού Lied.
Και πέρα από την ποιητική φαντασία, ένα διαβολεμένο σατιρικό πνεύμα παρωδεί και διασύρει τα πάντα: θεσμούς, αξιώματα, τηλεοπτικές εκπομπές, οργανισμούς, εταιρείες, ηθοποιούς και συγγραφείς, μουσικούς και συνθέτες, πολιτικούς και διανοούμενους.
Μείγμα ποίησης και σκέψης ή «Λιλιπούπολη», έχει δύο κεντρικά θέματα: την ομορφιά και την ελευθερία. Κοντά στη λυρική ευγένεια των τραγουδιών, έχουμε έναν συνεχή αγώνα για την κατάργηση κάθε ψευτιάς. Κεντρικό ρόλο έχει σ' αυτό τον τομέα ο φοβερός Παπαγάλος της Πιπινέζας. Μείγμα κακομαθημένου παιδιού και ανυπόταχτου μυαλού δίνει διπλή μάχη: για την προσωπική του ελευθερία (από την καταπιεστική υπέρ-προστασία της Πιπινέζας) και για την «πάταξη του φαύλου», όπως θα έλεγε ο Βολταίρος.
Το «γιατί;» του παπαγάλου υπονομεύει κάθε σοβαρότητα και αυθεντία. Ή περιέργεια και επιμονή του τον βοηθάνε να τινάζει στον αέρα όλες τις καταχθόνιες ενέργειες του Χαρχούδα (ή Μπούχαχα, όπως τον αποκαλεί) και των συνεργατών του. Ό παπαγάλος δεν εννοεί να συμμερισθεί την προσήλωση της Πιπινέζας στο Δήμαρχο, στην εξουσία, στα έθιμα, στους καλούς τρόπους (στο «κατεστημένο» θα λέγανε οι διανοούμενοι). Όπως δεν μπορεί να ανεχθεί την πνιγηρή της «αγάπη» (πόσα παιδιά θα ταυτίζονται μαζί του!). Είναι ένας επαναστάτης παπαγάλος και τραγουδάει: «"Ως πότε παπαγάλοι, θα ζούμε στα κλουβιά...».
Αληθινά, ή εκπομπή αυτή είναι ελάχιστα «παιδική» —αν με παιδική εννοούμε όλα τα ανούσια και νερόβραστα κατασκευάσματα πού σερβίρονται στα παιδιά μας (οπού όλες οι λέξεις τελειώνουν σε -άκι, επί το παιδικότερον). Είναι επαναστατική, ανατρεπτική αν θέλετε, ακόμα και αναρχική. Με την αναρχία της ποίησης και της ζωντανής νιότης. (Ή ποίηση ποτέ δεν τα πήγε καλά με την εξουσία. Ούτε άλλωστε και ή παιδική ηλικία. Κάθε παιδί είναι —και πρέπει να είναι— φύσει αναρχικό. Κι όσο λιγότερο επηρεαστεί από τη θλιβερή καταπιεστική εκπαίδευση πού του δίνουμε, τόσο πιο αυθεντικός και ζωντανός άνθρωπος θα γίνει).
Παράξενη πόλη ή Λιλιπούπολη. Ό Φύστικος, το ανθισμένο καράβι, πλέει στη θάλασσα της, ενώ ψηλά στον ουρανό της ό Μπίξ-Μπίξ και ή Μπομπίλα κάνουνε νυχτερινές πτήσεις με τον άσπρο Μπέμπαντα. Όσοι έχουν ταλαιπωρηθεί από τις πίκρες της ζωής μπορούνε να βρουν παρηγοριά τρώγοντας σερμπέτια και γαλακτομπούρεκα στην « Ιπτάμενη Χαλβαδόπιττα» του Γλυκόσαυρου (είναι ο δισέγγονος της περίφημης Βροντοσαυρίνας-Γλυκερίνας, πού τον καιρό των αρχαίων Λιλιπούα είχε φτιάξει «το πιο γλυκό-γλυκό πού έγινε ποτέ». Ξέχασα να σας πω πώς κάθε Λιλιπουπολίτης έχει τον προγονό του, το προπατορικό του αρχέτυπο ανάμεσα στους αρχαίους Λιλιπούα).
Ξεχάστε μια μέρα τη σοβαρότητα σας (για να μην πω τη σοβαροφάνεια) και ακούστε αυτή την παιδική εκπομπή, (θυμηθείτε: «παιδικά» θεωρήθηκαν κάποτε ο Σαρλώ και τα Μίκυ-Μάους, ύψιστες μορφές τέχνης της εποχής μας). Τα πιο σπάνια πράγματα στη ζωή μας είναι ή ποίηση, το χιούμορ και ή αλήθεια. Μπορείτε να τα χαίρεστε καθημερινά, με το γύρισμα ενός κουμπιού.
Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ένιωθα περίεργα μόνος. Ήταν το αντίστροφο ενος ταξιδιού. Δεν είχα αφήσει πίσω μου έναν κοσμο — με είχε εγκαταλείψει εμένα ένας ολόκληρος κόσμος.
Ή απουσία γινοταν κάθε μέρα και πιο οδυνηρή. Δεν μου έλειπαν μονον οι άνθρωποι — μου έλειπαν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα αντικείμενα, τα τοπία. Νοσταλγούσα το Λιλιγρό, το δάσος Άρες Μάρες Κουκουνάρες, τον Φίστικο, τη λεωφόρο της Γαλάζιας Πεταλούδας — ως και αυτον τον Σιδερομάσσα. Τα βράδια, τις ώρες πού ερχοταν το μεράκι, τραγουδούσα:
Ποτε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι
και την αρχαία πόλη Παπουαλίλη...
Βέβαια πιο σκληρή ήταν ή απουσία των ηρώων μου: Πώς να αντικαταστήσω τον Χαρχούδα, τον Δυστροποπιγγα, τον Δόκτορα Δρακατώρ; Ως και την κυρία Φωτεινή (πού κάνει σούπα κοκκινή) και την Κινέζα της μαγιονέζας είχα επιθυμήσει. Για να μη μιλήσουμε για τον Παπαγάλο ή τον Μπέμπαντα...
Ναι, μου έλειπε ή Λιλιπούπολη ! Ή στέρηση της με είχε απορυθμίσει εντελώς. Δεν είχα πια που να ξεφορτώσω τα νεύρα μου ή τα όνειρά μου. Για καιρο ένιωθα σαν θεριακλής πού του κόψανε το τσιγάρο.
Ως πού μια μέρα...
Ως πού μια μέρα έπαψα να νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη, γιατί...
Άλλα αυτά πρέπει να σας τα πω με τη σειρά.
Η ιστορία ξεκίνησε οταν, ένα πρωί, ήρθε ο δήμαρχος Χαρχούδας στο γραφείο μου! Βέβαια, δεν ήξερα από την αρχή πώς ήταν ο Χαρχούδας. Μόλις όμως διαφωνήσαμε λίγο, άκουσα την πολύ γνώριμη φωνή να λέει:
«Α ! Σε παρακαλώ ! Εγώ είμαι ο πρόεδρος, εγώ είμαι ο δήμαρχος, εγώ θα αποφασίσω!».
Δεν είπε ακριβώς δήμαρχος — άλλα κάτι ανάλογο. (Κατάλαβα πώς κυκλοφορούσε «ινκόγκνιτο»).
Την άλλη μέρα σε μια δεξίωση συνάντησα τον Πρίγκιπα της Χιονάτης. "Ήταν κομψός, φαντασμένος και λυγιστός, μιλούσε με το «γω» και σήκωσε την ντάμα του να χορέψουνε με τα λόγια του «πριγκηπικού βαλς»:
Πεντάμογφη οπτασία μου
κεντγίζεις τη φαντασία μου...
Μετά, τα συμβάντα άρχισαν να συσσωρεύονται — δύο και τρία την ίδια μέρα. Έτσι, ο δόκτωρ Δρακατώρ προσπάθησε να βελτιώσει το αυτοκίνητο μου με μια νέα εφεύρεση. (Δεν δούλεψε — και πείσθηκα πώς ήταν πράγματι ο δόκτωρ). Ή 'Οφη-Σόφη με κάρφωσε στον Δυστροπόπιγγα — ο οποίος με κυνήγησε με ένα ψάρι.
Σε μία πάροδο της Πατησίων είδα την Πιπινέζα να καταπιέζει τον Παπαγάλο και αμέσως μετά να ξεσκονίζει δουλικά τον Χαρχούδα. Μπήκα σε ένα λουκουματζίδικο και ανακάλυψα πώς ήταν το μαγαζί του Γλυκόσαυρου. Εκεί έφαγα «το πιο γλυκό-γλυκό πού έγινε ποτέ».
Οι υποψίες μου έγιναν βεβαιότητες όταν τελικά είδα τον Μπέμπαντα. Πετούσε αργά μέσα στις ρόδινες αχτίνες του ηλιοβασιλέματος. Στην αρχή νόμιζα πώς ήταν το λεωφορείο «Ηλιοτρόπιο». Άλλα όταν πλησίασε σαν άσπρο συννεφάκι, σαν ξασμένο μαλλί της γριάς, όταν μπόρεσα να διακρίνω τον Μπίξ-Μπίξ και την Μπομπίλα καθισμένους στην πλάτη του, τότε ήξερα: ήταν ο Μπέμπαντας, ο μαγικός άσπρος ελέφαντας.
Και τότε κατάλαβα: ο κόσμος είχε γίνει μια Λιλιπούπολη.
Μεγάλο θαύμα της τέχνης — πώς μεταμορφώνεις τη ζωή ! Στενοκέφαλοι, άμουσοι και στεγνοί άνθρωποι πήγαν να σκοτώσουν την ποίηση — αλλά τα όνειρα πήραν εκδίκηση. Αντί να πεθάνει ή Λιλιπούπολη, απλώθηκε παντού — και μαγικά παράλλαξε τον κοσμο.
Και σιγά-σιγά νιώσαμε πώς ζούμε μέσα στη Λιλιπούπολη ! Χάρη στην ευαισθησία και τη φαντασία των δημιουργών της ή καθημερινή πραγματικοτητα πήρε μια νέα διάσταση. Άλλαξαν τα πρίσματα των ματιών μας, και οι μεμβράνες των αυτιών μας, και τα πλαίσια αναφοράς των ονείρων μας. Βλέπουμε γύρω Χαρχούδες, Δυστροπόπιγγες και Πιπινέζες! Κάθε εργοστάσιο είναι ένας Σιδερομάσσας και κάθε ποιητής ένας Κουκουτούζ. Καί, αντί να τον ακούμε, ψέλνουμε εμείς τον εθνικό ύμνο:
Ωραία Λιλιπούπολη,
ποτέ δεν σε ξεχνώ...
Τα χρώματα ζωντάνεψαν στα μάτια μας — το καφέ έγινε αρκούδα (με μπουφέ!) και το άσπρο είναι ο Μυζηθρόκαμπος με τον Γιαουρτοπόταμο. Όταν μας αμφισβητούν τραγουδάμε:
Δεν είμαστε Ζουλού
δεν είμαστε Παπούα
είμαστε οι απόγονοι
των άγριων Λιλιπούα!
Ποτέ πια ή ζωή δεν θα είναι όπως ήταν. Αυτό είναι το γνώρισμα της τέχνης. Συγγραφεύς, συνθέτες, ηθοποιοί έπλασαν έναν νέο, ολόκληρο κόσμο!
Σ' αυτού του κόσμου τους δρόμους τριγυρνώ εδώ και μήνες. Δεν νοσταλγώ τη Λιλιπούπολη — ζω στη Λιλιπούπολη. Αυτοί πού την πολέμησαν ισοπεδώθηκαν από τη φοβερή παρουσία της. Αυτοί πού τη σταμάτησαν θα έχουν καιρό ξεχαστεί όταν τα τραγούδια της Λιλιπούπολης θα τραγουδιούνται ακόμη !
Ναι, Δήμαρχε! Ναι, Μπίξ-Μπίξ! Ναι, Γλυκόσαυρε! Κερδίσατε! Εσείς το τραγουδήσατε, δεν το πιστέψαμε, μα τώρα το ζούμε:
Γύρισα, ταξίδεψα πολύ
κι όλος ο κόσμος, είναι για μένα,
μια Λιλιπούπολη...
Ναι, Δυστροπόπιγγα, ναι, Πιπινέζα, ναι, Δρακατώρ: χάρη σε σας το τραγούδι βγήκε αληθινό. Όλος ο κόσμος έγινε μια Λιλιπούπολη!
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 26, 2006
Ντροπή για το Τρίτο!
Μια μοναδική εστία ποιότητας στην Ελλάδα είναι το Τρίτο Πρόγραμμα. Υπήρξα κάποτε συνεργάτης του και πάντα ακροατής του. Το ακούω από την πρώτη μέρα της δημιουργίας του. Μετά την αποχώρηση του Μάνου Χατζιδάκι του πήραν τις πολλές συχνότητες και τους πομπούς και τους έδωσαν στο Δεύτερο. Το έχασα. Στα μέσα της δεκαετίας του 90 του ξανάδωσαν μία καλή συχνότητα – την 107,7 (σήμερα 90,9). Τότε είχα γράψει στην Καθημερινή το ακόλουθο άρθρο:
Ευχαριστώ 107,7!
Εδώ και πέντε μήνες η ζωή μου έχει αλλάξει προς το καλύτερο.
Ευχαριστώ πολύ, 107,7!
Το πρωί που ξυπνάω, το βράδυ πριν κοιμηθώ, μέσα σε εκνευριστικά μποτιλιαρίσματα, σε ανιαρές διαδρομές - ακόμα και στην τυποποιημένη τελετουργία του καθημερινού μπάνιου... ευχαριστώ 107,7!
Αν κυκλοφορώ πιο άνετα, αν η πίεσή μου είναι πιο χαμηλή, οι μυς μου χαλαρότεροι και τα νεύρα μου λιγότερο τεντωμένα, το οφείλω σε σένα. Αν επιζώ πιο εύκολα μέσα στην ρύπανση (περιβαλλοντική και ηθική), αν αντέχω την γραφειοκρατία, αν χαμογελάω καμιά φορά μέσα σε ένα έθνος μουρτζούφληδων, το οφείλω σε σένα...
Ευχαριστώ, λοιπόν, Τρίτο Πρόγραμμα!
Όχι, δεν είσαι πια το Τρίτο του Μάνου Χατζηδάκι (οι Χρυσοί Αιώνες δεν επαναλαμβάνονται). Αλλά είσαι μία όαση μέσα στην ατέλειωτη ευτέλεια και χυδαιότητα της «ελεύθερης» ραδιοφωνίας. (Πόσες φορές έχω βλαστημήσει την στιγμή που την εγκαινιάζαμε, με τον 9,84!) Και, επιτέλους, ακούγεσαι! Χάρη στην νέα συχνότητα 107,7.
Μικρά πράγματα μπορεί να έχουν μεγάλες συνέπειες. Μία ωραία μουσική υπόκρουση στη ζωή μου - είναι σαν να ζω μία άλλη ζωή. Η βουβή ταινία ξαφνικά ντύθηκε με ήχους. Η, μάλλον, μία ταινία όλο κρότους και θορύβους γέμισε μελωδία και αρμονία.
Αυτή τη στιγμή που γράφω, ακούω ταυτόχρονα το τελευταίο μέρος του κουαρτέτου σε λα ελάσσονα του Μendelssohn. (Στους άλλους σταθμούς φλυαρούν ακατάπαυστα πολιτικοί, djsκαι δημοσιογράφοι).
Το Τρίτο δεν έχει μόνο κλασική μουσική. (Παλιά την έλεγαν ...σοβαρή!) Εκπέμπει κάθε είδους ΚΑΛΗ μουσική. Τα μεσημέρια απολαμβάνω ars in brevi - μουσικές μινιατούρες. Τα απογεύματά μου είναι λυρικά: ακούω την «Λύρα Μεσημεριού». Μία τρυφερή διαδοχή από μελωδικά κομμάτια που με ένα ευαίσθητο τρόπο πραγματοποιούν στο σύνολό τους το «ουράνιο μήκος», το οποίο είχε αποδώσει ο Schumann στον Schubert.
Α, ναι, ο Ορφέας υπάρχει ακόμα και μαγεύει έμψυχα και άψυχα. Η μουσική είναι το καλύτερο αντίδοτο για τα περισσότερα δεινά της ύπαρξης. Και δεν αρκεί το Μέγαρο. Διότι το Μέγαρο λειτουργεί μόνον ορισμένες ώρες και ημέρες - και διότι συχνά εκεί η απόλαυση νοθεύεται από την ενοχλητική παρουσία ενός άμουσου και βάρβαρου κοινού κοσμικών και επιδειξιμανών.
