Κυριακή, Μαρτίου 31, 2019

Λυκόφως μιας αυτοκρατορίας;


Η πρώτη μου επαφή με την Αγγλία ήταν οι τέσσερεις αρχικές συγχορδίες της Πέμπτης Συμφωνίας του Μπετόβεν και η φωνή του εκφωνητή που, συνοδευμένη από άφθονα παράσιτα, ακουγόταν βραχνή να αρθρώνει τις μαγικές λέξεις: «Εδώ Λονδίνο. Ακούτε την Ελληνική εκπομπή του Μπι Μπι Σι».

Ήταν Κατοχή και η σύνδεση με το Λονδίνο ήταν έγκλημα για τις κατοχικές αρχές. Όμως αποτελούσε και τη μόνη δυνατότητα να μαθαίνουμε τι γινόταν στον πόλεμο μια και όλα τα άλλα μέσα διακινούσαν γερμανική προπαγάνδα.

(Και σκέπτομαι τώρα, ότι ενώ γνωρίζαμε πως η εκπομπή αυτή ανήκε σε ένα από τα αντιμαχόμενα κράτη, ποτέ δεν αμφιβάλαμε για την ειλικρίνειά της. Μετέδιδε ακόμα και τις ήττες και τις αποτυχίες των συμμάχων, ίσως λιγότερο εμφατικά. Αλλά από τότε πίστεψα κάτι, που αργότερα το επιβεβαίωσα πολλές φορές. Οι Άγγλοι δεν λένε ψέματα).

Τα τελευταία χρόνια της Κατοχής μάθαινα με μανία Αγγλικά, έτσι που σύντομα μπορούσα να ακούω και αγγλόφωνες εκπομπές. Θυμάμαι την συγκίνησή μου όταν άκουσα για πρώτη φορά τον Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ο Θεός ο ίδιος δεν θα με είχε συγκλονίσει περισσότερο. Ολομόναχος ο άνθρωπος αυτός, στην αρχή, είχε αντιστρέψει τις τύχες του πολέμου – είχε νικήσει την σιδηρόφρακτη Γερμανία και σώσει την Ευρώπη.

Από τότε άρχισε η σχέση μου με την Αγγλία και δεν σταμάτησε μέχρι σήμερα. Μετά πήγα σε αγγλόφωνο σχολείο, όπου όλα τα μαθήματα διδάσκονταν στα Αγγλικά και η γλώσσα αυτή μου έγινε τόσο οικεία όσο η δική μου.

(Εκεί ξεχώρισα για πρώτη φορά και την προφορά-διαφορά μεταξύ Αγγλικών και Αμερικάνικων. Είχαμε μερικούς καθαρόαιμους Βρετανούς καθηγητές που ξεχώριζαν σαν την μύγα μες το γάλα).

Διαβάζοντας φανατικά πέρασα από όλες τις φάσεις: την φάση Κίπλινγκ (της αυτοκρατορίας) την φάση Ντίκενς (αχ! ο Ολιβερ Τουίστ και οι Μεγάλες Προσδοκίες) προχωρώντας στα πιο μοντέρνα μυθιστορήματα και ποιήματα: από την «Έρημη Χώρα» μέχρι τον «Οδυσσέα» του Τζόυς.

Και ήρθε η εποχή των ταξιδιών. Πρώτη φορά έφτασα στο Λονδίνο οδηγώντας αριστεροτίμονο αυτοκίνητο σε ανάποδους δρόμους. Γύρισα με αυτό την μισή Βρετανία. Αργότερα έφτασα στη Σκοτία και την αγάπησα. Έζησα αρκετό καιρό στο όμορφο Γουίμπλεντον. Στην αρχή διάβαζα Times, αλλά μετά Guardian.

Μελέτησα την ιστορία αυτής της χώρας περισσότερο κι από της δικής μας. Ήταν διδακτική γιατί πρωτοπορούσε συνεχώς. Μέσα στο σκοτεινό Μεσαίωνα έβγαλε την Magna Carta – τον πρώτο χάρτη ελευθεριών, το  πρώτο συμβόλαιο λαού και εξουσίας.  Πρωτοπόρησε στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, πρώτη κατάργησε την δουλεία.

Και ξαφνικά κάτι έσπασε, κάτι χάλασε. Φτηνοί και ψεύτες δημαγωγοί άρχισαν να πουλάνε σάπιο εμπόρευμα στολισμένο με ωραία λόγια. Παρακολούθησα την προπαγάνδα υπέρ του Brexit και έφριξα. Ποτέ στη ζωή μου, ούτε στο τελευταίο χωριό της πατρίδας μου, δεν είχα ακούσει τόσο χοντρά ψέματα.

Κι όμως ψήφησαν τους απατεώνες. Κι όταν, πολύ σύντομα, αναγνώρισαν το λάθος, η αγγλική τους ακαμψία κατέστησε την κωλοτούμπα αδύνατη. Και γλιστράνε τώρα προς ένα Καιάδα που είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που τους υποσχέθηκαν οι δημαγωγοί. Μόνον ένα θαύμα μπορεί να τους σώσει – και θαύματα στην εποχή μας δεν γίνονται. Χρειάζονται έναν ηγέτη της τάξης του Τσόρτσιλ ή της Θάτσερ και έχουν μία τρομαλέα κυρία που φοβάται και τον ίσκιο της  κι ένα χαοτικό κοινοβούλιο που δεν ξέρει τι θέλει.

Αν δεν επισυμβεί το θαύμα που λέγαμε, η ιστορία αυτή θα κρατήσει πολλά χρόνια και η χώρα θα υποφέρει άσχημα. Πιθανότατα δεν θα προλάβω να μάθω το τέλος. Και θα έχω χάσει άλλον ένα πυλώνα από τους λίγους που βρήκα στη ζωή μου.