Η μουσική λειτουργεί αλλιώς ως συνεχής παρουσία - ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η ζωή. Υπάρχουν ώρες νεκρές - π.χ. η οδήγηση μέσα στην πόλη - που μεταμορφώνονται με την παρουσία της. Οι κασέτες και τα CD βοηθάνε - αλλά η επανάληψη ενός κομματιού, στην ίδια τυποποιημένη εκτέλεση, σύντομα σκοτώνει την ηδονή. Είχα φθάσει να κουβαλάω ολόκληρη δισκοθήκη στο αυτοκίνητο, και πάλι βαριόμουν την κονσέρβα. Τώρα ο δείκτης του ραδιοφώνου είναι μόνιμα γυρισμένος στο 107,7. Εκεί υπάρχει μία ανεξάντλητη πηγή μουσικών απολαύσεων - και εκπλήξεων.
Αυτό το στοιχείο της έκπληξης είναι από τα πιο σημαντικά. Όταν βάζεις ένα δίσκο ξέρεις τι θα ακούσεις. Εδώ είναι σχεδόν πάντα κάτι απροσδόκητο και ερεθιστικό. Ακόμα κι όταν δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά. Κι εκτός από τη μουσική υπάρχει και λόγος - ουσιαστικός κι όχι ελευθεροραδιοφονικός.
Ζήτω ο μαγικός αριθμός 107,7!
Αυτά έγραφα πριν 10 χρόνια. ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Σήμερα το Τρίτο πεθαίνει. Από τις εκατοντάδες άχρηστα τρωκτικά που φιλοξενεί το μέγαρο της ΕΡΤ, βρήκαν τους λίγους παραγωγούς του Τρίτου για να μην τους ανανεώσουν την σύμβαση! Τα πρωινά μεταδίδει μόνο επαναλήψεις.
Όπως μου γράφει γνώστης των πραγμάτων: «Η δεδομένη αδιαφορία της διοίκησης της ΕΡΤ προς το Τρίτο, (αφού η πολιτιστική της πολιτική εξαντλείται στο τετράπτυχο Eurovision, Διαγωνισμός Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, εκπομπές τύπου Αννας Δρούζα, δικαιώματα αγώνων Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού στη διπλή τιμή) έχει πολλά πρόσωπα: το Τρίτο δεν έχει site -που έχει π .χ. το Δεύτερο-, ενώ άνθρωποι του Τρίτου έχουν αναλάβει να το στήσουν δωρεάν, δεν έχει επικοινωνία με τους ακροατές μέσω SMS ή τηλεφωνήτριας που έχουν όλα τα ζωντανά προγράμματα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, δεν έχει ποτέ εξώφυλλο στη Ραδιοτηλεόραση όπου έχει εμφανισθεί και η τελευταία στάρλετ νέου σήριαλ του Alpha, δεν έχει computer στο στούντιο ροής ώστε να παίζει με ασφάλεια και με ψηφιακή μεταφορά τα μουσικά έργα, αλλά και να το χρησιμοποιεί στις ζωντανές εκπομπές ως πηγή πληροφορίας και επιβεβαίωσης μέσω διαδικτύου, η δισκοθήκη της ΕΡΤ έχει 4 χρόνια να αγοράσει CD κλασικής μουσικής, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με εγγύηση αποτελέσματος τον τεράστιο πραγματικά θησαυρό από βινύλια που έχει η ΕΡΤ γιατί τα -γυμνά- πλατώ στο στούντιο ροής είναι πλέον κομοδίνα για τον καφέ και το σάντουιτς του ηχολήπτη ενώ οι βελόνες πόρρω απέχουν των στοιχειωδών προδιαγραφών και... και... και... μπορώ να συνεχίσω μέχρι λιποθυμίας!».
Θυμάμαι πριν 10 χρόνια που έκανα εκπομπή στο Τρίτο έπρεπε να φέρνω το δικό μου φορητό CD Player (και δικούς μου δίσκους). Ήδη τότε ήταν απαράδεκτη η κατάσταση!
Να κάνω μία πρόταση στην Διεύθυνση της ΕΡΤ:
ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ!
Υπερβολή; Καθόλου. Κοινή λογική. Το μείγμα μουσικής και μπλα-μπλα που προσφέρουν τα άλλα ραδιοφωνικά προγράμματα της ΕΡΤ το προσφέρουν και άλλες δεκάδες σταθμοί.
Αυτό που προσφέρει το Τρίτο είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ!
Σώστε το!
Ευχαριστώ 107,7!
Εδώ και πέντε μήνες η ζωή μου έχει αλλάξει προς το καλύτερο.
Ευχαριστώ πολύ, 107,7!
Το πρωί που ξυπνάω, το βράδυ πριν κοιμηθώ, μέσα σε εκνευριστικά μποτιλιαρίσματα, σε ανιαρές διαδρομές - ακόμα και στην τυποποιημένη τελετουργία του καθημερινού μπάνιου... ευχαριστώ 107,7!
Αν κυκλοφορώ πιο άνετα, αν η πίεσή μου είναι πιο χαμηλή, οι μυς μου χαλαρότεροι και τα νεύρα μου λιγότερο τεντωμένα, το οφείλω σε σένα. Αν επιζώ πιο εύκολα μέσα στην ρύπανση (περιβαλλοντική και ηθική), αν αντέχω την γραφειοκρατία, αν χαμογελάω καμιά φορά μέσα σε ένα έθνος μουρτζούφληδων, το οφείλω σε σένα...
Ευχαριστώ, λοιπόν, Τρίτο Πρόγραμμα!
Όχι, δεν είσαι πια το Τρίτο του Μάνου Χατζηδάκι (οι Χρυσοί Αιώνες δεν επαναλαμβάνονται). Αλλά είσαι μία όαση μέσα στην ατέλειωτη ευτέλεια και χυδαιότητα της «ελεύθερης» ραδιοφωνίας. (Πόσες φορές έχω βλαστημήσει την στιγμή που την εγκαινιάζαμε, με τον 9,84!) Και, επιτέλους, ακούγεσαι! Χάρη στην νέα συχνότητα 107,7.
Μικρά πράγματα μπορεί να έχουν μεγάλες συνέπειες. Μία ωραία μουσική υπόκρουση στη ζωή μου - είναι σαν να ζω μία άλλη ζωή. Η βουβή ταινία ξαφνικά ντύθηκε με ήχους. Η, μάλλον, μία ταινία όλο κρότους και θορύβους γέμισε μελωδία και αρμονία.
Αυτή τη στιγμή που γράφω, ακούω ταυτόχρονα το τελευταίο μέρος του κουαρτέτου σε λα ελάσσονα του Μendelssohn. (Στους άλλους σταθμούς φλυαρούν ακατάπαυστα πολιτικοί, djsκαι δημοσιογράφοι).
Το Τρίτο δεν έχει μόνο κλασική μουσική. (Παλιά την έλεγαν ...σοβαρή!) Εκπέμπει κάθε είδους ΚΑΛΗ μουσική. Τα μεσημέρια απολαμβάνω ars in brevi - μουσικές μινιατούρες. Τα απογεύματά μου είναι λυρικά: ακούω την «Λύρα Μεσημεριού». Μία τρυφερή διαδοχή από μελωδικά κομμάτια που με ένα ευαίσθητο τρόπο πραγματοποιούν στο σύνολό τους το «ουράνιο μήκος», το οποίο είχε αποδώσει ο Schumann στον Schubert.
Α, ναι, ο Ορφέας υπάρχει ακόμα και μαγεύει έμψυχα και άψυχα. Η μουσική είναι το καλύτερο αντίδοτο για τα περισσότερα δεινά της ύπαρξης. Και δεν αρκεί το Μέγαρο. Διότι το Μέγαρο λειτουργεί μόνον ορισμένες ώρες και ημέρες - και διότι συχνά εκεί η απόλαυση νοθεύεται από την ενοχλητική παρουσία ενός άμουσου και βάρβαρου κοινού κοσμικών και επιδειξιμανών.
Η μουσική λειτουργεί αλλιώς ως συνεχής παρουσία - ως πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγεται η ζωή. Υπάρχουν ώρες νεκρές - π.χ. η οδήγηση μέσα στην πόλη - που μεταμορφώνονται με την παρουσία της. Οι κασέτες και τα CD βοηθάνε - αλλά η επανάληψη ενός κομματιού, στην ίδια τυποποιημένη εκτέλεση, σύντομα σκοτώνει την ηδονή. Είχα φθάσει να κουβαλάω ολόκληρη δισκοθήκη στο αυτοκίνητο, και πάλι βαριόμουν την κονσέρβα. Τώρα ο δείκτης του ραδιοφώνου είναι μόνιμα γυρισμένος στο 107,7. Εκεί υπάρχει μία ανεξάντλητη πηγή μουσικών απολαύσεων - και εκπλήξεων.
Αυτό το στοιχείο της έκπληξης είναι από τα πιο σημαντικά. Όταν βάζεις ένα δίσκο ξέρεις τι θα ακούσεις. Εδώ είναι σχεδόν πάντα κάτι απροσδόκητο και ερεθιστικό. Ακόμα κι όταν δεν χαϊδεύει τ’ αυτιά. Κι εκτός από τη μουσική υπάρχει και λόγος - ουσιαστικός κι όχι ελευθεροραδιοφονικός.
Ζήτω ο μαγικός αριθμός 107,7!
Αυτά έγραφα πριν 10 χρόνια. ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
Σήμερα το Τρίτο πεθαίνει. Από τις εκατοντάδες άχρηστα τρωκτικά που φιλοξενεί το μέγαρο της ΕΡΤ, βρήκαν τους λίγους παραγωγούς του Τρίτου για να μην τους ανανεώσουν την σύμβαση! Τα πρωινά μεταδίδει μόνο επαναλήψεις.
Όπως μου γράφει γνώστης των πραγμάτων: «Η δεδομένη αδιαφορία της διοίκησης της ΕΡΤ προς το Τρίτο, (αφού η πολιτιστική της πολιτική εξαντλείται στο τετράπτυχο Eurovision, Διαγωνισμός Τραγουδιού Θεσσαλονίκης, εκπομπές τύπου Αννας Δρούζα, δικαιώματα αγώνων Ολυμπιακού και Παναθηναϊκού στη διπλή τιμή) έχει πολλά πρόσωπα: το Τρίτο δεν έχει site -που έχει π .χ. το Δεύτερο-, ενώ άνθρωποι του Τρίτου έχουν αναλάβει να το στήσουν δωρεάν, δεν έχει επικοινωνία με τους ακροατές μέσω SMS ή τηλεφωνήτριας που έχουν όλα τα ζωντανά προγράμματα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, δεν έχει ποτέ εξώφυλλο στη Ραδιοτηλεόραση όπου έχει εμφανισθεί και η τελευταία στάρλετ νέου σήριαλ του Alpha, δεν έχει computer στο στούντιο ροής ώστε να παίζει με ασφάλεια και με ψηφιακή μεταφορά τα μουσικά έργα, αλλά και να το χρησιμοποιεί στις ζωντανές εκπομπές ως πηγή πληροφορίας και επιβεβαίωσης μέσω διαδικτύου, η δισκοθήκη της ΕΡΤ έχει 4 χρόνια να αγοράσει CD κλασικής μουσικής, δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε με εγγύηση αποτελέσματος τον τεράστιο πραγματικά θησαυρό από βινύλια που έχει η ΕΡΤ γιατί τα -γυμνά- πλατώ στο στούντιο ροής είναι πλέον κομοδίνα για τον καφέ και το σάντουιτς του ηχολήπτη ενώ οι βελόνες πόρρω απέχουν των στοιχειωδών προδιαγραφών και... και... και... μπορώ να συνεχίσω μέχρι λιποθυμίας!».
Θυμάμαι πριν 10 χρόνια που έκανα εκπομπή στο Τρίτο έπρεπε να φέρνω το δικό μου φορητό CD Player (και δικούς μου δίσκους). Ήδη τότε ήταν απαράδεκτη η κατάσταση!
Να κάνω μία πρόταση στην Διεύθυνση της ΕΡΤ:
ΚΑΤΑΡΓΗΣΤΕ ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΣΤΕ ΜΟΝΟ ΤΟ ΤΡΙΤΟ!
Υπερβολή; Καθόλου. Κοινή λογική. Το μείγμα μουσικής και μπλα-μπλα που προσφέρουν τα άλλα ραδιοφωνικά προγράμματα της ΕΡΤ το προσφέρουν και άλλες δεκάδες σταθμοί.
Αυτό που προσφέρει το Τρίτο είναι ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΟ!
Σώστε το!
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 24, 2006
Το Κίτρινο Φύλλο
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΔΗΣΗ με περίμενε έξω από την πόρτα: Το πρώτο κίτρινο φύλλο. Το φθινόπωρο – με σκέψεις φθοράς.
Στον δρόμο, ένα βρέφος. Όταν θα είναι ώριμος άνδρας, εγώ δεν θα υπάρχω. Φθόνος.
Παλιά στο φθινόπωρο ανήκε και η φθίση. Τώρα η φθίση θεραπεύεται. Αλλά το φθινόπωρο δεν έχει γιατρειά.
Γιατί, κάτω από τα ώριμα φρούτα και τα πλούσια χρώματα, η εποχή αυτή δεν παύει να είναι αρρώστια. Τελεσίδικη.
ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ένα κίτρινο φύλλο.
"Οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών." Τρεις χιλιάδες χρόνια πριν, τις ίδιες σκέψεις, ο 'Ομηρος.
Πόσα φθινόπωρα ακόμα; Δέκα; Ένα; Πέντε; Τι άγρια ρωσική ρουλέτα!
ΤΟ ΚΑΘΕ ΕΤΟΣ είναι μικρογραφία ζωής. Αρχίζει με τις ημέρες να μεγαλώνουν και τελειώνει στην έκλειψη του φωτός. Το φθινόπωρο είναι η τελευταία δύναμη της ζωής.
Ποτέ οι χυμοί δεν είναι τόσο πυκνοί όσο τις μέρες των κίτρινων φύλλων.
Η φθορά βέβαια θα κερδίσει - αλλά ωραίος ο χρυσός της δύσης!
Απαισιόδοξος; Αγαπώ την (μαχόμενη) απαισιοδοξία μου. Μπορεί να μην είναι ευχάριστη, είναι όμως έντιμη. Δεν κοροϊδεύω κανένα, ούτε καν τον εαυτό μου.
Σίγουρα, δεν την συνιστώ σε όλους. Δεν αντέχεται εύκολα. «Ο άνθρωπος δεν σηκώνει πολλή πραγματικότητα», γράφει ο Έλιοτ.
Αλλά την λίγη που αντικρίζει, οφείλει να την σέβεται.
ΖΟΥΜΕ σε μιαν εποχή που παράγει, συσκευάζει, εμπορεύεται το ψέμα. Ζηλεύω τους παραγωγούς ψεύδους – αυτοί τουλάχιστον γνωρίζουν τι πουλάνε. Εμείς; Η αλήθεια έχει πολλά πρίσματα. Συνεχώς διασπάται. Οι πληροφορίες είναι άπειρες. Ο έντιμος δεν ξέρει αν ξέρει.
Και να ήθελα δεν θα μπορούσα να σας διαφωτίσω για τα μεγάλα θέματα, τα πρωτοσέλιδα. Γνωρίζω πολλές εκδοχές για το καθένα - αλλά όχι την μία.
Κάποτε την αλήθεια την ξεστομίζανε οι τρελοί του χωριού. Μα τώρα κι αυτοί εγκλωβίστηκαν. Ούτε η αλήθεια της τρέλας δεν έχει πέραση.
Γι αυτό, με αηδία και απόγνωση, ξεφεύγω από τα επίκαιρα θέματα. (Καλύτερα: "επίκαιρα ψέματα"). Επιστρέφω στις ανεπίκαιρες αλήθειες. Αυτές ισχύουν. Όπως το κίτρινο φύλλο. Δηλώνει μοίρα πανάρχαιη, νόμο σιδερένιο. Θα παρέλθουμε, όλοι, "οίοι φύλλων γενεή." Τρομοκράτες, γραφειοκράτες, όλοι φεύγουμε.
(Μακάριοι όσοι ελπίζουν σε μελλοντικές ζωές και παραδείσους! Πάντως, αν μπορούσα να πιστέψω, θα διάλεγα το όραμα του Μωάμεθ. Ουρί και πιλάφια με θέλγουν περισσότερο από ασώματες ψαλμωδίες.)
ΑΣ ΜΗΝ ΑΚΟΝΙΖΟΥΝ τους κονδυλοφόρους "οι τα φαιά φορούντες". Δεν είμαι άπιστος – κυρίως δύσπιστος. Εικάζω. Ψάχνω. Ρωτάω. Όμως το φύλλο παραμένει πραγματικό και αμείλικτο.
Μαραίνεται αλλά θυμάται την άνοιξη. Πεθαίνει αλλά περιμένει την άνοιξη. Κι ας μην το αφορά. Θα είναι εκεί άλλα φύλλα, πράσινα, νέα. Κάτι θα’ χει συμβάλλει κι αυτό στην παρουσία τους. Έστω μόνο σαν λίπασμα.
ΤΑ ΞΕΡΑ ΦΥΛΛΑ. Ποιητές, χρονογράφοι, τραγουδοποιοί – χρόνια τώρα. Σε σημείο να μην τολμάς να πλησιάσεις το θέμα. Κοινότοπο. (Ε! κι έπειτα; Όλα τα μεγάλα θέματα είναι κοινότοπα - αλλά πρωτότυπος ο εκάστοτε άνθρωπος.)
Κάθε φορά το κίτρινο φύλλο είναι είδηση. Είναι νέο. Όπως κάθε γενεά που το αντιμετωπίζει. Όπως κάθε φθινόπωρο. Όλα ξανάρχονται. Τίποτα δεν είναι ίδιο.
Από καινούργια συναισθήματα και παλαιά κείμενα γεννήθηκε κι αυτό που έγραψα.
Κι ίσως κάποτε (μεγάλη τιμή) χρησιμέψει κι αυτό για λίπασμα.
Στο κάθε πράσινο φύλλο ζούνε όλα τα κίτρινα που λησμονήσαμε.
Οι φωτογραφίες από το "Φως των Ελλήνων" (1984). Το κείμενο από χρονογράφημα του 89.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 22, 2006
...χωρίς αυτοκίνητο!
Σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή ημέρα χωρίς αυτοκίνητο.
(Αν μπορείτε, γιορτάστε την. Τα λεωφορεία πάντως – και τα άλλα μέσα μαζικής μεταφοράς – είναι δωρεάν. Αν τα βρείτε. Εδώ που μένω περνάνε κάθε 30 με 60 λεπτά, ανάλογα με το που φυσάει σήμερα. Πάντως, είναι δωρεάν. Θα κερδίσετε ένα ευρώ και θα χάσετε την μισή σας μέρα.).
Έρχομαι από μία χώρα που γιορτάζει αυτή τη μέρα 365 φορές τον χρόνο.
Σε καμία πρωτεύουσα της Ευρώπης δεν έχω δει πιο άδειους δρόμους. Ακόμα και τις ώρες αιχμής είναι έρημοι. Ένα μποτιλιάρισμα δεν είδα.
Οι μισοί Δανοί μετακινούνται με ποδήλατο και οι άλλοι μισοί με μαζικά μέσα.
Προσπάθησα, φωτογραφίζοντας, να σας δώσω μία ιδέα του πλήθους των ποδηλάτων. Πρέπει να αναλογούν δύο ή τρία ανά κάτοικο. Αν και δεν υπάρχει λόγος να αγοράσεις. Από πολλούς ειδικούς σταθμούς δανείζεσαι ένα – δωρεάν και χωρίς καμία διατύπωση, απλώς το παίρνεις – πας στην δουλειά σου και το αφήνεις στον κοντινότερο σταθμό. (Μου είπαν ότι δεν έχει κλαπεί κανένα).
Φυσικά υπάρχουν παντού ποδηλατόδρομοι – με προτεραιότητα. Τα ποδήλατα κινούνται πολύ γρήγορα. Ως πεζός κινδυνεύεις πολύ περισσότερο από αυτά, παρά από τα αυτοκίνητα – έτσι που δεν είσαι συνηθισμένος να προσέχεις τις προεκτάσεις των πεζοδρομίων που γίνονται ποδηλατόδρομοι. Οι ποδηλάτες φορούν σχεδόν όλοι πλαστικά κράνη.
Όπου κι αν είσαι, κάπου στο βάθος θα δεις την σιλουέτα ενός ανεμόμυλου – δηλαδή μίας ανεμογεννήτριας. Πολλοί και οι ηλιακοί σταθμοί παραγωγής (κι ας ψάχνουν τον ήλιο με το τουφέκι). Άλλοι από βιομάζα. Ήδη, από τα στοιχεία που βρήκα, το 23% της παραγωγής ρεύματος γίνεται από ήπιες ανανεώσιμες πηγές, και ο στόχος τους είναι να φτάσουν σύντομα το 50%.
50%
- ναι -
50%
μικρότερη εξάρτηση από το πετρέλαιο!
Καμία σχέση με Ελλάδα. Ήλιο έχουμε (και πολύ περισσότερο από αυτούς). Αέρα έχουμε. Μυαλό έχουμε;
Έβλεπα πριν από μέρες ένα σχετικό ντοκυμαντέρ: για να στηθεί ένα αιολικό πάρκο στην Ελλάδα χρειάζεται να γνωματεύσουν 42 επιτροπές από 6 υπουργεία. Μία να έχει ενδοιασμούς (π. χ. πολιτιστικούς) η άδεια δεν χορηγείται.
Σιγά μην γίνουμε Δανία!
Ακούω ραδιόφωνο – η κίνηση στους δρόμους: Την Ημέρα Χωρίς Αυτοκίνητο την γιορτάζουμε με τα μεγαλύτερα μποτιλιαρίσματα όλων των εποχών.
Και τώρα ας τραγουδήσουμε όλοι μαζί το παλιό σουξέ: «Εγώ και το ποδήλατό μου».
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 20, 2006
Συστημένα
Χθες το μεσημέρι, γυρίζοντας στο σπίτι, βρήκα αυτή την ειδοποίηση του ταχυδρομείου.
Κατάλαβα ότι έχουμε αλλάξει ταχυδρόμο.
Ο παλιός τα συστημένα τα έδινε στην μόνιμη οικιακή βοηθό. Όχι από την αρχή. Χρειάστηκε να γνωριστούμε πρώτα. Ίσως βοήθησε και το γεγονός ότι του έδινα Δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και Επίδομα Αδείας.
Ελπίζω ότι αυτό θα συμβεί και με τον καινούργιο – και ότι δεν θα με υποχρεώνει κάθε δύο μέρες να στήνομαι στο Ταχυδρομείο.
Τι είπα; «Ελπίζω». Να λοιπόν από που ξεκινάει η ρίζα της διαφθοράς.
Παλιός γνωστός που ζούσε στην Αιθιοπία μου έλεγε πως εκεί έπρεπε να κόβεις τακτικό μισθό στον ταχυδρόμο και τους υπάλληλους που μετρούσαν ηλεκτρικό και νερό. Αλλιώς ο πρώτος πετούσε τα γράμματα στα σκουπίδια και οι άλλοι δύο «ξεχνούσαν» να στείλουν λογαριασμό – με αποτέλεσμα οι εταιρίες να σου κόβουν πότε το ένα και πότε το άλλο.
Επίσης όταν κυκλοφορούσες, να έχεις διπλωμένο μέσα στο δίπλωμα οδήγησης ένα δεκαδόλαρο. Κάθε λίγο σε σταματούσε ένας τροχαίος, έκανε έλεγχο χαρτιών και εφόσον έβρισκε το χαρτονόμισμα σε άφηνε να φύγεις. Αλλιώς σου έκοβε πρόστιμο για ανύπαρκτη παράβαση.
Βέβαια απέχουμε ευτυχώς από εκεί – αλλά όχι πολύ.
Έχω διατυπώσει ένα κανόνα: όσο πιο υπανάπτυκτη η χώρα, τόσο πιο διάχυτη και διαδεδομένη η διαφθορά. Διότι αυτή υπάρχει και στις πιο προηγμένες κοινωνίες, αλλά περιορισμένη: σε μεγάλες δουλειές, κρατικές προμήθειες, αγορές όπλων, χρηματιστηριακά κόλπα.
Η πάνδημη μίκρο-διαφθορά της Αφρικής, η συνεχής μέσο-διαφθορά της Ελλάδας (γρηγορόσημο, φακελάκι, κλπ) είναι αδιανόητες στην Γερμανία ή την Δανία. Το ότι πρέπει να λαδώσεις έναν υπάλληλο για να κάνει απλώς και μόνο το καθήκον του, είναι ανύπαρκτη έννοια. Ακόμα και να τον λαδώσεις για να παρανομήσει, είναι πολύ σπάνιο (και ιδιαίτερα επικίνδυνο για σένα).
Η χειρότερη μορφή διαφθοράς είναι αυτή που ονομάζω «ακατανόητη»: να πληρώσεις για να γίνει κάτι που εντελώς νόμιμα δικαιούσαι. Μετά είναι αυτή που θα την πω «βολική»: π. χ. η εξυπηρέτηση από τον ταχυδρόμο με τα συστημένα. Κάνει μία μικρή (και ανώδυνη – μια και τα δίνει σε δικό μου άνθρωπο) παρανομία – αλλά με απαλλάσσει από ένα μπελά. Και μετά πάμε στην «καραμπινάτη» διαφθορά που εξαπατά, παρανομεί, ζημιώνει το σύνολο ή κλέβει το δημόσιο.
Γυρίζοντας από το ταξίδι μου βρέθηκα μπροστά σε ένα απίθανο πλέγμα από αλληλο-λαδώματα, εκβιασμούς, συναλλαγές, μίζες, μπαξίσια, ρουσφέτια, κουμπάρους, διαπλεκόμενους... κάτι σαν δύσκολο puzzle ή Sudoku. Επειδή είχα χάσει επεισόδια μου ήταν αδύνατο να καταλάβω ποιος έκανε τι. Και παραιτήθηκα.
Είχα τη τύχη στη ζωή μου, παρόλο που δούλεψα χρόνια σε «βρώμικους» κλάδους, να μην πάρω ποτέ μου μίζα και να μην δώσω ποτέ μπαξίσι (αν εξαιρέσουμε ...τον ταχυδρόμο και τον σκουπιδιάρη). Μιλάω για τύχη γιατί, αν μου προέκυπτε μεγάλη ανάγκη, μάλλον θα το έκανα.
Όμως έζησα δύο ιστορίες σχετικές, που ακόμα με κάνουν να απορώ.
Είχα στην διαφημιστική μου εταιρία μου μία έμπιστη υπάλληλο που χειριζόταν όλα τα θέματα εξωτερικών παραγωγών. Κάποια στιγμή με πλησίασε ένας λιθογράφος και μου παραπονέθηκε ότι δεν του δίναμε πια δουλειές. Και πλησιάζοντας μου είπε στο αυτί: «μήπως πρέπει να ανεβάσω την προμήθειά σας;».
Επί χρόνια λοιπόν η «έμπιστη» έπαιρνε μίζες – στο δικό μου όνομα! Μία πολυκατοικία μαύρο χρήμα. Κι εγώ υπερηφανευόμουν ότι...
Επεισόδιο δεύτερο: ετοιμάζουμε μεγάλη καμπάνια πολιτικού κόμματος. Και παραμονές της έναρξης με επισκέπτεται υψηλά ιστάμενο πολιτικό στέλεχός του – από τους πιο ιδεαλιστές – και μου ζητάει μίζα για να «βοηθήσει» στην τελική ανάθεση. Φυσικά τον πέταξα έξω (η ανάθεση είχε ήδη γίνει από τον αρχηγό).
Να που καταλήγει μία πρόσκληση για συστημένο.
Πάω τώρα στο ταχυδρομείο.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 18, 2006
Αχ, Λευτέρη!
Τον Λευτέρη Κρητικάκη δεν χρειάζεται να σας τον συστήσω – όσοι διαβάζετε αυτό το blog τον ξέρετε καλά. Μαζί με την Αφροδίτη – αλλά σε εντελώς άλλο στυλ – πρωταγωνιστεί στα σχόλια. Ήδη στο προηγούμενο blog (nikosdimou) είχε βγει πρώτος στα «σεντόνια». Εδώ στατιστικές δεν έχουμε (πού είσαι broccoli;) αλλά σίγουρα έχει διατηρήσει τον τίτλο.
Εκρηκτικός, δυναμικός, αυθόρμητος, ειλικρινής και συχνά απότομος – είναι μία προσωπικότητα. Η ζωή του από όσο ξέρω (κι από όσο την περιγράφει ο ίδιος στα σχόλιά του) είναι περιπετειώδης και ταραχώδης. Πολλά επαγγέλματα, πολλοί τόποι, πολλές γυναίκες – μία αέναη περιπλάνηση σε τόπο, σε χρόνο και στον εσωτερικό του χώρο. Ελπίζω κάποτε να γράψει την αυτοβιογραφία του με τον ίδιο αυθόρμητο και άμεσο τρόπο που γράφει τα σχόλιά του. Εγγυημένο bestseller!
Λευτέρης Κρητικάκης: ένας σύγχρονος Οδυσσέας (πού είναι ο Καζαντζάκης να τον κάνει Ζορμπά;) «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω». Τον γνωρίζω δικτυακά από το 1994. Προσωπικά τον αντάμωσα μία φορά, μετά 11 χρόνια, τον Απρίλιο του 2005 στην Αθήνα. Η δικτυακή επαφή μας όλα αυτά τα χρόνια ήταν αδιάλειπτη.
Το 1995 ο Λευτέρης είχε ξεκινήσει (ακούστε πρωτοπορία!) μία ιστοσελίδα για να πουλάει ασφάλειες στην Κρήτη μέσω Internet. Είχαμε μία σχετική αλληλογραφία που την βρήκα ενδιαφέρουσα και την παρέθεσα σε ένα άρθρο μου στην «Διαφημιστική Εβδομάδα». Αργότερα, μαζί με άλλα άρθρα της σειράς αυτής, μπήκε στο βιβλίο μου «Ψηφιακή Ζωή».
Την παραθέτω εδώ τεκμήριο μίας εποχής και ενός ανθρώπου:
Υπηρεσίες On line
Ο κύριος Λευτέρης Κ. είναι ασφαλιστής στο Ηράκλειο Κρήτης και, πιθανότατα, ο πρώτος Έλληνας ασφαλιστής που έστησε δική του σελίδα στο World Wide Web (δίκτυο Forthnet). Έχουμε από καιρό αλληλογραφία και, όταν απέκτησε την σελίδα του, μου έστειλε ένα e-mail ζητώντας μου να την δω και να του πω την γνώμη μου.
Η σελίδα ήταν σοβαρή και αξιοπρεπής. Είχε ένα ωραίο φόντο και περιλάμβανε όλα τα βασικά στοιχεία - εταιρίες, διευθύνσεις και τηλέφωνα. Έγραψα στον κ. Λ. Κ. ότι την βρίσκω καλή, αλλά λίγο άτολμη. Θα την ήθελα πιο δυνατή. Αποσπάσματα από την αλληλογραφία μας:
- Ν.Δ.: Συμπαθής η σελίδα αλλά λίγο ...δειλή. Αν θέλετε να διαφημίσετε τις υπηρεσίες σας, θα έπρεπε να περιέχει κάτι πιο δελεαστικό (γιατί όχι και μία On line αίτηση για προσφορά;)
- Λ. Κ.: Επαγγελματικά, στηριζόμουν πάντοτε στην κατ'άτομο εκτίμηση κινδύνου για την κατασκευή προγράμματος. Τετ-α-τετ αυτές οι δουλειές για μένα. Customized εφαρμογή για τον καθένα.
- Ν. Δ.: Αν πάλι δεν είναι επαγγελματική τότε θα χρειαζόταν πιο πολλή «ποικίλη» ύλη.
- Λ. Κ.: Αχ, είναι το πρώτο βήμα. Η πρώτη εικόνα. Απλά, δεν ήθελα να γεμίσω τον τόπο με ταμπέλες "under construction". Έχω και όριο στα Kbytes...
Από τελευταίο μήνυμα μαθαίνω πως ο κ. Λ. Κ. αναμορφώνει την σελίδα του. Αλλά κι εγώ κάθισα και προβληματίστηκα τι θα μπορούσε να βάλει ένας ελεύθερος επαγγελματίας σε μια σελίδα του Web.
H απλούστερη λύση είναι η αρχική επιλογή του κ. Λ. Κ. Μια διακριτική και ευπρεπής παρουσία. Είναι όμως βέβαιο πως αυτό που θα ήταν ίσως αρκετό για μία μεγάλη εταιρία (υπενθύμιση της ύπαρξής της, εμφάνιση κύρους) δεν θα φέρει πολλή δουλειά σε έναν επαγγελματία.
Μερικές ιδέες στην τύχη:
1. Πληροφορίες για την ασφάλιση γενικά - στοιχεία, στατιστικές - δοσμένες με έξυπνο και χιουμοριστικό τρόπο που να σταματάει τον αμέριμνο surfer.
2. Χρήσιμα τηλέφωνα και διευθύνσεις για περίπτωση ατυχήματος - με υπενθύμιση πως η ασφάλεια «Χ» καλύπτει όλα αυτά.
3. Μερικές βασικές πρώτες βοήθειες.
4. Ένα κουίζ με θέμα «πόσο καλά είστε καλυμμένοι».
5. Μερικά άμεσα διαφημιστικά αγκίστρια: π. χ. ξέρετε ότι αν πληρώνετε Ν. δρχ. την ημέρα μπορείτε σε Χ χρόνια να εισπράξετε Ψ χρήματα;
6. Τips για να ασφαλιστείτε καλύτερα η φθηνότερα. Οδηγίες πως να αποφύγετε λάθη η παγίδες. Το «tip της εβδομάδας».
7. Ένα FAQ (frequently asked questions) για τις ασφάλειες. Βασικές ερωτήσεις με σύντομες απαντήσεις.
8. Βιογραφικά του ασφαλιστή - τι σπουδές έχει, τι πείρα (ακόμα και τι hobbies…)
9. Links σε θέματα που σχετίζονται με ασφάλεια - υγεία - επενδύσεις, κλπ.
Όλα αυτά έχουν ένα κοινό παρονομαστή - παρέχουν κάτι δωρεάν στον επισκέπτη του site και του δημιουργούν μία θετική εικόνα για τον κάτοχό του και τις υπηρεσίες που προσφέρει. Βέβαια, αν ο επισκέπτης δεν είναι κάτοικος Κρήτης, δεν θα μπορεί να εξαργυρωθεί η καλή εικόνα. Επειδή όμως βοηθάει την εταιρία που εκπροσωπεί ο ασφαλιστής μας - μήπως θα μπορούσε να του κάνει sponsoring στη σελίδα;
Όλα αυτά που γράφω (ιδιαίτερα τα κείμενα) γίνονται εύκολα και καταλαμβάνουν πολύ λιγότερα bytes από ένα πλούσιο φόντο. Και βέβαια δεν ισχύουν μόνο για ασφαλιστές αλλά για όλες τις κατηγορίες επαγγελματιών…
Στο Internet θα βρείτε επαγγελματίες που κινούνται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε αυτό - π.χ. μεταφραστές. Έχουν στην σελίδα τους πλήρες βιογραφικό, συστάσεις, περιγραφή και δείγματα των υπηρεσιών τους και τιμοκατάλογο. Μπορείς να τους αναθέσεις την δουλειά, να στείλεις και να πάρεις το κείμενο on line - και να πληρώσεις ηλεκτρονικά.
Μία σελίδα που πουλάει υπηρεσίες στο Web πρέπει να απαντά στα ερωτήματα: γιατί να τις χρησιμοποιήσω και γιατί με αυτόν (ην). Αν, ας πούμε ήξερα περισσότερα πράγματα για τον κ. Λ. Κ. θα μου ήταν πιο εύκολο να τον εμπιστευθώ.
Αυτά το 1995 - and still going strong!
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 16, 2006
Τα μικρά του χρόνου
Πρόταση για την νέα κατεύθυνση του blog:
Τείνουμε να συζητάμε εδώ «μεγάλα θέματα». Αυτά που επηρεάζουν το μέλλον της ανθρωπότητας – τα οποία εμείς δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Ότι και να πούμε εμείς, η διαμάχη Εβραίων και Παλαιστίνιων, η κόντρα του Μπους με τον «άξονα του κακού» θα συνεχιστεί. Η διαφθορά στην Ελλάδα, επίσης.
Όλα αυτά είναι τα καθημερινά θέματα των ΜΜΕ.
Όμως υπάρχουν και τα μικρά πράγματα στη ζωή μας, που της δίνουνε σημασία και νόημα. Θετικά και αρνητικά. Ο Ναμπόκοφ είχε κάποτε γράψει πως ο σκοπός της αφήγησης είναι να απεικονίσει τα καθημερινά αντικείμενα όπως θα καθρεφτίζονταν κάποτε στους συμπαθητικούς καθρέφτες του μέλλοντος, να βρει στα γύρω μας την τρυφερή ευωδιά που μόνο το μέλλον θα μπορούσε να διακρίνει. Και να τα εκτιμήσουμε όπως σε μακρινούς καιρούς: «όταν η κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας θα γινόταν εξαιρετική και γιορτινή από μόνη της».
Ένα παράδειγμα: Η ανθοστήλη της Gravoura έγινε τώρα σύμβολο μίας εποχής και ενός τρόπου ζωής. Αλλά ήταν ήδη εκεί, προορισμένη να γίνει κάποτε κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν καταστρεφόταν, η εικόνα της θα έμενε για να συμβολίσει.
Πόσα πράγματα, πόσες πράξεις, πόσοι άνθρωποι γύρω μας εμπεριέχουν ένα τέτοιο δυναμικό. Πόσες κινήσεις που κάνουμε κάθε μέρα, μηχανικά, χωρίς δεύτερη σκέψη κάποτε μπορεί να αποκτήσουν τεράστια σημασία (αν π. χ. φύγει ξαφνικά ο Άλλος...).
Μιλάω για μινιμαλισμό. Δεν θέλω να αποκλείσω τα μεγάλα θέματα, χρειάζονται σαν άσκηση του νου, αλλά θέλω να τονίσω τα μικρά. Βέβαια αυτά απαιτούν παρατηρητικότητα και τέχνη. Το να φωτογραφίζεις κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις είναι εύκολο – το να απεικονίζεις την καθημερινότητα και να την κάνεις συναρπαστική, πολύ πιο δύσκολο.
Αλλιώς το blog γίνεται ΜΜΕ. Ασχολείται με την επικαιρότητα – όπως οι εφημερίδες – με τα εσώψυχα των ανθρώπων – όπως τα ριάλιτι – με την εξερεύνηση θεμάτων – όπως τα ντοκιμαντέρ. Ενώ τι είναι: Ένα προσωπικό ημερολόγιο.
Η ιδέα προέκυψε από το doncat mobile. Ένα blog που διαμορφώνεται μέσω κινητού έχει άλλους κανόνες. Λιγότερο κείμενο (δεν σηκώνει πολλά το πληκτρολόγιο του τηλεφώνου) αλλά πιο άνετη φωτογραφία. Μια και έχεις το κινητό συνεχώς επάνω σου μπορείς εύκολα να φωτογραφίζεις αυτά που συνήθως περνούν απαρατήρητα.
Μικρά πράγματα. Μπορεί να μην σώσουμε τον κόσμο – αλλά να σώσουμε τη στιγμή. Έπειτα κανείς δεν σε εμποδίζει “to see eternity in a grain of sand”: να δεις την αιωνιότητα σε ένα κόκκο άμμου, όπως λεει κι ο ποιητής.
Ξέρω το στυλ είναι λιγότερο «πιασάδικο» και η AGB δεν θα χτυπήσει κόκκινο. Αλλά τα ρεκόρ τα γνωρίσαμε, όπως και το «γκραν σουξέ» που λέει κι ο Σαββόπουλος.
Όλα αυτά αποτελούν μία σκέψη στο νου μου. Ο μόνος τρόπος να δω αν λειτουργεί είναι να δοκιμάσω. Και, φυσικά, σταδιακά. Μιλάω για τάση, όχι για τομή...
Σας ακούω.
H φωτογραφία από ένα ηλιακό ρολόι σε παλιό δανέζικο κάστρο.
Τείνουμε να συζητάμε εδώ «μεγάλα θέματα». Αυτά που επηρεάζουν το μέλλον της ανθρωπότητας – τα οποία εμείς δεν μπορούμε να επηρεάσουμε. Ότι και να πούμε εμείς, η διαμάχη Εβραίων και Παλαιστίνιων, η κόντρα του Μπους με τον «άξονα του κακού» θα συνεχιστεί. Η διαφθορά στην Ελλάδα, επίσης.
Όλα αυτά είναι τα καθημερινά θέματα των ΜΜΕ.
Όμως υπάρχουν και τα μικρά πράγματα στη ζωή μας, που της δίνουνε σημασία και νόημα. Θετικά και αρνητικά. Ο Ναμπόκοφ είχε κάποτε γράψει πως ο σκοπός της αφήγησης είναι να απεικονίσει τα καθημερινά αντικείμενα όπως θα καθρεφτίζονταν κάποτε στους συμπαθητικούς καθρέφτες του μέλλοντος, να βρει στα γύρω μας την τρυφερή ευωδιά που μόνο το μέλλον θα μπορούσε να διακρίνει. Και να τα εκτιμήσουμε όπως σε μακρινούς καιρούς: «όταν η κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας θα γινόταν εξαιρετική και γιορτινή από μόνη της».
Ένα παράδειγμα: Η ανθοστήλη της Gravoura έγινε τώρα σύμβολο μίας εποχής και ενός τρόπου ζωής. Αλλά ήταν ήδη εκεί, προορισμένη να γίνει κάποτε κάτι τέτοιο. Ακόμα κι αν καταστρεφόταν, η εικόνα της θα έμενε για να συμβολίσει.
Πόσα πράγματα, πόσες πράξεις, πόσοι άνθρωποι γύρω μας εμπεριέχουν ένα τέτοιο δυναμικό. Πόσες κινήσεις που κάνουμε κάθε μέρα, μηχανικά, χωρίς δεύτερη σκέψη κάποτε μπορεί να αποκτήσουν τεράστια σημασία (αν π. χ. φύγει ξαφνικά ο Άλλος...).
Μιλάω για μινιμαλισμό. Δεν θέλω να αποκλείσω τα μεγάλα θέματα, χρειάζονται σαν άσκηση του νου, αλλά θέλω να τονίσω τα μικρά. Βέβαια αυτά απαιτούν παρατηρητικότητα και τέχνη. Το να φωτογραφίζεις κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις είναι εύκολο – το να απεικονίζεις την καθημερινότητα και να την κάνεις συναρπαστική, πολύ πιο δύσκολο.
Αλλιώς το blog γίνεται ΜΜΕ. Ασχολείται με την επικαιρότητα – όπως οι εφημερίδες – με τα εσώψυχα των ανθρώπων – όπως τα ριάλιτι – με την εξερεύνηση θεμάτων – όπως τα ντοκιμαντέρ. Ενώ τι είναι: Ένα προσωπικό ημερολόγιο.
Η ιδέα προέκυψε από το doncat mobile. Ένα blog που διαμορφώνεται μέσω κινητού έχει άλλους κανόνες. Λιγότερο κείμενο (δεν σηκώνει πολλά το πληκτρολόγιο του τηλεφώνου) αλλά πιο άνετη φωτογραφία. Μια και έχεις το κινητό συνεχώς επάνω σου μπορείς εύκολα να φωτογραφίζεις αυτά που συνήθως περνούν απαρατήρητα.
Μικρά πράγματα. Μπορεί να μην σώσουμε τον κόσμο – αλλά να σώσουμε τη στιγμή. Έπειτα κανείς δεν σε εμποδίζει “to see eternity in a grain of sand”: να δεις την αιωνιότητα σε ένα κόκκο άμμου, όπως λεει κι ο ποιητής.
Ξέρω το στυλ είναι λιγότερο «πιασάδικο» και η AGB δεν θα χτυπήσει κόκκινο. Αλλά τα ρεκόρ τα γνωρίσαμε, όπως και το «γκραν σουξέ» που λέει κι ο Σαββόπουλος.
Όλα αυτά αποτελούν μία σκέψη στο νου μου. Ο μόνος τρόπος να δω αν λειτουργεί είναι να δοκιμάσω. Και, φυσικά, σταδιακά. Μιλάω για τάση, όχι για τομή...
Σας ακούω.
H φωτογραφία από ένα ηλιακό ρολόι σε παλιό δανέζικο κάστρο.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006
Όψεις της Δανίας
Δεν μπορώ να πω ότι στην αρχή με ενθουσίασε η Κοπενχάγη. Φυσικά δεν έχει τον αέρα της μεγαλούπολης – αλλά ούτε την προσωπικότητα και το ύφος που έχουν άλλες πόλεις στο μέγεθός της.
Τρεις μέρες δεν είναι αρκετές για να κρίνεις μία πόλη – ωστόσο την γύρισα αρκετά και με αυτοκίνητο και με τα πόδια. Δεν ξέφυγα ούτε στιγμή από την αίσθηση της επαρχίας.
Πολιτισμικά η Δανία μου δίνει την εντύπωση πως είναι «η χώρα του ενός». Έχει ένα μεγάλο συγγραφέα (τον Andersen) ένα φιλόσοφο (Kierkegaard) ένα μουσικό (Carl Nielsen), έναν επιστήμονα (Niels Bohr), κι έναν (αμφισβητούμενο) γλύπτη (Thorvaldsen). Σίγουρα θα υπάρχουν άλλοι (ο τουρίστας είναι ένα επιπόλαιο ον). Όχι όμως μεγάλοι – αλλά συμπαθείς όπως η Karen Blixen Tycho Brache.
Αλλά θυμάμαι την ακόμα μικρότερη Ιρλανδία που με υποδέχτηκε με μπαλάντες στα pubs, με Oscar Wilde, W.B.Yeats, Bernard Shaw, James Joyce, Samuel Becket, Seamus Heaney, J. M Synge, και τόσους άλλους – άλλη ατμόσφαιρα ποίησης και τρέλας. Εδώ η ζωή είναι πιο οργανωμένη και πεζή, αν και κινείται γενικά με ποδήλατο.
Μόνο τα μεγάλα καταστήματα design αποπνέουν έναν αέρα κοσμοπολιτισμού(άλλωστε από εδώ ξεκίνησε το νέο στυλ).
Και βέβαια υπάρχει το Tivoli που με έκανε να ζηλέψω τα παιδιά.
Για έναν μεγάλο, αυτό το τεράστιο fun park είναι μία σκηνοθεσία – άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε κακόγουστη. Αλλά για ένα παιδί είναι η χώρα των παραμυθιών πριν την οικειοποιηθεί και τυποποιήσει ο Disney. Μία χώρα πολύ πιο πλούσια, πιο ελεύθερη και πιο δυναμική.
Σκεφθείτε ένα πάρκο, μεγάλο και δασωμένο σαν τον εθνικό κήπο της Αθήνας αλλά γεμάτο εκπλήξεις και τρελά πράγματα. Ήταν μία λαμπρή ηλιόλουστη μέρα και περιπλανήθηκα ώρες μέσα στα χίλια δέντρα και τις μυριάδες λουλούδια, ανάμεσα στις λίμνες και τα ποτάμια, τα κουρσάρικα καράβια και τα ινδικά ανάκτορα, τα κινέζικα περίπτερα και τα αραβικά παλάτια. Υπάρχουν και θέατρα κλειστά και υπαίθρια, αίθουσες συναυλιών και χορού και πολλά εστιατόρια, καφέ και παγωτατζίδικα.
Δεν τόλμησα να ανέβω στα διαβολικά μηχανήματα του λούνα παρκ που σε εκτοξεύουν στα ύψη, σε φυγοκεντρίζουν, σε αναποδογυρίζουν, σε γκρεμίζουν και σε ανακατεύουν. Δεν είναι θέμα φόβου, αλλά αν οργανικά τα αντέχει ο λαβύρινθος του αυτιού και το στομάχι. Όμως χάζευα ακούγοντας τα στριγκλίσματα των παιδιών κάθε φορά που γύριζε ο κόσμος ανάποδα.
Και ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ παιδί και να πίστευα σε όλα τα παραμύθια. Ο Hans Christian Andersen, που κοιτάει το Tivoli από τον ανδριάντα του, ζούσε όταν το 1843 άνοιξε αυτό το πάρκο. Ίσως να ενσαρκώθηκε σε αυτό ένα μέρος της φαντασίας του.
Όμως, η εικόνα μου για την Δανία άλλαξε την τέταρτη μέρα. Πρώτα γιατί επισκέφθηκα την νέα όπερα – την νεότερη, τελειότερη και ίσως ομορφότερη του κόσμου. Λεω ίσως, διότι η άλλη ωραιότερη όπερα (του Sydney) είναι και αυτή έργο Δανού αρχιτέκτονα, του Joern Utzon.
Η καινούργια, έργο του Henning Larsen, είναι σαφώς πιο ωραία εσωτερικά και υπερέχει από όλες τις αίθουσες που έχω επισκεφθεί σε ακουστική, μηχανισμούς και διάταξη κοινού. Παρακολούθησα μία άψογη παράσταση της Tosca όπου ο “verismo” του Puccini βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στην σκηνοθεσία του Peter Langdal.
Με πίκρα σκεπτόμουνα στο διάλειμμα ότι η όπερα αυτή, που εγκαινιάστηκε πέρυσι, (δύο αίθουσες 1800 και 400 θέσεων) μπρος την οποία το Μέγαρο Μουσικής μοιάζει με σταθμό σιδηροδρόμου, ήταν δωρεά προς τους Δανούς από το ζεύγος Moeller. Οι Δανοί έχουν μέγιστους ευεργέτες (οι διάφοροι Carslberg έχουν γεμίσει την χώρα με εκπληκτικά μουσεία). Ενώ εμείς ούτε ανάλογα μουσεία έχουμε, ούτε Όπερα (κι ας έχει προσφερθεί από καιρό το Ίδρυμα Νιάρχου να καλύψει τα έξοδα, χωρίς να πάρει απάντηση από το κράτος).
Η δεύτερη θετική εμπειρία ήρθε φεύγοντας από την Όπερα. Σκόνταψα και έπεσα από το προτελευταία σκαλί. Έντονος πόνος στο δεξί πόδι, κακή νύχτα και το πρωί στο νοσοκομείο για εξετάσεις.
Θεέ μου τι νοσοκομείο ήταν αυτό! (Τίποτα το high class – το δημόσιο της περιοχής μας). Όχι μόνο καθαρό, μοντέρνο, γρήγορο, αποτελεσματικό, τεράστιο και εντυπωσιακά εξοπλισμένο. Ήταν ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ! Οι θάλαμοι, οι διάδρομοι, τα εξεταστήρια ήταν διακοσμημένα σαν παιδική χαρά. Χρώματα, εικόνες, φως – και χαμογελαστοί άνθρωποι. Όλοι! Αχ, Αφροδίτη πώς σε θυμήθηκα.
Ευτυχώς ήταν θλάση και όχι κάταγμα (πονάει περισσότερο αλλά έχει μικρότερες επιπτώσεις).
Και, φυσικά, δεν πληρώσαμε τίποτα. Εξετάσεις, ακτινογραφίες, επίδεσμοι: “You are our guests!” Είναι να μην τους αγαπήσεις;
Ακίνητος τώρα στο ξενοδοχείο, τις δύο τελευταίες ημέρες, θα χάσω αυτό που είχα αφήσει για φινάλε: το κάστρο του Σκοτεινού Πρίγκιπα, του Άμλετ. Αλλά είχα τόσες άλλες εμπειρίες...
Τρεις μέρες δεν είναι αρκετές για να κρίνεις μία πόλη – ωστόσο την γύρισα αρκετά και με αυτοκίνητο και με τα πόδια. Δεν ξέφυγα ούτε στιγμή από την αίσθηση της επαρχίας.
Πολιτισμικά η Δανία μου δίνει την εντύπωση πως είναι «η χώρα του ενός». Έχει ένα μεγάλο συγγραφέα (τον Andersen) ένα φιλόσοφο (Kierkegaard) ένα μουσικό (Carl Nielsen), έναν επιστήμονα (Niels Bohr), κι έναν (αμφισβητούμενο) γλύπτη (Thorvaldsen). Σίγουρα θα υπάρχουν άλλοι (ο τουρίστας είναι ένα επιπόλαιο ον). Όχι όμως μεγάλοι – αλλά συμπαθείς όπως η Karen Blixen Tycho Brache.
Αλλά θυμάμαι την ακόμα μικρότερη Ιρλανδία που με υποδέχτηκε με μπαλάντες στα pubs, με Oscar Wilde, W.B.Yeats, Bernard Shaw, James Joyce, Samuel Becket, Seamus Heaney, J. M Synge, και τόσους άλλους – άλλη ατμόσφαιρα ποίησης και τρέλας. Εδώ η ζωή είναι πιο οργανωμένη και πεζή, αν και κινείται γενικά με ποδήλατο.
Μόνο τα μεγάλα καταστήματα design αποπνέουν έναν αέρα κοσμοπολιτισμού(άλλωστε από εδώ ξεκίνησε το νέο στυλ).
Και βέβαια υπάρχει το Tivoli που με έκανε να ζηλέψω τα παιδιά.
Για έναν μεγάλο, αυτό το τεράστιο fun park είναι μία σκηνοθεσία – άλλοτε επιτυχημένη και άλλοτε κακόγουστη. Αλλά για ένα παιδί είναι η χώρα των παραμυθιών πριν την οικειοποιηθεί και τυποποιήσει ο Disney. Μία χώρα πολύ πιο πλούσια, πιο ελεύθερη και πιο δυναμική.
Σκεφθείτε ένα πάρκο, μεγάλο και δασωμένο σαν τον εθνικό κήπο της Αθήνας αλλά γεμάτο εκπλήξεις και τρελά πράγματα. Ήταν μία λαμπρή ηλιόλουστη μέρα και περιπλανήθηκα ώρες μέσα στα χίλια δέντρα και τις μυριάδες λουλούδια, ανάμεσα στις λίμνες και τα ποτάμια, τα κουρσάρικα καράβια και τα ινδικά ανάκτορα, τα κινέζικα περίπτερα και τα αραβικά παλάτια. Υπάρχουν και θέατρα κλειστά και υπαίθρια, αίθουσες συναυλιών και χορού και πολλά εστιατόρια, καφέ και παγωτατζίδικα.
Δεν τόλμησα να ανέβω στα διαβολικά μηχανήματα του λούνα παρκ που σε εκτοξεύουν στα ύψη, σε φυγοκεντρίζουν, σε αναποδογυρίζουν, σε γκρεμίζουν και σε ανακατεύουν. Δεν είναι θέμα φόβου, αλλά αν οργανικά τα αντέχει ο λαβύρινθος του αυτιού και το στομάχι. Όμως χάζευα ακούγοντας τα στριγκλίσματα των παιδιών κάθε φορά που γύριζε ο κόσμος ανάποδα.
Και ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ παιδί και να πίστευα σε όλα τα παραμύθια. Ο Hans Christian Andersen, που κοιτάει το Tivoli από τον ανδριάντα του, ζούσε όταν το 1843 άνοιξε αυτό το πάρκο. Ίσως να ενσαρκώθηκε σε αυτό ένα μέρος της φαντασίας του.
Όμως, η εικόνα μου για την Δανία άλλαξε την τέταρτη μέρα. Πρώτα γιατί επισκέφθηκα την νέα όπερα – την νεότερη, τελειότερη και ίσως ομορφότερη του κόσμου. Λεω ίσως, διότι η άλλη ωραιότερη όπερα (του Sydney) είναι και αυτή έργο Δανού αρχιτέκτονα, του Joern Utzon.
Η καινούργια, έργο του Henning Larsen, είναι σαφώς πιο ωραία εσωτερικά και υπερέχει από όλες τις αίθουσες που έχω επισκεφθεί σε ακουστική, μηχανισμούς και διάταξη κοινού. Παρακολούθησα μία άψογη παράσταση της Tosca όπου ο “verismo” του Puccini βρήκε την καλύτερη έκφρασή του στην σκηνοθεσία του Peter Langdal.
Με πίκρα σκεπτόμουνα στο διάλειμμα ότι η όπερα αυτή, που εγκαινιάστηκε πέρυσι, (δύο αίθουσες 1800 και 400 θέσεων) μπρος την οποία το Μέγαρο Μουσικής μοιάζει με σταθμό σιδηροδρόμου, ήταν δωρεά προς τους Δανούς από το ζεύγος Moeller. Οι Δανοί έχουν μέγιστους ευεργέτες (οι διάφοροι Carslberg έχουν γεμίσει την χώρα με εκπληκτικά μουσεία). Ενώ εμείς ούτε ανάλογα μουσεία έχουμε, ούτε Όπερα (κι ας έχει προσφερθεί από καιρό το Ίδρυμα Νιάρχου να καλύψει τα έξοδα, χωρίς να πάρει απάντηση από το κράτος).
Η δεύτερη θετική εμπειρία ήρθε φεύγοντας από την Όπερα. Σκόνταψα και έπεσα από το προτελευταία σκαλί. Έντονος πόνος στο δεξί πόδι, κακή νύχτα και το πρωί στο νοσοκομείο για εξετάσεις.
Θεέ μου τι νοσοκομείο ήταν αυτό! (Τίποτα το high class – το δημόσιο της περιοχής μας). Όχι μόνο καθαρό, μοντέρνο, γρήγορο, αποτελεσματικό, τεράστιο και εντυπωσιακά εξοπλισμένο. Ήταν ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ! Οι θάλαμοι, οι διάδρομοι, τα εξεταστήρια ήταν διακοσμημένα σαν παιδική χαρά. Χρώματα, εικόνες, φως – και χαμογελαστοί άνθρωποι. Όλοι! Αχ, Αφροδίτη πώς σε θυμήθηκα.
Ευτυχώς ήταν θλάση και όχι κάταγμα (πονάει περισσότερο αλλά έχει μικρότερες επιπτώσεις).
Και, φυσικά, δεν πληρώσαμε τίποτα. Εξετάσεις, ακτινογραφίες, επίδεσμοι: “You are our guests!” Είναι να μην τους αγαπήσεις;
Ακίνητος τώρα στο ξενοδοχείο, τις δύο τελευταίες ημέρες, θα χάσω αυτό που είχα αφήσει για φινάλε: το κάστρο του Σκοτεινού Πρίγκιπα, του Άμλετ. Αλλά είχα τόσες άλλες εμπειρίες...
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 12, 2006
Eρωτήματα
Πέντε χρόνια πέρασαν κι ακόμα δεν έχω καταλάβει τι έγινε στις 11.9.01 και γιατί.
Ναι το έχουμε συνηθίσει όλοι και το γεγονός και τις εικόνες του - αλλά όλες οι συζητήσεις γύρω από αυτό παραμένουν αμήχανες και ασαφείς.
* Ήταν ο "πόλεμος των πολιτισμών" - το καθαρό και αυθεντικό Ισλάμ εναντίον της άπιστης και διεφθαρμένης Δύσης (όπως το παρουσιάζουν οι δράστες του;)
* Ήταν η εκδίκηση των φτωχών (οργανωμένη από πλούσιους) εναντίον της εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου από τον Πρώτο;
* Ήταν η επανάσταση κατά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ (θυμηθείτε πως μέχρι τοτε δεν είχαν εισβάλει στο Αφγανιστάν ούτε στο Ιράκ).
* Ήταν η αντίδραση στην καταπίεση των Παλεστίνιων (οι οποίοι πουθενά δεν εμφανίζονται στις αρχικές διακυρήξεις της Αλ Κάιντα).
* Υπήρξε τελικά κάποια συνωμοσία - και ποίων;
Και - κυρίως - πόσο δυνατό ηταν το κίνητρο που να οδηγήσει στην αυτοκτονία δεκάδες μορφωμένους και ευκατάστατους ανθρώπους (τους δράστες) και στο θάνατα χιλιάδες αθώα θύματα;
Έχετε μία συνοπτική απάντηση; (Μην τραβήξετε διατριβές - θα κοπούν!)
Αυτά, λιγο ετεροχρονισμένα, πριν να πάμε σε ειδυλλιακές περιηγήσεις στην Κοπενχάγη...
Ναι το έχουμε συνηθίσει όλοι και το γεγονός και τις εικόνες του - αλλά όλες οι συζητήσεις γύρω από αυτό παραμένουν αμήχανες και ασαφείς.
* Ήταν ο "πόλεμος των πολιτισμών" - το καθαρό και αυθεντικό Ισλάμ εναντίον της άπιστης και διεφθαρμένης Δύσης (όπως το παρουσιάζουν οι δράστες του;)
* Ήταν η εκδίκηση των φτωχών (οργανωμένη από πλούσιους) εναντίον της εκμετάλλευσης του Τρίτου Κόσμου από τον Πρώτο;
* Ήταν η επανάσταση κατά του ιμπεριαλισμού των ΗΠΑ (θυμηθείτε πως μέχρι τοτε δεν είχαν εισβάλει στο Αφγανιστάν ούτε στο Ιράκ).
* Ήταν η αντίδραση στην καταπίεση των Παλεστίνιων (οι οποίοι πουθενά δεν εμφανίζονται στις αρχικές διακυρήξεις της Αλ Κάιντα).
* Υπήρξε τελικά κάποια συνωμοσία - και ποίων;
Και - κυρίως - πόσο δυνατό ηταν το κίνητρο που να οδηγήσει στην αυτοκτονία δεκάδες μορφωμένους και ευκατάστατους ανθρώπους (τους δράστες) και στο θάνατα χιλιάδες αθώα θύματα;
Έχετε μία συνοπτική απάντηση; (Μην τραβήξετε διατριβές - θα κοπούν!)
Αυτά, λιγο ετεροχρονισμένα, πριν να πάμε σε ειδυλλιακές περιηγήσεις στην Κοπενχάγη...
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 11, 2006
Μεταμορφώσεις του φωτός
Αγγελικό και μαύρο, φως.
Γιώργος Σεφέρης
Εάν εντείνετε το λευκό θα φτάσετε στο μαύρο.
Οδυσσέας Ελύτης
Από «Το Φως των Ελλήνων» :
Να λοιπόν τι δίνει αυτό το φως: το μόνο αισθητό, συγκεκριμένο Απόλυτο.
Όταν έχεις αυτό το φως δεν χρειάζεσαι πίστη, απόλυτο – ούτε μεγάλες αλήθειες.
Η φυσική κατάσταση του Έλληνα είναι ο σκεπτικισμός. Η νόηση χαμογελάει, γιατί ή αίσθηση εξαρκεί.
Το Είναι, εδώ δεν χρειάζεται να στο εξηγήσουν. Το βλέπεις. Οι ερμηνείες μοιάζουν ειρωνείες.
Και θα ’θελες πολύ να υπάρχει ένα Μετά. Όσο όμως κι αν προσπαθούν να σου ζωγραφίσουν έναν κόσμο ωραιότερο, δεν μπορείς να τον φανταστείς.
Το όραμα κάθε παράδεισου εξατμίζεται στον ελληνικό ήλιο.
Το τέλειο επέκεινα θα ήταν προέκταση του παρόντος στο άπειρο.
Αιγαίο. Στο ταβερνάκι μιας αιώνιας παραλίας: Άλλη μία από τα ίδια!
Και πάλι.
Το νυν να γίνει αιέν!
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 09, 2006
Μια ανθοστήλη στο Αιγαίο
Γράφει η Gravoura
Έρχεται κάποτε ο χρόνος που η νοσταλγία δεν δαμάζεται άλλο. Φουσκώνει το στήθος, νομίζεις θα εκραγεί. Κάθε προσπάθεια να την ξεγελάσεις αποδεικνύεται μάταιη. Όσο πιο γρήγορα παραιτηθείς, τόσο πιο γλυκιά η ήττα. Πήρα στα γρήγορα την απόφαση. Το ταξίδι στο νησί που γεννήθηκα και έχω πολλά χρόνια να επισκεφτώ, είναι γεγονός.
Κατεβαίνω αργοπατώντας στο πλακόστρωτο νησιώτικο καλντερίμι. Απόγεμα, της πρώτης κιόλας μέρας. Φορτισμένες θύμησες συνωστίζονται και μαζί με τις επιθυμίες με παρασύρουν. Θέλω να δω το πατρικό μου που δεν είναι πια δικό μας. Πουλήθηκε σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις.
Στέκομαι μπροστά στην αυλή ενώ το χείλι το κάτω τρέμει. Τόσοι δικοί μου άνθρωποι έζησαν εδώ, δημιούργησαν το βιος τους, έκαναν παιδιά και εγγόνια, μα χάθηκαν. Η ατμόσφαιρα του χώρου ζωντανεύει με μιας τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η σπιτονοικοκυρά. Μετά τις συστάσεις, τα βουρκωμένα μάτια μου, την κάνουν να επιτρέψει να τριγυρίσω τα δωμάτια.
Έχει ανακαινισθεί το σπίτι μετατρέποντας σε πιο λειτουργικούς τους χώρους. ΄Αδικα ψάχνω στο καθιστικό του ισογείου--αλλά και κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς και του παππού--τα ξύλινα ράφια στολισμένα με τ’ άσπρα κοφτά κεντίδια και πάνω αραδιασμένα καλογυαλισμένα σινιά και κανάτες. Λείπουν και τα βάζα με τα γλυκά του κουταλιού, που πατώντας στις μύτες των ποδιών με δυσκολία έφτανα για να γευτώ στα κρυφά. ΄Αδεια και η θέση της μπάντας πάνω από το σιδερένιο κρεβάτι, με εκείνη την περίτεχνη παράσταση από κυνήγι ζαρκαδιών, που ήταν ικανή να αιχμαλωτίζει ώρες τη ματιά μου.
Ξάπλωνα, ενώ με τύλιγε η «ομίχλη» της κουνουπιέρας που κρεμότανε από την ξύλινη οροφή. Τότε χανόμουνα στο σκηνικό της μπάντας. Ξεκομμένη απ’ τον υπόλοιπο χώρο, ο χρόνος έπαιρνε άλλες διαστάσεις, οι στιγμές έμοιαζαν ώρες. Ευγενικά πρόσωπα με τριγύριζαν, ιππότες των παραμυθιών. Αμαζόνα αέρινη, έτρεχα γρήγορα πάνω στο δυνατό άλογο. Μ’ άρεσαν τα νευρώδη κορμιά στην υπέροχη, σβέλτη κι αρμονική τους κίνηση. ΄Ενιωθα τους δυνατούς μυς να συσπώνται και να χαλαρώνουν. Η χαίτη και η ουρά ν’ ανεμίζουν μαζί με τα μαλλιά μου και το σώμα ν’ αγκαλιάζει και να σφίγγεται στο δικό του, και να φεύγουμε… Όταν άνοιγα τα μάτια, σχεδόν λαχανιασμένη ακόμη, η ομίχλη αργά-αργά ξεκαθάριζε. Το δωμάτιο έπαιρνε και πάλι το σχήμα του. Τα πράγματα, από αχνές γραμμές, διαγράφονται οριστικά. Χάνονται από τ’ αυτιά οι καλπασμοί, απ’ τα μάτια διαλύονται οι ιππότες, όλα γίνονται όπως πριν. Μα στην ψυχή μένει η χαρά. Με συντροφεύει. Κουβαλώ την αμαζόνα μέσα στο δωμάτιο, που γιομίζει χαίτες, ουρές και τα μαλλιά μου ξέπλεκα ν’ ανεμίζουν…
Στέκομαι στον χώρο μα τώρα δεν μπορώ να ονειρευτώ. Προχωρώ στο βάθος. Η κουζίνα έγινε μεγαλύτερη, μοντέρνα, γκρεμίστηκε το τζάκι. Πιο μέσα η αποθήκη καταργήθηκε. Πουθενά δεν βρίσκω την τόσο γνώριμη μυρωδιά από τα βαρελάκια με το κρασί, τα καρπούζια και τα πεπόνια από τα μποστάνια αραδιασμένα σε στοίβες από τον παππού. Ούτε τα εργαλεία του κρέμονται στους τοίχους. ΄Ολα καθαρά τώρα και καινούργια, μα δε μ’ αγγίζουν.
Ανεβαίνουμε από την εξωτερική σκάλα. Η παρουσία της παλιάς καλοβαμμένης μπλε πόρτας με τις σιδεριές στο πάνω μέρος και στο ένα φύλλο το μπρούντζινο χεράκι για κουδούνι, αυξάνει του παλμούς της καρδιάς. Περνάμε μέσα, αλλά τα πόδια δε με βαστούν πια γερά. Το βλέμμα γυρίζει γρήγορα, προσπερνά τις αλλαγές, μα φωνή δεν βγαίνει. Κι αυτό το τζάκι θυσιάστηκε στο δωμάτιο που γεννήθηκα, εκείνο το κρύο πρωινό του Μάρτη. Στη γωνία τραβάει αμέσως τη ματιά, ένα γνώριμο έπιπλο. Μου ‘ρχεται ζάλη, οι αρθρώσεις παραλύουν γλυκά το σώμα. Είναι η δική μας, της γιαγιάς η ανθοστήλη! Ξεχασμένη και εγκαταλειμμένη μοιάζει.
Σωριάζομαι σε καρέκλα, κρύβω το πρόσωπο στα χέρια. Δεν μπορώ άλλο να συγκρατήσω τα δάκρυα. Τ’ αφήνω να κυλήσουν, να ξαλαφρώσω από το βάρος και να φύγει ο κόμπος από το λαιμό.
Την πλησιάζω. Σηκώνω το πετσετάκι να δω τα λουλούδια που θυμάμαι χαραγμένα στα τρία ράφια της. Το χέρι περνάει πάνω σα χάδι, τα δάχτυλα ψαχουλεύουν τα σκαλίσματα, τα κάθετα κολονάκια. Η μεγάλη κούκλα με τα φανταχτερά ρούχα, που τη στολίζει τώρα, είναι σκέτη παραφωνία. Απογοητευμένη από την εικόνα που είχα μπροστά μου, αποφασίζω πεισματικά πως πρέπει ν’ αποκτήσω, με κάθε τρόπο την ανθοστήλη. Να στολίζει το δικό μου σπίτι με όσες έσωσα από κείνες τις πορσελάνινες κούπες της γιαγιάς με αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς και τα παλιά γυάλινα χειροποίητα βαζάκια. Όλα της μάνας και της γιαγιάς της. ΄Ετσι θ’ αποκατασταθεί εκείνη η οπτική εικόνα που είναι χαραγμένη μέσα μου. Η σκέψη αυτή με ανακουφίζει. Μόνο τότε καταφέρνω να πω ένα ευχαριστώ και να φύγω βιαστικά.
Με πονάει αφάνταστα, δεν το χωράει ο νους, πως το σπίτι δεν είναι πια δικό μας. Η σκέψη πως προδώσαμε αυτούς που «έφυγαν», είναι λαβωματιά. Η ανθοστήλη ξεχάστηκε εδώ, ίσως κι άλλα πράγματα. Μια θεια που μεσολάβησε στην πώληση δεν φρόντισε να πάρει όσα πράγματα ήταν δικά μας. Ευτυχώς που είχα πάει πολύ πριν πεθάνει η γιαγιά και μάζεψα όσα αξιόλογα αντικείμενα μπορούσα να μεταφέρω.
Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να βρω τρόπο απόκτησης της ανθοστήλης. Κάποιο φιλικό άτομο που προσφέρθηκε να μεσολαβήσει απέτυχε, κι ας πρόσφερε όποιο χρηματικό ποσό ζητούσε. Στάθηκε αμετάπειστη η νέα οικοδέσποινα. Μου έκοψε μάλιστα και την καλημέρα όταν συναντιόμασταν πια στο δρόμο.
Από εκείνη τη χρονιά και κάθε καλοκαίρι επισκέπτομαι το νησί. Όταν περνώ έξω από το πατρικό, σηκώνω τα μάτια ψηλά στο παράθυρο και ρίχνω μια «ματιά» στο δωμάτιο. «Βλέπω» την ανθοστήλη. Ξέρω πως με περιμένει. Κι εγώ δεν θα την αφήσω χωρίς να της χαμογελώ κάθε χρονιά, όσο ζω.
Οι ανθοστήλες είναι προσφορά της Εργοτελίνας και του Σταύρου Κατσάρη. Καμία τους δεν είναι Η άνθοστήλη της γιαγιάς - αλλά όλες μοιάζουν. Τους ευχαριστούμε.
Έρχεται κάποτε ο χρόνος που η νοσταλγία δεν δαμάζεται άλλο. Φουσκώνει το στήθος, νομίζεις θα εκραγεί. Κάθε προσπάθεια να την ξεγελάσεις αποδεικνύεται μάταιη. Όσο πιο γρήγορα παραιτηθείς, τόσο πιο γλυκιά η ήττα. Πήρα στα γρήγορα την απόφαση. Το ταξίδι στο νησί που γεννήθηκα και έχω πολλά χρόνια να επισκεφτώ, είναι γεγονός.
Κατεβαίνω αργοπατώντας στο πλακόστρωτο νησιώτικο καλντερίμι. Απόγεμα, της πρώτης κιόλας μέρας. Φορτισμένες θύμησες συνωστίζονται και μαζί με τις επιθυμίες με παρασύρουν. Θέλω να δω το πατρικό μου που δεν είναι πια δικό μας. Πουλήθηκε σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις.
Στέκομαι μπροστά στην αυλή ενώ το χείλι το κάτω τρέμει. Τόσοι δικοί μου άνθρωποι έζησαν εδώ, δημιούργησαν το βιος τους, έκαναν παιδιά και εγγόνια, μα χάθηκαν. Η ατμόσφαιρα του χώρου ζωντανεύει με μιας τ’ αγαπημένα πρόσωπα. Ανοίγει η πόρτα και βγαίνει η σπιτονοικοκυρά. Μετά τις συστάσεις, τα βουρκωμένα μάτια μου, την κάνουν να επιτρέψει να τριγυρίσω τα δωμάτια.
Έχει ανακαινισθεί το σπίτι μετατρέποντας σε πιο λειτουργικούς τους χώρους. ΄Αδικα ψάχνω στο καθιστικό του ισογείου--αλλά και κρεβατοκάμαρα της γιαγιάς και του παππού--τα ξύλινα ράφια στολισμένα με τ’ άσπρα κοφτά κεντίδια και πάνω αραδιασμένα καλογυαλισμένα σινιά και κανάτες. Λείπουν και τα βάζα με τα γλυκά του κουταλιού, που πατώντας στις μύτες των ποδιών με δυσκολία έφτανα για να γευτώ στα κρυφά. ΄Αδεια και η θέση της μπάντας πάνω από το σιδερένιο κρεβάτι, με εκείνη την περίτεχνη παράσταση από κυνήγι ζαρκαδιών, που ήταν ικανή να αιχμαλωτίζει ώρες τη ματιά μου.
Ξάπλωνα, ενώ με τύλιγε η «ομίχλη» της κουνουπιέρας που κρεμότανε από την ξύλινη οροφή. Τότε χανόμουνα στο σκηνικό της μπάντας. Ξεκομμένη απ’ τον υπόλοιπο χώρο, ο χρόνος έπαιρνε άλλες διαστάσεις, οι στιγμές έμοιαζαν ώρες. Ευγενικά πρόσωπα με τριγύριζαν, ιππότες των παραμυθιών. Αμαζόνα αέρινη, έτρεχα γρήγορα πάνω στο δυνατό άλογο. Μ’ άρεσαν τα νευρώδη κορμιά στην υπέροχη, σβέλτη κι αρμονική τους κίνηση. ΄Ενιωθα τους δυνατούς μυς να συσπώνται και να χαλαρώνουν. Η χαίτη και η ουρά ν’ ανεμίζουν μαζί με τα μαλλιά μου και το σώμα ν’ αγκαλιάζει και να σφίγγεται στο δικό του, και να φεύγουμε… Όταν άνοιγα τα μάτια, σχεδόν λαχανιασμένη ακόμη, η ομίχλη αργά-αργά ξεκαθάριζε. Το δωμάτιο έπαιρνε και πάλι το σχήμα του. Τα πράγματα, από αχνές γραμμές, διαγράφονται οριστικά. Χάνονται από τ’ αυτιά οι καλπασμοί, απ’ τα μάτια διαλύονται οι ιππότες, όλα γίνονται όπως πριν. Μα στην ψυχή μένει η χαρά. Με συντροφεύει. Κουβαλώ την αμαζόνα μέσα στο δωμάτιο, που γιομίζει χαίτες, ουρές και τα μαλλιά μου ξέπλεκα ν’ ανεμίζουν…
Στέκομαι στον χώρο μα τώρα δεν μπορώ να ονειρευτώ. Προχωρώ στο βάθος. Η κουζίνα έγινε μεγαλύτερη, μοντέρνα, γκρεμίστηκε το τζάκι. Πιο μέσα η αποθήκη καταργήθηκε. Πουθενά δεν βρίσκω την τόσο γνώριμη μυρωδιά από τα βαρελάκια με το κρασί, τα καρπούζια και τα πεπόνια από τα μποστάνια αραδιασμένα σε στοίβες από τον παππού. Ούτε τα εργαλεία του κρέμονται στους τοίχους. ΄Ολα καθαρά τώρα και καινούργια, μα δε μ’ αγγίζουν.
Ανεβαίνουμε από την εξωτερική σκάλα. Η παρουσία της παλιάς καλοβαμμένης μπλε πόρτας με τις σιδεριές στο πάνω μέρος και στο ένα φύλλο το μπρούντζινο χεράκι για κουδούνι, αυξάνει του παλμούς της καρδιάς. Περνάμε μέσα, αλλά τα πόδια δε με βαστούν πια γερά. Το βλέμμα γυρίζει γρήγορα, προσπερνά τις αλλαγές, μα φωνή δεν βγαίνει. Κι αυτό το τζάκι θυσιάστηκε στο δωμάτιο που γεννήθηκα, εκείνο το κρύο πρωινό του Μάρτη. Στη γωνία τραβάει αμέσως τη ματιά, ένα γνώριμο έπιπλο. Μου ‘ρχεται ζάλη, οι αρθρώσεις παραλύουν γλυκά το σώμα. Είναι η δική μας, της γιαγιάς η ανθοστήλη! Ξεχασμένη και εγκαταλειμμένη μοιάζει.
Σωριάζομαι σε καρέκλα, κρύβω το πρόσωπο στα χέρια. Δεν μπορώ άλλο να συγκρατήσω τα δάκρυα. Τ’ αφήνω να κυλήσουν, να ξαλαφρώσω από το βάρος και να φύγει ο κόμπος από το λαιμό.
Την πλησιάζω. Σηκώνω το πετσετάκι να δω τα λουλούδια που θυμάμαι χαραγμένα στα τρία ράφια της. Το χέρι περνάει πάνω σα χάδι, τα δάχτυλα ψαχουλεύουν τα σκαλίσματα, τα κάθετα κολονάκια. Η μεγάλη κούκλα με τα φανταχτερά ρούχα, που τη στολίζει τώρα, είναι σκέτη παραφωνία. Απογοητευμένη από την εικόνα που είχα μπροστά μου, αποφασίζω πεισματικά πως πρέπει ν’ αποκτήσω, με κάθε τρόπο την ανθοστήλη. Να στολίζει το δικό μου σπίτι με όσες έσωσα από κείνες τις πορσελάνινες κούπες της γιαγιάς με αρμονικούς χρωματικούς συνδυασμούς και τα παλιά γυάλινα χειροποίητα βαζάκια. Όλα της μάνας και της γιαγιάς της. ΄Ετσι θ’ αποκατασταθεί εκείνη η οπτική εικόνα που είναι χαραγμένη μέσα μου. Η σκέψη αυτή με ανακουφίζει. Μόνο τότε καταφέρνω να πω ένα ευχαριστώ και να φύγω βιαστικά.
Με πονάει αφάνταστα, δεν το χωράει ο νους, πως το σπίτι δεν είναι πια δικό μας. Η σκέψη πως προδώσαμε αυτούς που «έφυγαν», είναι λαβωματιά. Η ανθοστήλη ξεχάστηκε εδώ, ίσως κι άλλα πράγματα. Μια θεια που μεσολάβησε στην πώληση δεν φρόντισε να πάρει όσα πράγματα ήταν δικά μας. Ευτυχώς που είχα πάει πολύ πριν πεθάνει η γιαγιά και μάζεψα όσα αξιόλογα αντικείμενα μπορούσα να μεταφέρω.
Τις επόμενες μέρες προσπάθησα να βρω τρόπο απόκτησης της ανθοστήλης. Κάποιο φιλικό άτομο που προσφέρθηκε να μεσολαβήσει απέτυχε, κι ας πρόσφερε όποιο χρηματικό ποσό ζητούσε. Στάθηκε αμετάπειστη η νέα οικοδέσποινα. Μου έκοψε μάλιστα και την καλημέρα όταν συναντιόμασταν πια στο δρόμο.
Από εκείνη τη χρονιά και κάθε καλοκαίρι επισκέπτομαι το νησί. Όταν περνώ έξω από το πατρικό, σηκώνω τα μάτια ψηλά στο παράθυρο και ρίχνω μια «ματιά» στο δωμάτιο. «Βλέπω» την ανθοστήλη. Ξέρω πως με περιμένει. Κι εγώ δεν θα την αφήσω χωρίς να της χαμογελώ κάθε χρονιά, όσο ζω.
Οι ανθοστήλες είναι προσφορά της Εργοτελίνας και του Σταύρου Κατσάρη. Καμία τους δεν είναι Η άνθοστήλη της γιαγιάς - αλλά όλες μοιάζουν. Τους ευχαριστούμε.
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 07, 2006
Στερεότυπα σε ασπρόμαυρο...
Γράφει η Aphrodite
Ποιός δεν ξέρει την «Οικογένεια Addams», την τηλεοπτική & κινηματογραφική επιτυχία με την μακάβρια άποψη που προκαλεί μέχρι γέλιο;
Η τον Grave Digger στον Lucky Luke, το χλεμπονιάρη νεκροθάφτη με τον γύπα στον ώμο και τη μεζούρα ανά χείρας... Που έτσι κι οσμίζεται μονομαχία, παίρνει καλού-κακού τα μέτρα όλων;
Δύο περιπτώσεις που σε τέτοιο πλαίσιο σίγουρα εκλαμβάνονται ως χιούμορ! Μαύρο, αλλά χιούμορ. Στην πραγματική ζωή όμως πόσο χώρο αφήνουμε να μας εκπλήξει ένας νεκροθάφτης με τον εύθυμο, πλακατζή, γκαφατζή χαρακτήρα του; Εκείνος και όλο το επιτελείο του.. μαγαζιού οφείλουν να είναι η σοβαρότης προσωποποιημένη, ε; Χμμμ....
Ιστορία πρώτη:
15-αύγουστος, διακοπές, εθνική οδός. Στα διόδια, βλέπω μπροστά μου μια νεκροφόρα. Κατάμαυρος σεβασμός απ’έξω, κατάλευκη τούρτα από μέσα, νταντελλάκια, κουρτινάκια, καντηλέρια, μόνο η Jackie O έλειπε...
Θα θυμάστε τον Γάτο που λέγαμε για τη νεκροφόρα που είδε μπροστά του οδηγώντας, «σιγά την πρόληψη», «αλλά καλού-κακού... καλύτερα να την προσπερνάς!». Ε, λέω, αφιερωμένο εξαιρετικά, βγήκα αριστερά, κανονικό προσπέρασμα, ξαναμπήκα μεσαία λωρίδα, την άφησα πολύυυ πίσω, όλα καλά...
Σε λίγο, τι να δω, τη νεκροφόρα να έρχεται πατημένη, να με περνάει, να προσπερνάει μέχρι κι άλλους που έκαναν προσπέραση – αναγκάζοντάς τους να «ξαναμπούν» μέσα, και την έχασα στον ορίζοντα... Ε, λέω, κάτι θα του έτυχε του ανθρώπου! (ο συνοδηγός να πάθει κανένα έμφραγμα δεν, να παραπονεθεί δεν, οπότε...)
Στην πορεία όμως, την ξαναβλέπω δεξιά-δεξιά, να πηγαίνει ήρεμα, ως οφείλει, φαντάζομαι, μια νεκροφόρα.Ψιλο-απόρησα, αλλά ευκαιρία να την περάσω δεύτερη φορά... Ο οδηγός της, κινητό στο χέρι, να μιλάει και να χειρονομεί! Ωραία, έμεινε πίσω μου, μαύρος λεκές.
Σε λίγο, εκεί που προσπερνούσα με ταχύτητα ένα «κόμπο» φορτηγών, ακούω κάτι τρελλά μαρσαρίσματα από πίσω. Κοιτάζω, πάλι η νεκροφόρα, να μου έχει κολλήσει στα 2 μέτρα (ρε μεγάλε!), να μου αναβοσβήνει προβόλια και να κορνάρει.... Μόνο η μπέρτα του Batman του έλειπε!
Λέω εδώ κάτι πραγματικά πάει στραβά. Με νεύρα στην τσίτα (σε τέτοιες ταχύτητες και τον άλλον κολλητήρι στο πορτ-μπαγκάζ σου, έχεις σίγουρη συνταγή για καραμπόλα!), του έκανα χώρο. Ψιλο-κοίταξα κι ο οδηγός ήταν μες την τρελλή χαρά, να χαμογελάει, να μας περνάει όλους και τελικά να ξαναμπαίνει δεξιά-δεξιά, κι όλα τραλαλά....
Στο τέλος έστριψα, έχοντας αφήσει πίσω μου τη νεκροφόρα (θεωρητικά πάλι την προσπέρασα, high score στους οιωνούς!) μα άρχισα να αναρωτιέμαι, τι στο καλό μπορούσε να συμβαίνει και πήγαινε έτσι αλλοπρόσαλλα;
Τον έπαιρναν στο κινητό «Τρέχααα, μας έμεινε στα χέρια, έχει και ζέστες!» και μετά καπάκι «Ουπς, λάθος, ανένηψε!»; Είχαν μόλις πάρει το αμάξι στο Γραφείο Τελετών και το έστρωνε ο γυιός του αφεντικού; Ακουγε ποδόσφαιρο, σε φάση πήγαινε με 20 χλμ και μετά έτρεχε να προλάβει την... παραλαβή; Υπήρχε κοπέλλα με... τρελλά κέφια και απλώς λόγω θέσης της δεν φαινόταν;...
Τι να πω, από τέτοιους επαγγελματίες περιμένεις μία... μπαστουνορθίαση! Βέβαια, ερχόμενοι σ’επαφή με τον θάνατο σε καθημερινή βάση, κι όχι πάντα σε ομαλές συνθήκες (το να μαζεύεις με το φτυάρι στο Γραμματικό & να τους μεταφέρεις στα χωριά τους ας πούμε, θέλει τιτάνειες αντοχές), αν δεν έχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας δεν θ’αντέξουν πολύ...
*******************************************
Ποιός δεν ξέρει τώρα τις επιτυχημένες «ιατρικές» τηλεοπτικές σειρές, όπως «Ε.R.» και «Grey’s Anatomy», με teams γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, που αντιμετωπίζουν πληθώρα περιστατικών, ενώ από πίσω παίζει η προσωπική ζωή του καθενός; Κι ακόμη και σε ευτυχείς εκβάσεις, όλα καλύπτονται από πέπλο συγκίνησης έως στεναχώριας;
Το ύφος τους: «σας γιατρεύουμε (εντάξει, μας ξεφεύγει κανείς πότε-πότε!), αλλά είμαστε μες τη καντήφλα και σ’όποιον αρέσουμε!». Στην πραγματική ζωή όμως, δεν περιμένουμε έναν γιατρό ευπροσήγορο, αισιόδοξο, χαρούμενο, να μας πει ότι όλα θα πάνε καλά, κι όχι να μας μεταδίδει... μαυρίλα; Χμμμ....
Ιστορία δεύτερη:
Λίγες μέρες μετά, απόγευμα, σπάει η θεία μου το χέρι της (πολύ άσχημα). Αναλαμβάνω να την τρέξω στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας (στα 30 χλμ). Με το που φτάνουμε, δεκάδες τα περιστατικά να περιμένουν, χοντρά ατυχήματα, οι γιατροί λίγοι, να τρέχουν πάνω-κάτω, με μούτρα ως το πάτωμα, τι να πρωτοκάνουν δηλαδή...
Φτάνει η σειρά μας (φρικαρισμένες!). «Δεν έχουμε ακτινολογικό, πρέπει να πάτε στον ΑΒΓ ιδιώτη, 35 χλμ παρακάτω, για ακτίνες και μετά στον ΧΨΩ ορθοπεδικό, που όμως δεν είναι στο κανονικό του ιατρείο κοντά στον ΑΒΓ, αλλά στην άλλη πόλη, άλλα 30 χλμ....». Στήλες άλατος. Μας βοήθησαν μέσω κινητών να μας περιμένουν, φεύγουμε.
Τσίρκο...
Να μην σας τα πολυλογώ, καταλήξαμε μεσάνυχτα στο Νοσοκομείο της κοντινότερης πόλης (110 χλμ, μηδέν φωτισμός εθνικής, ελεύθερη διέλευση νταλικών, όχι νησίδα με τοιχαλάκι, ωραία!). Η θεία μου πλέον σφάδαζε, την έβαλαν ευτυχώς ως επείγον. Κι όσο με άφησαν μέσα, είδα το θέατρο του παραλόγου.
Ναι, το είχα ξαναζήσει, αλλά μέρα μεσημέρι, στην Αθήνα, με εκατοντάδες άτομα να πρέπει να εξυπηρετηθούν μεν αλλά και δεκάδες γιατρούς να τρέχουν δε. Εκεί γιατροί & νοσηλευτές έτρεχαν για άλλο λόγο: έλειπαν υλικά, μηχανήματα, εξειδικευμένο προσωπικό και υποδομές. (Δεν πρέπει να αρρωσταίνει ο κόσμος στην επαρχία νομίζω).
To cut a long story short, με τη θεία όλα ΟΚ. (χωρίς περιττές πολυτέλειες ανακούφισης βέβαια, ε; Ούρλιαζε η γυναίκα!). Μπράβο τους που το έκαναν με την πρώτη και δεν χρειάστηκε να της το... ξανασπάνε και να το ξανα-ανατάσσουν. Ωρα για τελικές ακτινογραφίες και χαρτούρα.
Την είχα σε καροτσάκι, την κοπάνησα και 3-4 φορές (ράμπες ελάχιστες, ασανσέρ χαλασμένα), γύρω διάδρομοι γεμάτοι κούτες, να ξεχειλίζουν καθετήρες, χαρτιά, ορροί εκτεθειμένα σε ο,τιδήποτε, από σκόνη μέχρι έντομα (ναι, είδα κι από αυτά). Πέσαμε και σε μία υπάλληλο πιστοποιητικών, η οποία μόνο που δε μας διαολόστειλε: «Να ξανάρθετε αύριο!». Είδαμε και πάθαμε να της εξηγήσουμε ότι εμείς κάναμε εκατόν-τόσα χιλιόμετρα και θα κάναμε άλλα τόσα στο γυρισμό, οπότε ΔΕΝ θα επιστρέφαμε.. Κι όλ’ αυτά σ’ένα νοσοκομείο τόσο παρατημένο & βρώμικο που ντρεπόμουν...
Γιατροί παιγμένοι λοιπόν, κατα-αγχωμένοι, ξενυχτισμένοι, να χαμογελούν ελάχιστα... Αποτελεσματικοί (εκείνοι ξέρουν ότι θα είσαι οκ, κι αυτό φτάνει), αλλά τι αντοχές να έχουν; Πώς να δουλέψεις με αισιοδοξία, που η «πολιτεία» σε έχει πετάξει στα βαθιά, αλλά εσύ πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου χωρίς λάθη; Κι ο ασθενής δεν ενδιαφέρεται αν εσύ δεν αμοίβεσαι καλά ή δεν έχεις γάζες ή κρεβάτια, θέλει να τον γιατρέψεις.
Γιατρεύουν μεν, μηχανικά δε, όταν ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, λίγη ενθάρρυνση είναι τόσο καλοδεχούμενα. Δεν θέλεις βέβαια τον... Mr Bean για χειρουργό σου, όμως...
Μουρτζούφλης γιατρός γίνεται;
Οπότε;
Στην πρώτη ιστορία, το να αναλαμβάνεις τις κηδείες είναι μια ζόρικη δουλειά, κανείς δεν την προτιμά, αλλά κάποιος πρέπει να (σ)την κάνει. Μήπως το χιούμορ είναι κάποια άμυνα για να μην κλατάρουν;
Στη δεύτερη, το να γιατροπορεύεις συνανθρώπους είναι μια δουλειά που πάμπολλοι ζηλεύουν, αλλά λίγοι τα καταφέρνουν. Μήπως η κατεβασμένη μούρη είναι κάποια άμυνα για να μην κλατάρουν;
Μα... τα στερεότυπα;
Κοράκι - σκοτεινός κι αγέλαστος, γιατρός - φωτεινός και γελαστός;
Πόσο αναπτύσσσουμε αντοχές έστω και κόντρα στην φύση της δουλειάς μας για ν’ανταπεξέλθουμε; Κόντρα στην δική μας φύση; Ο χαρακτήρας μας μπαίνει στη δουλειά μας, και η δουλειά μας στο χαρακτήρα μας;
Πόσο εύκολα αφήνουμε τη δουλειά πίσω μας όταν επιστρέφουμε σπίτι, και πόσο την κουβαλάμε μαζί μας; Πόσο επηρρεάζουν τα προσωπικά μας την επαγγελματική μας απόδοση και πόσο ξεχνιόμαστε στην... εργασιοθεραπεία και προσωπική ζωή below zero;
Είναι άλλος ο επαγγελματικός από τον πραγματικό εαυτό μας; Γνωρίζονται αυτοί οι δύο; Συνεργάζονται ή... καλύτερα χώρια;
Ποιός (πέραν του Γάτου!) έχει την πολυτέλεια να διαλύσει κομματάκι-κομματάκι τα όρια δουλειάς-πραγματικής ζωής του;
(Η Morticia Addams μήπως τελικά το διασκέδαζε στην «Εντατική»;)
Ο-έ-ο!
Ποιός δεν ξέρει την «Οικογένεια Addams», την τηλεοπτική & κινηματογραφική επιτυχία με την μακάβρια άποψη που προκαλεί μέχρι γέλιο;
Η τον Grave Digger στον Lucky Luke, το χλεμπονιάρη νεκροθάφτη με τον γύπα στον ώμο και τη μεζούρα ανά χείρας... Που έτσι κι οσμίζεται μονομαχία, παίρνει καλού-κακού τα μέτρα όλων;
Δύο περιπτώσεις που σε τέτοιο πλαίσιο σίγουρα εκλαμβάνονται ως χιούμορ! Μαύρο, αλλά χιούμορ. Στην πραγματική ζωή όμως πόσο χώρο αφήνουμε να μας εκπλήξει ένας νεκροθάφτης με τον εύθυμο, πλακατζή, γκαφατζή χαρακτήρα του; Εκείνος και όλο το επιτελείο του.. μαγαζιού οφείλουν να είναι η σοβαρότης προσωποποιημένη, ε; Χμμμ....
Ιστορία πρώτη:
15-αύγουστος, διακοπές, εθνική οδός. Στα διόδια, βλέπω μπροστά μου μια νεκροφόρα. Κατάμαυρος σεβασμός απ’έξω, κατάλευκη τούρτα από μέσα, νταντελλάκια, κουρτινάκια, καντηλέρια, μόνο η Jackie O έλειπε...
Θα θυμάστε τον Γάτο που λέγαμε για τη νεκροφόρα που είδε μπροστά του οδηγώντας, «σιγά την πρόληψη», «αλλά καλού-κακού... καλύτερα να την προσπερνάς!». Ε, λέω, αφιερωμένο εξαιρετικά, βγήκα αριστερά, κανονικό προσπέρασμα, ξαναμπήκα μεσαία λωρίδα, την άφησα πολύυυ πίσω, όλα καλά...
Σε λίγο, τι να δω, τη νεκροφόρα να έρχεται πατημένη, να με περνάει, να προσπερνάει μέχρι κι άλλους που έκαναν προσπέραση – αναγκάζοντάς τους να «ξαναμπούν» μέσα, και την έχασα στον ορίζοντα... Ε, λέω, κάτι θα του έτυχε του ανθρώπου! (ο συνοδηγός να πάθει κανένα έμφραγμα δεν, να παραπονεθεί δεν, οπότε...)
Στην πορεία όμως, την ξαναβλέπω δεξιά-δεξιά, να πηγαίνει ήρεμα, ως οφείλει, φαντάζομαι, μια νεκροφόρα.Ψιλο-απόρησα, αλλά ευκαιρία να την περάσω δεύτερη φορά... Ο οδηγός της, κινητό στο χέρι, να μιλάει και να χειρονομεί! Ωραία, έμεινε πίσω μου, μαύρος λεκές.
Σε λίγο, εκεί που προσπερνούσα με ταχύτητα ένα «κόμπο» φορτηγών, ακούω κάτι τρελλά μαρσαρίσματα από πίσω. Κοιτάζω, πάλι η νεκροφόρα, να μου έχει κολλήσει στα 2 μέτρα (ρε μεγάλε!), να μου αναβοσβήνει προβόλια και να κορνάρει.... Μόνο η μπέρτα του Batman του έλειπε!
Λέω εδώ κάτι πραγματικά πάει στραβά. Με νεύρα στην τσίτα (σε τέτοιες ταχύτητες και τον άλλον κολλητήρι στο πορτ-μπαγκάζ σου, έχεις σίγουρη συνταγή για καραμπόλα!), του έκανα χώρο. Ψιλο-κοίταξα κι ο οδηγός ήταν μες την τρελλή χαρά, να χαμογελάει, να μας περνάει όλους και τελικά να ξαναμπαίνει δεξιά-δεξιά, κι όλα τραλαλά....
Στο τέλος έστριψα, έχοντας αφήσει πίσω μου τη νεκροφόρα (θεωρητικά πάλι την προσπέρασα, high score στους οιωνούς!) μα άρχισα να αναρωτιέμαι, τι στο καλό μπορούσε να συμβαίνει και πήγαινε έτσι αλλοπρόσαλλα;
Τον έπαιρναν στο κινητό «Τρέχααα, μας έμεινε στα χέρια, έχει και ζέστες!» και μετά καπάκι «Ουπς, λάθος, ανένηψε!»; Είχαν μόλις πάρει το αμάξι στο Γραφείο Τελετών και το έστρωνε ο γυιός του αφεντικού; Ακουγε ποδόσφαιρο, σε φάση πήγαινε με 20 χλμ και μετά έτρεχε να προλάβει την... παραλαβή; Υπήρχε κοπέλλα με... τρελλά κέφια και απλώς λόγω θέσης της δεν φαινόταν;...
Τι να πω, από τέτοιους επαγγελματίες περιμένεις μία... μπαστουνορθίαση! Βέβαια, ερχόμενοι σ’επαφή με τον θάνατο σε καθημερινή βάση, κι όχι πάντα σε ομαλές συνθήκες (το να μαζεύεις με το φτυάρι στο Γραμματικό & να τους μεταφέρεις στα χωριά τους ας πούμε, θέλει τιτάνειες αντοχές), αν δεν έχουν κάποιες δικλείδες ασφαλείας δεν θ’αντέξουν πολύ...
*******************************************
Ποιός δεν ξέρει τώρα τις επιτυχημένες «ιατρικές» τηλεοπτικές σειρές, όπως «Ε.R.» και «Grey’s Anatomy», με teams γιατρών διαφόρων ειδικοτήτων, που αντιμετωπίζουν πληθώρα περιστατικών, ενώ από πίσω παίζει η προσωπική ζωή του καθενός; Κι ακόμη και σε ευτυχείς εκβάσεις, όλα καλύπτονται από πέπλο συγκίνησης έως στεναχώριας;
Το ύφος τους: «σας γιατρεύουμε (εντάξει, μας ξεφεύγει κανείς πότε-πότε!), αλλά είμαστε μες τη καντήφλα και σ’όποιον αρέσουμε!». Στην πραγματική ζωή όμως, δεν περιμένουμε έναν γιατρό ευπροσήγορο, αισιόδοξο, χαρούμενο, να μας πει ότι όλα θα πάνε καλά, κι όχι να μας μεταδίδει... μαυρίλα; Χμμμ....
Ιστορία δεύτερη:
Λίγες μέρες μετά, απόγευμα, σπάει η θεία μου το χέρι της (πολύ άσχημα). Αναλαμβάνω να την τρέξω στο πλησιέστερο Κέντρο Υγείας (στα 30 χλμ). Με το που φτάνουμε, δεκάδες τα περιστατικά να περιμένουν, χοντρά ατυχήματα, οι γιατροί λίγοι, να τρέχουν πάνω-κάτω, με μούτρα ως το πάτωμα, τι να πρωτοκάνουν δηλαδή...
Φτάνει η σειρά μας (φρικαρισμένες!). «Δεν έχουμε ακτινολογικό, πρέπει να πάτε στον ΑΒΓ ιδιώτη, 35 χλμ παρακάτω, για ακτίνες και μετά στον ΧΨΩ ορθοπεδικό, που όμως δεν είναι στο κανονικό του ιατρείο κοντά στον ΑΒΓ, αλλά στην άλλη πόλη, άλλα 30 χλμ....». Στήλες άλατος. Μας βοήθησαν μέσω κινητών να μας περιμένουν, φεύγουμε.
Τσίρκο...
Να μην σας τα πολυλογώ, καταλήξαμε μεσάνυχτα στο Νοσοκομείο της κοντινότερης πόλης (110 χλμ, μηδέν φωτισμός εθνικής, ελεύθερη διέλευση νταλικών, όχι νησίδα με τοιχαλάκι, ωραία!). Η θεία μου πλέον σφάδαζε, την έβαλαν ευτυχώς ως επείγον. Κι όσο με άφησαν μέσα, είδα το θέατρο του παραλόγου.
Ναι, το είχα ξαναζήσει, αλλά μέρα μεσημέρι, στην Αθήνα, με εκατοντάδες άτομα να πρέπει να εξυπηρετηθούν μεν αλλά και δεκάδες γιατρούς να τρέχουν δε. Εκεί γιατροί & νοσηλευτές έτρεχαν για άλλο λόγο: έλειπαν υλικά, μηχανήματα, εξειδικευμένο προσωπικό και υποδομές. (Δεν πρέπει να αρρωσταίνει ο κόσμος στην επαρχία νομίζω).
To cut a long story short, με τη θεία όλα ΟΚ. (χωρίς περιττές πολυτέλειες ανακούφισης βέβαια, ε; Ούρλιαζε η γυναίκα!). Μπράβο τους που το έκαναν με την πρώτη και δεν χρειάστηκε να της το... ξανασπάνε και να το ξανα-ανατάσσουν. Ωρα για τελικές ακτινογραφίες και χαρτούρα.
Την είχα σε καροτσάκι, την κοπάνησα και 3-4 φορές (ράμπες ελάχιστες, ασανσέρ χαλασμένα), γύρω διάδρομοι γεμάτοι κούτες, να ξεχειλίζουν καθετήρες, χαρτιά, ορροί εκτεθειμένα σε ο,τιδήποτε, από σκόνη μέχρι έντομα (ναι, είδα κι από αυτά). Πέσαμε και σε μία υπάλληλο πιστοποιητικών, η οποία μόνο που δε μας διαολόστειλε: «Να ξανάρθετε αύριο!». Είδαμε και πάθαμε να της εξηγήσουμε ότι εμείς κάναμε εκατόν-τόσα χιλιόμετρα και θα κάναμε άλλα τόσα στο γυρισμό, οπότε ΔΕΝ θα επιστρέφαμε.. Κι όλ’ αυτά σ’ένα νοσοκομείο τόσο παρατημένο & βρώμικο που ντρεπόμουν...
Γιατροί παιγμένοι λοιπόν, κατα-αγχωμένοι, ξενυχτισμένοι, να χαμογελούν ελάχιστα... Αποτελεσματικοί (εκείνοι ξέρουν ότι θα είσαι οκ, κι αυτό φτάνει), αλλά τι αντοχές να έχουν; Πώς να δουλέψεις με αισιοδοξία, που η «πολιτεία» σε έχει πετάξει στα βαθιά, αλλά εσύ πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου χωρίς λάθη; Κι ο ασθενής δεν ενδιαφέρεται αν εσύ δεν αμοίβεσαι καλά ή δεν έχεις γάζες ή κρεβάτια, θέλει να τον γιατρέψεις.
Γιατρεύουν μεν, μηχανικά δε, όταν ένα χαμόγελο, μια καλή κουβέντα, λίγη ενθάρρυνση είναι τόσο καλοδεχούμενα. Δεν θέλεις βέβαια τον... Mr Bean για χειρουργό σου, όμως...
Μουρτζούφλης γιατρός γίνεται;
Οπότε;
Στην πρώτη ιστορία, το να αναλαμβάνεις τις κηδείες είναι μια ζόρικη δουλειά, κανείς δεν την προτιμά, αλλά κάποιος πρέπει να (σ)την κάνει. Μήπως το χιούμορ είναι κάποια άμυνα για να μην κλατάρουν;
Στη δεύτερη, το να γιατροπορεύεις συνανθρώπους είναι μια δουλειά που πάμπολλοι ζηλεύουν, αλλά λίγοι τα καταφέρνουν. Μήπως η κατεβασμένη μούρη είναι κάποια άμυνα για να μην κλατάρουν;
Μα... τα στερεότυπα;
Κοράκι - σκοτεινός κι αγέλαστος, γιατρός - φωτεινός και γελαστός;
Πόσο αναπτύσσσουμε αντοχές έστω και κόντρα στην φύση της δουλειάς μας για ν’ανταπεξέλθουμε; Κόντρα στην δική μας φύση; Ο χαρακτήρας μας μπαίνει στη δουλειά μας, και η δουλειά μας στο χαρακτήρα μας;
Πόσο εύκολα αφήνουμε τη δουλειά πίσω μας όταν επιστρέφουμε σπίτι, και πόσο την κουβαλάμε μαζί μας; Πόσο επηρρεάζουν τα προσωπικά μας την επαγγελματική μας απόδοση και πόσο ξεχνιόμαστε στην... εργασιοθεραπεία και προσωπική ζωή below zero;
Είναι άλλος ο επαγγελματικός από τον πραγματικό εαυτό μας; Γνωρίζονται αυτοί οι δύο; Συνεργάζονται ή... καλύτερα χώρια;
Ποιός (πέραν του Γάτου!) έχει την πολυτέλεια να διαλύσει κομματάκι-κομματάκι τα όρια δουλειάς-πραγματικής ζωής του;
(Η Morticia Addams μήπως τελικά το διασκέδαζε στην «Εντατική»;)
Ο-έ-ο!
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 06, 2006
Το πρόγραμμα του Doncat
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ:
Σήμερα παραμένει το post του Tassos Papadakis. Αύριο δημοσιεύεται ένα κείμενο της Aphrodite και στις 9.9 της Gravoura.
Μετά ο Ν. Δ. αναχωρεί για χώρες Σκανδιναυϊκές. Από εκεί, αν έχει χρόνο, διάθεση και σύνδεση, θα στέλνει ανταποκρίσεις.
Στις 18.9. αρχίζει η χειμερινή σαιζόν, με αλλαγές.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ: Μη μου στέλνετε πια συνεργασίες. Θα δούμε αν και πώς θα υπάρξουν στη νέα φάση.
Σήμερα παραμένει το post του Tassos Papadakis. Αύριο δημοσιεύεται ένα κείμενο της Aphrodite και στις 9.9 της Gravoura.
Μετά ο Ν. Δ. αναχωρεί για χώρες Σκανδιναυϊκές. Από εκεί, αν έχει χρόνο, διάθεση και σύνδεση, θα στέλνει ανταποκρίσεις.
Στις 18.9. αρχίζει η χειμερινή σαιζόν, με αλλαγές.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ: Μη μου στέλνετε πια συνεργασίες. Θα δούμε αν και πώς θα υπάρξουν στη νέα φάση.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 05, 2006
Απόδραση
Γράφει ο Tassos Papadakis
Ήταν καπετάνιος σε όλη την άχαρη ζωή του. Ένα μικρό ψαροκάϊκο είχε, τίποτα άλλο. Ταξίδευε μόνος. Έριχνε τα δίχτυα του στ' ανοιχτά. Συνήθως, έπιανε παπούτσια και λάστιχα -πού και πού κανένα κονσερβοκούτι.
Ακόμη και τα ψάρια -από τα οποία η θάλασσα δεν είχε αδειάσει βέβαια παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες των συναδέλφων του- τον απέφευγαν. Όμως, αυτό ήξερε να κάνει και αυτό έκανε.
Κάθε πρωί, ξεκινούσε από το παλιό λιμάνι της Χίου με όρεξη -ή δίχως αυτήν. Πάντως ξεκινούσε. Γερασμένος, όλο ρυτίδες, κλασσική καπετανόφατσα, με μια παλιά μπλε τραγιάσκα 'σήμα κατατεθέν', έπιανε τα δίχτυα και τα τακτοποιούσε.
Κάπνιζε και κανένα τσιγάρο, να ξορκίσει τα φαρμάκια που κουβαλούσε από παλιά: χαμένες παρέες, χαμένοι φίλοι, χαμένες αγάπες. Μόνος τώρα και για πολλά χρόνια, μοιραζότανε την ατέλειωτη πίκρα και τη μοναξιά του με τη θάλασσα. Να γιατί δεν τον ένοιαζε που ποτέ δεν έπιανε τίποτε. Εκείνος έβγαινε στα ανοιχτά από αγάπη για τη θάλασσα -και τη ζωή που τόσο σκληρά του είχε φερθεί. Τη μισούσε τη ζωή. Την αγαπούσε. Τη μισούσε. Την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει... Κι ας ήταν ήδη 86!
Το καΐκι, ένα μπλε-κίτρινο σκαρί, δεμένο γερά στο λιμανάκι του μικρού νησιού, υπέφερε κάθε μέρα από τα ατέλειωτα πήγαινε-έλα των κυμάτων. Υπέμενε όμως τη μοίρα του, όπως κάθε μικρό ή μεγάλο καράβι οφείλει να κάνει. Είχε ταιριάξει απόλυτα με το αφεντικό του. Και οι δύο, καταταλαιπωρημένοι, νωθροί, σκυθρωποί, παρα(ι)τημένοι.
Σήμερα ο καπετάνιος θα έβγαινε άλλη μια φορά στα ανοιχτά -για μια τελευταία βόλτα. Έφτασε νωρίς όπως πάντα, ήταν δεν ήταν 7 η ώρα και πριν ν' αρχίσει να λύνει τους κάβους, μπήκε μέσα στο καΐκι και έπιασε να το αδειάσει από καθετί το περιττό: σκοινιά, άγκυρες, δίχτυα, εργαλεία, κουβάδες, κάτι σκουπίδια. Ένα-ένα τα έβγαλε όλα έξω και τα ακούμπησε ακριβώς δίπλα στον βραχίονα της προβλήτας. Έπειτα, με ένα τσιγάρο στο στόμα και μπόλικα ακόμη στο πακέτο και ένα μικρό τρανζίστορ στην τσέπη, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά τη γέρικη μηχανή.
Το κουρασμένο μικρό σαπιοκάϊκο, ξεκίνησε απρόθυμα. Πήγαινε αργά. Θα έλεγε κανείς πως κολυμπώντας θα έφτανε ταχύτερα στον προορισμό του. Όμως, σήμερα δεν υπήρχε προορισμός.
Σε ένα τέταρτο, βρισκόταν πια αρκετά μακριά ώστε να μη διακρίνεται καθαρά η φιγούρα ούτε του καπετάνιου ούτε του σκάφους. Και λίγο μετά και για πρώτη φορά, χάθηκε στον ορίζοντα...
__________________________________________________________
Φωτογραφίες: Ν. Δ.
Ήταν καπετάνιος σε όλη την άχαρη ζωή του. Ένα μικρό ψαροκάϊκο είχε, τίποτα άλλο. Ταξίδευε μόνος. Έριχνε τα δίχτυα του στ' ανοιχτά. Συνήθως, έπιανε παπούτσια και λάστιχα -πού και πού κανένα κονσερβοκούτι.
Ακόμη και τα ψάρια -από τα οποία η θάλασσα δεν είχε αδειάσει βέβαια παρά τις «φιλότιμες» προσπάθειες των συναδέλφων του- τον απέφευγαν. Όμως, αυτό ήξερε να κάνει και αυτό έκανε.
Κάθε πρωί, ξεκινούσε από το παλιό λιμάνι της Χίου με όρεξη -ή δίχως αυτήν. Πάντως ξεκινούσε. Γερασμένος, όλο ρυτίδες, κλασσική καπετανόφατσα, με μια παλιά μπλε τραγιάσκα 'σήμα κατατεθέν', έπιανε τα δίχτυα και τα τακτοποιούσε.
Κάπνιζε και κανένα τσιγάρο, να ξορκίσει τα φαρμάκια που κουβαλούσε από παλιά: χαμένες παρέες, χαμένοι φίλοι, χαμένες αγάπες. Μόνος τώρα και για πολλά χρόνια, μοιραζότανε την ατέλειωτη πίκρα και τη μοναξιά του με τη θάλασσα. Να γιατί δεν τον ένοιαζε που ποτέ δεν έπιανε τίποτε. Εκείνος έβγαινε στα ανοιχτά από αγάπη για τη θάλασσα -και τη ζωή που τόσο σκληρά του είχε φερθεί. Τη μισούσε τη ζωή. Την αγαπούσε. Τη μισούσε. Την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να αποφασίσει... Κι ας ήταν ήδη 86!
Το καΐκι, ένα μπλε-κίτρινο σκαρί, δεμένο γερά στο λιμανάκι του μικρού νησιού, υπέφερε κάθε μέρα από τα ατέλειωτα πήγαινε-έλα των κυμάτων. Υπέμενε όμως τη μοίρα του, όπως κάθε μικρό ή μεγάλο καράβι οφείλει να κάνει. Είχε ταιριάξει απόλυτα με το αφεντικό του. Και οι δύο, καταταλαιπωρημένοι, νωθροί, σκυθρωποί, παρα(ι)τημένοι.
Σήμερα ο καπετάνιος θα έβγαινε άλλη μια φορά στα ανοιχτά -για μια τελευταία βόλτα. Έφτασε νωρίς όπως πάντα, ήταν δεν ήταν 7 η ώρα και πριν ν' αρχίσει να λύνει τους κάβους, μπήκε μέσα στο καΐκι και έπιασε να το αδειάσει από καθετί το περιττό: σκοινιά, άγκυρες, δίχτυα, εργαλεία, κουβάδες, κάτι σκουπίδια. Ένα-ένα τα έβγαλε όλα έξω και τα ακούμπησε ακριβώς δίπλα στον βραχίονα της προβλήτας. Έπειτα, με ένα τσιγάρο στο στόμα και μπόλικα ακόμη στο πακέτο και ένα μικρό τρανζίστορ στην τσέπη, μπήκε μέσα και έβαλε μπροστά τη γέρικη μηχανή.
Το κουρασμένο μικρό σαπιοκάϊκο, ξεκίνησε απρόθυμα. Πήγαινε αργά. Θα έλεγε κανείς πως κολυμπώντας θα έφτανε ταχύτερα στον προορισμό του. Όμως, σήμερα δεν υπήρχε προορισμός.
Σε ένα τέταρτο, βρισκόταν πια αρκετά μακριά ώστε να μη διακρίνεται καθαρά η φιγούρα ούτε του καπετάνιου ούτε του σκάφους. Και λίγο μετά και για πρώτη φορά, χάθηκε στον ορίζοντα...
__________________________________________________________
Φωτογραφίες: Ν. Δ.